Ελένη Γιαννάκαρη - Ποιήματα

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0
H Ελένη Γιαννάκαρη έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Οι λαβές των αγγέλων» το 2018 από τις εκδόσεις 24γράμματα. Γνωρίστε την ποιητική φωνή της με μερικά από τα ποιήματά της:


Τα άνθη της ανατολής
Πιάσου απ' το χέρι του Θεού
Πιάσε το χερούλι της πόρτας
Ποτέ δεν κλειδώνω
Έχω λαδώσει τους μεντεσέδες από χτες το βράδυ
Ήχος να μην ακουστεί
Το σύμπαν να σιωπήσει
Τα πουλιά έχουν σκληρά νύχια
Τα χαμομήλια κίτρινα μάτια
Κι εγώ από μια παπαρούνα
Αντέγραψα
Το άλικο χρώμα
Ολοπόρφυρα να γίνονται τα φιλιά μου
Νοερά να τα φωλιάζεις στο αίμα σου
Πιάσου απ' τις οπτασίες
Και τα θεϊκά παραγγέλματα
Στον άνεμο ανοιγοκλείνουν τρίζοντας
Τα γαλάζια παντζούρια
Όπως οι αρθρώσεις των γερασμένων κλόουν
Αυτών που από παλιά πικρά σ' αγαπούσαν
Στα ξυραφάκια του βοριά
Κόπηκε το χέρι μου
Κοιτούσα μια φιμέ βιτρίνα και δεν πρόσεξα
Είχα κι ολόγυμνα τα μπράτσα παρόλο το κρύο
Μα δεν σ' αρνήθηκα ούτε στιγμή
Έλα με την τρικυμία
Έλα με τ' απόβροχο
Φέρε τις γάζες των σύννεφων
Φέρε το ιώδες της δύσης
Πονάω
Τα πόδια τρέμουν
Οι κλειδώσεις δεν υπακούουν
Τα μάτια αμφισβητούν
Δροσερά σου στρώνω σεντόνια ασπροκέντητα
Μαύρα σου φέρνω τριαντάφυλλα
Από εκείνα τα σπάνια της Ανατολής
Για να ζηλέψεις κι εσύ μια φορά
Στην πολυθρόνα η γάτα χουζουρεύει
Το καναρίνι κάθισε πάνω στο ανοικτό πιάνο
Τα βύσσινα ωριμάζουν στον κήπο μαζί με τους ψιθύρους
Έλα να ακούσεις τις ομολογίες τους
Πέρασε μια αμαξοστοιχία
Κι εγώ κουνούσα μαντήλια
Αιχμαλώτισα δυο μάτια
Μην ήταν τα δικά σου;
Μόλις που διέκρινα δυο βαλίτσες
Μην ήταν οι αποσκευές σου;
Δεν βρίσκω λύση
Απάντηση πουθενά
Τέμνονται οι αλήθειες πάνω στους ιστούς
Μια θεόρατη αράχνη τις καταβροχθίζει
Που να πιστέψω;
Έχει γλίτσα απόψε στους δρόμους
Το κλεφτοφάναρο γλίστρησε
Κάτω από το παγκάκι κι έσπασε
Δεν σε βλέπω
Μόνο το χνώτο σου αισθάνομαι υγρό
Από που έρχεται ο καλπασμός;
(Πάλι οι συμμορίες θα χτυπήσουν)
Πρόσεξε!
Αλλότρια μια πομπή πληγώνει τη σελήνη εκ των έσω.

Οδομαχίες
Με δυο ημιτελείς σελίδες απ' την ψυχή σου,
νοστιμίζω την καρδιά μου.
Σε κλείνω εντός μου.
Σε προσέχω.
Σου δίνομαι ολοκληρωτικά.
Το βιβλίο της ζωής σου ξαναγράφω,
στάζει το μελάνι και σχηματίζει σύμφωνα, σημεία στίξης,
κι επαναλαμβανόμενα φωνήεντα.
Ηχηρά φωνήεντα να με ακούς.
Πολλές οι σελίδες πάνω στο τραπέζι,
πολλά τα κοχύλια στη γλάστρα του δαπέδου,
πολλές οι αναθυμιάσεις από τα αναμμένα κάρβουνα της μνήμης.
Πόσα θα ήθελα εκεί να ζεσταθείς,
την πένα σου να πάρεις, συνέχεια να δώσεις στο άγνωστο
κι ένα λουλούδι λιγόζωο να περάσεις στ' αφτί σου,
να σε γνωρίσουν εξαρχής οι ώρες μου.
Πηγαίνω συχνά στο δάσος με τους σφενδάμους.
Δεν κρατώ καλάθι,
τι να συλλέξω;
Μόνο το παγούρι μου ρίχνω στον ώμο.
Ξεράθηκαν οι πηγές.
Η χλόη δεν βλασταίνει,
κι εκείνοι οι σκίουροι,
ακίνητοι επιβλέπουν, της φύσης την άναρχη εποποιία,
χωρίς καθόλου παιχνιδίσματα.
Γυμνά πολλές φορές αφήνω τα πέλματα.
Την οργή του χώματος να νιώσω,
το στεναγμό της πέτρας να φυλακίσω,
το χτύπο των πεσμένων φύλλων,
στη μελωδία της φλέβας, να εμπιστευτώ.
Αυλούς φτιάχνω.
Φτερά μερεμετίζω.
Ξυραφάκια περνώ στους κορμούς.
Μαρκάρω τα φύλλα με αίμα ελαφιού.
Ξεχνάω πως κλείνονται τα παθητικά ρήματα.
Πως να μιλήσω;
Τα πάθη πως να στεριώσω στη σημαία μου;
Αν ζωγράφος ήμουν ίσως τα κατάφερνα!
Με δυο ημιτελείς σελίδες απ' την ψυχή σου,
μπαίνω στα όνειρά σου.
Κλαδεύω τα γιασεμιά.
Μύρα σκορπίζω.
Εμφιαλώνω κρασιά ακριβά και στα χαρίζω.
Έλα να χορέψεις,
έλα να γιατρευτείς,
έλα στο τραπέζι να κλείσεις τους λογαριασμούς.
Όσο σου μοιάζω, τόσο πιο απόμακρος γίνεσαι...
Φταίνε κι αυτά τα φιλιά που άσκοπα σπαταλήθηκαν,
φταίνε κι οι καρδιές που αγνάντεψαν ψηλά κι αέρινα έγινα σήματα.
Μα πιο πολύ φταίνε οι αμαρτίες που διέπραξαν τα νούφαρα,
πριν κοιμηθούν στην αιθάλη του πρωινού.
Ψυχή μου μη ξεχαστείς, βράδυ να βγαίνεις στις οδομαχίες.
Πληγώνουν τα πρωινά!

Οι δρόμοι των ονείρων
Κοιμήθηκα μ' ένα αστέρι απόψε,
ένα αστέρι που είχε αποδράσει
από τον καμβά ενός πίνακα του Μιρό.
Λαμπρό αστέρι ακτινωτό.
Είδα φεγγερά όνειρα:
ένα λιβάδι με ηλιοτρόπια, ένα ποδήλατο ασημένιο
και μια πλατεία πνιγμένη στο φως.
Υγρό το μαξιλάρι μου το πρωί.
Μόχθησα απ' τις τόσες πολλές διαδρομές.
Κάπου στα μισά συνάντησα κι εσένα,
ήσουν πάνω σε μια κληματαριά κι έκοβες σταφύλια
Μαύρα σταφύλια στο μέγεθός μιας μικρής ελιάς.
Δεν με κοίταξες, είχες τα μάτια γεμάτα θερινούς χυμούς
και στα χέρια κρατούσες λεπτό λεπίδι
κι έμοιαζε σαν να χαράκωνες της λήθης το σταχτόμαυρο κιούπι.
Το πρωί είχα στα μαλλιά μου ένα αθάνατο φως.
Συγύρισα τις δίχρωμες ορτανσίες,
ανέβασα στα σκαλοπάτια δυο άγουρα μήλα,
δρόσισα τα φύλλα της κλαίουσας με πρωινή δροσιά,
πήρα μια κορδέλα κι έδεσα τα μυστικά μου.
Από παιδί είχα πολλά μυστικά,
στο ημερολόγιο μου ζωγράφιζα τουλίπες, κρινάκια της άμμου
και λυγερές κληματσίδες.
Ακόμα υπάρχει αυτό το ημερολόγιο,
ποτέ δεν το ανοίγω, τυφλό το αφήνω να τρέχει στις νύχτες,
να σβήνει τα κεριά της εισόδου,
να παίρνει τη σκόνη απ' τα βιβλία μ' ένα χρυσό φτερό,
να εμπεριέχει άρρητα λόγια και οβάλ καθρεφτάκια
Αναμνήσεις θα μου πεις,
χρωματιστά χαρτάκια στο ξύλινο τέμπλο
μιας αλειτούργητης μνήμης που στο βάθος πονά,
μην το εξετάζεις.
Χτες το απόγευμα άπλωσα τα σεντόνια στο ερημικό σπίτι,
όχι για να καλύψω τα έπιπλα, ξέρω να συνομιλώ με τους νεκρούς,
χωρίς να φοβάμαι,είναι τόσο αθώοι.
Απλά θέλησα να βγάλω στην επιφάνεια το απεριόριστο των στιγμών μας.
Ευωδίαζαν λεβάντα και λιωμένη καραμέλα.
Γέμισε το σπίτι γλυκές νότες παιδικής επιδερμίδας.
Ύστερα τα άπλωσα στις κρεμάστρες της εισόδου
κι ήταν σαν να ταξίδευα με χίλια πλοιάρια ανοιχτά της θάλασσας.
Βρέθηκα σε νησιά ακατοίκητα, σε σπηλιές με χάλκινες γοργόνες,
σε ακρωτήρια με αφρισμένα τα μυώδη μπράτσα.
Πόσο θα ήθελα να βρω ναυαγούς ή έστω μια πειρατική λέμβο,
διαύλους να μου υποδείξουν
Ολομόναχη πήγαινα με αναρριχτό στους ώμους το σακάκι σου.
Αν κάποτε ρθεις θα σου μιλήσω γι αυτά τα ταξίδια,
μόνο μη ξεχάσεις να μου φέρεις εκείνο το κεχριμπαρένιο κομπολόι
που ταιριάζει με τα δάκτυλα μου.
Ξοπίσω στην αυλή έχω κρύψει τα εισιτήρια κι ένα χάρτινο αστέρι,
μην ξεχαστείς.
Πένθησαν οι σελίδες μου απ' τα πολλά αγκυροβόλια.
Μόνο εσύ μπορείς με τα σκοτωμένα σου χέρια τα σκαριά μου να βυθίσεις.

Αναμονή
Άναψε τα φώτα του ουρανού για να σε βλέπω.
Βαθύ έπεσε το σκοτάδι στα μάτια μου
απ' όταν συγγένεψες με τα βαθιά φαράγγια.
Άλλαξαν συνήθειες και τα ρολόγια
και διαρκώς με τις νύχτες ξενοκοιμούνται.
Στένεψε το φως.
Έσβησε και το φανάρι του δρόμου.
Δεν μπορώ να διακρίνω πια τα λεπτά φρύδια της σελήνης
(Στο μπαλκόνι ο κισσός κάτι μουρμουρίζει
δεν του απαντάς κι εμένα εχθρεύεται.
Κυκλώνει τα μαλλιά μου.
Περισφίγγει τις γάμπες μου.
Κομίζει νέες ψηφίδες στο θλιβερό μανιτάρι του φόβου.)
Βγαίνω στην αυλή ξυπόλητη με άδεια τα χέρια.
Ήχους ακούω απόκοσμους, βουερούς.
Υπερχείλισε το πηγάδι του κήπου και με σιγοπνίγει.
Σκούρα νερά μολεύουν το σώμα μου,
καταπίνουν τις γωνίες των ματιών μου, με μεταμορφώνουν.
Σφίγγω το σάλι μου, κρύβω τα δάκτυλά μου στα κρόσσια.
Στο πλαϊνό βουνό γυρίζεται μια ταινία τρόμου.
Κρύβομαι στον πλαϊνό μαντρότοιχο, προσωπείο φοράω.
Αμυδρά διακρίνω τα μάτια σου ή μήπως είναι μια παράνοια;
Κάποιος κλαδεύει μες στο σκοτάδι το αγιόκλημα
Πήγα να του πιάσω κουβέντα, να του μιλήσω για σένα,
για τις ώρες που τραβούν νωρίς τις κουρτίνες, για τα σκούρα νερά,
αλλά δεν είχα φωνή, δεν είχα χέρια και τα μαλλιά μου στα νερά πνίγηκαν
Πώς θα επιστρέψω σπίτι χωρίς την εικόνα μου;
Κίτρινα δόντια φυτρώνουν στο χώμα σαν απειλή.
Πώς να ξεφύγω;
Σκοντάφτω, πέφτω, πληγώνομαι..
Μάκρυνε ο δρόμος κι οι πέτρες αναπνέουν βαριά.
Στείλε μου τουλάχιστον ένα αστέρι να μου ανοίξει την πόρτα.

Μονόλογος
Όλα αφημένα στη σιγαλιά και της πρωινής λιακάδας.
Τα σεντόνια, τα ασπρόρουχα της κυρά - Ξένης
κι εκείνος ο παλιός αμφορέας που ο παππούς
τυχαία έβγαλε απ' το χώμα ένα απόγευμα
όταν μερεμέτιζε τα τοιχία του κάτω κήπου.
Άλλη μια ηλιόλουστη μέρα σεργιάνιζε στις εμπασιές της πολίχνης.
Βελανίδια στρωμένα στη γη κι ένα πλήθος χρυσοκόκκινα φύλλα
συνέθεταν ένα καθαρά φθινοπωρινό σκηνικό.
Που πας χωρίς τα καινούργια σου παπούτσια;
Τα αγκάθια θα σε πληγώσουν κι εκείνο το σκουριασμένο
συρματόσκοινο θα σου τρυπήσει τα πέλματα.
Αν άκουγες τραγούδια ή διηγήσεις νεκρών κάτι θα είχες μάθει:
Θα ήξερες πως η μοναξιά είναι ένα ραβδί σε γεροντικό χέρι
που χτυπάει ρυθμικά στα πλακόστρωτα και που δύσκολα το αποχωρίζεσαι.
Τα χέρια ελεύθερα κι η καρδιά να αναπηδάει σαν τόπι.
Γύρισε σε βοριά τριγύρω και της ψυχής ο φανός τρεμουλιάζει.
Απόψε δεν θα μαγειρέψω, θα φας κάτι πρόχειρο.
Μια φέτα ψωμί από εκείνο που ζύμωσες το πρωί,
καμιά ελίτσα και λίγο γαλοτύρι.
Αν ακούσεις χτύπο στην πόρτα μην ανοίξεις.
Θα είναι εκείνος ο ζογκλέρ με την τεράστια μύτη.
Δεν με διασκεδάζει πια.
Βαρέθηκα τα ξεφτισμένα δίχρωμα ρούχα του.
Βαρέθηκα τις λουστρινένιες μπότες του.
Την στιχομυθία του που δεν καταλήγει ποτέ πουθενά.
Μην ανοίξεις λοιπόν με απωθούν τα χλωμά πρόσωπα
τα επίπλαστα χαμόγελα με τρομάζουν και τα άπληστα μάτια με διώχνουν.
Προχτές τον συνάντησα στο δρόμο ήτανε πιωμένος κι έκλαιγε.
Τον πλησίασα κι αυτός τότε άρχισε σαν τρελός να τρέχει
κρατώντας μια τεράστια μποτίλια στο χέρι.
Κάποια στιγμή σταμάτησε και μου έβγαλε θρασύτατα τη γλώσσα.
Κάθισα στο παγκάκι συνοφρυωμένη κι ολίγον τι λυπημένη.
Τώρα γιατί στα λέω όλα αυτά δεν ξέρω
Ίσως να θέλω να σου ξυπνήσω το παιδί μέσα σου.
Εγώ μεγάλωσα κι από καιρό άρχισα να μην κόβω τα νύχια μου
Βιώνω θανάτους.
Βιώνω σκιές από μέταλλα.
Βιώνω πλαγιομετωπικές με τον έρωτα.
Τα ασπρόρουχα της κυρά - Ξένης πρέπει να στέγνωσαν.
Αν τα κρατήσει μια βραδιά έξω ακόμα θα τα γαργιάσει ο γαλαξίας.
Πάρε την τηλέφωνο να τα μαζέψει.
Στον αμφορέα έβαλα χτες το πρωί κίτρινα χρυσάνθεμα.
Δεν τα πρόσεξες κι η πικράδα απ' τ' άρωμά τους δεν σε συνεπήρε.
Πάω για ύπνο άλλαξα σεντόνια, έβαλα εκείνα τα νυφικά της μαμάς.
Ακόμα μυρίζουν λεβάντα και λουλάκι.
Αν σου χτυπήσει λοιπόν παρά τις αντιρρήσεις μου άνοιξε.
Μόνο μην του δώσεις να πιει θα αρχίσει πάλι να τρέχει και να χειρονομεί.
Αυτή η εικόνα ξέρεις θα περάσει στα όνειρά μου σαν εφιάλτης.
Α! ξέχασα να σου πω ήταν παλιός συμμαθητής μου και με ήθελε σαν τρελός.
Μόνο ψωμί να τον κεράσεις, ένα μεγάλο καρβέλι και θα δεις πως θα γαληνέψει.
Καληνύχτα εγώ θα συνομιλήσω με τους αγγέλους μου
Αύριο που ξέρεις μπορεί να βρέχει και να αδυνατούν να κατέβουν ως εδώ.
Καληνύχτα και μην ξεχάσεις να γυαλίσεις τα καινούργια σου παπούτσια.
Αύριο θα κατέβουμε στην πόλη να αγοράσουμε μια αλαβάστρινη κόρη.
Μου λείπει η συντροφιά κι ο καλός λόγος ειδικά τις νύχτες
που τόσο πολύ άρχισαν τελευταία να μεγαλώνουν.

Περιστατικό
Βγήκε στο περιβόλι. Φύσαγε ένα ελαφρύ αεράκι που διαπερνούσε το κορμί της. Κούμπωσε την φθαρμένη ζακέτα της και πήρε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης. Μια αμυγδαλιά με μεστούς τους καρπούς περίμενε ανυπόμονα την ώρα της συγκομιδής.
Συριγμός φιδιού
κάτω από την πέτρα-
ξυπνά η φύση.
Στάθηκε κάτω από το δέντρο κι έκοψε δυο αμύγδαλα υπερώριμα. Έψαξε να βρει μια πέτρα. Βρήκε μια αιχμηρή κι αφού τα ξεφλούδισε τα έσπασε προσεκτικά κι απόλαυσε τη σάρκα τους. Πεινούσε..
Πάνω στον λόφο
ντροπαλή ξεπρόβαλε-
μια παπαρούνα.

Νεροτριβή
Ξύπνησε νωρίς. Πριν ακόμα χαράξει. Είχε να πάει
στη νεροτριβή σήμερα. Σε δυο μεγάλους μπόγους
είχε συγκεντρώσει αποβραδίς όλα τα άπλυτα.Βαριά ρούχα,
προικιό της μάνας της.Τα φόρτωσε στο μουλάρι και τα έδεσε
σφιχτά με την τριχιά. Έτριψε τα χέρια της ευχαριστημένη.
Αναγέννηση-
μαργαρίτες ανθίζουν
τρίζουν οι σπόροι
Στο δρόμο την μπάτσισε η πρωινή αύρα. Ένα αηδόνι είχε
ξεκινήσει κιόλας το τραγούδι του. Όλα γύρω ξυπνούσαν.
Μετά από μισή ώρα δρόμο έφτασε στον προορισμό της.
Άρχισε να ρίχνει ένα ένα τα ρούχα στο νερό. Όταν τέλειωσε
με το πλύσιμο άπλωσε τα ρούχα στους διπλανούς θάμνους. Ξεφύσηξε ανακουφισμένη.
Μια γλυκιά κούραση διαπερνούσε ολόκληρο το κορμί της.
Αντάρτης βοριάς
ξεφουσκώνει τους ασκούς-
κρύα η μέρα.

Χαϊκού
Μετά τη βροχή-
σαλιγκάρια προβάλλουν
υγρά καβούκια.
Μελισσοκόμος
τρυγάει το μελίσσι-
θαμπός ο τόπος.
Μες τα σύννεφα-
ήλιος παντοκράτορας
κρυφτούλι παίζει.
Με μια σταγόνα-
μας αποχαιρέτισε
το μέγα θέρος.
Στις καλαμποκιές
ώρα του μεσημεριού
σύρσιμο φιδιού .





Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)