Στο βιβλίο Απίθανες ιστορίες στο οποίο ανήκει η ιστοριούλα που θα διαβάσετε στη συνέχεια, ο συγγραφέας, Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, εξηγεί με χιούμορ και φαντασία πώς απέκτησαν ορισμένα χαρακτηριστικά ή συμπεριφορές κάποια ζώα και πώς γεννήθηκαν γνώσεις χρήσιμες στον άνθρωπο. Άλλες τέτοιες μικρές ιστορίες είναι: «Ο ρινόκερος και το δέρμα του», «Η λεοπάρδαλη και οι βούλες της», «Πώς φτιάχτηκε το αλφάβητο», «Η γάτα που σεργιανάει πάντα μονάχη», «Η πεταλούδα που χτυπούσε το πόδι της».
Μια φορά κι ένα καιρό υπήρχε, Πολυαγαπημένη μου, μέσα στη θάλασσα μια φάλαινα, κι αυτή η φάλαινα έτρωγε τα ψάρια. Έτρωγε το λαυράκι και το γάδο*, τον κέφαλο και το σκουμπρί, το χέλι με την ψαλιδωτή ουρά, την κόρη του κι όλη του τη φαμελιά. Όλα τα ψάρια που έβρισκε σ' ολόκληρη τη θάλασσα τα καταβρόχθιζε με το στόμα της —να, έτσι! Μέχρι που στο τέλος δεν έμεινε παρά ένα μοναδικό ψαράκι σ' όλη τη θάλασσα κι ήταν ένα μικρό παμπόνηρο ψαράκι που κολυμπούσε ακριβώς πίσω απ' το δεξί αυτί της φάλαινας για να μη γίνει καμιά παρανόηση.
Τότε η φάλαινα ορθώθηκε πάνω στην ουρά της και είπε:
— Πεινάω.
Και το παμπόνηρο ψαράκι απάντησε με την εξίσου παμπόνηρη φωνούλα του:
— Ευγενέστατο και γενναίο κήτος, δοκίμασες ποτέ σου άνθρωπο;
— Όχι, αποκρίθηκε η φάλαινα. Με τι μοιάζει;
— Είναι καλός, είπε το παμπόνηρο ψαράκι. Καλός, αλλά έχει κόκαλα.
— Βρες μου, λοιπόν, κανέναν, είπε η φάλαινα.
Και γέμισε τη θάλασσα αφρούς, ταρακουνώντας τη με την ουρά της.
— Φτάνει ένας για ορεχτικό, είπε το παμπόνηρο ψαράκι. Αν κολυμπήσεις ως τις 50° βόρειο πλάτος και 40° δυτικό μήκος (αυτά είναι μαγικά), θα βρεις στη μέση της θάλασσας, πάνω σε μια σχεδία, έναν καραβοκύρη ναυαγό, γυμνό απ' τη μέση και πάνω. Φοράει ένα μάλλινο γαλάζιο πανταλόνι με μπρετέλες* (να τις θυμάσαι τις μπρετέλες, Πολυαγαπημένη μου) και κρατάει το θαλασσομάχαιρό του. Σε προειδοποιώ πως πρόκειται για άνθρωπο πολυμήχανο και τετραπέρατο.
Έτσι, η φάλαινα θάλασσα παίρνει θάλασσα αφήνει, φτάνει ως τις 50° βόρειο πλάτος και 40° δυτικό μήκος κι εκεί, σε μια σχεδία, στη μέση του πελάγου, γυμνό από τη μέση και πάνω, μόνο με το μάλλινο γαλάζιο πανταλόνι του, τις μπρετέλες (δεν πρέπει να ξεχνάμε προπαντός τις μπρετέλες, Πολυαγαπημένη μου) και το θαλασσομάχαιρό του, βρίσκει έναν καραβοκύρη ναυαγό, μόνο κι έρημο, να στρίβει τα δάχτυλα του ποδιού του μέσα στο αλμυρό νερό. (Η μαμά του του το είχε επιτρέψει, αλλιώς ποτέ δε θα το 'χε αποτολμήσει, δείγμα πως ήταν άνθρωπος πολυμήχανος και τετραπέρατος.)
Η φάλαινα ανοίγει λοιπόν ένα μεγάλο, μεγάλο στόμα, που παρά λίγο το άνοιγμά του να φτάσει ως την ουρά, και καταπίνει τον καραβοκύρη ναυαγό μαζί με τη σχεδία του, το μάλλινο γαλάζιο πανταλόνι του, τις μπρετέλες (μην τις ξεχνάς!) και το θαλασσομάχαιρό του. Έσπρωξε όλη τη χαψιά στα ζεστά, σκοτεινά τοιχώματα του οισοφάγου της, κροτάλισε τη γλώσσα της —να, έτσι!— και στριφογύρισε τρεις φορές πάνω στην ουρά της.
Μόλις όμως ο καραβοκύρης, που ήταν άνθρωπος πολυμήχανος και τετραπέρατος, βρέθηκε για τα καλά στα ζεστά και σκοτεινά βάθη της κοιλιάς της, άρχισε να χορεύει, να πηδάει, να χτυπάει και να βροντάει, να γρατσουνάει, να γρονθοκοπάει, να μουγκρίζει, να σκαρφαλώνει, να σκαλίζει, να κόβει, να ξεσκίζει, να ξεφωνίζει και να τρίβει στα πιο ευαίσθητα σημεία της οικοδέσποινας, τόσο που η φάλαινα άρχισε να νιώθει άσχημα. (Μην ξεχνάς τις μπρετέλες!...). Ώσπου είπε στο παμπόνηρο ψαράκι:
— Αυτός ο άνθρωπος έχει πολλά κόκαλα. Άσε που μου φέρνει και λόξιγκα. Τι να κάνω;
— Πες του να βγει, είπε το παμπόνηρο ψαράκι.
Φώναξε, λοιπόν, η φάλαινα μέσα στα βάθη του λαρυγγιού της για να την ακούσει ο καραβοκύρης ναυαγός:
— Βγες και προσπάθησε να κρατηθείς καλά, γιατί έχω λόξιγκα.
— Καλέ, τι μας λες! Έκανε ο καραβοκύρης. Όχι δα κι έτσι! Πήγαινέ με πίσω στην πατρική μου γη, στους λευκούς βράχους της Αλβιόνας*, και θα δούμε.
Και ξανάρχισε να χοροπηδάει χειρότερα κι από πριν.
— Καλύτερα να τον πας πίσω στην πατρίδα του, είπε το παμπόνηρο ψαράκι στη φάλαινα. Σ' είχα προειδοποιήσει πως πρόκειται για πολυμήχανο και τετραπέρατο άνθρωπο.
Έτσι, λοιπόν, κι έκανε η φάλαινα. Θάλασσα παίρνει θάλασσα αφήνει, όσο πιο γρήγορα μπορεί, με τα πτερύγια και την ουρά της — και παρά το λόξιγκά της. Κάποτε, τέλος, διέκρινε την πατρική γη του καραβοκύρη και τους λευκούς βράχους της Αλβιόνας. Έριξε το μισό της σώμα πάνω στα χαλίκια της ακτής, άνοιξε το μεγάλο, μεγάλο στόμα της και είπε:
— Όσοι είναι για Γουίντσεστερ, Άσουελοτ, Νάσουα, Κην και όλες τις στάσεις της γραμμής του Φίτσμπουργκ να περάσουν έξω!
Κι εκεί ακριβώς που έλεγε «Φιτσ...» ο καραβοκύρης βγήκε.
Όμως, στο διάστημα που η φάλαινα κολυμπούσε, ο καραβοκύρης, που ήταν πραγματικά άνθρωπος πολυμήχανος και τετραπέρατος, είχε κόψει με το θαλασσομάχαιρό του τη σχεδία κι είχε φτιάξει μια τετράγωνη σχάρα με σταυρωτά ξύλα που τα είχε στερεώσει με τις μπρετέλες του. (Τώρα ξέρεις γιατί δεν έπρεπε να ξεχνάμε τις μπρετέλες!). Βγαίνοντας, είχε σύρει τη σχάρα ως την είσοδο του οισοφάγου της φάλαινας και τη σφήνωσε εκεί.
Σου φαίνεται, βέβαια, απίστευτο. Όμως κι ο καραβοκύρης μας ήταν Ιρλανδός από την Ιρλανδία!
Βγήκε, λοιπόν, στα βότσαλα με τα χέρια στις τσέπες και γύρισε στη μάνα του, που του είχε επιτρέψει να στρίβει τα δάχτυλα του ποδιού του μέσα στο θαλασσινό νερό. Παντρεύτηκε κι έκανε πολλά παιδιά.
Κι η φάλαινα το ίδιο.
Αλλά, από κείνη τη μέρα, η σχάρα που 'χει στον οισοφάγο της και που δεν μπόρεσε ποτέ να βγάλει με το βήξιμο ούτε και να την καταπιεί, δεν την αφήνει να τρώει παρά τα μικρά, πολύ μικρά ψαράκια, κι αυτός είναι ο λόγος που οι φάλαινες σήμερα δεν τρώνε ανθρώπους, αγοράκια ή κοριτσάκια.
Το παμπόνηρο ψαράκι πήγε και κρύφτηκε μέσα σ' ένα βάζο, κάτω απ' το σκαλοπάτι της Πύλης του Ισημερινού. Φοβόταν το θυμό της φάλαινας.
Ο καραβοκύρης έφερε πίσω το μαχαίρι του στο σπίτι. Όταν πάτησε στα βότσαλα της ακτής, φορούσε το μάλλινο γαλάζιο πανταλόνι του κι είχε τα χέρια στις τσέπες. Όσο για τις μπρετέλες, τις είχε αφήσει, βλέπεις, μέσα στο κήτος, αφού μ' αυτές είχε δέσει τη σχάρα.
Κι αυτό είναι το τέλος της ιστορίας μας.
μετάφραση: Ντόρα Ζαγκούρογλου
*(ο) γάδος: μικρός μπακαλιάρος * (η) μπρετέλα: η τιράντα * (η) Αλβιόνα: Η Μεγάλη Βρετανία
Ερωτήσεις:
Περισσότερα παιχνίδια για το Δημοτικό εδώ.