Α. H ποίηση
Στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στο 1830 και το 1880, δηλαδή στα πρώτα πενήντα χρόνια μετά την ελληνική Επανάσταση και την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, η Νεοελληνική Λογοτεχνία διαμορφώνεται, όπως είδαμε, κάτω από την ξένη επίδραση και ειδικότερα κάτω από την επίδραση του γαλλικού ρομαντισμού. Χαρακτηριστικά της λογοτεχνίας μας αυτή την περίοδο είναι η επιστροφή στο παρελθόν, η μελαγχολία και η απαισιόδοξη διάθεση που ερχόταν πια ως απόηχος του ρομαντισμού της δύσης. Οι λογοτέχνες προσπαθούσαν την περίοδο αυτή να τονώσουν το εθνικό φρόνημα του λαού.
Τη νεοελληνική λογοτεχνία προσδιορίζουν τώρα δύο γενιές Φαναριωτών που εγκατέλειψαν την Πόλη και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες για να εγκατασταθούν πρώτα στο Ναύπλιο, αργότερα στην Αθήνα. O Ιακωβάκης Ρίζος-Νερουλός, ο Αλέξανδρος-Ρίζος Ραγκαβής, ο Αλέξανδρος και ο Παναγιώτης Σούτσος, όλοι συγγενείς μεταξύ τους, μετοίκησαν στην Ελλάδα αμέσως μετά την απελευθέρωσή της.
Πριν από την επανάσταση ο Ιακωβάκης Ρίζος-Νερουλός (1778-1850) είχε δημοσιεύσει τα Κορακιστικά (1813), έργο με το οποίο διακωμωδούσε τη γλώσσα του Κοραή. Μετά την επανάσταση κυκλοφόρησε στα γαλλικά την Ιστορία των Νεοελληνικών γραμμάτων, την πρώτη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας που εκδόθηκε στη Γενεύη το 1827. Το έργο αυτό, που είχε καταλογογραφική μορφή, προερχόταν από μια σειρά μαθημάτων που έκανε ο Νερουλός σε έναν κύκλο φιλελλήνων στη Γενεύη, με στόχο να φέρει σε επαφή τους Ευρωπαίους με τα ελληνικά γράμματα. Ο συγγραφέας του διακηρύσσει τις ιδέες του για τη γλώσσα (υποστήριζε τη φαναριώτικη αρχαΐζουσα) και απορρίπτει, εκτός από το έργο του Σολωμού, ολόκληρη την κρητική παράδοση.
Πενήντα χρόνια αργότερα στη δική του ιστορία της λογοτεχνίας, που θα εκδοθεί επίσης στα γαλλικά (1877), ο Αλέξανδρος-Ρίζος Ραγκαβής(1809-1892) θα αδικήσει επίσης τόσο το Σολωμό, όσο και ολόκληρη την Επτανησιακή Σχολή προβάλλοντας τον εαυτό του και την οικογένειά του και επιδιώκοντας να αποδείξει ότι η αναγέννηση της νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας οφείλεται αποκλειστικά στους Φαναριώτες.
Εξάδελφος των Σούτσων ο Αλέξανδρος-Ρίζος Ραγκαβής, εκπρόσωπος της φαναριώτικης παράδοσης, είναι πολυγραφότατος και άνθρωπος με ποικίλα ενδιαφέροντα. Ο Ραγκαβής, ρομαντικός που στράφηκε προς τον αρχαϊσμό και την καθαρεύουσα, υπήρξε μεταφραστής και ποιητής, καθηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διπλωμάτης. Μαζί με το Ν. Δραγούμη και τον Κ. Παπαρρηγόπουλο εξέδωσε το περιοδικό Πανδώρα, όπου δημοσίευε διηγήματα. Το έργο του, ασυνήθιστα μεγάλο σε έκταση, περιλαμβάνει είκοσι τόμους. Ο Ραγκαβής ασχολήθηκε με όλα τα είδη. Εκτός από ποιήματα, έγραψε και αφηγήματα.
Στην ποίηση επιδίδονται οι ρομαντικοί αδελφοί Σούτσοι. Ο μεγαλύτερος είναι ο Αλέξανδρος Σούτσος (1803-1863), γνωστός περισσότερο ως σατιρικός (Σάτιραι, 1827). Η ποίησή του δεν είναι καθόλου λυρική, αλλά περισσότερο πολιτική και σατιρική. Είναι πολέμιος του Καποδίστρια και αργότερα της Αντιβασιλείας και του Όθωνα. Ο αδελφός του Παναγιώτης Σούτσος (1806-1868) αντίθετα είναι μέτριος λυρικός. Το ποίημά του Οδοιπόρος (1831), με ήρωες δύο νέους που χάνουν τα λογικά τους, βλέπουν οράματα, παραληρούν και τέλος αυτοκτονούν, θεωρήθηκε ως το «πρωτοπαίδι του ρομαντισμού» και είχε μεγάλη ανταπόκριση, «σα να αποζητούσε η εποχή τη φυγή από την πραγματικότητα», όπως γράφει ο Λ. Πολίτης. Αντίστοιχο του Οδοιπόρου είναι το πεζό Ο Λέανδρος (1834), μυθιστόρημα σε μορφή επιστολική, επηρεασμένο από τις Επιστολές του Όρτις του Φώσκολο (βλ. παρακάτω).
Στους εκπροσώπους της Αθηναϊκής Σχολής που προέρχονται από διάφορες περιοχές της Ελλάδας αλλά επηρεάζονται από τους Φαναριώτες που ζουν στην Αθήνα, ανήκουν ο Ηπειρώτης Γεώργιος Ζαλοκώστας (1805-1858), ο οποίος έγραψε λυρικά ποιήματα, άλλα από αυτά στη δημοτική και άλλα στην καθαρεύουσα, και ο Θεόδωρος Ορφανίδης (1817-1886), από τη Σμύρνη, που μιμείται την πολιτική σάτιρα του Αλέξανδρου Σούτσου.
Την κορύφωση του ρομαντισμού της Αθηναϊκής Σχολής εκφράζουν ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος (1843-1873), γιος του ιστορικού, και ο Σπυρίδων Βασιλειάδης (1844-1874), γεννημένος στην Πάτρα. Νομικοί και οι δύο και θεατρικοί συγγραφείς, ο πρώτος έγραψε λυρικά ποιήματα έντονα μελαγχολικά και ο δεύτερος, επίσης λυρικός, υπήρξε και μεταφραστής του Λαμαρτίνου. Ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος θεωρήθηκε ως ο πιο ειλικρινής εκφραστής της ρομαντικής Αθηναϊκής Σχολής. Τελευταίος εκπρόσωπος της σχολής αυτής είναι ο Αχιλλεύς Παράσχος (1838-1895), από το Ναύπλιο, που αποτελεί την οριστική παρακμή και το τέλος του ελληνικού ρομαντισμού. Μεγαλόστομος και ενθουσιώδης, ο Παράσχος έγραφε με εκπληκτική ευκολία στίχους κακής ποιότητας επαναλαμβάνοντας τις ίδιες ιδέες.
Β. Η πεζογραφία
Τα τελευταία χρόνια η έρευνα για την πεζογραφία της περιόδου 1830-1880 άλλαξε την εικόνα που είχαμε γι' αυτήν. Ενώ δηλαδή πιστεύαμε ότι η μυθιστορηματική παραγωγή της περιόδου αυτής είναι φτωχή και ότι το κυρίαρχο είδος της εποχής αποτελούσε το ιστορικό μυθιστόρημα, σήμερα, ύστερα από την ανανέωση του ενδιαφέροντος για τα μυθιστορήματα που δημοσιεύτηκαν ανάμεσα στα 1835 και στα 1850, αποδείχτηκε ότι το ιστορικό μυθιστόρημα εμφανίζεται στην Ελλάδα γύρω στα 1850 και αναπτύσσεται μέχρι το 1885, ενώ τα μυθιστορήματα που θεωρούνταν ιστορικά ασχολούνται περισσότερο με την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής.
Το μυθιστόρημα είναι το λογοτεχνικό είδος που στην πορεία του μέσα στο χρόνο κατάφερε να συνθέσει όλα τα άλλα είδη, ενώνοντας άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο το μύθο με την ιστορία, συνδυάζοντας τη φαντασία με την πραγματικότητα και μορφοποιώντας με τον τρόπο του τα ανθρώπινα συναισθήματα. Με το πέρασμα των αιώνων, μέσα σε μια συνεχή διαδικασία εξέλιξης, το μυθιστόρημα έγινε ο μύθος που η φαντασία τοποθετεί σε χρόνους πραγματικούς.
Το μυθιστόρημα είναι μια εκτεταμένη αφήγηση και σε αυτό ξεχωρίζει από τα άλλα είδη του πεζού, έντεχνου λόγου (το διήγημα και τη νουβέλα). Εκτός όμως από την έκτασή του το μυθιστόρημα διακρίνεται για το μύθο του (που μπορεί να αναπτύσσεται και να εξελίσσεται σε πολλά επίπεδα χώρου και χρόνου) και για τους χαρακτήρες που προβάλλει με τρόπο όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένο.
Το πρώτο μυθιστόρημα που εμφανίστηκε στην ανεξάρτητη Ελλάδα, και έκανε τον συγγραφέα του να περηφανεύεται πως ήταν ο πρώτος που έγραψε μυθιστόρημα την περίοδο αυτή, ήταν Ο Λέανδρος του Παναγιώτη Σούτσου που, όπως είδαμε, ήταν και ποιητής. Το μυθιστόρημά του, ρομαντικό, σε επιστολική μορφή, δημοσιεύεται στο Ναύπλιο το 1834.
Ο Λέανδρος του Παναγιώτη Σούτσου είναι επίσημα το πρώτο μυθιστόρημα της ανεξάρτητης Ελλάδας. Στον πρόλογο ο συγγραφέας του δηλώνει την περηφάνια του που είναι ο πρώτος μυθιστοριογράφος του ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους. Στο έργο περιγράφεται και εξυμνείται ο ρομαντικός έρωτας του Λέανδρου και της Κοραλίας που είναι ιερός, γιατί είναι ειλικρινής.
Ένα χρόνο αργότερα κυκλοφορεί Ο Εξόριστος του 1831, μυθιστόρημα που γράφτηκε από τον Αλέξανδρο Σούτσο και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα. Η δράση του τοποθετείται στα πρώτα χρόνια του ελεύθερου νέου ελληνικού κράτους. Το 1839 εκδίδεται το μυθιστόρημα Η ορφανή της Χίου ή Ο θρίαμβος της αρετής του Ιάκωβου Πιτσιπίου, ο οποίος το 1848 δημοσίευσε ένα δεύτερο μυθιστόρημα με τίτλο Ο Πίθηκος Ξουθ ή Τα ήθη του αιώνος, όπου σατιρίζει τόσο τους Ευρωπαίους περιηγητές που έρχονται στην Ελλάδα, όσο και την αστική τάξη της Αθήνας, με αποτέλεσμα να φαίνεται πως και οι δύο αυτές ομάδες πιθηκίζουν.
Η υπόθεση του μυθιστορήματος Η ορφανή της Χίου:H Ευλαλία χάνει τους γονείς της στις σφαγές της Χίου και την αναλαμβάνει η θεία της Λωξάντρα που έχει δύο παιδιά. Στην οικογένεια αυτή η Ευλαλία παίζει το ρόλο της Σταχτοπούτας.
Εκεί θα συναντήσει τον ειλικρινή Αλέξανδρο και θα ορκιστούν αιώνια αγάπη μεταξύ τους. Η Λωξάντρα όμως κάνει το παν για να χωρίσει το ζευγάρι και να επωφεληθεί από την κληρονομιά της ορφανής. Ύστερα από διάφορες περιπέτειες οι δύο νέοι παντρεύονται, την ίδια μέρα μάλιστα που η Ευλαλία θα γινόταν καλογριά.
Στα 1839 κυκλοφόρησε επίσης το μυθιστόρημα Ο Πολυπαθής του Γρηγορίου Παλαιολόγου (1803-1869), που ανακαλύφτηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1980 και θεωρούνταν χαμένο επί πολλά χρόνια. Η μυθιστορία του Παλαιολόγου αποτελείται από πολλά επεισόδια γραμμένα με τρόπο απολαυστικό. Επηρεασμένος από το Μολιέρο ο Παλαιολόγος μέσω του ήρωά του, του Φαβίνη, ανακαλύπτει την υποκρισία και τη ματαιοδοξία του ανθρώπου και την παρουσιάζει με χιούμορ, ειρωνεία αλλά και τρυφερότητα.
Το ιστορικό μυθιστόρημα εισάγεται ουσιαστικά στην Ελλάδα από τον Αλέξανδρο-Ρίζο Ραγκαβή το 1850, με τον Αυθέντη του Μορέως. Ο Ραγκαβής χρησιμοποίησε υλικό που άντλησε από το γνωστό μας Χρονικόν του Μορέως, ακολουθώντας το παράδειγμα του εισηγητή του ιστορικού μυθιστορήματος Σερ Ουώλτερ Σκοτ (Sir Walter Scott, 1771-1832). Ο Ραγκαβής ένα χρόνο αργότερα δημοσίευσε και το ρεαλιστικό μυθιστόρημα Ο συμβολαιογράφος.
Σημαντικός πεζογράφος είναι ο Παύλος Καλλιγάς (1814-1896), συγγραφέας του Θάνου Βλέκα (1855), που υπήρξε και το μοναδικό έργο του. Νομομαθής, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, βουλευτής και υπουργός στην κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη, ο Καλλιγάς αναπαριστά ρεαλιστικά την κατάσταση στην ελεύθερη Ελλάδα, σε αντίθεση με το Ραγκαβή που προβάλλει το παρελθόν κρύβοντας την άθλια πολλές φορές πραγματικότητα.
Η υπόθεση του Θάνου Βλέκα: Ο Τάσος και ο Θάνος Βλέκας, γιοι ενός κλέφτη της Επανάστασης, ζουν στην ανεξάρτητη Ελλάδα και έχουν αντίθετη τύχη. Ο Τάσος συνέχιζε την οικογενειακή παράδοση όντας λήσταρχος. Ο Θάνος όμως, αν και είναι τίμιος, εργατικός κι ερωτευμένος με μια ενάρετη νέα, θα σκοτωθεί από εξαγριωμένους χωρικούς που είχαν χάσει τη γη τους από τον αδελφό του.
Την εποχή εκείνη τα περιοδικά είναι το κυρίαρχο όργανο για τη διάδοση της λογοτεχνίας. Το περιοδικό Πανδώρα που είχε διευθυντή το Νικόλαο Δραγούμη, δημοσιεύει μεταφράσεις μυθιστορημάτων του Κάρολου Ντίκενς (Charles Dickens, 1812-1870) (Δαβίδ Κόππερφιλντ,Όλιβερ Τουίστ). Τα έργα του δημοφιλούς Άγγλου μυθιστοριογράφου καταγγέλλουν τη σκληρή κοινωνία της εποχής που πληγώνει κυρίως τα παιδιά. Το ελληνικό αναγνωστικό κοινό έρχεται τώρα σε επαφή με αυθεντικά λογοτεχνικά δημιουργήματα. Από χρόνο σε χρόνο η πεζογραφική παραγωγή αυξάνεται. Ένα έργο που διαβάστηκε πολύ ήταν Η ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως, ήτοι Σκηναί εν Ελλάδι του έτους 1821-1828, μυθιστόρημα του Στέφανου Ξένου (1821-1894) που δημοσιεύτηκε στο Λονδίνο (1861). Ο Ξένος, έχοντας συλλέξει με προσοχή το υλικό του από τα χρόνια του αγώνα, δίνει ένα μυθιστόρημα ζωντανό, γεμάτο δράση.
Αναμφίβολα όμως το διασημότερο έργο της εποχής ήταν η Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη (1836-1904), που δημοσιεύτηκε το 1866, όταν ο συγγραφέας του ήταν μόλις τριάντα ετών. Ο Ροΐδης, που έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Γένοβα και ταξίδεψε πολύ, διαλέγει για το μυθιστόρημά του ένα θέμα ιστορικό που ήταν συγχρόνως και σκανδαλιστικό. Με την ηρωίδα του, που μεταμφιέζεται σε μοναχό κατορθώνοντας τελικά να καταλάβει τον παπικό θρόνο, είχε στόχο να δείξει ότι το μεσαιωνικό παρελθόν, που είχε εξιδανικευτεί, ήταν εξίσου άθλιο και διεφθαρμένο, όπως και το σύγχρονο παρόν. Τοποθετημένο στον 9ο αιώνα το έργο αυτό του Ροΐδη εκφράζει με σκεπτικισμό το σαρκασμό του για τις προλήψεις, τις δεισιδαιμονίες, τους δογματισμούς και τα ψεύδη που βασανίζουν τους ανθρώπους. Ο συγγραφέας όμως φροντίζει να υπενθυμίσει με σοβαρότητα στον αναγνώστη πως πρόκειται για παραμύθι. Γραμμένο σε έξοχη γλώσσα έγινε δημοφιλές και μεταφράστηκε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες.
Το έργο του ο Ροΐδης το τιτλοφορεί μεσαιωνική μελέτη. Ο συγγραφέας παραθέτει στην αφήγησή του διάφορα κείμενα και παραθέματα που δείχνουν την πρόθεσή του να δώσει επιστημονική εμφάνιση στο έργο του. Μνημονεύει επίσης λογοτέχνες που ασχολήθηκαν με περασμένες εποχές, όπως το Σερ Ουώλτερ Σκοτ (βλ. παραπάνω) και τον Μπάιρον. Στο βάθος όμως ξέρει πως αυτό που προτίθεται να γράψει είναι ένα μυθιστόρημα και μάλιστα ένα μυθιστόρημα σατιρικό, στο οποίο η εναλλαγή των επεισοδίων κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Η Πάπισσα Ιωάννα αποτέλεσε ένα πρωτοποριακό έργο που με το θέμα του σκανδάλισε την κοινωνία της εποχής και προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, την αντίδραση. Η Εκκλησία καταδίκασε το έργο και το συγγραφέα του για το σκάνδαλο που δημιούργησε.
Δύο ακόμη νεοελληνικά μυθιστορήματα κατατάσσονται στα πιο αξιόλογα της πρώτης αυτής περιόδου της νεοελληνικής αφηγηματικής πεζογραφίας. Το πρώτο είναι Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι, που δημοσιεύτηκε στη Ρουμανία το 1870-1871 σε δύο τόμους. Το έργο έχει ως κεντρικό θέμα του τη ληστεία και την αδιαφορία των υπευθύνων για την κατάσταση αυτή. Ο συγγραφέας όμως δεν καταγγέλλει, αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν από μόνα τους επισημαίνοντας τα κακώς έχοντα στην κοινωνία, τους θεσμούς και τις συμπεριφορές. Τελευταία ο καθηγητής Παναγιώτης Μουλλάς κατόρθωσε να ταυτίσει το συγγραφέα του έργου με τον Κ. Δημόπουλο, που παρουσιάζεται σε αυτό μόνο ως επιμελητής της έκδοσης.
Το δεύτερο μυθιστόρημα είναι ο Λουκής Λάρας του Δημήτριου Βικέλα(1835-1908), που δημοσιεύτηκε το 1879 και του οποίου η δράση εκτυλίσσεται στη διάρκεια του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα. Εδώ ο αφηγητής εκθέτει την ιστορία μιας οικογένειας, από την εποχή των σφαγών της Χίου μέχρις ότου κατάφερε να βρεθεί σε τόπο ασφαλή. Ο συγγραφέας αντλεί το υλικό του από τις σημειώσεις που του εμπιστεύτηκε κάποιος επιχειρηματίας από το Λονδίνο ο οποίος, αφού γλίτωσε μαζί με μερικούς άλλους, εγκαταστάθηκε στο εξωτερικό. Το μυθιστόρημα τονίζει ότι ο ηρωισμός δεν είναι μόνο ηρωικές πράξεις, αλλά και σύνεση και προνοητικότητα. Χωρίς να παραποιεί όσα του εμπιστεύτηκε ο πληροφοριοδότης του, ο Βικέλας εγκαταλείπει τη ρητορεία του ηρωισμού και αναδεικνύει τα καθημερινά προβλήματα του ανθρώπου που προσπαθεί με κάθε τρόπο να σωθεί. Το έργο θεωρήθηκε ανανεωτικό, γιατί προαναγγέλλει το ρεαλισμό. Ο Βικέλας, άνθρωπος μετριοπαθής, ήταν ο ίδιος επιχειρηματίας με σημαντική κοινωνκή επιφάνεια, χάρη στην οποία έπεισε την Ολυμπιακή Επιτροπή να γίνουν στην Αθήνα οι αγώνες του 1896.
Στη δεκαετία 1880-1890 ο Βικέλας έγραψε μια σειρά από ηθογραφικά διηγήματα (βλ. παρακάτω: Ηθογραφία). Πολύ πετυχημένο ηθικογραφικό διήγημα είναι Ο Παπα-Νάρκισσος, με θέμα του τη ζωή ενός αγαθού παπά, που δε διστάζει να διακινδυνεύσει, για να βοηθήσει έναν άρρωστο από βαριά μεταδοτική ασθένεια. Ο Βικέλας ψυχογραφεί τον ήρωά του που κύριο χαρακτηριστικό του είναι η εσωτερική ευγένεια. Ο Δημήτριος Βικέλας έγραψε σε απλή καθαρεύουσα και σε φυσικό ύφος, γι' αυτό και σήμερα διαβάζεται ευχάριστα. Έγραψε επίσης και απομνημονεύματα (Η ζωή μου), από τα οποία μαθαίνουμε πολλά ενδιαφέροντα για την παλαιότερη οικογενειακή και κοινωνική νεοελληνική ζωή.
Γεννημένος στην Ερμούπολη της Σύρου και συμμαθητής του Ροΐδη στο Λύκειο της Σύρου, ο Βικέλας ήταν προστατευόμενος του θείου του Λέοντα Μελά (1812-1879), γνωστού για τα παιδαγωγικά του ενδιαφέροντα και συγγραφέα του Γεροστάθη. Το βιβλίο αυτό αποτελεί διασκευή γαλλικού έργου, συγκροτείται από σύντομες ιστορίες δανεισμένες κυρίως από την αρχαιότητα, που γράφτηκαν για να φρονηματίσουν τους νέους, και διαβάστηκε πολύ στην εποχή του.