Δύο σημαντικές εξω-βιβλικές αναφορές για τον Χριστό από ιστορικούς κοντά στα χρόνια του αποδεικνύουν και αρχαιολογικά την ύπαρξη του Ιησού ως ιστορικό πρόσωπο.
Τάκιτος
Ο Γάιος (ή Πόμπλιος) Κορνήλιος Τάκιτος (55/56-118 περίπου μ.Χ.) ήταν ρωμαίος αξιωματούχος, ρήτορας, εθνογράφος και αναμφίβολα ο καλύτερος ιστορικός της αυτοκρατορίας. Το τελευταίο μεγάλο χρονογράφημά του, τα «Χρονικά» (Annals), που γράφτηκε περί το 116-117 μ.Χ., περιλαμβάνει και μια βιογραφία του Νέρωνα. Ήταν ακριβώς η πυρπόληση της Ρώμης από τον παράφρονα αυτοκράτορα και το γεγονός ότι προσπάθησε να ρίξει την ευθύνη στους χριστιανούς που κάνουν τον ιστορικό να τους μνημονεύσει, παρά το γεγονός ότι τους περιφρονούσε.
Λέει ο Τάκιτος (σε ελεύθερη απόδοση): «Για να καταστείλει λοιπόν τις φήμες, ο Νέρων υπέδειξε ως ενόχους και τιμώρησε με τους πιο ασυνήθιστους τρόπους αυτούς που ο λαός μισούσε για τις ανομίες τους … και τους αποκαλούσε Χριστιανούς. Ο ιδρυτής του ονόματος, ο Χριστός, εκτελέστηκε κατά τη βασιλεία του Τιβέριου από τον έπαρχο Πόντιο Πιλάτο … Είχε κατασταλεί για ένα διάστημα, η θανάσιμη δεισιδαιμονία ανέτειλε όμως και πάλι όχι μόνο στην Ιουδαία, την πηγή αυτού του κακού, αλλά και στην πόλη [τη Ρώμη], εκεί που συγκεντρώνονται όλα τα φριχτά και ατιμωτικά πράγματα του κόσμου και γίνονται δημοφιλή»…
Μιλώντας λοιπόν για τους χριστιανούς, ο Τάκιτος αναφέρεται στον ιδρυτή του θρησκεύματος, τον Ιησού (Christus στα λατινικά που γράφει), ο οποίος εκτελέστηκε κατά τη βασιλεία του Τιβέριου από τον πληρεξούσιό του Πόντιο Πιλάτο. Η λακωνική αναφορά του Τάκιτου στον «Christus» επιβεβαιώνει ξεκάθαρα τις αναφορές της Αγίας Γραφής σε συγκεκριμένες ιστορικές πληροφορίες για τον θάνατο του Ιησού. Ο ρωμαίος ιστορικός παρέχει μια σειρά από ακριβείς πληροφορίες για τον Χριστό: πρώτον, ο Ιησούς συνδέεται με την έναρξη του κινήματος των χριστιανών, το όνομα των οποίων έλκει την καταγωγή του από αυτόν, δεύτερον, εκτελέστηκε από τον ρωμαίο κυβερνήτη της Ιουδαίας και τρίτον, ο χρόνος της εκτέλεσής του ήταν κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Πιλάτου στην Ιουδαία, επί βασιλείας Τιβέριου (αρκετοί μελετητές της Αγίας Γραφής τοποθετούν τη σταύρωση του Ιησού στο 29 μ.Χ., την ίδια ώρα που ο Πιλάτος κυβέρνησε την Ιουδαία μεταξύ 26-36 μ.Χ. και ο Τιβέριος κράτησε τον θρόνο της Ρώμης ανάμεσα στο 14-37 μ.Χ.).
Ο Τάκιτος, κατά την κλασική ιστοριογραφική παράδοση της εποχής, δεν αναφέρει τις πηγές του, αν και αυτό δεν αναιρεί την εμπιστοσύνη στους ισχυρισμούς του. Οι ακαδημαϊκοί θεωρούν τον Τάκιτο ως τον πιο έγκυρο ρωμαίο ιστορικό και είναι σχεδόν απίθανο να γράφει πράγματα από το μυαλό του. Νωρίτερα στην καριέρα του εξάλλου ο Τάκιτος ήταν ανθύπατος της Ασίας και είχε δικάσει πολλούς πρωτοχριστιανούς, ήξερε λοιπόν καλά την ιστορία τους. Όπως και ο φίλος του εξάλλου ιστορικός Πλίνιος ο Νεότερος στα χρόνια που ήταν επαρχιακός διοικητής. Όλες οι πιθανότητες είναι λοιπόν με το μέρος του, να γνώριζε δηλαδή καλά τις πληροφορίες που αναφέρει ως αληθείς, μιας και δεν θα ήθελε να δεχτεί με ελαφρά τη καρδία στερεότυπα και προκαταλήψεις όταν ήταν να δικάσει χριστιανό για το αμάρτημα της πίστης του.
Φλάβιος Ιώσηπος
Η δεύτερη ανεξάρτητη πηγή που μιλά ευθέως για τον Ιησού ως υπαρκτό πρόσωπο προέρχεται από τον Φλάβιο Ιώσηπο (Γιοσέφ μπεν Μαθιά), γιο εβραίου ιερουργού που μεγάλωσε ως αριστοκράτης στη ρωμαιοκρατούμενη Ιουδαία του 1ου αιώνα μ.Χ. και κατέληξε να ζει στη Ρώμη υπό την αιγίδα τριών διαδοχικών αυτοκρατόρων. Κατά τις αρχικές λοιπόν στιγμές της πρώτης Ιουδαϊκής Επανάστασης κατά της Ρώμης (66-70 μ.Χ.), ο Ιώσηπος ήταν διοικητής της εξεγερμένης Γαλιλαίας, αν και σύντομα θα έπεφτε στα χέρια των Ρωμαίων. Τότε ήταν που προφήτευσε ότι ο κατακτητής της Ιουδαίας, ο Βεσπασιανός, θα γινόταν τελικά αυτοκράτορας της Ρώμης και όταν αυτό συνέβη, ο εντυπωσιασμένος από τη μόρφωση και την προφητεία του Βεσπασιανός τον απελευθέρωσε.
Ο Ιώσηπος μετακόμισε λοιπόν στη Ρώμη και ζούσε πια κάτω από την εύνοια του αυτοκράτορα, όπου και συνέγραψε τα ιστορικά και απολογητικά συγγράμματά του, υιοθετώντας πια το λατινικό όνομά του Φλάβιος Ιώσηπος, κάτι που τον έκανε να μοιάζει με προδότη στα μάτια των ομόθρησκών του στην Ιουδαία. Ο ίδιος παρέμεινε ωστόσο ταγμένος ιουδαίος, κάτι που ανασυγκροτείται τόσο από την εικόνα του όσο και τα γραπτά του, αν και η σύνταξή του στο πλευρό των ρωμαίων κατακτητών, των χειρότερων εχθρών των εβραίων της Ιουδαίας, δεν τον έκανε ακριβώς δημοφιλή στη γενέτειρά του.
Στα δύο μεγάλα χρονογραφήματά του, τον «Ιουδαϊκό Πόλεμο» και την «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία», αμφότερα γραμμένα στα ελληνικά, ο Ιώσηπος αναφέρεται σποραδικά στον Ιησού, αν και πλέον οι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι αναφορές στον «Ιουδαϊκό Πόλεμο» είναι μεταγενέστερες παρεμβολές από άλλους, γενικευμένη πρακτική των χριστιανών θεολόγων κατά τους επόμενους αιώνες. Οι μαρτυρίες για τον Ιησού όμως στην «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» θεωρούνται αυθεντικές.
Η πιο σύντομη από τις δύο αυτές αναφορές (στον εικοστό τόμο του έργου) είναι σχεδόν συμπτωματική, καθώς ο ιστορικός κάνει λόγο για τον αδελφό του Ιησού, τον Ιάκωβο, θρησκευτικό ηγέτη του ναού της Ιερουσαλήμ: «Ο Άνανος […] κάλεσε το δικαστήριο και έφερε ενώπιόν του τον αδελφό τού Ιησού, που λεγόταν Χριστός, και του οποίου το όνομα ήταν Ιάκωβος, και μερικούς άλλους». Ήταν κατά την προσωρινή απουσία του ρωμαίου κυβερνήτη το 62 μ.Χ. που ο αρχιερέας Άνανος υποκίνησε την εκτέλεση του Ιάκωβου με λιθοβολισμό, την οποία μνημονεύει ο Ιώσηπος. Ο ιστορικός αποκαλεί τον αδερφό του Ιάκωβου «Ιησού, τον οποίο αποκαλούν Χριστό». Το όνομα του Ιησού ήταν ωστόσο πολύ κοινό στην Ιουδαία της εποχής (Ιεσούα), ο Ιώσηπος αναφέρει τουλάχιστον άλλους δώδεκα άντρες με το ίδιο όνομα, γι’ αυτό και είναι αναγκασμένος να του αποδώσει πρόσθετους χαρακτηρισμούς ώστε να γίνει σαφές σε ποιον αναφέρεται. Ο Ιώσηπος διευκρινίζει λοιπόν για ποιον Ιησού κάνει λόγο προσθέτοντας τη φράση «αυτόν που αποκαλούν Χριστό» (είναι γραμμένο στα ελληνικά όπως είπαμε το κείμενο).
Ελάχιστοι ακαδημαϊκοί έχουν αμφισβητήσει την αυθεντικότητα της σύντομης αυτής αναφοράς. Η φράση «αυτόν που αποκαλούν Χριστό» θεωρείται μάλιστα διευκρινιστική και οι ερευνητές υποθέτουν ότι το όνομα πρέπει να αναφερόταν και σε άλλα χωρία του συγγράμματος. Κάποιοι μάλιστα συμπέραναν βιαστικά ότι το όνομα του Χριστού έπρεπε να ήταν ευρύτερα γνωστό, γι’ αυτό και το χρησιμοποιεί ο Ιώσηπος για να καθορίσει τόσο σε ποιον Ιησού αναφέρεται όσο και στον αδερφό του συγκεκριμένου αυτού Ιησού.
Αν και αυτό το τελευταίο θεωρείται σήμερα απίθανο. Οι Ρωμαίοι του 1ου αιώνα μ.Χ. δεν είχαν καμιά ιδέα ποιος ήταν ο Χριστός και το όνομά του είχε πιθανότατα εμφανιστεί σε παλιότερο τόμο της «Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας». Γι’ αυτό και δεν παρέχει περισσότερες πληροφορίες για τον «Μεσσία/Χριστό» ο ιστορικός, καθώς αυτό το είχε κάνει ήδη αλλού. Αυτό που κάνει ξεχωριστή τη μαρτυρία του Ιώσηπου είναι ότι δεν τη συνδέει με τη χριστιανική θρησκεία, αναφέρεται απλώς στο υπαρκτό πρόσωπο του κατοίκου της Ιουδαίας που κάποιοι αποκαλούν Χριστό.
Αυτή η σύντομη, καθαρή και ανεξάρτητη αναφορά στον Ιησού είναι ό,τι πιο αξιόπιστο έχουμε στα χέρια μας για την ύπαρξη του Χριστού ως ιστορικού προσώπου, καθώς η δεύτερη και πιο εκτενής αναφορά του Ιώσηπου, γνωστή στην ακαδημαϊκή κοινότητα ως «Φλαβιανή Μαρτυρία» (Testimonium Flavianum), αμφισβητείται πια σχεδόν καθολικά.
Στο Βιβλίο 18 λοιπόν της «Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας» ο Ιώσηπος αναφέρεται και πάλι στην Ιησού, αν και αυτό το εδάφιο μυρίζει ύποπτα χριστιανική παρέμβαση (σε ελεύθερη μετάφραση): «Εκείνη περίπου την εποχή έζησε ο Ιησούς, ένας σοφός άνθρωπος, αν είναι θεμιτό να τον αποκαλεί κανείς άνθρωπο. Γιατί εκτελούσε θαυμαστές πράξεις και ήταν δάσκαλος αυτών των ανθρώπων που αποδέχονταν πρόθυμα την αλήθεια. Προσέλκυσε κοντά του πολλούς Ιουδαίους και πολλούς Εθνικούς. Ήταν ο Χριστός. Όταν ο Πιλάτος, αφού άκουσε να τον κατηγορούν εξέχοντες άντρες, τον καταδίκασε σε σταύρωση, εκείνοι που τον αγαπούσαν από την αρχή δεν εγκατέλειψαν τη στοργή που έτρεφαν γι’ αυτόν, γιατί την τρίτη μέρα αυτός εμφανίστηκε μπροστά τους έχοντας αναστηθεί. Οι προφήτες του Θεού το είχαν προφητεύσει αυτό, όπως και αναρίθμητα ακόμα θαύματα γι’ αυτόν. Και η φυλή των Χριστιανών, που πήραν το όνομά τους από αυτόν, δεν έχει εκλείψει μέχρι και σήμερα».
Όπως είπαμε, το απόσπασμα θεωρείται πια προϊόν παραχάραξης, αν όχι όλο, τουλάχιστον κάποια σημεία του, τα επίμαχα. Κι αυτό γιατί κατά πρώτον, ο ιουδαίος ιστορικός επαινεί σε ολάκερο το σύγγραμμά του τα καλά του ιουδαϊσμού και του Μωσαϊκού Νόμου και δεν αφήνει πουθενά ούτε το παραμικρό ίχνος πίστης στον Ιησού, τον οποίο φαίνεται να παραπαινεύει για τα δικά του δεδομένα στο συγκεκριμένο απόσπασμα.
Κατά δεύτερο, η τολμηρή δήλωση ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας όχι μόνο δεν συνάδει με την εβραϊκή παράδοση, αλλά απηχεί σαφώς χριστιανική ομολογία και πλήθος ειδικών θεωρούν ότι το χωρίο μυρίζει πολύ Απόστολο Παύλο! Το να είναι ολότελα αυθεντικό το εδάφιο του Ιώσηπου μοιάζει λοιπόν απίθανο, αυτό που μας απασχολεί τώρα είναι ο βαθμός στον οποίο είναι «πειραγμένο». Σύμφωνα με μια δημοφιλή ακαδημαϊκή εκδοχή, όλο το Testimonium Flavianum είναι πλαστογραφημένο, αν και αυτή η αφοριστική καταδίκη δεν φαίνεται να επιβιώνει στο ξυράφι της ψύχραιμης ανάλυσης.
Κι αυτό γιατί αν εξαιρέσεις μια σειρά από λέξεις που δεν εντάσσονται στο περιγραφικό οπλοστάσιο του Ιώσηπου, το γενικό πνεύμα του εδαφίου παραμένει προσδεμένο στο γλωσσικό του άρμα. Πολύ περισσότερο τουλάχιστον από χριστιανικά κείμενα της εποχής του εβραίου ιστορικού. Αν πλαστογράφος ταυτίστηκε τόσο με το ύφος της γραφής του Ιώσηπου και κατανόησε πλήρως τη συλλογιστική του ώστε να υιοθετήσει τον τρόπο εκφοράς του λόγου του, αυτό είναι μάλλον απίθανο και σίγουρα εκτός των επιδιώξεων ενός παραχαράκτη.
Οι μορφωμένοι Ρωμαίοι εξάλλου, στους οποίους και αναφέρεται ο Ιώσηπος (γι’ αυτό και γράφει το σύγγραμμά του στα ελληνικά), καταλάβαιναν ότι το «Christus» ήταν απλώς ένα όνομα, σαν το Γάιος και το Μάρκος, καθώς τον 1ο αιώνα μ.Χ. το «Χριστός» δεν ενείχε τη λαμπρή και τιμητική αργότερα σημασία με την οποία το ξέρουμε σήμερα, ως διαλεχτός του Θεού δηλαδή. Η «Φλαβιανή Μαρτυρία» του Βιβλίου 18 της ιωσηπιανής «Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας» παραμένει πλήρως εναρμονισμένη με το πλαίσιο εγγραφής της, καθώς τη συναντάμε στο εδάφιο για τα χρονικά του Πόντιου Πιλάτου ως κυβερνήτη της Ιουδαίας, και δεν ήταν τίποτα άλλο παρά άλλη μια γνώριμη από τις χαρακτηριστικές παρεκβάσεις του συγγραφέα.
Αν και είναι η τρίτη εναλλακτική που συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη συναίνεση από πλευράς ιστορικών: το «Testimonium Flavianum» βασίζεται σε αυθεντική αναφορά του Ιώσηπου, αν και έχει υποστεί μεταγενέστερη τροποποίηση, πιθανότατα από πρωτοχριστιανικά χέρια. Οι μελετητές έχουν απομονώσει τις λέξεις και τις φράσεις που δεν συναντώνται στο υπόλοιπο έργο του ιστορικού και μοιάζουν ξένες τόσο στη γραφή όσο και τη σκέψη του και ό,τι απομένει, είναι καθαρός Ιώσηπος. Ως εκρωμαϊσμένος εβραίος, ο Ιώσηπος δεν θα έπαιρνε θέση υπέρ του Ιησού και στις μη ελληνικές μάλιστα εκδοχές του «Testimonium» οι προσθήκες είναι ακόμα πιο κραυγαλέες: στη λατινική μετάφραση, ο Ιησούς «πιστευόταν ότι ήταν ο Μεσσίας», ενώ στην αραβική εκδοχή του «ο Ιησούς ήταν πιθανότατα ο Μεσσίας».
Τι μαθαίνουμε για τον Ιησού από τον Τάκιτο και τον Ιώσηπο;
Τι μαθαίνουμε για τον Ιησού από τον Τάκιτο και τον Ιώσηπο;
Οι αναφορές σε δύο μη χριστιανούς πιστούς για την ιστορικότητα του Ιησού αποτελούν μεγάλη ιστορία για τον χώρο των βιβλικών σπουδών, καθώς οι ανεξάρτητες μαρτυρίες για την ύπαρξή του μπορούν πλέον να διαβαστούν σε αντιπαραβολή με τα Πατερικά Κείμενα, επιβεβαιώνοντας και ενισχύοντας τις μαρτυρίες των Αποστόλων.
Ο Ιησούς υπήρξε λοιπόν ως άνθρωπος. Ο Ιώσηπος μεγάλωσε μέσα σε ιερατική οικογένεια στην Ιουδαία του 1ου αιώνα, έγραψε λίγες μόλις δεκαετίες μετά από τον θάνατό του και φαίνεται να γνωρίζει καλά το οικογενειακό και ιστορικό πλαίσιο του Ιησού από τη Ναζαρέτ. Αν υπήρξε εξάλλου εβραίος συγγραφέας του καιρού που θα ήταν σε θέση να γνωρίζει τη μη ύπαρξη του Χριστού, αυτός δεν θα ήταν άλλος από τον διαπρεπή Ιώσηπο. Και είναι η δική του ανεξάρτητη μαρτυρία που παραμένει το σημαντικότερο εξω-βιβλικό πειστήριο για την ύπαρξη του Ιησού, το μεγαλύτερο εμπόδιο δηλαδή στις απόπειρες των αρνητών της ζωής του να επικαλούνται την έλλειψη τρίτων και ασφαλών μαρτυριών για τα έργα και τις ημέρες του.
Το όνομά του ήταν πράγματι Ιησούς, όπως επιβεβαιώνει ο Ιώσηπος. Στα ελληνικά τον αποκαλούσαν «Χριστό», που ήταν η ελληνική απόδοση του εβραϊκού «Μεσσίας». Ο Ιώσηπος το λέει καθαρά και ο Τάκιτος το υπαινίσσεται, θεωρώντας πως το «Christus» δεν ήταν όνομα παρά χαρακτηρισμός. Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ είχε έναν αδερφό, τον Ιάκωβο, και κατάφερε να αποσπάσει πολλούς εβραίους και εθνικούς θαυμαστές, αν και αυτό το «πολλοί» θεωρείται μεταγενέστερη προσθήκη, καθώς το κίνημα των πρωτοχριστιανών δεν εγκαθιδρύθηκε παρά μετά τη σταύρωσή του.
Ο Πιλάτος έδωσε την εντολή για την εκτέλεσή του, όπως μας λένε τόσο ο Ιώσηπος όσο και ο Τάκιτος, αν και οι ηγέτες της Ιουδαίας δεν φαίνονταν ευνοϊκά διακείμενοι απέναντί του (σύμφωνα τουλάχιστον με κάποιες εκδοχές της «Φλαβιανής Μαρτυρίας»). Η μέθοδος της εκτέλεσής του ήταν η σταύρωση, κατά τον Ιώσηπο πάντα, με το τραγικό γεγονός να λαμβάνει χώρα κατά τη διακυβέρνηση του Πιλάτου στην Ιουδαία (26-36 μ.Χ.), όπως υπαινίσσεται ο Ιώσηπος και αναφέρει ρητά ο Τάκιτος, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Τιβέριου.
Μερίδα πιστών του Ιησού δεν εγκατέλειψαν την αφοσίωσή τους σε εκείνον μετά τον χαμό του, αλλά συνέχισαν τα κηρύγματά του. Η σύνδεση πιστών και Ιησού βασίστηκε πάνω στο «Χριστός», ως ο όρος που χρησιμοποιήθηκε για να αναγνωρίζονται τόσο ο Ιησούς όσο και οι πιστοί του ακόλουθοι, οι χριστιανοί. Σύμφωνα με τον Τάκιτο, το κίνημα των χριστιανών ιδρύθηκε στην Ιουδαία, την ίδια ώρα που ο Ιώσηπος παρατηρεί ότι συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια του 1ου αιώνα μ.Χ. Ο Τάκιτος εκφράζει μάλιστα τη λύπη του που το κίνημα εξαπλώθηκε και έφτασε ως τη Ρώμη κατά τη διάρκεια του 2ου αιώνα μ.Χ.
Είναι όμως και το άλλο: κανείς αρχαίος δεν αμφισβήτησε ποτέ την ύπαρξη του Χριστού. Ούτε παγανιστής, ούτε ειδωλολάτρης, ούτε εβραίος ούτε και κάποιος άλλος, ακόμα κι αν δεν έβλεπε με καλό μάτι την έλευση του χριστιανισμού, σκέφτηκε ποτέ να αμφισβητήσει ιστορικά την ύπαρξη του Ιησού. Ακόμα και τα ραβινικά κείμενα των πρώτων αυτών αιώνων δεν στρέφουν καμία πολεμική εναντίον της ύπαρξης του Ιησού, θεωρώντας πως ήταν ένα καθόλα ιστορικό πρόσωπο.
Ο έλληνας σατιρικός ποιητής Λουκιανός ο Σαμοσατεύς στο «Περί της Περεγρίνου Τελευτής» παρακολουθεί τις περιπέτειες του κυνικού φιλοσόφου Περεγρίνου Πρωτέα. Προτού στραφεί στη φιλοσοφία, ο Περεγρίνος είχε περάσει από την Ιουδαία και είχε μεταστραφεί στον χριστιανισμό, πριν παρατήσει τα της πίστης και στραφεί στη ρητορική. Ο Λουκιανός, απαθανατίζοντας τα καμώματα του Περεγρίνου, αναφέρεται ξεκάθαρα στον Ιησού, χωρίς να τον κατονομάζει ωστόσο. Και βέβαια συναντάμε την ίδια περιφρόνηση που εμφανίζουν οι κλασικοί συγγραφείς για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ.
Ο Λουκιανός εμφανίζεται γνώστης των χριστιανικών «βιβλίων», όπως λέει, κάποια από τα οποία μπορεί να ήταν τμήματα της Καινής Διαθήκης, αν και η παραπληροφόρηση που διέπει τα χωρία του έχουν οδηγήσει τους μελετητές του να πιστέψουν ότι δεν πρέπει να είχε έρθει σε απευθείας επαφή με τα ιερά κείμενα της χριστιανοσύνης. Οι ανακρίβειες του Λουκιανού αλλά και η σύγχυση χριστιανισμού και εβραϊσμού, κοινή σε πολλούς κλασικούς λόγιους, έχουν δώσει ζωή στην υπόθεση ότι ο σατιρικός ποιητής συγκέντρωσε τις πληροφορίες του από πηγές ανεξάρτητες από τα Πατερικά Κείμενα και τις χριστιανικές γραφές. Αυτός είναι και ο λόγος που η πηγή του Λουκιανού θεωρείται ως αυτόνομη μαρτυρία επιβεβαίωσης της ύπαρξης του Ιησού. Παρά τη γελοιοποίηση και την περιφρόνηση που παρουσιάζει ο Λουκιανός για τον Χριστό, περιγράφοντάς τον «σταυρωμένο σοφιστή».
Η παράδοση με τους μειωτικούς χαρακτηρισμούς για τον Ιησού στους Εθνικούς ήταν μακρά, αν και για το θέμα που μας απασχολεί ενδέχεται να λειτουργούν ως ανεξάρτητες μαρτυρίες για την ιστορικότητα του βίου του. Ο πλατωνικός φιλόσοφος Κέλσος, για παράδειγμα, στην αντιχριστιανική πολεμική που εκτοξεύει στο μνημειώδες «Αληθής Λόγος», θεωρεί τον Ιησού μάγο που κατέφυγε σε υπερβολικούς ισχυρισμούς, την ίδια ώρα που ο ρωμαίος αξιωματούχος, ρήτορας και νομομαθής Πλίνιος ο Νεότερος, προσωπικός φίλος του Τάκιτου, αναφέρθηκε στη λατρεία των πρωτοχριστιανών, ισχυριζόμενος ότι ο Christus λατρευόταν «σαν να ήταν Θεός».
Ο ιστορικός Σουητώνιος, περιγράφοντας την αναταραχή που έφεραν οι εβραίοι στη Ρώμη το 49 μ.Χ., που μπορεί να είχε σχέση με τον χριστιανισμό (ο ρωμαίος ιστορικός δεν κάνει διάκριση μεταξύ χριστιανών και εβραίων), θεωρεί ως ηθικό αυτουργό τον Χριστό, αν και η εσφαλμένη γραφή του ονόματός του («ο υποκινητής Chrestus») είτε πρόκειται για σύνηθες ορθογραφικό λάθος στο όνομα του Χριστού την εποχή εκείνη (ή απλή παραλλαγή του Christus) είτε για εντελώς άλλο πρόσωπο, καθώς το Chrestus ήταν κοινό όνομα σκλάβων της Ρώμης. Η ταυτοποίηση του Ιησού εδώ δεν είναι εντελώς σίγουρη.
Υπάρχει, τέλος, ο σύρος φιλόσοφος Μαρά βαρ Σεραπίων, που έπεσε κάποια στιγμή αιχμάλωτος των Ρωμαίων και έστειλε μια επιστολή στον γιο του, στην οποία κάνει λόγο για τον «σοφό εβραίο βασιλιά» με τρόπο που φαίνεται να παραπέμπει στον Ιησού, αν και δεν τον κατονομάζει. Οι λοιπές αναφορές στον Χριστό σε άλλες πηγές θεωρούνται είτε ανακριβείς είτε άσχετες, ιστορική συναίνεση πάντως δεν υπάρχει.
Από τα ιστορικά και λογοτεχνικά αυτά ντοκουμέντα για την ιστορικότητα του Ιησού από τη Ναζαρέτ, έτσι όπως επιβίωσαν στους αιώνες και παραχαράχτηκαν από θεολόγους, μπορούμε να συνάγουμε με σχετική επιφύλαξη πάντα ότι ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Το πρόβλημα που συνεχίζει να υπάρχει έχει να κάνει με το πόσο κοινό ήταν το όνομα Ιησούς (Ιεσούα) στην Ιουδαία του 1ου αιώνα, κάτι που θέτει εν αμφιβόλω πολλές πηγές που δεν παρέχουν περισσότερα πειστήρια για να θεωρούν μαρτυρίες του συγκεκριμένου Ιησού.
Το διαπρεπές πρόβλημα των βιβλικών σπουδών δεν έχει ακόμα τακτοποιηθεί: είναι η εξαντλητική μεθοδολογία που οφείλει να τηρηθεί στην ανάλυση των κειμένων και η ανεπάρκεια των ανεξάρτητων πηγών που δεν αφήνουν περιθώρια τελεσίδικης απάντησης. Εντός του επιστημονικού κλάδου μελέτης της Καινής Διαθήκης πάντως (θα το ξαναπούμε, όχι στις θεολογικές σπουδές που δέχονται a priori και δογματικά αυτό που παραμένει αντικείμενο απόδειξης), η επικρατούσα τάση στο ερώτημα αν έζησε ο Ιησούς τείνει να απαντά καταφατικά. Υπάρχει πάντως μερίδα ιστορικών που συνεχίζει να αρνείται με σφοδρότητα την ιστορικότητα του Ιησού, αν και το θέμα φαίνεται ότι θα συνεχίσει να απασχολεί τους ειδικούς στο διηνεκές…
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.