Γράφει ο ψυχολόγος, Γιώργος Κουντουράς
Η αποδεδειγμένη παγκόσμια αλλαγή στο κλίμα της Γης και η ραγδαία αύξηση των μετακινήσεων και των διεθνών συναλλαγών καθιστούν την πιθανότητα εξέλιξης κάποιων λοιμωδών νοσημάτων σε πανδημίες ολοένα και μεγαλύτερη. Ο COVID-19 o οποίος αποτελεί ένας νέο είδος κορωνοϊού, έχει εξαπλωθεί πλέον σε περισσότερες από 120 χώρες, απειλώντας όχι μόνο την σωματική, αλλά και την ψυχική μας υγεία.
Αν και η λήψη αυστηρών μέτρων προστασίας συμβάλλει στην πρόληψη της διασποράς του ιού και ως εκ τούτου στη διασφάλιση της δημόσιας υγείας, διαπιστώνουμε καθημερινά ότι η νέα πανδημία φαίνεται να αποτελεί μια μοναδική απειλή (σε σχέση με οτιδήποτε συμβαίνει στον κόσμο τώρα), δημιουργώντας όχι μόνο έντονη ανησυχία, αλλά κατά περιπτώσεις φόβο ή ακόμα και πανικό στην παγκόσμια κοινότητα.
Πότε οδηγούμαστε όμως από την προφύλαξη στην υπερβολική ανησυχία; Με ποιον τρόπο μπορούμε να συνεχίσουμε να ενημερωνόμαστε για ό,τι συμβαίνει χωρίς να μάς κατακλύζει ο φόβος ή ο πανικός; Υπάρχουν μέτρα προστασίας μόνο για την σωματική ή και για την… ψυχική μας υγεία; Και αν ναι, ποια είναι αυτά;
Ο COVID-19 είναι αναμφισβήτητα ένα επείγον και σοβαρό ιατρικό ζήτημα που χρήζει άμεσης επίλυσης. Ωστόσο, δεν είναι μόνο ένα ιατρικό ζήτημα καθώς φαίνεται ότι πλήττει το άτομο και την κοινωνία σε διαφορετικά επίπεδα. Σε κοινωνικό επίπεδο, το στίγμα και η ξενοφοβία συνοδεύουν σχεδόν πάντα την εξάπλωση μιας λοιμώδους ασθένειας, ειδικά όταν λαμβάνει διαστάσεις παγκόσμιας κλίμακας.
Σε ψυχολογικό επίπεδο, οι συχνές (και δικαιολογημένες) προειδοποιήσεις των ειδικών αρχών και η συνεχής έκθεση σε πληροφορίες που αφορούν για παράδειγμα την μεταδοτικότητα ή το ποσοστό θνησιμότητας του νέου ιού, πυροδοτούν, υπό προϋποθέσεις, αρνητικά συναισθήματα (φόβο, άγχος ή πανικό) που επηρεάζουν σημαντικά την καθημερινή μας λειτουργικότητα.
Κάποιες φορές, αυτά τα συναισθήματα οδηγούν στην εκδήλωση νέων και επίμονων ενοχλήσεων (π.χ. υπερδιέγερση, ευερεθιστότητα, αϋπνία, απώλεια όρεξης, πεσμένη διάθεση) ή εντείνουν τις δυσκολίες μιας ήδη υπάρχουσας ψυχικής κατάστασης που βιώνουμε.
Με γνώμονα το γεγονός ότι ο καθένας από εμάς αντιδρά και με διαφορετικό τρόπο στα στρεσσογόνα γεγονότα που δυνητικά προκύπτουν στην ζωή, η επίδραση που έχει μια επείγουσα κατάσταση, όπως αυτή που αντιμετωπίζουμε τώρα με τον COVID-19, εξαρτάται από πολλούς και αλληλο-διαπλεκόμενους παράγοντες μεταξύ των οποίων οι πιο σημαντικοί φαίνεται να είναι η ιδιοσυγκρασία, οι προηγούμενες εμπειρίες, οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες (σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο) και η διαθεσιμότητα των τοπικών πόρων (όπως είναι η παροχή υγειονομικού υλικού, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κτλ).
Η αίσθηση της απώλειας ελέγχου αναφορικά με ένα τόσο μείζον ζήτημα όπως είναι η υγεία, επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις προβλέψεις που κάνουμε για το μέλλον και τον κόσμο γενικότερα. Αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε ότι είμαστε τρόπον τινά εκτεθειμένοι σε καταστάσεις που απειλούν τη δημόσια υγεία, χωρίς να έχουμε όμως τη δυνατότητα να ασκήσουμε καθολικό έλεγχο σε αυτές προκειμένου να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας και τα αγαπημένα μας πρόσωπα.
Επίσης, οι εξωτερικές πιέσεις που δεχόμαστε καθημερινά μέσα από τον καταιγισμό νέων πληροφοριών που προέρχονται από τα ΜΜΕ αυξάνει σημαντικά την ανησυχία μας για όσα δεν μπορούμε να ελέγξουμε σε σχέση με την νέα συνθήκη με την οποία είμαστε αντιμέτωποι, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο αυτο-τροφοδοτούμενων αρνητικών συναισθημάτων που έχουν ως κοινή συνισταμένη τον φόβο.
Για να «σπάσουμε» λοιπόν τον φαύλο κύκλο αυτών των συναισθημάτων, θα μπορούσαμε να εστιάσουμε αρχικά σε όσα μπορούμε να ελέγξουμε επιβάλλοντας έναν περιορισμό στην ενημέρωσή μας γύρω από το ζήτημα του νέου ιού και αξιολογώντας παράλληλα την εγκυρότητα των πληροφοριών που παρουσιάζονται σε ένα άρθρο ή ένα ρεπορτάζ.
Η εύρεση και η επιλογή συγκεκριμένων πηγών πληροφόρησης (ίσως μόνο από ένα-δύο έγκριτα ειδησεογραφικά πρακτορεία) και η μείωση της συχνότητας καθημερινής έκθεσης σε οπτικοακουστικό υλικό που μάς πληροφορεί για ένα ακόμα κρούσμα ή για έναν ακόμη θάνατο, μπορούν να μειώσουν σημαντικά τα επίπεδα ανησυχίας και άγχους που είναι ήδη αναμενόμενο να βιώνουμε ως έναν βαθμό δεδομένης της κατάστασης.
Επίσης, η βαθμιαία εξοικείωση με την αβεβαιότητα και η σταδιακή παραίτηση από την προσπάθεια να μάθουμε ακόμα και την παραμικρή λεπτομέρεια που έχει να κάνει με την εξάπλωση του ιού, ίσως αποφορτίσει την πίεση και την ταραχή που αισθανόμαστε και μάς βοηθήσει να επαναξιολογήσουμε τους φόβους μας σε μία πιο ρεαλιστική βάση.
Τείνουμε να αντιλαμβανόμαστε μια ασθένεια ως ένα «αφηρημένο εχθρό» ο οποίος τις περισσότερες φορές μας πλήττει χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Εκφράζοντας λοιπόν τους συγκεκριμένους φόβους μας και εστιάζοντας σε αυτό που σκεφτόμαστε ως το χειρότερο ή το πιο απειλητικό σενάριο, έχουμε στη συνέχεια τη δυνατότητα να διερευνήσουμε πιθανούς τρόπους αντιμετώπισής του με αποτέλεσμα να νιώθουμε και να είμαστε αργότερα πιο προετοιμασμένοι γι’ αυτό.
Παράλληλα, μέσα από αυτήν τη διαδικασία και όσο συνεχίζουμε να την επαναλαμβάνουμε (κρατώντας ένα καθημερινό ημερολόγιο), καταλαβαίνουμε ότι αρκετές φορές υπερεκτιμάμε την πιθανότητα να συμβεί το χειρότερο δυνατό σενάριο και ταυτόχρονα υποτιμάμε τις ικανότητές μας να ανταποκριθούμε με επιτυχία σε αυτό.
Αρκετά συχνά όμως έχει φανεί ότι μπορούμε να καταπολεμήσουμε κάποιους συγκεκριμένους φόβους περνώντας από την σκέψη στη δράση. Καθώς η δράση έχει δείξει ότι μπορεί να μάς ανακουφίσει από το καθημερινό άγχος, είναι σημαντικό να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για να υποστηρίξουμε τους ανθρώπους που είναι πιο εκτεθειμένοι σε αυτήν την κατάσταση.
Υπάρχουν πολίτες που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες και επαγγελματικοί κλάδοι (γιατροί, νοσηλευτές, ιδιοκτήτες και υπαλληλικό προσωπικό χώρων εστίασης ή άλλων ιδιωτικών επιχειρήσεων) που απειλούνται πιο άμεσα και σε διαφορετικά επίπεδα από την περαιτέρω διασπορά του COVID-19.
Ο συντονισμός των προσπαθειών σε συλλογικό επίπεδο για την εφαρμογή των μέτρων προστασίας και η διαχείριση του προσωπικού μας χρόνου σε συμφωνία με τις οδηγίες που έχουν προταθεί, δεν θα φέρουν μόνο τα πρώτα θετικά αποτελέσματα, αλλά θα αντικατοπτρίζουν και τη δική μας πολύτιμη ατομική συνεισφορά στην αντιμετώπιση ενός κινδύνου που αφορά το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Διαβάστε σχετικά: Οι ψυχολογικές επιπτώσεις της πανδημίας
Η διατήρηση της επαφής με φίλους ή συγγενείς (ίσως για κάποιο διάστημα με την χρήση διαδικτυακών εφαρμογών) και η αλληλοϋποστήριξη μπορούν επίσης να ανακουφίσουν από δυσάρεστα συναισθήματα τα οποία υπό διαφορετικές συνθήκες θα παρέμεναν ανέκφραστα. Η λήψη όσο και η παροχή υποστήριξης μάς βοηθούν να επανακτήσουμε μια αίσθηση σταθερότητας και παρηγοριάς.
Πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι μπορούμε να ξεπεράσουμε πιο αποτελεσματικά μια δύσκολη κατάσταση όταν νιώθουμε ότι μοιραζόμαστε κοινές εμπειρίες με τους άλλους οι οποίοι βρίσκονται σε παρόμοια θέση με εμάς. Η βασική προϋπόθεση φυσικά για να γίνει κάτι τέτοιο είναι να αποδεχθούμε ως φυσιολογικά τα αρνητικά συναισθήματα που ίσως βιώνουμε χωρίς να προσπαθούμε να τα καταπιέσουμε θεωρώντας τα μη επιτρεπτά και απαγορευμένα.
Σε προσωπικό επίπεδο, η βελτίωση της ποιότητας του ύπνου, η ισορροπημένη διατροφή, η τακτική σωματική άσκηση (ακόμα και στο σπίτι), η εύρεση ευχάριστων δραστηριοτήτων (π.χ., ανάγνωση, ζωγραφική, μουσική) και οι ασκήσεις χαλάρωσης (π.χ. με διαφραγματικές αναπνοές) συμβάλλουν καθοριστικά στη διασφάλιση τόσο της σωματικής, όσο και της ψυχικής μας υγείας.
Φυσικά, η αναζήτηση και η λήψη βοήθειας από κάποιον επαγγελματία ψυχικής υγείας είναι η πιο ασφαλής και αποτελεσματική λύση σε περιπτώσεις όπου οι αρνητικές σκέψεις και τα δυσφορικά συναισθήματα έχουν παγιωθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Συμπερασματικά, η εξάπλωση του κορωνοϊού έχει σημαντικές επιπτώσεις τόσο σε κοινωνικο-οικονομικό όσο και σε ψυχο-συναισθηματικό επίπεδο. Η οριοθέτηση σε όσα ακούμε, βλέπουμε ή διαβάζουμε καθώς και η αξιολόγηση της εγκυρότητάς τους μπορούν να θέσουν τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της δικαιολογημένης προφύλαξης και της υπερβολικής ανησυχίας.
Ο εντοπισμός και η επαναξιολόγηση των αρνητικών συναισθημάτων πάνω σε μία πιο ρεαλιστική βάση μάς επιτρέπει να διοχετεύσουμε την ενέργειά μας στην εύρεση αποτελεσματικών στρατηγικών αντιμετώπισης και έτσι να νιώσουμε ότι αποκτάμε ξανά έναν μερικό έλεγχο της κατάστασης. Η αίσθηση ότι αποτελούμε αναπόσπαστο κομμάτι μιας συλλογικής προσπάθειας και δράσης, μάς κάνει να νιώθουμε ικανοποίηση στο «εδώ και τώρα» και να βλέπουμε με μεγαλύτερη αισιοδοξία το μέλλον.
Ας μην ξεχνάμε ότι η ποιότητα της ζωής μας δεν εξαρτάται τόσο από αυτά που μάς συμβαίνουν, αλλά από τον τρόπο που επιλέγουμε να αντιδράσουμε σε αυτά όχι μόνο σε ατομικό, αλλά και σε συλλογικό επίπεδο.
https://www.psychologynow.gr
Περισσότερα ενδιαφέροντα κείμενα εδώ.