Το πείραμα του Στανφορντ αποτελεί ένα από τα πιο κλασσικά κοινωνικά πειράματα που διεξήχθησαν ποτέ. Σκοπός του πειράματος ήταν να αποδειχθεί το κατά πόσο η συμπεριφορά ενός ανθρώπου επηρεάζεται από την κοινωνική θέση που κατέχει. Στο πείραμα του Στανφορντ συμμετείχαν 24 φοιτητές που χωρίστηκαν σε δεσμοφύλακες και κρατούμενους. Μάλιστα, η συγκεκριμένη ιστορία έχει μεταφερθεί και στις κινηματογραφικές αίθουσες τρεις φορές (2001, 2010, 2015). Κάθε φορά βέβαια ο σεναριογράφος έχει δώσει τη δική του πλοκή στην υπόθεση που όμως δεν απέχει αρκετά και από την πραγματικότητα. Πότε διεξήχθη το πείραμα; Τι συμπεράσματα προέκυψαν και ποια η ορθότητα τους;
Ο σχεδιασμός του πειράματος
Όλα άρχισαν τον Αύγουστο του 1971 από ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου Στάνφορντ και επικεφαλής τον καθηγητή ψυχολογίας Φίλιπ Ζιμπάρντο. Μετά από αγγελία σε εφημερίδα που ζητούσε φοιτητές να ζήσουν σε συνθήκες φυλακής για δεκαπέντε ημέρες έναντι χρηματικού ποσού επιλέχθηκαν οι 24 καταλληλότεροι. Οι υποψήφιοι που επιλέχθηκαν είχαν λευκό ποινικό μητρώο και ήταν σωματικά και ψυχικά υγιείς. Μετά από ρίψη κέρματος (κόρωνα – γράμματα), οι φοιτητές χωρίστηκαν σε δεσμοφύλακες και φυλακισμένους και μεταφέρθηκαν σε μια υποτιθέμενη φυλακή που είχε δημιουργηθεί στο υπόγειο του πανεπιστημίου. Οι δεσμοφύλακες θα εργάζονταν σε βάρδιες των 8 ωρών ενώ οι κρατούμενοι θα παρέμεναν όλο το 24ωρο στις φυλακές. Για την επιτήρηση της τάξης, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί οποιαδήποτε μέσο εκτός από σωματική βία.
Εφαρμογή
Το πείραμα είχε προγραμματιστεί να διαρκέσει για 15 ημέρες, όμως τερματίστηκε πρόωρα την έκτη ημέρα. Την πρώτη ημέρα όλα φαίνονταν πως θα κυλήσουν ιδιαίτερα ομαλά. Μάλιστα το κλίμα μεταξύ τους ήταν έως και φιλικό. Παρόλα αυτά από τη δεύτερη κιόλας ημέρα το κλίμα άλλαξε, όταν οι «φυλακισμένοι» εξεγέρθηκαν, διότι ήθελαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Οι δεσμοφύλακες, για να καταστείλουν την εξέγερση, έκαναν χρήση πυροσβεστήρων, ενώ αφαίρεσαν από τα κελιά τα κρεβάτια, ώστε οι κρατούμενοι ήταν υποχρεωμένοι να κοιμηθούν στο πάτωμα.
Το ποτήρι είχε ήδη ξεχειλίσει και από κει και πέρα άρχισαν να συμβαίνουν μια σειρά από αναπάντεχα γεγονότα τόσο από την πλευρά των φυλακισμένων όσο και από τους δεσμοφύλακες. Τέσσερις φυλακισμένοι αποχώρησαν οικειοθελώς μη μπορώντας να αντέξουν την ψυχολογική πίεση που υφίστανται. Την τέταρτη μέρα μπήκε ένας αντικαταστάτης-φυλακισμένος, ο οποίος ξεκίνησε αμέσως απεργία πείνας. Από την άλλη, οι δεσμοφύλακες άρχισαν να γίνονται όλο και πιο αυστηροί με τους κρατούμενους. Διαρκώς τους μείωναν με υβριστικά σχόλια και τους έβαζαν να κάνουν αγκαρίες ταπεινώνοντας τους. Τελικά ο Ζιμπάρντο, μετά από παρότρυνση των συνεργατών του, ολοκλήρωσε το πείραμα την έκτη ημέρα εφαρμογής του.
Συμπεράσματα
Οι περισσότεροι δεσμοφύλακες όπως και οι περισσότεροι κρατούμενοι συμπεριφέρθηκαν και ενήργησαν με τον τρόπο που πίστευαν ότι ήταν ο ενδεδειγμένος. Πιο συγκεκριμένα, ο Ζιμπάρντο θεώρησε πως μέσω του πειράματος αναδείχθηκε πως οι προσωπικότητες των ανθρώπων αλλοιώνονται άρδην, όταν αποκτούν κάποια μορφή εξουσίας. Παράλληλα, οι συνθήκες εγκλεισμού έκαναν τους κρατούμενους να ταυτιστούν με το ρόλο του κρατουμένου και διαρκώς να δημιουργούν εντάσεις, κάτι που δε συνέβαινε σε φυσιολογικές συνθήκες. Ένα άλλο πόρισμα που προέκυψε ήταν πως οι δεσμοφύλακες που λειτουργούσαν με πραότητα δεν επέκριναν όσους χρησιμοποιούσαν ακραίες μεθόδους συμμόρφωσης. Από την άλλη, μεταξύ των κρατουμένων δεν υπήρχε αλτρουισμό. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι ίδιοι οι κρατούμενοι απομόνωναν όσους δημιουργούσαν προβλήματα. Τέλος, το πείραμα αποτέλεσε ένας κινητήριος μοχλός, ώστε να αλλάξουν οι συνθήκες διαβίωσης στις φυλακές.
Η κριτική στα συμπεράσματα
Κάποιοι θεωρούν πως τα πορίσματα που προέκυψαν από το πείραμα Στάνφορντ δεν είναι ορθά. Αρχικά, συμμετείχαν απλοί φοιτητές και όχι πραγματικοί εγκληματίες και σε συνθήκες πλασματικές. Οι δεσμοφύλακες δεν είχαν λάβει κάποια κατάρτιση ούτε καν οδηγίες για το πώς να συμμορφώσουν κάποιον πλην της εντολής «δεν ασκείτε σωματική βία». Έτσι, εκείνοι λειτούργησαν με τον κατεστημένο ρόλο του δεσμοφύλακα που υπήρχε εκείνη την εποχή. Ένας από τους φυλακισμένους που αποχώρησαν οικειοθελώς δήλωσε πως προσποιούνταν ότι είχε υποστεί τόσο μεγάλη ψυχολογική πίεση, προκειμένου να τον αποδεσμεύουν και να μπορέσει να ανταποκριθεί σε κάτι υποχρεώσεις της σχολής του.
Το όλο εγχείρημα ήταν πλασματικό. Είχε ημερομηνία λήξης τις δεκαπέντε μέρες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσα πολλοί κρατούμενοι να δημιουργούν εντάσεις μόνο και μόνο για να δοκιμάσουν τα όρια των δεσμοφυλάκων και να δουν αν θα παραβιάσουν τον κανόνα να μην βιαιοπραγήσουν. Από την πλευρά τους, οι φοιτητές-δεσμοφύλακες γνώριζαν πως το πείραμα ήταν ένα παιχνίδι και η πιθανότητα απόλυσης τους δεν υπήρχε, εκτός εάν χρησιμοποιούσαν βία. Έβρισκαν, λοιπόν, πρόσφορο έδαφος ώστε να καταφύγουν σε σαδιστικές μεθόδους με σκοπό την τήρηση της τάξης.
Το πείραμα του Στάνφορντ μετά την ολοκλήρωση του επικρίθηκε από πολλούς, διότι δεν ακολούθησε τον κώδικα δεοντολογίας που απαιτείται για επιστημονικές μελέτες. Η αλήθεια είναι πως τόσο οι υποστηρικτές όσο και οι πολέμιοι των συμπερασμάτων που προέκυψαν είχαν δίκιο. Η κοινωνική ψυχολογία αποτελεί μια πολυδιάστατη επιστήμη και η αναζήτηση μιας μόνο αλήθειας είναι εσφαλμένη.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για το άρθρο:
Διαψεύδεται το πείραμα του Στανφορντ ανακτήθηκε από: www.tvxs.gr
Το πείραμα του Στανφορντ ανακτήθηκε από: www.psychologynow.gr
Χρήστος Αλεξανδρόπουλος, https://www.maxmag.gr/politismos/istoria/stanfornt/