Πέντε ιστορίες και παραμύθια με βαθύτερο νόημα. Δεν ανήκουν στη λίστα των δημοφιλέστερων, το νόημά τους όμως είναι πολύ βαθύτερο και πιο ουσιαστικό από τα γνωστά σε όλους μας κλασικά παραμύθια.
Από την Ηρώ Στ. Μπουσούνη
Όλοι μας γνωρίζουμε τους περιβόητους ήρωες των παραμυθιών… την Χιονάτη, την Κοκκινοσκουφίτσα, τον Κακό Λύκο, την Σταχτοπούτα και τόσα άλλα, που μας συντρόφευαν στα παιδικά μας χρόνια. Υπάρχουν ιστορίες-παραμύθια όμως που – δυστυχώς – δεν είναι ευρέως γνωστά, παρ’ όλο που θα έπρεπε να είναι περισσότερο διαδεδομένα γιατί έχουν ουσιαστικό ενδιαφέρον και είναι ιδιαιτέρως διδακτικά. Ξεχωρίσαμε πέντε ιστορίες και παραμύθια που ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα κλισέ.
Πέντε ιστορίες και παραμύθια με βαθύτερο νόημα
1. Ο Βασιλιάς και το αλάτι (Λιβυκό Λαϊκό Παραμύθι)
Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς που ρώτησε τις τρεις κόρες του πόσο τον αγαπούν. Η μεγαλύτερη απάντησε όσο το χρυσάφι, η μεσαία όσο τον ήλιο και το φεγγάρι ενώ η μικρότερη όσο το αλάτι. Ο βασιλιάς έγινε έξαλλος με την τρίτη του κόρη καθώς πίστευε πως το μέγεθος της αγάπης της κόρης του ήταν ασήμαντο. Την έδιωξε από το παλάτι λέγοντάς της πως δε θέλει να την ξανά δει.
Η κοπέλα περιπλανήθηκε για χρόνια με μεγάλο παράπονο που τόσο άδικα την έδιωξε ο πατέρας της. Ένας πρίγκιπας που την είδε την ερωτεύτηκε και την παντρεύτηκε. Μετά από πολλά χρόνια έμαθε πως, στο δικό της βασίλειο, θα έδιναν γεύμα προς τιμήν του πατέρα της.
Διέταξε όλα τα φαγητά που θα σερβιριστούν να είναι ανάλατα και να μη δοθεί αλάτι, όσο και αν ζητήσουν.
Όταν ο πατέρας της άρχισε να τρώει, πέταξε θυμωμένος το κουτάλι και είπε πως είναι όλα άνοστα. Ζήτησε να του δώσουν αλάτι. Αρνήθηκαν και θύμωσε ακόμα πιο πολύ. «Θα φύγω», φώναζε, «αφού δε μπορείτε να μου δώσετε κάτι τόσο σημαντικό όσο το αλάτι». Και τότε, η κοπέλα απάντησε, «μα εσείς κάποτε διώξετε την κόρη σας επειδή σας είπε πως σας αγαπάει σαν το αλάτι». Ο βασιλιάς την αναγνώρισε και έπεσε στα πόδια της με κλάματα παρακαλώντας να τον συγχωρέσει. Η κοπέλα τον συγχώρεσε.
Του τόνισε πως από δω και πέρα δεν πρέπει να υποτιμάει τα απλά πράγματα στη ζωή, όπως είναι το αλάτι.
2. Οι δύο λύκοι (Ινδιάνικο Παραμύθι)
Ένα νέο αγόρι μίας φυλής Ινδιάνων αναρωτιόταν τι ήταν η ψυχή. Ρωτούσε τους πάντες μα κανενός η απάντηση, δεν ήταν ικανοποιητική. Μέχρι που ρώτησε τον ηλικιωμένο αρχηγό της φυλή τους. Εκείνος του μίλησε για τους δύο λύκους που υπάρχουν στη ψυχή κάθε ανθρώπου. Το αγόρι κάθισε δίπλα του και ο αρχηγός ξεκίνησε να του μιλάει για τη μάχη μεταξύ των δυο λύκων που υπάρχουν στις ψυχές όλων των ανθρώπων.
Ο ένας λύκος είναι το κακό και ότι συμβολίζει: το θυμό, τη ζήλια, τη θλίψη, την απογοήτευση, την απληστία, την αλαζονεία, την ενοχή, την προσβολή, την κατωτερότητα, το ψέμα, τη ματαιοδοξία και την υπεροψία. Ο άλλος λύκος είναι το καλό και ότι συμβολίζει: τη χαρά, την ειρήνη, την αγάπη, την ελπίδα, την ηρεμία, την ταπεινοφροσύνη, την ευγένεια, τη φιλανθρωπία, τη συμπόνια, τη γενναιοδωρία, την αλήθεια και την ευσπλαχνία.
Το αγόρι σκέφτηκε για ένα λεπτό και μετά τον ρώτησε «Και ποιος λύκος κερδίζει;» Ο γέρος Ινδιάνος απάντησε «Αυτός που ταΐζεις».
3. Ο Κύκλος του 99 (Χόρχε Μπουκάι, Αργεντινή)
Κάποτε σε ένα βασίλειο ζούσε ένας υπηρέτης που ήταν μονίμως χαρούμενος. Όλη μέρα τραγουδούσε, έκανε πλάκες και όλοι γύρω του, διασκέδαζαν μαζί του. Κάποια στιγμή, ο βασιλιάς φανερά εκνευρισμένος με τη χαρά του υπηρέτη του, τον ρώτησε «Πώς γίνεται εγώ, ένας βασιλιάς, να έχω όλα τα πλούτη και να είμαι λυπημένος ενώ εσύ ένας υπηρέτης να είσαι χαρούμενος;» Ο υπηρέτης απάντησε «Γιατί να μην είμαι; Έχω την υγεία μου, την οικογένειά μου, στέγη και φαγητό. Τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω;». Τον βασιλιά δεν τον έπεισε η εξήγηση του υπηρέτη.Φώναξε ένα σοφό σύμβουλό του, εξηγώντας του την κατάσταση.
Ο σοφός του εξήγησε πως ο υπηρέτης είναι χαρούμενος γιατί δεν είχε μπει στον κύκλο του 99.
Θα μπορούσε να τον βάλει αλλά θα έχανε για πάντα το χαμόγελό του και τη θέση του θα έπαιρνε ένας μίζερος υπηρέτης. Ο βασιλιάς σκέφτηκε, αφού δε γέλαγε ο ίδιος, δε θα έπρεπε να γελάει κανείς. Έτσι, ζήτησε από το σοφό να βάλει τον υπηρέτη του στον κύκλο του 99. Ο σοφός ζήτησε ένα πουγκί με 99 χρυσά νομίσματα, ούτε ένα περισσότερο, ούτε ένα λιγότερο και το άφησε έξω από το σπιτάκι του υπηρέτη. Ανοίγοντας την πόρτα ο υπηρέτης βρήκε το πουγκί. Αμέσως σχηματίστηκε έκπληξη στο πρόσωπό του, φόβος και ερευνητική ματιά μήπως ήταν κανένας τριγύρω.
Μπήκε γρήγορα στο σπίτι του. Άδειασε το περιεχόμενο και χρυσά νομίσματα έπεσαν στο πάτωμα. Δεν πίστευε αυτό που έβλεπε! Ένας θησαυρός, όλος δικός του. Άρχισε να παίζει με τα νομίσματα και να τα τοποθετεί σε στοίβες των δέκα. Μια δεκάδα, δύο δεκάδες, τρεις, … ταυτόχρονα, έκανε και το άθροισμα. Που είναι το τελευταίο; Μέτρησε πάλι τις στοίβες για να βρει το λάθος, τίποτα. Δεν μπορεί, τα νομίσματα έπρεπε να ήταν εκατό.
Τα ενενήντα εννέα ήταν πολλά αλλά του έλειπε ένα.
Συνεχώς σκεφτόταν, τι θα έπρεπε να κάνει για να αγοράσει ακόμα ένα χρυσό νόμισμα. Θα έπρεπε να βρει και δεύτερη δουλειά. Θα έβαζε τη γυναίκα του να δουλέψει και θα έκαναν σκληρή οικονομία στο σπίτι. Έτσι, σε έξι χρόνια θα είχαν αγοράσει το εκατοστό νόμισμα και μετά θα ήταν άρχοντας! Τους μήνες που ακολούθησαν ο υπηρέτης έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδιά του. Δούλευε πολύ, κουραζόταν, κοιμόταν λίγο αλλά επέμενε στην απόφασή του.
Ο υπηρέτης είχε μπει στον κύκλο του ενενήντα εννέα. Επειδή δεν άντεχε άλλο τη γκρίνια και τη μιζέρια του, ο βασιλιάς τον έδιωξε από το παλάτι. Ο σοφός που ήταν μάρτυρας σε όλα αυτά είπε στο βασιλιά «Σας το είπα ότι θα τον διώχνατε αν τον έβαζα στον κύκλο του 99. Ο κύκλος είναι μία «ιδεολογία» που την έχουμε όλοι, πάντα κάτι να μας λείπει για να νιώσουμε ικανοποιημένοι και δυστυχώς, μόνο αν είμαστε ικανοποιημένοι μπορούμε να απολαύσουμε όσα έχουμε».
Πέντε ιστορίες και παραμύθια με βαθύτερο νόημα
4. Η Σαρανταποδαρούσα που χόρευε όμορφα (Τζόστειν Γκάρντερ, Νορβηγία)
Ήταν κάποτε μία σαρανταποδαρούσα που ήξερε να χορεύει υπέροχα με τα σαράντα ποδαράκια της. Κάθε φορά που χόρευε μαζεύονταν γύρω της όλα τα ζώα του δάσους για να την θαυμάσουν. Όλα ήταν γοητευμένα από την τέχνη της.
Μόνο ένα ζώο δεν άντεχε, από τη ζήλια του, ο βάτραχος. Σκεφτόταν συνεχώς πως θα την έκανε να σταματήσει το χορό. Δε μπορούσε, φυσικά, να πει ότι ο χορός δεν του άρεσε και δε μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο ίδιος χόρευε καλύτερα γιατί ,απλά, κανείς δε θα τον πίστευε. Με τα πολλά, σκέφτηκε ένα πραγματικά διαβολικό σχέδιο.
Κάθισε και έγραψε στη σαρανταποδαρούσα ένα γράμμα.
«Ασύγκριτη χορεύτρια σαρανταποδαρούσα, είμαι ένας ταπεινός θαυμαστής της εξαίσιας χορευτικής σου τέχνης και πολύ θα ήθελα να μάθω πως ακριβώς χορεύεις. Σηκώνεις πρώτα το αριστερό πόδι υπ’ αριθμ.27 και ύστερα το δεξί πόδι υπ’ αριθμ.12; Ή αρχίζεις το χορό σηκώνοντας το δεξί πόδι υπ’ αριθμ.33 και ύστερα το δεξί πόδι υπ’ αριθμ.39; Περιμένω με ανυπομονησία την απάντησή σου. Με όλη μου την αγάπη, το Βατράχι.»
Μόλις η σαρανταποδαρούσα πήρε το γράμμα άρχισε να σκέφτεται, για πρώτη φορά στη ζωή της, πως ακριβώς χόρευε. Ποιο πόδι σήκωνε πρώτο; Ποιο πόδι ερχόταν δεύτερο;
Η σκέψη της, είχε πνίξει τη φαντασία της και με τη φαντασία της χόρευε.
Έτσι, η σαρανταποδαρούσα μας δε ξανά χόρεψε ποτέ.
5. Ο Άνθρωπος, το άλογο και ο σκύλος (Πάολο Κοέλια, Βραζιλία)
Ένας άνθρωπος, το άλογό του και ο σκύλος του, περπατούσαν σε ένα δρόμο. Ξαφνικά έπιασε μία δυνατή βροχή και έτρεξαν να κρυφτούν κάτω από ένα μεγάλο δέντρο. Τότε τους χτύπησε ένας κεραυνός και έχασαν τις ζωές τους. Δεν αντιλήφθηκαν όμως ότι είχαν περάσει στον άλλο κόσμο και θεώρησαν ότι σταμάτησε η βροχή, οπότε μπορούσαν να συνεχίσουν την πεζοπορία τους. Ο δρόμος ήταν ανηφορικός, ο ήλιος έκαιγε και οι τρεις είχαν διψάσει πολύ. Μέχρι που συνάντησαν μία τεράστια πύλη που οδηγούσε σε ένα υπέροχο μέρος.
Ο άνθρωπος ρώτησε το φύλακα της πύλης ποιο ήταν αυτό το μέρος και ο φύλακας απάντησε πως ήταν ο παράδεισος. Ο άνθρωπος ρώτησε και πάλι, αν θα μπορούσαν να ξαποστάσουν και να πιουν λίγο νερό. Τότε ο φύλακας του απάντησε πως ο άνθρωπος μπορεί, τα ζώα όχι. Ο άνθρωπος, όσο και αν διψούσε, δε μπορούσε να αφήσει τους φίλους του. Χαιρέτισε και έφυγε.
Βρέθηκε σε ένα μονοπάτι ακόμα πιο όμορφο που τον οδήγησε σε μία πύλη που όμοια δεν είχε ξανά δει. Ένας πανέμορφος τόπος! Πλησίασε τον φύλακα της πύλης και τον ρώτησε αν θα μπορούσαν να ξεδιψάσουν κάπου και ο φύλακας τους οδήγησε σε μία πηγή. Ήπιαν αρκετό νερό και αφού ξεδίψασαν, ο άνθρωπος ρώτησε το φύλακα πως λέγεται αυτό το μέρος και ο φύλακας απάντησε πως είναι ο παράδεισος. Ο άνθρωπος απορημένος του είπε πως και στην άλλη πύλη που ρώτησε, πάλι ο παράδεισος είπαν ότι είναι. Και ο φύλακας απάντησε