Η Χρυσαυγή Τούμπα γεννήθηκε στην Καρυά της Λευκάδας και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δουλεύει ως καθηγήτρια φιλόλογος στην ιδιωτική εκπαίδευση και παραδίδει κατ’ οίκον μαθήματα σε μαθητές Λυκείου. Ασχολείται με την ποίηση και τη λογοτεχνία ερασιτεχνικά.
Ποιήματα και διηγήματά της έχουν εκδοθεί σε συλλογικά έργα.
Λογοτεχνική δράση ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ της λογοτεχνικής ιστοσελίδας ΛΟΓΩ ΓΡΑΦΗΣ και ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΝΕΠΙΔΟΤΑ της ίδιας ιστοσελίδας, (Ελκυστής, 2019), Συνομιλώντας με την Κατερίνα Γώγου, (Όστρια, 2020), 162 Σύγχρονοι Έλληνες Ποιητές, (Παππάς, 2020), Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς, τεύχος 8 και 10, 2020 και 2021 αντίστοιχα, Λογοτεχνικό Ημερολόγιο, 2021,(Κέφαλος, 2021), Του Έρωτα το κόκκινο, (Όστρια, 2021), Ποίηση Ένας δρόμος προς το όνειρο, Σεργιάνι στην Ελλάδα (2021), Διαγωνισμός μικροδιηγήματος της ιστοσελίδας 121Words, που το μικροδιήγημά της Ο Αυγουστής απέσπασε το δεύτερο βραβείο και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΣΧΕΔΙΑ.
Επίσης ποιήματά της έχουν φιλοξενηθεί σε ηλεκτρονικούς ιστότοπους.
[Της μάνας]
Κέντησε το μισοτελειωμένο λινό που άφησε πίσω η μάνα της
Με μεταξωτή κλωστή ολοκλήρωσε μοτίφια και φεστόνια
Το έστρωσε στη γιορτή της με μια φωτογραφία της στη μέση στο τραπέζι.
Τράβηξε την καρέκλα και κάθισε απέναντί της...
και πέρασε το υπόλοιπο του χρόνου της παρακολουθώντας την άνοιξη που είχε έρθει ήδη μ ένα τσαλακωμένο φόρεμα κι ακάνθινο στεφάνι στους ανθούς της.
Και το χάδι που είχε απομείνει στο χέρι της δεν ήξερε πού να το ακουμπήσει.
-----
[Μέσα - έξω]
Επιπλέει η σκόνη στο ποτήρι
το σεμεδάκι στο κομοδίνο κιτρινισμένο
Κάθεται ο χρόνος
το ένα δευτερόλεπτο πάνω στο άλλο
στην ξομπλιαστή κουρτίνα
Στους τοίχους η ερημιά τριων άδειων κάδρων
ανασαίνουν σιγανά κι αργά
ανασηκώνοντας στην πλάτη τους το βάρος των χρόνων.
Δυο καρέκλες γύρω στο τραπέζι
αιωρούμενα τα σώματα
που θέριζαν το κίτρινο χωράφι
Περνάει ο καιρός
και τίποτα δεν γίνεται
Μόνο στις πέτρες της αυλής
μα πεταλούδα κυνηγιέται με μια ηλιαχτίδα.
-----
Ηχούσε ο ήχος της νύχτας στα μάτια
κι εγώ φοβόμουν τα κυπαρίσσια
τα φορτωμένα απώλειες.
----
[Μια πτήση φωτός]
Και ντύθηκες τα γαλανά
να μοιάζεις του αέρα
ανάλαφρη εσύ
ανεμόεσσα
ταξίδι βάλθηκες
στου Αίολου τα κιόσκια
κυνηγώντας μια σκέψη
που πιάστηκε τυχαία
στα φτερά ενός άσπρου γλάρου.
Και χαμογέλασαν τα μάτια σου
κι ένιωσες πως λικνιζόσουν
σε θάλασσες
ωκεανούς αγάπης!
Πώς ταξίδεψες έτσι;
Για ποια πέρατα σάλπαρες;
Έφτασες άραγε ποτέ
στη γη την ποθητή;
Γιατί έχεις ακόμη στυφή τη γεύση στο στόμα;
Μια πτήση φωτός έκανες
κι ό τι απόμεινε όταν ξύπνησες
ανάμεσα στα δάχτυλα
η μνήμη σου.
----
[Μια νύχτα του Δεκέμβρη]
Γίνονται πιο κρύα τα πρωινά κι όλο και σαπίζουν τα κιτρινισμένα σφενδάμια
Στην πόλη πάτησε πόδι η γκρίζα μονοτονία και το φως σκοτώνεται σαν τις μέλισσες στην παγωνιά
Η κυδωνιά φόρεσε το κίτρινο σκουφί της και το αλεξανδρινό κόκκινη κοντή φούστα
Νύχτα του Δεκέμβρη που όλα τα όνειρα επιτρέπονται όσο είναι ακόμα σκοτάδι
έχει αρχίσει να πέφτει ένα ψιλόβροχο παγερό που ο άνεμος το πετάει πάνω στα τζάμια
Νοτισμένες ανάσες στα βρεγμένα παγκάκια δαγκώνει ο αέρας της θλίψης τα πρόσωπά τους
Το κεφάλι τους αναπαύεται ανάμεσα στις παρενθέσεις των υψωμένων χεριών τους
Σκεπή τους τα φύλλα των ευκαλύπτων προσευχή τους οι τριγμοί των κλαδιών τους
Είναι ένα θλιβερό χειμωνιάτικο βράδυ βροχερό και παγωμένο με τα νερά να υψώνονται μέσα από τους υπονόμους και τίποτα να μην τα σταματάει
Με τις βιτρίνες κατάφορτες λαμπιόνια πεθαμένου φωτός
Είναι οι μέρες της πολύχρωμης γαλήνης για έναν κόσμο αόμματο και κουφό.
---
[Μια νύχτα στην πόλη]
Μόλις πέσει η νύχτα
κατεβαίνουν τα στόρια
κι η πόλη παραμιλά μουδιασμένη
σιγοτρέμει
σαν τα τρέμουλα κυματίσματα της άσβεστης νιότης
ξαγρυπνά και φοβάται
νανουρίσματα λέει στα παιδιά της νύχτας
για μοναξιές κι απώλειες
για τη οδύνη του παρόντος
και τον τρόμο του μέλλοντος.
Άκου παιδί…
στη σιωπή σου πώς
περνάει ο χρόνος!
Ποδοβολητά…
Άκου…
στη σιωπή σου τι
λέει η καρδιά!
Αναφιλητά…
----
[Από τα βάθη του φόβου]
Χάθηκαν τα κίτρινα αστέρια
πάνω από τον γκρίζο ουρανό
Το βράδυ ξεπηδά από τη λίμνη
κρύο και παγερό
Φωνές απολεσθέντων πραγμάτων
στροβιλίζονται σε περιδίνηση
Πέρα από τους λόφους δυο ξυλοκόποι
σκοτώνουν τις λύπες μας
Εμείς μαζεύουμε τα θραύσματα
φλέβες κόκκαλα κάθε σταγόνα αίματος
και κοιτάζουμε από τα βάθη του φόβου μας
τυφλοί πορευόμαστε
προς ένα ετοιμοθάνατο φεγγάρι
σ' ένα σύμπαν αδιάφορο και εχθρικό.
----
[Ήταν Σεπτέμβρης]
Ήταν Σεπτέμβρης κι έφυγες
με τον βόρειο άνεμο να σε σπρώχνει μακριά
με τις ενοχές και τις επιλογές σου...
Στα νεκρά σου μάτια
η ομορφιά του Αυγούστου που πέθαινε...
Ήταν Σεπτέμβρης
κι ήταν ένα εύθραυστο ασήμι η δύση
Μαραίνονταν οι ευωδιές των κρίνων στο βάζο
Στον καθρέφτη χείλη στο αίμα μαραμένα ροδοπέταλα
Ήταν Σεπτέμβρης
Κι ήταν η δύση ολόγιομη ευωδιές.
---
[Η αγιοσύνη των μικρών και ανεκτίμητων]
Όταν σύννεφα κρύβουν τον ήλιο μου
και ουρλιάζουν οι νύχτες πρησμένες φωτιά
-σκυλιά συντεταγμένα επί ποδός πολέμου-
έρχομαι κι ακουμπάω σε κατακίτρινα αλώνια
και στα χέρια του γέρο-χωρικού
γραμμένες διαβάζω στις παλάμες του
μέρες πολύχρωμες
που έχουν τη γεύση των φρούτων του καλοκαιριού
και τη δροσιά φρεσκοστυμμένου πορτοκαλιού
και τον ήλιο μιας μέρας ανοιξιάτικης.
Έρχομαι στην αγιοσύνη των μικρών και ανεκτίμητων
που διώχνουν τον τρόμο της ανθρώπινης σκληρότητας.
----
[Ένα ευγενές όνειρο]
Στην αγκαλιά ενός ευγενούς ονείρου
βλέπαμε την Ειρήνη
λευκή περιστερά
ιέρεια στον ναό του πολιτισμού και της ευημερίας.
Όταν ξυπνήσαμε
το πένθος και η πικρία
μπαινόβγαιναν από τα παράθυρα των σπιτιών
που έχασκαν- στόματα χωρίς κραυγή-
κι ένα κοράκι έκοβε βόλτες στα χαλάσματα
με μια πάνινη κούκλα στο στόμα
-η ζωή δίπλα στο θάνατο
σχεδόν θάνατος κι η ίδια-
βολτάρισε στην ήσυχη πολιτεία
Νεκρική ησυχία
ενός κόσμου που δολοφονεί τη χαρά.
----