Φροσούλα Κολοσιάτου - Ποιήματα

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0

 




Η Φροσούλα Κολοσιάτου γεννήθηκε στην Κύπρο το 1954. Από το 1974 ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και εργάστηκε στη Mέση Eκπαίδευση. Έχει κυκλοφορήσει δέκα ποιητικές συλλογές. Τιμήθηκε με το Βραβείο Νέου Λογοτέχνη για το έργο της «Διαγωγή» (Εκδόσεις Γνώση, 1981) και με το Κρατικό Βραβείο του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου για το έργο της «Όταν φεύγουν τα φλαμίνγκος» (Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2005). Το βιβλίο της «Φοράει τα μάτια του νερού» (Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2017) έχει μεταφραστεί στα γαλλικά από τις Εκδόσεις Le miel des anges (2020).


ΑΜΟΝΤΑΡΙΣΤΑ ΠΛΑΝΑ (2021) 


Ο ΒΙΚΤΩΡ

Ταΐζει τον γάτο
Μπήκαμε στο καθιστικό των συναισθημάτων
Υπερφυσικά του ωραίου
Διαλύεται ήδη η όψη του καιρού
Φτιάχνουμε μαγικά διπλής σημασίας
Σε παιχνίδι φιλικό
Είδα την ουρά του να αιωρείται με χάρη
Ίχνη χαράς στο τρίχωμα
Με τη θαυματουργή του όσφρηση
Κλαψουρίζει σαν βροχή μες την αγάπη
Ξέρει πολλά

Το ξημέρωμα μαύρος ο Βίκτωρ
Κρύβεται πίσω από τον μαύρο υπολογιστή
Τις νύχτες λαμπυρίζουν τα μάτια του
Σαν κεχριμπάρι
Καλπάζουν τα πόδια του αόρατα
Χάνεται μες το σκοτάδι
Όπως αεράκι με χάρισμα
Να φέρει πίσω
Μια παράξενη αειφορία
Τι ωραία να πίνουμε τσάι
Μαζί με τον Βίκτορα κάθε απόγευμα
Βόρεια του μεσημεριού
Εκεί που ξετυλίγεται η νεότητα του χρόνου
Και η άλλη πλευρά του εαυτού μας
Έξω
Από όσα κρύβει μέσα της
Η μέρα


 

ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (1979)


ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Η ελευθερία
είναι όμορφη κοπέλα.
Χτενίζεται στην απλωσιά
φοράει από μέσα τη νύχτα μέρα
απ’ έξω τη μέρα-μέρα.

Ένας καημός,
η Κύπρος και η Άνοιξη.

 

ΤΑ ΜΑΤΙΑ

Γεράσαμε νέοι μέσα στη σκούρα συνήθεια·
όμως ένα παράθυρο μεσ’ στη βροχή,
προβάλλει την άλλη συνήθεια.

Είναι φωτισμένη η μέρα.

Τρελαίνομαι
γιατί οι προδότες πιστεύουν,
οι φασίστες ενεργούν διαλεκτικά
κι οι Μαρξιστές ψάχνουν να βρουν
τον Αντι – Μαρξ.

Δίσεκτοι χρόνοι.
Μα ακόμα είναι τα μάτια των παιδιών.
Θα στάξει σαν ώριμο σταφύλι
μέσα απ’ τους βολβούς-τους
μια μέρα η ασίγαστη άνοιξη.

 

ΑΠΟΞΕΝΩΜΕΝΟΙ

Μέσα απ’ τους τάφους οι νεκροί σκληρίζουν
βαρείες φωνές καταρακυλάνε μέσα μας.
Αποσυνδέθηκε το στερέωμα του τόπου,
υπόγειοι ποταμοί, μακρινές στοές
συγκοινωνούν στους τωρινούς ναούς των πολυκατοικιών.
Σαν καπνισμένο ιερό εικόνισμα
αραχνιασμένο κρεβάτι.
Άγνωστοι πάνω
μια γυναίκα κι ένας άντρας
τρομάζουν.


Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ

Η μάνα μου είχε πάρει ένα χρώμα αλλιώτικο
γιατί δε με γέννησε.
Σε σχήμα μοναχικό,
περπάτησε αμίλητη κάτω απ’ τον ουρανό.

Έδεσε τα μαλλιά της πίσω,
τ’ άφησε να μεγαλώσουν χιονοστιβάδες,
έχτισε το δικό-της παράπονο σ’ ένα χαμόγελο
γεμάτο σπουργίτια και μέλισσες,
έβαλε στο τσακισμένο θηλυκό της βλέμμα
ένα τετράδιο ανορθόγραφο,
έκλεισε μέσα την κοριτσίστικη αφέλεια,
κι ένα γδυτό απομεσήμερο
με πήρε απ’ το χέρι παιδί ντυμένο στα κόκκινα
και βγήκαμε στους κήπους της αγάπης-της,
να σημαδέψουμε μαζί στρογγυλό το μέλλον.

Μέσα στη μήτρα του σύμπαντος ακούστηκαν
βροντερές καταιγίδες.
Τότε στη φούστα της μάνας-μου ξεφύτρωσαν
βιολιά, φυσαρμόνικες.

 

 

 

ΟΤΑΝ ΦΕΥΓΟΥΝ ΤΑ ΦΛΑΜΙΓΚΟΣ (2005)


ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΔΕΝ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ

Κρεμάστηκε από τον ουρανό
Βροχή
Και απειλεί
Σαν την παράδοση της Ανδρομάχης
Έχει ακόμα χρόνο
Που λιγοστεύει
Καθώς αρχίζουν
Μέσα στην απορία τα θαύματα
Λοξοδρομούν
Στις συγκοπές των βημάτων
Που κάνουν το νερό να γλιστρά
Στα πόδια της μάνας
Να βρεθεί κάποιος
Να πάρει το μωρό που κλαίει

Όταν φεύγουν τα φλαμίγκος
Φεύγει πίσω τους ο τόπος

 

ΜΕ ΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ

Τόσο σκιώδες
Τόσο εφήμερο
Είναι το γούρι των θνητών
Η μνήμη γράφεται
Στο νερό
Όταν φυσήξει ο άνεμος
Όλοι θα σ’ έχουν ξεχάσει
Φυσάει πάντα
Απλώς αλλάζει κατεύθυνση
Με την κλαγγή των όπλων
Προβάλλει μια γατοκέφαλη θεά
Με δίχρωμα μάτια
Φοράει το δαχτυλίδι του Μίνωα
Σιωπηλά
Βαλσαμώνει πτώματα

 

ΑΝΤΙΛΑΛΟΣ

Ένας χείμαρρος
Ακούω τη βουή του
Τη νύχτα
Δισύλλαβο μοιρολόι
Μοίρα και πρόκληση
Με χωρίζει από τους άλλους
Ό,τι δεν χάθηκε
Είναι μέσα μου

 

ΣΥΝΕΝΟΧΟΙ

Θα μαζέψουμε τα σκουπίδια
Ενός πολέμου που δεν αποφασίσαμε
Με μάσκες που συγκαλύπτουν ασχήμιες
Θα ξεχάσουμε
Δύο τρύπια παπούτσια στις ερημιές
Δύο τρύπες άδειες τα μάτια
Θάνατος

 

ΦΡΟΥΡΟΙ ΑΠΟ ΠΕΤΡΑ

Μεγάλωσα σε σπίτια εκατό
Στις γειτονιές του ελάσσονος
Γι’ αυτό τρομάζω στους θυμούς
Μισώ να πιέζω τους ανθρώπους

Κάθε που έρχεται η άνοιξη
Μοσχοβολούσαν τα κρινάκια
Κρασί
Γλυκά
Κεντήματα
Τότε που τα παιδιά
Επινοούσαν ακόμα παιχνίδια
Ο συλλαβισμός της ομορφιάς
Να σκαλίζει μικρά αλλόκοτα είδωλα

Έρχονται από τον κόσμο του ονείρου
Τρυφερές διαφάνειες
Ακριβές
Της παιδικής ηλικίας

 

 

Περισσότερα αφιερώματα σε λογοτέχνες εδώ.

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)