Υπόθεση
Στη διάρκεια της εορτής του Καρναβαλιού ο Φιλιππάκης Γιαγυρόπουλος φλερτάρει την κόρη του άρχοντα Δάρειου Ρονκάλα, Γαρουφαλιά και στο τέλος της βραδιάς την αφήνει έγκυο. Ο Φιλιππάκης γνωρίζοντας το σκάνδαλο που θα ξεσπάσει θέλει να την αποκαταστήσει. Όμως εμπόδιο σε αυτά του τα σχέδια είναι η δευτεροκλασάτη κοινωνική καταγωγή του σε σχέση με την οικογένεια της Γαρουφαλιάς. Ο Δάρειος αγνοώντας τα πραγματικά κίνητρα του νέου, νομίζει πως εποφθαλμιά την προίκα της κόρης του. Αν και η γυναίκα του και ο γιος του προσπαθούν να τον μεταπείσουν, εκείνος μένει αμετάπειστος. Επιθυμεί μάλιστα να κλείσει την κόρη του σε μοναστήρι, ενώ απειλεί να σκοτώσει τον Φιλιππάκη εξαιτίας μιας εσφαλμένης πληροφορίας που λαμβάνει, για μια γλάστρα με βασιλικό, την οποία συμπτωματικά επιχειρούν να κλέψουν δύο μεθυσμένοι από το παράθυρο του σπιτιού του Ρονκάλα. Ο μπράβος του χτυπά και σκοτώνει με πιστόλι τον έναν από τους δύο, νομίζοντας πως είναι ο Φιλιππάκης. Με την αποκάλυψη της αλήθειας και την παρέμβαση του αδερφού της Γαρουφαλιάς, Δραγανίγου, ο Ρονκάλας αναγκάζεται να δώσει πλέον τη συγκατάθεσή του στο γάμο των δύο νέων. Το έργο συνολικά χωρίζεται σε πέντε πράξεις και τριανταδύο σκηνές.
Εκδοτική διαδρομή
Πρόκειται για το μοναδικό θεατρικό έργο του Αντωνίου Μάτεση. Γράφτηκε το 1829-1830 και εκδόθηκε το 1859 από το τυπογραφείο του Γεωργίου Ρωσσολίμου. Το 1881 περιλήφθηκε στα Άπαντα Αντωνίου Μάτεσι μετά ιστορικών προλεγομένων, σημειώσεων και γλωσσαρίων, Εν Ζακύνθω. Το 1934 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μηνιαίος Κόσμος και το 1952 στην Ελληνική Δημιουργία του Σπυρίδωνα Μελά.
Παραστασιολογική διαδρομή του έργου
Ο Βασιλικός ανέβηκε για πρώτη φορά στη Ζάκυνθο το 1832 από ερασιτεχνικό θίασο ευγενών. Επίσης υπάρχει μαρτυρία, πως το έργο παιζόταν από ερασιτέχνες στο χωρίο Γερακάρι στις Απόκριες. Στις 24 Μαρτίου 1927 παρουσιάστηκε στην Αθήνα από την Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη. Έπαιζαν μεταξύ άλλων οι Ν. Παπαδόπουλος, Κ. Οικονομίδης, Πέλος Κατσέλης, Χρ. Ευθυμίου, Γ. Δαμασιώτης. Στο Εθνικό Θέατρο πρωτοανέβηκε τον Φεβρουάριο του 1935 σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη και με τον Γιώργο Γληνό στο ρόλο του Ρονκάλα. Συμπρωταγωνιστές του ήταν οι Σοφία Αλκαίου, Αλέξης Μινωτής, Μαρία Αλκαίου, Χρήστος Ευθυμίου. Τα σκηνικά επιμελήθηκε ο Κλεόβουλος Κλώνης και τα κοστούμια ο Αντώνης Φωκάς. Το 1950 ξαναπαίχθηκε από την ίδια σκηνή (σε σκηνοθεσία Ροντήρη, σκηνικά και κοστούμια των Κλώνη και Φωκά αντίστοιχα), με τους Θεόδωρο Αρώνη, Ελένη Χαλκούση, Νίκο Χατζίσκο, Ρ. Μυράτ, Ι. Αυλωνίτη, Μαρία Αλκαίου, Θ. Ανδριακόπουλο, Άρη Μαλιαγρό, Διονύση Παπαγιαννόπουλο, Χριστόφορο Νέζερ και Παντελή Ζερβό. Το 1964 ανέβηκε και πάλι σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή με πρωταγωνιστές τους Λυκούργο Καλλέργη, Πέτρο Φυσσούν, Ελένη Ζαφειρίου, Βέρα Ζαβιτσιάνου, Νίκο Τζόγια, Όλγα Τουρνάκη, Παντελή Ζερβό κλπ.
Η γλώσσα του έργου
Το έργο είναι γραμμένο σε πεζό λόγο και ρέουσα δημοτική γλώσσα. Όπως σημειώνει ο νεοελληνιστής Μάριο Βίττι «[...]πολύ εύκολα επισημαίνεται η σταθερή παρουσία του Σολωμού στο δράμα του Μάτεση». Ο Δεβιάζης θεωρεί πως η γλώσσα του έργου είναι καθαρωτάτη κι ας υπάρχουν στο έργο Ζακύνθιοι τινές βαρβαρισμοί, ιδιωτισμοί και χυδαϊσμοί, κάτι που ο Μάτεσις επέλεξε ίνα και η γλώσσα αντιπροσωπεύση την εποχήν και χαρακτηρίση κάλλιον τα πρόσωπα. Ο Κ. Πορφύρης μιλάει για την πλούσια γλώσσα του, ο Λίνος Πολίτης για τη ζωντανή δημοστική του, ενώ ο Λέων Κουκούλας συνδέει τον ζωντανό ιδιωματικό λόγο του με τον ηθογραφικό ρεαλισμό. Ο ιστορικός του θεάτρου Γιάννης Σιδέρης λέει πως λόγω της γλώσσας παραγνωρίστηκε, ενώ η Γλυκερία Μπουμπουλίδου επισημαίνει πως αν και γραμμένο σε τοπικό ζακυνθινό ιδίωμα και με πολλές ιταλικές εκφράσεις, ο λόγος του έργου ρέει αρμονικά. Για την Χρυσούλα Καραντζή-Ανδρειωμένου τα πρόσωπα του έργου ομιλούν το καθένα με το δικό του ύφος ανάλογο της μόρφωσής του και της κοινωνικής του καταγωγής. Οι ζακυνθινοί διαλεκτισμοί του δίνουν ηθογραφικό χαρακτήρα.
Ειδολογική περιγραφή
Ο ίδιος ο Μάτεσις στην Προειδοποίηση, η οποία προτάσσεται εν είδει εισαγωγής στην έκδοση του έργου σημειώνει: Το παρόν όθεν δύναται μάλλον να ονομασθή ιστορική μυθιστοριογραφία δραματικώς παριστανομένη ή κωμωδία. Δηλώνει επίσης πως επιχείρησε την παράστασιν[...]εικόνος του τε χαρακτήρος και των ηθών και εθίμων της εποχής, εν η υποτίθεται ότι η πράξις έλαβε χώραν. Η λογοτεχνική γενιά του 1880 και οι γλωσσικοί αγώνες του 1900 το φέρνουν σε προδρομικό επίπεδο ως προς το θέατρο των ιδεών. Επίσης θεωρείται προδρομικό του ηθογραφικού δράματος του τέλους του 19ου αι.
Επιρροές
Ο Μάτεσης έχει δεχθεί επιδράσεις από τον Φιλάργυρο του Μολιέρου, που κι αυτός είναι τυραννικός με την οικογένειά του. Οι ερευνητές έχουν συσχετίσει τον Βασιλικό και με το έργο Λουίζα Μίλλερ (ή Ραδιουργία και έρως) του Φρίντριχ Σίλερ, με κυρίαρχες και εκεί τις ταξικές αντιθέσεις, αλλά με τραγική κατάληξη, σε αντίθεση με το αίσιο φινάλε του Βασιλικού. Επίσης άλλοι θεατρολόγοι το συσχετίζουν με την Πενθερά του Τερέντιου, την οποία ο Μάτεσις είχε μεταφράσει. Ο Άγγελος Τερζάκης συσχετίζοντάς το με εξωτερικές ομοιότητες το συνδέει με την Ιλαροτραγωδία του Καλλίστου και της Μελιμπέα, γνωστή και ως Σελεστίνα του Fernardo de Rojas, ενώ ο Μήτσος Λυγίζος με τον Δον Κάρλο του Σίλερ. Αναλογίες εντοπίζονται μεταξύ του Οικογενειάρχη του Ντιντερό και τον Βασιλικό ως προς τη ρεαλιστική τους γραφή, το θεματικό τους πλαίσιο (οικογενειακές αντιθέσεις με ευρύτερες κοινωνικές προεκτάσεις).
Κοινωνική ανάλυση του έργου
Η δράση του έργου τοποθετείται στην υπό ενετική κυριαρχία Ζάκυνθο του 1712 και συγκεκριμένα στη δεύτερη περίοδο της Βενετοκρατίας, τότε που η διοίκηση ήταν διεφθαρμένη και οι κοινωνική διαπάλη αριστοκρατών και ποπολάρων έντονη. Όμως σε αυτό κυριαρχούν τα στοιχεία του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης σε αντιπαράθεση με την παλιά φεουδαρχία. Φορέας αυτών των αντιλήψεων είναι ο γιος του Δάρειου Ρονκάλα, Δραγανίγος, μετά τις σπουδές του στο Παρίσι, ο οποίος πρεσβεύει τις νέες θέσεις για την κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα των γυναικών. Το γεγονός πως αναφέρεται στην Βενετοκρατία, αν και γραμμένο στα 1830, επί Αγγλοκρατίας δηλαδή, δείχνει την αγγλοφιλία του συγγραφέα και την επιθυμία του να αφήσει στο απυρόβλητο τους προστάτες του νησιού του. Η αναδρομή του τονίζει την παρακμή και την ασυδοσία των Βενετικών αρχών και την ευταξία των Άγγλων. Ωστόσο άλλοι μελετητές τονίζουν πως χρησιμοποιεί την Βενετοκρατία ως άλλοθι για να ασκήσει κριτική σε κάθε ξένη κατοχή, αφού αν αναφερόταν ευθέως στους Άγγλους, αυτό θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στον ίδιο και στο έργο του. Έτσι το κάνει «για λόγους ασφαλείας».
Για τον μαρξιστή Κορδάτο «ο Βασιλικός είναι το πρώτο κοινωνικό δράμα στη Νέα Ελλάδα. Δεν είναι απλή ηθογραφία. Ο Μάτεσης δραματοποιεί τους κοινωνικούς αγώνες της Ζακύνθου. Ακόμα διαμαρτύρεται έμμεσα για τη σκλαβιά της γυναίκας και κηρύττει την απελευθέρωσή της». Το έργο γράφεται την εποχή της ανόδου του αστισμού και του κλονισμού του φεουδαρχικού καθεστώτος. Ο Ρονκάλας είναι τυπικός εκπρόσωπος του επτανησιακού φεουδαρχισμού και φίλος των Βενετσιάνων κατακτητών. Ο γιος του όμως Δραγανίγος είναι ο «εκπρόσωπος του προοδευτικού αστισμού» και «αγαπάει τους ποπολάρους». Για τον Κορδάτο είναι ένα έργο, το οποίο πρέπει να παίζεται τακτικά, αλλά οι αρμόδιοι δεν το προωθούν επικαλούμενοι το ζακυνθινό γλωσσικό ιδίωμα. Αλλά ο Κορδάτος αναρωτιέται υπαινικτικά, «Να είναι άραγε μόνο αυτός ο λόγος;».
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.