Γράφει η Κάτια Σκίτσου
Κι ενώ λοιπόν μπορώ ν’ ανεχτώ, ν’ αποδεχτώ, να παρακάμψω, όπως και να συγχωρήσω αρκετά παραπτώματα, έχω ένα τεράστιο θέμα με την αχαριστία των ανθρώπων. Εμείς οι δοτικοί άνθρωποι το έχουμε αυτό.
Βλέπεις, πολλές φορές πέφτουμε στην παγίδα να θεωρήσουμε πως τα άτομα που είναι σημαντικά για μας και για τα οποία θα κάναμε και θα δίναμε τα πάντα, νιώθουν το ίδιο κι είναι διατεθειμένα να μας το ανταποδώσουν από καρδιάς στο μέγιστο.
Αυτό ισχύει σ’ όλες τις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Θα έλεγα, μάλιστα, πως είναι και θέμα συνέπειας χαρακτήρα ως ένα βαθμό. Επειδή θεωρούμε δεδομένο ότι ο απέναντι άνθρωπος εισπράττει, αντιλαμβάνεται κι εκτιμά όσα προσφέρουμε, όπως ακριβώς θα κάναμε κι εμείς, μας φαντάζει αδιανόητο ότι δεν αντιδρά με τον αναμενόμενο κι ενδεδειγμένο για εμάς τρόπο.
Την ίδια στιγμή, σε καμία περίπτωση δεν πιστεύουμε ότι όταν κάνεις κάτι καλό στον άλλο, οφείλει να στο «ξεπληρώσει» μετά βαΐων και κλάδων.
Δεν κάνεις χάρη σε κανέναν, θέλεις και προσφέρεις, είναι επιλογή σου, δε στο ζητά κανείς με το ζόρι, αντιθέτως, παίρνεις μεγάλη, διπλάσια χαρά όταν βλέπεις τους ανθρώπους σου χαρούμενους, δεν περιμένεις ευχαριστίες ή ευγνωμοσύνες, προς Θεού.
Υπάρχει όμως μια λεπτή, σχεδόν διακεκομμένη, κόκκινη γραμμή μεταξύ των πραγμάτων. Όταν οι άνθρωποι δε σέβονται και δεν εκτιμούν αυτά που κάνεις γι’ αυτούς, κι όχι μόνο δεν τα αναγνωρίζουν, αλλά με τη στάση τους σε οδηγούν να σκέφτεσαι στο τέλος της ημέρας ότι δεν υπολογίζουν κι εσένα τον ίδιο σαν προσωπικότητα.
Με μια μόνιμη απάθεια, αδιαφορία, οκνηρία κι αδράνεια υπαγορεύουν ότι απλώς δεν τους απασχολούν οι πράξεις σου, ενώ ό,τι κι αν κάνεις δε μετράει, καθώς το θεωρούν δεδομένο, αμελητέο και σχεδόν χρέος σου. Τότε είναι ακριβώς που συνειδητοποιείς ότι άλλα έχεις στο μυαλό σου κι αλλιώς είναι τα πράγματα.
Στον έρωτα σε πληγώνει αυτή η συνειδητοποίηση πολύ. Τα χάνεις μόλις το αντιληφθείς, σε αδειάζει, σε αναγκάζει να εκλογικεύσεις απότομα κι υπέρμετρα το συναίσθημα, ό,τι χειρότερο. Εσύ σκέτη άμυνα κι εγώ πάντα προσπάθεια, πάει πολύ ρε παιδί μου, πώς να το κάνουμε;
Σε υποχρεώνει να νιώθεις ότι είσαι μόνος σου σ’ αυτή τη σχέση και ταυτόχρονα να παλεύεις, να ενδιαφέρεσαι και να ζεις για δύο. Ναι, για πόσο ακόμη;
Στη φιλία πονάει ακόμη περισσότερο όμως. Λυπάσαι φρικτά, ξενερώνεις απίστευτα, γκρεμίζεται ο κόσμος σου, δεν το χωράει ο νους σου. Νιώθεις ότι πήγαν χαμένα χρόνια ολόκληρα, πώς να το δεχτείς και κυρίως πώς να ξεριζώσεις τόσα συναισθήματα;
Για ανθρώπους που θα έπεφτες και στη φωτιά να βεβαιώνεσαι μέρα με τη μέρα ότι δε θα ‘καναν ούτε βήμα για σένα; Ως πότε;
Kι η ανιδιοτέλεια κι ο αλτρουισμός και τα υπεράνω και τα στραβά μάτια έχουν το όριό τους. Μία, δύο, κι αφού έχεις εξαντλήσει όλα τα ενδεχόμενα και τις προσπάθειες, στην τρίτη καίγεσαι, έτσι πάει.
Είναι προφανές ότι σε καμία σχέση δεν είναι δυνατό να υποχωρεί πάντα και μόνο ο ένας. Είναι, επίσης, ηλίου φαεινότερο ότι απαιτείς, τουλάχιστον, να μη σε περνάνε για κορόιδο.
Γιατί και ο πιο υπομονετικός άνθρωπος, κάποια στιγμή σκάει, απλώς σκάει, παίρνει ανάποδες, εξοργίζεται, του γυρίζει το μάτι και τότε δε θες να δεις την αντίδρασή του.
Ό,τι δεν εκτιμάται, μάλλον, θα πρέπει να κόβεται λοιπόν χωρίς παρελκόμενα. Ναι, το ξέρω. Σαφέστατα και δεν είναι τόσο εύκολο όσο να λεχθεί.
Θα πάρει χρόνο, δεν ξενοιάζεις απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, ούτε μπορείς να πετάξεις απ’ τη ζωή σου ανθρώπους, εμπειρίες, βιώματα κι αισθήματα με το καλημέρα σας. Απλώς δεν είναι λύση να νιώθεις διαρκώς θύμα από ανθρώπους που θα έφτανες ως το τέρμα κι ακόμη πιο πέρα γι’ αυτούς. Άδικο, δε νομίζεις;
Δεν μπορούμε και δεν πρέπει κιόλας να είμαστε απόλυτοι κι ανένδοτοι, όταν καλούμαστε να λάβουμε δραστικές αποφάσεις με καταλυτικές συνέπειες χωρίς επιστροφή.
Πολύ περισσότερο δε, όταν αφορούν τις σχέσεις μας με πολύ κοντινούς μας ανθρώπους στην προσωπική μας ζωή. Όμως δεν είναι κρίμα να σε κάνει να περισσεύεις απ’ τη ζωή του ένας άνθρωπος που για εκείνον θα παραχωρούσες άνετα ολόκληρη τη δική σου;