Κώστας Καρυωτάκης «Ανδρείκελα»
Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτήν εδώ τη γη,
σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.
Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό,
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ’ αστέρια.
Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,
η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.
Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.
Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα...
Το ποίημα «Ανδρείκελα» περιέχεται στη συλλογή «Ελεγεία και σάτιρες» του Κώστα Καρυωτάκη, η οποία τυπώθηκε το 1927.
Με μια πικρή αίσθηση ηττοπάθειας να κυριαρχεί στους στίχους του ποιήματος, και με την εύλογη εντύπωση πως πρόκειται για τα λόγια ενός ανθρώπου αφημένου στην απαισιοδοξία και τη μοιρολατρία, ο Καρυωτάκης δίνει επί της ουσίας ένα αριστοτεχνικά συγκαλυμμένο πολιτικό σχόλιο για την εποχή του. Τα ανδρείκελα δεν είναι παρά οι πολίτες εκείνης της περιόδου, οι οποίοι βιώνοντας τον πρωτοφανή αντίκτυπο της αποτυχημένης εκστρατείας στη Μικρά Ασία, μένουν αδύναμοι παρατηρητές μιας βίαιης αλλαγής στη ζωή τους. Αντιμέτωποι με μια διαρκή πολιτική αστάθεια, με την οικονομική ένδεια της χώρας και με μια απρόσμενη αλλαγή στην ανθρώπινη γεωγραφία του τόπου, αισθάνονται περισσότερο ως πιόνια, ως μαριονέττες παρά ως ενεργά μέλη της πολιτείας τους.
Με όλες τις κρίσιμες αποφάσεις να λαμβάνονται σχεδόν ερήμην τους, με τις συνέπειες των επιλογών αυτών να είναι κατά πολύ ευρύτερες των αναμενόμενων, οι πολίτες εκείνης της περιόδου ζουν μια διαβρωτική ανασφάλεια που κλονίζει συθέμελα κάθε πρότερη βεβαιότητα και τους δημιουργεί την επώδυνη αίσθηση πως δεν έχουν κανένα έλεγχο σε όσα συμβαίνουν γύρω τους, όσο άμεσα κι αν τους αφορούν. Έτσι, τα «Ανδρείκελα» του Καρυωτάκη είναι μια ματιά σε ό,τι φέρνει η ιστορία -εν προκειμένω ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η Μικρασιατική Εκστρατεία- στην ψυχή του απλού ανθρώπου -όχι του αγέρωχου και αποφασιστικού πολιτικού- αλλά του απλού πολίτη που καλείται να ζήσει με τις συνέπειες των γεγονότων αυτών.
Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτήν εδώ τη γη,
σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.
Ο ποιητής χρησιμοποιώντας το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο ενώνει τη φωνή του με αυτή των υπόλοιπων ανθρώπων της εποχής του, των υπόλοιπων πολιτών που βιώνουν την πλήρη απουσία ελέγχου στην ίδια τους τη ζωή. Άνθρωποι που αισθάνονται τόσο απόλυτα εκμηδενισμένοι, ώστε είναι σα να μην έχουν γεννηθεί καν, σα να παραμένουν ακόμη στην ανυπαρξία. Ακούσια εντοπισμένοι σε μια αδιέξοδη κατάσταση όπου δεν υφίσταται καμία ελπίδα -στοιχείο που υποδηλώνεται με το σκοτάδι- επιβιώνουν, χωρίς ωστόσο να ζουν πραγματικά.
Η υπόστασή τους έχει ολότητα μόνο στη φαντασία των άλλων ανθρώπων, καθώς επί της ουσίας οι ίδιοι νιώθουν κενοί, ατελείς και το δίχως άλλο στερημένοι εκείνης της ψυχικής δύναμης που ωθεί τον άνθρωπο να ξεπερνά τις δυσκολίες στη ζωή του. Άλλωστε, η αιτία αυτής της ηττοπάθειας και παραίτησης, δεν είναι μια προσωπική έλλειψη ή αδυναμία, είναι πολύ περισσότερο η απαξίωση που δέχονται απ’ την πολιτεία στην οποία κινούνται. Ό,τι έχει κλονίσει το αυθύπαρκτο και το αυτόνομο του εαυτού τους δεν είναι παρά η διαπίστωση πως είναι έρμαια ενός κρατικού και στρατιωτικού μηχανισμού που αποφασίζει και πράττει κατά βούληση, φέρνοντας ολοένα και μεγαλύτερες ανατροπές στη ζωή των πολιτών, ακυρώνοντας στην πράξη κάθε πιθανή συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων ή στο σχεδιασμό των επόμενων κινήσεων.
Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό,
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ’ αστέρια.
Χάρτινα ανδρείκελα -μηδαμινής αξίας και ισχύος- φτιαγμένα με δισταγμό, σα να μην έπρεπε καν να δημιουργηθούν, σα να μην έχει κανένα νόημα η ύπαρξή τους. Έρμαια στα τυφλά χέρια της Μοίρας, έρμαια στις αδιάκοπες αλλαγές της τύχης, η οποία ουδόλως ενδιαφέρεται για τις ανάγκες ή τα συναισθήματα των ανθρώπων, μένουν παθητικοί παρατηρητές του σαρώματος που επέρχεται στην ίδια τη ζωή τους. Τραγική διαπίστωση που βρίσκει την επαλήθευσή της τόσο σε προσωπικό επίπεδο, αν θυμηθούμε απλώς το πρόβλημα υγείας του ίδιου του ποιητή, ο οποίος ήρθε αίφνης αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο της κατάπτωσης των νοητικών του λειτουργιών και του θανάτου του (σύφιλη), όσο και σε εθνικό επίπεδο, όπου η αποτυχία της μικρασιατικής εκστρατείας είχε επιφέρει μια αιφνίδια επιδείνωση στην καθημερινή διαβίωση των πολιτών και φυσικά στις μελλοντικές τους προοπτικές.
Οι πολίτες της εποχής του ποιητή ζώντας τις συνεχείς πολιτικές και οικονομικές ανατροπές αισθάνονται αφημένοι σ’ έναν καταιγισμό ασυδοσίας, όπου η πρόσφατα ανακηρυγμένη Δημοκρατία (1924) δεν είναι παρά ένας διάτρητος μανδύας αδύναμος να καλύψει την πλήρη απαξίωση των αναγκών και των επιθυμιών τους. Κι είναι τέτοια η εκμηδένιση των πολιτών, ώστε οι ίδιοι μένουν αμέτοχοι παρατηρητές να χορεύουν ως άβουλες μαριονέτες στο ρυθμό μιας άνωθεν επιβεβλημένης μοίρας. Αντιλαμβάνονται, φυσικά, τον εις βάρος τους εμπαιγμό απ’ την αδιάφορη μοίρα ή καλύτερα την τραγική κατάσταση που διαμορφώνεται απ’ το πολιτικό σύστημα, στην οποία οι πολίτες καλούνται να επιβιώσουν όπως μπορούν, εντούτοις δεν έχουν το ψυχικό σθένος να αντιδράσουν. Στέκουν εξουθενωμένοι απ’ την πληθώρα των ταλαιπωριών και των απρόσμενων αλλαγών και κοιτάζουν παθητικά και χωρίς καμία δύναμη πια τ’ αστέρια.
Η παθητικότητα αυτή των πολιτών, απόρροια της συνεχούς ανασφάλειας και επιδείνωσης του βιοτικού τους επιπέδου, γέννημα της συντριβής κάθε μελλοντικής τους προσδοκίας και ελπίδας, δίνεται ως σύμπτωμα της γενικότερης ηττοπάθειας και παραίτησης που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους της εποχής, χωρίς ωστόσο να λαμβάνει δικαιολόγηση ή άφεση από τον ποιητή. Είναι σίγουρα κατανοητή η μοιρολατρική παραίτηση των πολιτών, ενυπάρχει σ’ αυτή όμως κι ένα ποσοστό δικής τους ευθύνης, καθώς θα ανέμενε κανείς πως θα είχαν επιλέξει την αντίδραση και τον ξεσηκωμό.
Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,
η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.
Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.
Δέσμιοι μιας αδιέξοδης κατάστασης οι νέοι της εποχής αδυνατούν να γνωρίσουν την ανέμελη και αισιόδοξη θέαση των πραγμάτων που αρμόζει στη φύση τους. Μην έχοντας ελπίδα για το μέλλον τους και στερούμενοι των στοιχείων εκείνων που θα τους επέτρεπαν να φτιάξουν τη ζωή τους, όπως τη θέλουν και όπως τους αξίζει, απομένουν θλιβεροί μάρτυρες του χρόνου που περνά ανεκμετάλλευτος και ανούσια βιωμένος. Το γεγονός και μόνο πως είναι νέοι δεν αρκεί για να τους φέρει την αίσθηση της ευδαιμονίας και την αισιοδοξία, που με τόση αποτελεσματικότητα τους αποστερεί η οικονομική ένδεια και η πολιτική αστάθεια της χώρας.
Ό,τι άλλωστε δίνει τον κυρίαρχο τόνο στη σκέψη των νέων της εποχής είναι η αίσθηση της ισοπέδωσής τους, η αίσθηση πως δεν έχουν καμία αξία στα μάτια της πολιτείας τους. Ανίσχυροι και απρόθυμοι να αντιδράσουν, αφήνονται σε μια ολέθρια παραίτηση, που τους καθιστά έρμαια των δυσμενών εξελίξεων. Οι νέοι ποδοπατούνται, καθώς η ανάγκη να δοθεί διέξοδος στη δημιουργική τους ισχύ, η ανάγκη να τους δοθούν οι κατάλληλες ευκαιρίες ώστε να μπορέσουν να χτίσουν τη ζωή τους, βρίσκει οδυνηρή ματαίωση μπροστά στην ανικανότητα των πολιτικών της εποχής να αντιμετωπίσουν τις αναταράξεις που προκάλεσε η καταστροφή του 1922.
Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα...
Η απόγνωση του ποιητή λαμβάνει στην τελευταία στροφή τραγικές διαστάσεις∙ το μόνο που υπενθυμίζει στους ανθρώπους πως υπάρχουν ακόμη, πως συνεχίζουν να ζουν, είναι ο πόνος κι η λύπη. Στερημένοι απ’ την ελπίδα ενός καλύτερου αύριο και μη έχοντας τον έλεγχο της μοίρας τους, βρίσκονται εκτεθειμένοι σε μια κατάσταση συνεχούς απελπισίας.
Η ζωή τους περνά, ο καιρός των δυνατοτήτων παρέρχεται και ό,τι απομένει είναι η σκέψη κι η επίγνωση πως το γύρισμα του χρόνου τους βρίσκει εξίσου διψασμένους για την ευτυχία που στερήθηκαν, για τη δημιουργία που δεν κατόρθωσαν, για τα όνειρα που έμειναν απρόσιτα. Αφημένοι στο έλεος της απρόσωπης Μοίρας -την οποία ο ποιητής παρουσιάζει ως δύναμη ελέγχουσα τις ζωές των ανθρώπων, ωστόσο πίσω απ’ αυτή κρύβεται το όλο ιστορικό πλαίσιο της εποχής του, οι δυσμενείς συγκυρίες, το πληγωμένο ηθικό των Ελλήνων κι η κατεστραμμένη οικονομία της χώρας- μένουν άπραγοι παρατηρητές της ίδιας τους της φθοράς.
Το βύθισμα στην απόλυτη αυτή εγκατάλειψη, η παραίτηση που τόσο έντονα διαφαίνεται σ’ όλο το ποίημα, δεν είναι παρά μια προσπάθεια του ποιητή να παραστήσει με τον πλέον σαφή τρόπο την απελπισία στην οποία έχει φτάσει ο ίδιος κι οι συγκαιρινοί του. Σε μια περίοδο όπου η δημοκρατία είτε καταλύεται είτε αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στους πολίτες∙ σε μια εποχή όπου όλα αλλάζουν και ανατρέπονται με ταχύτατους ρυθμούς, κι οι πολίτες νιώθουν πως δεν έχουν, όχι μόνο λόγο σε όσα γίνονται, αλλά ούτε την παραμικρή δυνατότητα αντίδρασης, ο Καρυωτάκης επιχειρεί να φωτίσει το πώς αισθάνονται όλοι αυτοί οι κατ’ όνομα πολίτες ενός κράτους που ελάχιστα τους λαμβάνει υπόψη.
Η υπό κατάρρευση οικονομία, οι ανταγωνισμοί των πολιτικών -άλλοτε ουσιώδεις κι άλλοτε με μόνο στόχο την κατάληψη της εξουσίας- έχουν ως «παράπλευρες» απώλειες χιλιάδες πολιτών που αναγκάζονται να ζήσουν με πλείστες δυσκολίες και το κυριότερο χωρίς την προοπτική μιας ουσιαστικής βελτίωσης στο άμεσο μέλλον. Μια γενιά σαρωμένη απ’ την αστάθεια που προκάλεσαν οι συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις, μια γενιά που εν αγνοία της βαδίζει προς έναν νέο ακόμη μεγαλύτερο πόλεμο. Μέρος αυτής της γενιάς κι ο ποιητής που θέλει να δώσει με το λόγο του την τραγικότητα των συναισθημάτων του απλού πολίτη, εκείνου που βιώνει τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής, εκείνου που πληρώνει τις λανθασμένες εκτιμήσεις και την αβάσιμη αισιοδοξία των πολιτικών ηγετών της χώρας.
Το ποίημα κλείνει με την αίσθηση ενός ψιθύρου, ενός χαμηλώματος της φωνής, κάτι που γίνεται φανερό τόσο με τη χρήση μικρού γράμματος για το δεύτερο επιφώνημα (ω!), όσο και με τα αποσιωπητικά του τελευταίου στίχου. Ο ποιητής μοιάζει ν’ αφήνει ανείπωτη την τελευταία του σκέψη, μοιάζει να μη βρίσκει τον τρόπο να αποτυπώσει την ένταση του πόνου που δονεί την ψυχή του.
Ιστορικά γεγονότα της περιόδου 1922-1926
17 Αυγούστου 1922: Η μάχη του Αλή Βεράν
Η μάχη του Αλή Βεράν ολοκληρώθηκε με τη συντριβή της ομάδας του Νικόλαου Τρικούπη, ο οποίος αν και κατόρθωσε να διαφύγει με ορισμένα τμήματα της ομάδας του, θα αναγκαστεί να παραδοθεί στους Τούρκους το απόγευμα της 20ηςΑυγούστου, μαζί με άλλους 190 αξιωματικούς και 4.400 οπλίτες, στην περιοχή του Καρατζά Χισάρ.
«Η μάχη του Αλή Βεράν απετέλεσε το επιστέγασμα της από πενθημέρου αναληφθείσης τουρκικής επιθέσεως προς διάσπασιν των Ελληνικών δυνάμεων. Κατ’ αυτήν επήλθε η οριστικής συντριβή της Ομάδος Τρικούπη, ήτις μετά την μάχην του Αλή Βεράν ουσιαστικώς έπαυσε να υφίσταται. Αποκοπείσα και ριφθείσα εκτός των συγκοινωνιών της, μη συνεπικουρηθείσα υπό της Ομάδας Φράγκου, πεινώσα, άυπνος, συνεχώς μαχόμενη και δις κυκλωθείσα, υπέκυψεν εν τέλει υπό το βάρος των ανωτέρω συνθηκών. Αποτέλεσμα της συντριβής της Ομάδος Τρικούπη και της εις μέγαν βαθμόν μειώσεως της μαχητικότητος και της δυνάμεως της Ομάδος Φράγκου υπήρξε να προκύψη η ανάγκη της εκκενώσεως της Μικράς Ασίας υπό του Ελληνικού Στρατού».
27 Αυγούστου 1922 είσοδος του τουρκικού στρατού στη Σμύρνη.
31 Αυγούστου 1922, ημέρα Τετάρτη, πραγματοποιείται ο εμπρησμός της Σμύρνης.
Σεπτέμβριος 1922 επανάσταση του στρατού και του στόλου.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1922 ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας, ως πρόεδρος τριμελούς «Επαναστατικής Επιτροπής» κατήργησε τις στρατιωτικές και πολιτικές αρχές στη Χίο.
Στις 14/27 Σεπτεμβρίου ο Κωνσταντίνος γνωστοποιεί με διάγγελμα την παραίτησή του από το θρόνο. [Ο Κωνσταντίνος θα πεθάνει λίγους μήνες μετά, στις 27 Δεκεμβρίου 1922 / 9 Ιανουαρίου 1923, στο Παλέρμο της Ιταλίας. Στον ελληνικό θρόνο είχε ήδη ανέλθει μία μέρα πριν την αποχώρηση του Κωνσταντίνου από την Ελλάδα (30 Σεπτεμβρίου) ο γιος του Γεώργιος.]
Στις 15/28 Σεπτεμβρίου τα πρώτα τμήματα του μικρασιατικού στρατού, 12.000 περίπου μάχιμοι πέρασαν από τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας.
Η στάση του Ελευθέριου Βενιζέλου απέναντι στο ζήτημα της ανατολικής Θράκης.
Στις 15/28 Σεπτεμβρίου, αμέσως μετά την επικράτηση του κινήματος, ο Πλαστήρας και ο Γονατάς είχαν κοινή συνάντηση με τους πρεσβευτές Αγγλίας και Γαλλίας, Lindley και de Marcilly. Οι δύο ηγέτες «Μας παρακάλεσαν», γράφει ο Άγγλος πρεσβευτής στην έκθεσή του προς το Υπ. Εξωτερικών «να προτείνουμε εμείς τα ονόματα μελών του Υπουργικού Συμβουλίου»… «Η στάση των δύο συνταγματαρχών», συνεχίζει ο Lindley, «ήταν στο έπακρο φιλική∙ η δε αγωνία τους, να φανούν αρεστοί στις δύο Σύμμαχες Δυνάμεις, πραγματικά αξιολύπητη».
Ο Πλαστήρας και ο Γονατάς δοκίμασαν μεγάλη απογοήτευση, όταν πληροφορήθηκαν από τους δύο πρεσβευτές ότι η απόφαση των Δυνάμεων σχετικά με την παραχώρηση της ανατολικής Θράκης στην Τουρκία ήταν οριστική.
Ο Άγγλος πρεσβευτής διευκρίνισε ότι η Ελλάδα δε θα έπρεπε να περιμένει βοήθεια από την Entente, αν δεν αποδεχόταν τις αποφάσεις της. Ο Πλαστήρας περιορίστηκε να δηλώσει ότι ο ίδιος δεν ήταν πολιτικός και ότι θα ακολουθούσε στο σημείο αυτό τις συμβουλές του Βενιζέλου, που το κίνημα τον είχε διορίσει, από τις 14/27 Σεπτεμβρίου, αντιπρόσωπο της Ελλάδας στο εξωτερικό.
Ο Βενιζέλος είδε τον Άγγλο υπουργό Εξωτερικών στο Λονδίνο, στις 20 Σεπτεμβρίου και ενημερώθηκε επίσημα για την απόφαση της Entente. Αργότερα την ίδια μέρα, διαβίβασε τηλεγραφικά τις απόψεις του στην Αθήνα: Η απώλεια της ανατολικής Θράκης, έγραφε, ήταν «καταστροφή ανεπανόρθωτος… εφόσον οι Δυνάμεις απεφάσισαν την απόδοσιν ταύτην εις την Τουρκίαν.» «Η κυβέρνησις είναι ανάγκη όσο τάχιστα να χαράξη την πολιτική της. Εάν η πολιτική αυτή περιλαμβάνη την απόφασιν όπως εμμείνωμεν να κρατήσωμεν την Θράκην και εναντίον της γνώμης των πρώην συμμάχων μας, αι θερμαί μου ευχαί θα συνοδεύουν τον αγώνα τούτον του Έθνους, αλλά ευρίσκομαι εν τοιαύτη περιπτώσει εις την θλιβεράν ανάγκην να αρνηθώ την αποδοχήν της τιμητικής εντολής όπως αντιπροσωπεύσω την χώραν εις το εξωτερικόν».
Η Δίκη των Εξ
Στις 12/25 Οκτωβρίου 1922 η επανάσταση ανακοίνωσε τη σύσταση έκτακτου στρατοδικείου που θα δίκαζε τους υπεύθυνους της καταστροφής. Ο Θ. Πάγκαλος ανέλαβε την προεδρία της Ανακριτικής Επιτροπής.
Το κατηγορητήριο προσδιόριζε δεκατέσσερα συγκεκριμένα «μέσα» που χρησιμοποίησαν οι κατηγορούμενοι κατά την τέλεση του αδικήματος της εσχάτης προδοσίας. Μεταξύ αυτών ήταν: το ότι αγνόησαν τις προειδοποιήσεις της Entente ως προς τις συνέπειες που είχε για την Ελλάδα η επιστροφή του Κωνσταντίνου, δεν του υπέδειξαν μετά την επιστροφή του να παραιτηθεί∙ τοποθέτησαν άχρηστα και απειροπόλεμα στελέχη επικεφαλής του στρατού∙ διεξήγαγαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του 1921 με τρόπο ώστε να προκληθούν ήττες, απώλειες και κλονισμός του ηθικού του ελληνικού στρατού∙ προέβησαν σε διορισμό του Χατζανέστη, «γνωστού εις πάντας και εις υμας ως ανισορρόπου και διαλυτικού στοιχείου», στη θέση του αρχιστράτηγου – απέσπασαν από τη Μικρά Ασία και έστειλαν στη Θράκη στρατιωτικές δυνάμεις «προς παιδαριώδη σκοπόν» κλπ.
Η δίκη άρχισε στις 31 Οκτωβρίου / 13 Νοεμβρίου και ολοκληρώθηκε, μετά από 14 συνεδριάσεις, στις 14/27 Νοεμβρίου 1922.
Το κατηγορητήριο -τυπικά αστήρικτο γιατί η κατεχόμενη από τον ελληνικό στρατό περιοχή της δυτικής Μικράς Ασίας δεν ήταν ελληνικό έδαφος ούτε κατά το διεθνές ούτε κατά το ελληνικό δίκαιο- παρέμεινε και ουσιαστικά αστήρικτο μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας, εφόσον από κανένα στοιχείο της διαδικασίας αυτής δεν προέκυψε η έννοια του δόλου των κατηγορουμένων.
Η απόφαση του στρατοδικείου ανακοινώθηκε από τον πρόεδρό του στρατηγό Οθωναίο τις πρωινές ώρες της 15/28 Νοεμβρίου. Έκρινε ενόχους όλους τους κατηγορούμενους και καταδίκαζε παμψηφεί σε θάνατο τους Γ. Χατζανέστη, Δ. Γούναρη, Ν. Στράτο, Π. Πρωτοπαπαδάκη, Γ. Μπαλτατζή και Ν. Θεοτόκη, και σε ισόβια δεσμά τους Μ. Γούδα και Ξ. Στρατηγό, «οι οποίοι εξετέλεσαν τας ανωτέρα πράξεις εν μετρία συγχύσει».
Η απόφαση του στρατοδικείου εκτελέστηκε στις 11:30 το πρωί της επόμενης ημέρας, 15/28 Νοεμβρίου 1922.
24 Ιουλίου 1923 υπογράφεται στη Λωζάννη η οριστική συνθήκη ειρήνης μεταξύ Συμμάχων και Τουρκίας.
21 Οκτωβρίου 1923 ξεσπά κίνημα ή «αντεπανάσταση» εναντίον της κυβερνήσεως, το οποίο αποτυγχάνει.
Το κίνημα της 21-22 Οκτωβρίου 1923 ήταν προϊόν μιας ασυνήθιστης για τα χρονικά των ελληνικών πραξικοπημάτων συμμαχίας από ετερόκλιτα στρατιωτικά στοιχεία. Η ομάδα αυτή, γνωστή σαν ομάδα των «ταγματαρχών», που περιλάμβανε γνωστούς βασιλόφρονες, όπως τον αντισυνταγματάρχη Π. Παναγάκο και τους ταγματάρχες Β. Σκυλακάκη, Α. Πολύζο και Κ. Μανιαδάκη, βρισκόταν σε επαφή με τον Μεταξά, ο οποίος είχε περιλάβει στο νέο κόμμα του, των Ελευθεροφρόνων, και πολλούς απόστρατους βασιλόφρονες, όπως το μακεδονομάχο στρατηγό Κάκκαβο και τους ναυάρχους Ραζικότσικα και Βελέντζα.
Η αντίδραση ωστόσο της Επαναστάσεως ήταν αστραπιαία. Στην Αθήνα ο Πλαστήρας και ο Πάγκαλος, που ανέλαβε την αρχηγία του στρατού, έδωσαν τον τόνο της αδιαλλαξίας στις απαιτήσεις των Λεοναρδόπουλου – Γαργαλίδη – Ζήρα.
18 Δεκεμβρίου 1923 ο Γεώργιος αποχωρεί από την Ελλάδα.
11 Ιανουαρίου 1924 ορκίζεται η κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβερνήσεώς του στις 23 Ιανουαρίου ο Βενιζέλος παραδέχτηκε ότι είχε πάψει να πιστεύει στην αναγκαιότητα του βασιλικού θεσμού, αλλά ότι ο μόνος αρμόδιος για να αποφασίσει το μέλλον του πολιτεύματος ήταν ο ελληνικός λαός «δια δημοψηφίσματος».
12 Μαρτίου 1924 ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, αρχηγός της «Δημοκρατικής Ενώσεως», σχηματίζει την πρώτη κυβέρνησή του. Δώδεκα μέρες μετά το σχηματισμό της κυβερνήσεώς του η Δ΄ Εθνοσυνέλευση ανακήρυξε την Αβασίλευτη Δημοκρατία.
Η Δ΄ Συντακτική Εθνοσυνέλευση με το ψήφισμά της «Περί εκπτώσεως της Δυναστείας και ανακηρύξεως της Δημοκρατίας», αποφάσισε ότι:
«Κηρύττει οριστικώς έκπτωτον την Δυναστείαν των Γλυξβούργων, στερεί όλα τα μέλη αυτής παντός δικαιώματος επί του Θρόνου και της ελληνικής ιθαγένειας και απαγορεύει εις αυτά την εν Ελλάδι διαμονήν.»
24 Ιουλίου 1924 ορκίζεται η κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη.
7 Οκτωβρίου 1924 ορκίζεται η κυβέρνηση του Ανδρέα Μιχαλακόπουλου, αρχηγού των «Συντηρητικών Φιλελεύθερων».
Η κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου αντιμετώπισε την πρώτη εχθρική προς αυτή στρατιωτική ενέργεια στις 19 προς 20 Νοεμβρίου. Με τη βοήθεια αξιωματικών των «Δημοκρατικών Ταγμάτων», ο υποστράτηγος Χαρ. Λούφας και ο αντισυνταγματάρχης Β. Ντερτιλής σχεδίαζαν να καταλάβουν κυβερνητικά κτίρια και την ίδια την Εθνοσυνέλευση. Η συνωμοσία όμως έγινε αντιληπτή από το διοικητή του Α΄ Σώματος Στρατού Παπαθανασίου και οι κινηματίες εξουδετερώθηκαν πριν καταφέρουν να εκδηλωθούν.
25 Ιουνίου 1925 το πραξικόπημα του Θεόδωρου Πάγκαλου.
Το πραξικόπημα του Πάγκαλου εκδηλώθηκε τα ξημερώματα της 25ης Ιουνίου, αφού προηγήθηκαν τα προειδοποιητικά πυρά μιας πολεμικής αρθρογραφίας του στρατηγού στην εφημερίδα του «Ο Ελεύθερος Τύπος» (7, 14, 18 Ιουνίου 1925), όπου πληροφορούσε τους πολιτικούς ότι ο στρατός επρόκειτο να επέμβει για να σώσει τη χώρα από την κακοδιοίκηση. Ο γενικός κάματος από μια περίοδο κοινοβουλευτικής αστάθειας και απειλής κινημάτων, καθώς και οι υποσχέσεις του Πάγκαλου ότι θα αποκαθιστούσε τη χρηστή λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, συνέβαλαν στην αναίμακτη επικράτησή του.
Η Βουλή, χάρη σε προτροπή του Παπαναστασίου, με ανοχή μεγάλου αριθμού βουλευτών, έδωσε στις 30 Ιουνίου 1925 στην κυβέρνηση του Πάγκαλου ψήφο εμπιστοσύνης.
Ο Πάγκαλος διατήρησε την εξουσία στην αρχή ως πρωθυπουργός και αργότερα ως πρόεδρος της Δημοκρατίας ως τις 22 Αυγούστου 1926.
Αμέσως μετά την έγκριση της κυβερνήσεώς του άρχισε να λειτουργεί η ανεξέλεγκτη εξουσία του Πάγκαλου. Οι αυταρχικές του τάσεις εκδηλώθηκαν άμεσα με το νομοθετικό διάταγμα της 13ης Ιουλίου 1925 «περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των περί κατοχυρώσεως του Δημοκρατικού Πολιτεύματος διατάξεων». Το διάταγμα περιλάμβανε διατάξεις που επέβαλλαν από στρατοδικεία ποινές φυλακίσεως σε όποιον «ανακινεί ειδήσεις αίτινες δύνανται να προκαλέσωσι διατάραξιν της δημοσίας τάξεως ή να εμβάλωσιν εις ανησυχίαν τους πολίτας ή το στράτευμα…». Οι δημοσιογράφοι Ν. Βεντήρης, Θ. Σπεράντζας και Κ. Κύρου ήταν τα πρώτα θύματα του διατάγματος, ενώ ο αντικομμουνισμός του καθεστώτος εκδηλώθηκε με σειρά διώξεων εναντίον των υπευθύνων του δημοσιογραφικού οργάνου του Κ.Κ.Ε. «Ριζοσπάστης». Τέλος, δύο αξιωματικοί εκτελέστηκαν για καταχρήσεις εις βάρος του δημοσίου, βάσει νόμου, που όμως εκδόθηκε μετά τη διάπραξη του αδικήματός τους.
Αύγουστος 1926 ανατροπή της δικτατορίας του Πάγκαλου.
Η ανατροπή του Πάγκαλου δεν προήλθε από τους Βενιζελικούς ηγέτες (Καφαντάρη, Παπαναστασίου), που ανέλαβαν την πρωτοβουλία της συνωμοσίας για την ανατροπή του.
Ο Γ. Κονδύλης, τον οποίο καταζητούσαν οι αρχές, ήρθε σε συνεννόηση με το διοικητή του Β΄ τάγματος της Δημοκρατικής Φρουράς Ναπολέοντα Ζέρβα και μέσω αυτού με τους Ντερτίλη, διοικητή του Α΄ τάγματος, και τους Ι. Γρηγοράκη, Κ. Παλαιολόγου και Π. Κατσώτα, αναλαμβάνοντας την αρχηγία του πραξικοπήματος και την υποχρέωση προκηρύξεως εκλογών μέσα σε 45 ημέρες από την ημέρα της ανατροπής.
Από τα μεσάνυχτα της 21ης ως το μεσημέρι της 22ας Αυγούστου, οι δυνάμεις των κινηματιών κατάφεραν να καταλάβουν νευραλγικές θέσεις στην πρωτεύουσα. Το κίνημα βρήκε τον Πάγκαλο στις Σπέτσες.
[Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΕ, Εκδοτική Αθηνών]