Η λέξη βοηθώ προέρχεται από τη φράση "ἐπί βοήν θέω" που σημαίνει "σπεύδω να βοηθήσω σε κραυγή".
Με τα χρόνια η φράση απλοποιήθηκε και σχηματίστηκε έτσι το ρήμα βοηθέω, το οποίο στη συναίρεσή του έγινε "βοηθώ".
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.