Πότε οι Έλληνες άρχισαν να χρησιμοποιούν ένα έτος χωρισμένο σε δώδεκα μήνες, δεν είναι γνωστό. Πιθανόν τούτο να έγινε το αργότερο στον 8ο αι. π.Χ., αφού μνεία της ύπαρξής του εντοπίζεται στον Ησίοδο.
Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η σχέση ανάμεσα στο ημερολογιακό έτος και στις διάφορες γιορτές ήταν για τους Έλληνες στενή, όπως αποδεικνύεται από το ότι τα ονόματα των περισσοτέρων μηνών τους προέρχονταν από ονομασίες γιορτών που τελούνταν κατά τους μήνες αυτούς. Οι γιορτές αυτές σπάνια σχετίζονται με επεισόδια από τη ζωή των ίδιων των θεών και συνήθως έχουν να κάνουν με τις αγροτικές ασχολίες που ελάμβαναν χώρα κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα και με τις οποίες ο άνθρωπος εξασφάλιζε τη σοδειά του συνεπώς και την ύπαρξη και διαιώνισή του.
Πρώτοι λοιπόν (στην Ευρώπη) οι αρχαίοι Έλληνες χώρισαν το έτος σε 12 συνοδικούς (σεληνιακούς) μήνες και, επειδή γνώριζαν, πως ο κάθε συνοδικός μήνας δεν είχε ακέραιο πλήθος ημερών (29 ½ μέρες περίπου), έδιναν στους μήνες διάρκεια 30 ημερών (τέλειοι ή, πλήρεις μήνες) και 29 ημερών (κοίλοι μήνες) εναλλάξ. Προσπαθούσαν έτσι η πρώτη ημέρα κάθε μήνα να συμπίπτει κατά το δυνατόν με την Νέα Σελήνη.
Μήνες του αρχαίου Ελληνικού έτους (της αρχαίας Αθήνας) και περίπου το Χρονικό διάστημα τους (από-έως) είναι:
1 Εκατομβαιών 15 Ιουλίου-15 Αυγούστου
2 Μεταγειτνιών 15 Αυγούστου-15 Σεπτεμβρίου
3 Βοηδρομιών 15 Σεπτέμβριου-15 Οκτωβρίου
4 Πυανεψιών 15 Οκτωβρίου-15 Νοεμβρίου
5 Μαιμακτηριών 15 Νοεμβρίου-15 Δεκεμβρίου
6α Ποσειδεών Α’ 15 Δεκεμβρίου-15 Ιανουαρίου
6β Ποσειδεών Β’ (ή δεύτερος ή ύστερος) εμβόλιμος μήνας
7 Γαμηλιών 15 Ιανουαρίου-15 Φεβρουαρίου
8 Ανθεστηριών 15 Φεβρουαρίου-15 Μαρτίου
9 Ελαφηβολιών 15 Μαρτίου-15 Απριλίου
10 Μουνυχιών 15 Απριλίου-15 Μαΐου
11 Θαργηλιών 15 Μαΐου-15 Ιουνίου
12 Σκιροφοριών 15 Ιουνίου-15 Ιουλίου
Στην αρχαία Ελλάδα όπως είδαμε πιο πάνω, το έτος το αποτελούσαν δώδεκα σεληνιακοί μήνες, οι οποίοι είχαν συνήθως 29 και 30 ημέρες εναλλάξ (πρόκειται για τους «κοίλους» και «πλήρεις» μήνες, αντίστοιχα). Τα όρια κάθε μήνα τα σηματοδοτούσε η εμφάνιση δύο νέων φεγγαριών, επομένως η διάρκειά του ήταν περίπου 29 ½ ημέρες. (Συνολικά, γνωρίζουμε πάνω από 130 τοπικά ονόματα μηνών και επιπλέον τις διαλεκτικές παραλλαγές τους, που συνήθως αποτελούσαν παράγωγα των ονομάτων των εορτών ή των θεϊκών επιθέτων και αντιστοιχούσαν σε ξεχωριστές πόλεις. Oι εμβόλιμοι μήνες έπαιρναν συνήθως ένα από τα υπόλοιπα ονόματα με την πρόσθετη ένδειξη- «δεύτερος», «ύστερος» ή, όπως συμβαίνει στη Θεσσαλία, με την ένδειξη «εμβόλιμος».)
Ο πρώτος μήνας κάθε έτους συνέπιπτε με το θερινό (π.χ. Aθήνα) ή το χειμερινό ηλιοστάσιο (π.χ. Δήλος), και με την εαρινή (π.χ. Δελφοί) ή τη φθινοπωρινή ισημερία (π.χ. Άργος).
Ωστόσο η καθιέρωση ενός έτους 354 ημερών δημιουργούσε πρόβλημα και, αν δεν λαμβάνονταν μέτρα, συνεχώς θα διογκωνόταν, αφού ένα ηλιακό έτος έχει 365 ημέρες. Για να εκμηδενίσουν τη διαφορά αυτή πρόσθεταν κατά διαστήματα, συνήθως ανά διετία, έναν εμβόλιμο μήνα διάρκειας περίπου 22-23 ημερών.
Παράλληλα με το σεληνιακό μήνα, που χαρακτηρίζεται από τα επιγραφικά κείμενα ως «μήν κατά θεόν (ΗΛΙΟ)» ή «μήν κατά Σελήνην», η οργάνωση του ετήσιου χρόνου γινόταν επίσης με βάση τη θητεία των πολιτικών αρχόντων (π.χ. αττική οργάνωση και διαίρεση του ετήσιου χρόνου σε πρυτανείες) και σε αυτή την περίπτωση ο μήνας ονομάζονταν «μήν κατ΄ άρχονταν».
Tα διαφορετικά δε αυτά συστήματα ονομασίας και οργάνωσης του ετήσιου χρόνου λειτουργούσαν παράλληλα στην καθημερινή πραγματικότητα κάθε πόλης, όπως παράλληλα λειτουργούσε και η θρησκευτική με την πολιτική της έκφραση.
Το ότι σε αρκετά μέρη του αρχαίου ελληνικού κόσμου τα ονόματα των μηνών δεν σχετίζονται με τις γιορτές των σημαντικότερων θεών τους αλλά συνήθως με αυτές του Απόλλωνα σημαίνει ότι στην καθιέρωσή τους πρέπει να έχει συμβάλει αποφασιστικά ένα ιερό του θεού αυτού με πανελλήνια αποδοχή, όπως αποδεδειγμένα ήταν αυτό στους Δελφούς και γύρω στον έβδομο π. Χ. αιώνα.
Θα πρέπει βέβαια να τονισθεί ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν φαίνεται να εόρταζαν την Πρωτοχρονιά με ιδιαίτερες γιορτές. Γι’ εκείνους μεγαλύτερη σημασία είχε η αρχή κάθε μήνα που ήταν συνδεδεμένος με τις όποιες ασχολίες τους.
Στην Αθήνα, ωστόσο, μια επιγραφική μαρτυρία μάς πληροφορεί για μια θρησκευτική τελετή που γινόταν την τελευταία ημέρα του απερχομένου έτους κι αφορούσε όμως περιορισμένο αριθμό ατόμων. Επρόκειτο για μια θυσία των απερχόμενων αξιωματούχων στον Δία Σωτήρα και την Αθηνά Σωτείρα όπου κι απέβλεπε στην εξασφάλιση της εύνοιας των θεών αυτών για τη νέα χρονιά.
Στα ρωμαϊκά χρόνια και κάτω από την επίδραση της ίδιας της Ρώμης άρχισε ο εορτασμός της Πρωτοχρονιάς, ο οποίος επεκτάθηκε σε όλη την επικράτεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επομένως και στον ελληνικό χώρο.
Ήταν ο Ιούλιος Καίσαρας που το 46 π.Χ. καθιέρωσε την 1η Ιανουαρίου ως αρχή του έτους, κάτι που έκτοτε γνώρισε ευρεία διάδοση στη Δύση. Στον Ιούλιο Καίσαρα και στις γνώσεις τού περίφημου Έλληνα αστρονόμου από την Αλεξάνδρεια Σωσιγένη, τη συνδρομή του οποίου είχε ζητήσει, οφείλουμε και την προσαρμογή του έτους στη διάρκεια της περιστροφής της Γης γύρω από τον Ήλιο. Η σειρά των μηνών που ισχύουν σήμερα, η διάρκεια και οι ονομασίες τους οφείλονται εν πολλοίς στη διορατικότητα του ρωμαίου στρατηλάτη και πολιτικού τούτου.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.
Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η σχέση ανάμεσα στο ημερολογιακό έτος και στις διάφορες γιορτές ήταν για τους Έλληνες στενή, όπως αποδεικνύεται από το ότι τα ονόματα των περισσοτέρων μηνών τους προέρχονταν από ονομασίες γιορτών που τελούνταν κατά τους μήνες αυτούς. Οι γιορτές αυτές σπάνια σχετίζονται με επεισόδια από τη ζωή των ίδιων των θεών και συνήθως έχουν να κάνουν με τις αγροτικές ασχολίες που ελάμβαναν χώρα κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα και με τις οποίες ο άνθρωπος εξασφάλιζε τη σοδειά του συνεπώς και την ύπαρξη και διαιώνισή του.
Πρώτοι λοιπόν (στην Ευρώπη) οι αρχαίοι Έλληνες χώρισαν το έτος σε 12 συνοδικούς (σεληνιακούς) μήνες και, επειδή γνώριζαν, πως ο κάθε συνοδικός μήνας δεν είχε ακέραιο πλήθος ημερών (29 ½ μέρες περίπου), έδιναν στους μήνες διάρκεια 30 ημερών (τέλειοι ή, πλήρεις μήνες) και 29 ημερών (κοίλοι μήνες) εναλλάξ. Προσπαθούσαν έτσι η πρώτη ημέρα κάθε μήνα να συμπίπτει κατά το δυνατόν με την Νέα Σελήνη.
Μήνες του αρχαίου Ελληνικού έτους (της αρχαίας Αθήνας) και περίπου το Χρονικό διάστημα τους (από-έως) είναι:
1 Εκατομβαιών 15 Ιουλίου-15 Αυγούστου
2 Μεταγειτνιών 15 Αυγούστου-15 Σεπτεμβρίου
3 Βοηδρομιών 15 Σεπτέμβριου-15 Οκτωβρίου
4 Πυανεψιών 15 Οκτωβρίου-15 Νοεμβρίου
5 Μαιμακτηριών 15 Νοεμβρίου-15 Δεκεμβρίου
6α Ποσειδεών Α’ 15 Δεκεμβρίου-15 Ιανουαρίου
6β Ποσειδεών Β’ (ή δεύτερος ή ύστερος) εμβόλιμος μήνας
7 Γαμηλιών 15 Ιανουαρίου-15 Φεβρουαρίου
8 Ανθεστηριών 15 Φεβρουαρίου-15 Μαρτίου
9 Ελαφηβολιών 15 Μαρτίου-15 Απριλίου
10 Μουνυχιών 15 Απριλίου-15 Μαΐου
11 Θαργηλιών 15 Μαΐου-15 Ιουνίου
12 Σκιροφοριών 15 Ιουνίου-15 Ιουλίου
Στην αρχαία Ελλάδα όπως είδαμε πιο πάνω, το έτος το αποτελούσαν δώδεκα σεληνιακοί μήνες, οι οποίοι είχαν συνήθως 29 και 30 ημέρες εναλλάξ (πρόκειται για τους «κοίλους» και «πλήρεις» μήνες, αντίστοιχα). Τα όρια κάθε μήνα τα σηματοδοτούσε η εμφάνιση δύο νέων φεγγαριών, επομένως η διάρκειά του ήταν περίπου 29 ½ ημέρες. (Συνολικά, γνωρίζουμε πάνω από 130 τοπικά ονόματα μηνών και επιπλέον τις διαλεκτικές παραλλαγές τους, που συνήθως αποτελούσαν παράγωγα των ονομάτων των εορτών ή των θεϊκών επιθέτων και αντιστοιχούσαν σε ξεχωριστές πόλεις. Oι εμβόλιμοι μήνες έπαιρναν συνήθως ένα από τα υπόλοιπα ονόματα με την πρόσθετη ένδειξη- «δεύτερος», «ύστερος» ή, όπως συμβαίνει στη Θεσσαλία, με την ένδειξη «εμβόλιμος».)
Ο πρώτος μήνας κάθε έτους συνέπιπτε με το θερινό (π.χ. Aθήνα) ή το χειμερινό ηλιοστάσιο (π.χ. Δήλος), και με την εαρινή (π.χ. Δελφοί) ή τη φθινοπωρινή ισημερία (π.χ. Άργος).
Ωστόσο η καθιέρωση ενός έτους 354 ημερών δημιουργούσε πρόβλημα και, αν δεν λαμβάνονταν μέτρα, συνεχώς θα διογκωνόταν, αφού ένα ηλιακό έτος έχει 365 ημέρες. Για να εκμηδενίσουν τη διαφορά αυτή πρόσθεταν κατά διαστήματα, συνήθως ανά διετία, έναν εμβόλιμο μήνα διάρκειας περίπου 22-23 ημερών.
Παράλληλα με το σεληνιακό μήνα, που χαρακτηρίζεται από τα επιγραφικά κείμενα ως «μήν κατά θεόν (ΗΛΙΟ)» ή «μήν κατά Σελήνην», η οργάνωση του ετήσιου χρόνου γινόταν επίσης με βάση τη θητεία των πολιτικών αρχόντων (π.χ. αττική οργάνωση και διαίρεση του ετήσιου χρόνου σε πρυτανείες) και σε αυτή την περίπτωση ο μήνας ονομάζονταν «μήν κατ΄ άρχονταν».
Tα διαφορετικά δε αυτά συστήματα ονομασίας και οργάνωσης του ετήσιου χρόνου λειτουργούσαν παράλληλα στην καθημερινή πραγματικότητα κάθε πόλης, όπως παράλληλα λειτουργούσε και η θρησκευτική με την πολιτική της έκφραση.
Το ότι σε αρκετά μέρη του αρχαίου ελληνικού κόσμου τα ονόματα των μηνών δεν σχετίζονται με τις γιορτές των σημαντικότερων θεών τους αλλά συνήθως με αυτές του Απόλλωνα σημαίνει ότι στην καθιέρωσή τους πρέπει να έχει συμβάλει αποφασιστικά ένα ιερό του θεού αυτού με πανελλήνια αποδοχή, όπως αποδεδειγμένα ήταν αυτό στους Δελφούς και γύρω στον έβδομο π. Χ. αιώνα.
Θα πρέπει βέβαια να τονισθεί ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν φαίνεται να εόρταζαν την Πρωτοχρονιά με ιδιαίτερες γιορτές. Γι’ εκείνους μεγαλύτερη σημασία είχε η αρχή κάθε μήνα που ήταν συνδεδεμένος με τις όποιες ασχολίες τους.
Στην Αθήνα, ωστόσο, μια επιγραφική μαρτυρία μάς πληροφορεί για μια θρησκευτική τελετή που γινόταν την τελευταία ημέρα του απερχομένου έτους κι αφορούσε όμως περιορισμένο αριθμό ατόμων. Επρόκειτο για μια θυσία των απερχόμενων αξιωματούχων στον Δία Σωτήρα και την Αθηνά Σωτείρα όπου κι απέβλεπε στην εξασφάλιση της εύνοιας των θεών αυτών για τη νέα χρονιά.
Στα ρωμαϊκά χρόνια και κάτω από την επίδραση της ίδιας της Ρώμης άρχισε ο εορτασμός της Πρωτοχρονιάς, ο οποίος επεκτάθηκε σε όλη την επικράτεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επομένως και στον ελληνικό χώρο.
Ήταν ο Ιούλιος Καίσαρας που το 46 π.Χ. καθιέρωσε την 1η Ιανουαρίου ως αρχή του έτους, κάτι που έκτοτε γνώρισε ευρεία διάδοση στη Δύση. Στον Ιούλιο Καίσαρα και στις γνώσεις τού περίφημου Έλληνα αστρονόμου από την Αλεξάνδρεια Σωσιγένη, τη συνδρομή του οποίου είχε ζητήσει, οφείλουμε και την προσαρμογή του έτους στη διάρκεια της περιστροφής της Γης γύρω από τον Ήλιο. Η σειρά των μηνών που ισχύουν σήμερα, η διάρκεια και οι ονομασίες τους οφείλονται εν πολλοίς στη διορατικότητα του ρωμαίου στρατηλάτη και πολιτικού τούτου.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.