Τάσος Σ. Μάντζιος - Ποιήματα

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0











Ο Τάσος Σ. Μάντζιος γεννήθηκε στην Πλακωτή Θεσπρωτίας.Είναι εκπαιδευτικός και έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή με τίτλο "Τα οξέα του ποιήματος". Ποιήματά του έχουν φιλοξενηθεί σε διάφορες ανθολογίες και σε ηλεκτρονικές λογοτεχνικές σελίδες.


ΙΔΡΩΤΑ ΝΑ ΣΤΑΖΟΥΝ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Όπως, παλιός τεχνίτης πέτρας
Ηπειρώτης,
που΄χε μεράκι
και κριτήριο αυστηρό
κι όλο τις λεπτομέρειες
με προσοχή και μ΄επιμέλεια,
δούλευε,
έτσι,
να τις μεταχειρίζεσαι τις λέξεις.
Έτσι να τις διαλέγεις.
Τις λιγομίλητες και τις ξερακιανές.
Εκείνες,
που αγκυλώνουν στην άρθρωση.
Σκαλώνουν, ανάμεσα στα δόντια.
Να ξέρουν από αϋπνίες
κι από κόμπους στον λαιμό
και κρύα δωμάτια.
Να ξέρουν από μοναξιά.
Να κοιτάνε κατάματα.

Κοίταξε,
να τις σέβεσαι τις λέξεις.
Και να τις εμπιστεύεσαι.
Να τις αφήνεις λεύτερες, να σεριανάνε.
Να μυρίζουνε κόσμο.
Και μόχθο.
Ιδρώτα να στάζουν, οι λέξεις.
Ιδρώτα και έξαψη.

Να΄χουνε
στόχο και σκοπό και προορισμό.
Σπίρτο, να΄χουν εντός τους.
Να΄χουν έκρηξη.

Να δίνουνε στο ποίημα
σφυγμό.
Να βάζουνε στους στίχους, μέσα
σπέρμα.



ΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ ΜΟΥ ΑΓΑΛΛΟΝΤΑΝ

Θ΄αλλάξουνε τα πράγματα,
είπα.
Είναι ολοφάνερη
των οιωνών η ευμένεια.
Θα΄ρθουνε
μέρες τρυφερές.
Μέρες, θα΄ρθουν, εταίρες.
Μέσα στη αγκαλιά τους
ν΄αναπαύομαι.
Στην θαλπωρή και την στοργή τους, μέσα,
να ευφραίνομαι.
Θ΄αλλάξουνε τα πράγματα
είπα
κι οι ουρανοί μου
αγάλλονταν.

Και είπε ο καιρός,
μη σε πλανεύει,
η πρόσκαιρη
των οιωνών ευμένεια.
Σε έωλες, μη δίνεσαι, ελπίδες.
Μέρες, δεν έχει, τρυφερές.
Μέρες, δεν έχει, εταίρες.
Όλα,
τα ίδια
κι απαράλλαχτα.

Να είσαι βέβαιος γι αυτό.
Τίποτα δεν αλλάζει.
Αν δεν τ΄αλλάξεις.
Αν δεν αλλάξεις.



ΔΙΑΜΠΕΡΗΣ ΚΟΠΩΣΙΣ

Τον έφθειραν
οι χρεωκοπημένες Κυριακές.
Οι εκδορές
των κάπηλων νόστων.
Ο μόχθος
ο άμισθος.
Η διαμπερής κόπωσις

Είναι που έδωσε
πολλή ψυχή.
Πολλή καρδιά,
που ξόδεψε
σε μακρινά
ματαιωμένα ταξίδια.



ΑΥΛΙΔΑ

Σε κάποια Αυλίδα,
ενάντιοι άνεμοι
δυσχέρειες έκτακτες
κι εμπόδια των θεών,
όλο θα αναβάλουν
τον απόπλου σου.
Εσύ όμως,
άπραγος μη μείνεις.
Κυρίως,
μην ολισθήσεις σε ικεσίες
προς τους μνησίκακους θεούς
εκλιπαρώντας
εύνοια
και ούριους ανέμους.

Το΄χουν συνήθεια στην χρεία, οι θεοί,
αιματηρά, να απαιτούνε
ανταλλάγματα.
Αθώες Ιφιγένειες ν΄απαιτούνε.
Σε τούτες τις συναλλαγές
μην αφεθείς
κι ενδώσεις.

Έτσι κι αλλιώς
οι διαθέσεις των θεών
πάντα, φριχτά ευμετάβλητες.
Έτσι κι αλλιώς
ο Κάλχας
όλο εμπόδια στους οιωνούς
και δυσκολίες θα βλέπει.

Όμως εσύ, μη μείνεις άπραγος.

Μήτε θεούς να καρτεράς,
μητ΄εύνοια
ν΄απαντέχεις.
Κάνε τα όνειρα
πανί
για το ταξίδι σου
και γίνε εσύ
η εύνοια.
Και γίνε,
εσύ
ο ούριος άνεμός σου.



ΛΙΘΟΞΟΟΙ

Είμαστε των στιγμών μας
λιθοξόοι.
Αγγειοπλάστες, είμαστε
των εύθραυστων ονείρων.
Στων θνητών μας θεών
τον χορό,
χορογράφοι, εμείς.

Περήφανοι, άλλοτε
ηνίοχοι
προελαύνοντες
κι άλλοτε, πάλι
στην σκόνη
ανάσκελα,
φριχτά
οι νύχτες μας
μας σέρνουν.



ΚΑΤΙ ΚΑΧΕΚΤΙΚΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑ

Είναι κάτι τραγούδια,
οξύρρυγχα,
διαπερνούν μεμιάς
την πανοπλία της νύχτας.
Κάτι καχεκτικά απογεύματα,
που σαν κλαράκια σπαν,
στους αληγείς ανέμους.
Κάτι ερωμένες Κυριακές,
πλήρεις
αγκυλωτών βοστρύχων.
Είναι κάτι αγάπες
άχραντες,
άλικες αγκαλιές
που πήγαν πέρα.
Είναι, που εντός μου
ράγισα.

Το βλέμμα, κόντυνε
στις μάταιες προσμονές.

Σπηλιά του Κύκλωπα
ο καιρός
και πλάι μου,
τον Οδυσσέα,
δεν έχω.



Η ΑΒΟΛΗ ΣΤΙΓΜΗ

Καθόλου τα προσχήματα
δεν κράτησεν
η Ήρα.
Την θεϊκή αταραξία
εγκατέλειψε
κι άφησε τον θυμό της
να ξεσπάσει
σαν έμαθε
για την απόφαση του Πάρη
την Αφροδίτη
ν΄αναδείξει
για ομορφότερη.
Στα ουράνια δώματά της μέσα
κλείστηκε,
βροντώντας πίσω της την πόρτα
κι όλο κατάρες,
όλο απειλές
ξεστόμιζε,
για κείνον τον θρασύτατο
θνητό,
που διόλου δεν την σεβάστηκε
αυτήν,
απ΄όλες τις θεές, την ισχυρότερη,
αυτήν,
του ισχυρότερου θεού
την σύζυγο.

(Έρχεται κάποτε
η άβολη στιγμή,
σ΄εκείνους
που για παντοδύναμοι
λογίζονται.
Η παντοδυναμία τους
ανίσχυρη εντελώς,
αν τύχει
κι αναμετρηθεί,
μ΄ελεύθερη
και θαρραλέα
βούληση)



ΤΑ ΟΞΕΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

Μεγάλωσα.
Κι ακόμα
γράφω ποιήματα.
Κι ούτ΄ένα καλοκαίρι
δεν μπόρεσα.
Μονάχα
στίχους γλυκερούς
ωσάν ημερολόγιο κορασίδος.
Στίχους πικρούς,
σαν νικοτίνη
και σαν απόρριψη

Οι άλλοι
έφυγαν μπροστά.
Βρήκαν
απάγκιο.
Βρήκαν
μιαν αγκαλιά.
Βρήκαν
τους οδοδείκτες

Και μόνο εγώ
ωσάν αλχημιστής
μέσα στη νύχτα,
γραδάρω με τις ώρες
τα οξέα του ποιήματος.



ΤΟ ΗΜΙΤΕΛΕΣ ΤΟΥΣ

Οι Έρωτες που δεν ευδοκίμησαν,
όσοι δεν αξιώθηκαν
Αγάπες
να γίνουν,
γίνονται άνθρωποι.
Χλωμοί.
Σκιές γίνονται.
Καταδικάζονται
στην αιώνια δίψα.
Με τα ενδύματα, πορεύονται
της θλίψης.
Οι Έρωτες
θρηνούν
το ημιτελές τους.
Το παρόν, νηστεύουν.

Τη μέρα, λαθροβιούν.

Όμως,
την νύχτα,
ανοίγουν κρυφά το ψυγείο.
Τσιμπολογάνε
Παρατατικούς και Αορίστους.
Τσιμπολογάνε
ονόματα.
Στιγμές.
Την νύχτα,
κοιτούν με νοσταλγία τον ουρανό.
Νευρικά, καπνίζουν.
Ξαναθυμούνται
τα ουράνια τόξα τους.
Την εποχή της αμβροσίας
ξαναζούν.
Για λίγο
εξαϋλώνονται.

Κι ύστερα,
πριν το λυκαυγές,
πριν του αλέκτορος την έγερση,
σαν σφίξει η ψύχρα,
ξαναγυρνάνε.
Συστέλλονται.
Ρίχνουνε βιαστικά στους ώμους τους
ξανά
το σάρκινό τους ένδυμα.
Τον δεινό Ενεστώτα τους.
Τον χλωμό Μέλλοντά τους.



Ο ΘΥΜΟΣ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ

Ως να κοπάσει του Αχιλλέα,
ο δίκαιος θυμός,
ως να μερώσει,
σωρός, έξω απ΄τα τείχη
τα κουφάρια των συντρόφων.
Στον Άδη ξέπνοη,
η αντρειά τους.
Στον Άδη,
αυτοί,
που μόνο στ΄όνομά του όμνυαν.
Όμως εκείνος,
στην σκηνή του μέσα,
πάντα,
χολωμένος.

Μα, όταν έπεσεν ο Πάτροκλος,
τότε
βαθιά πολύ, εταράχθη
ο Αχιλλέας.
Όταν εχάθη ο Πάτροκλος,
φωνές μεγάλες έβαλε
και κοπετό, μεγάλο.
Μονάχα τότε
σαν θεριό,
στην μάχη ξαναρίχτηκε.

Δικός του,
ήταν μόνο ο Πάτροκλος.
Γι αυτόν μόνο
νοιαζόταν.

Οι άλλοι όλοι...

Άντρες γενναίοι,
λαμπροί πολεμιστές
και σύντροφοι στη μάχη,
οπωσδήποτε
χρήσιμοι,
μα
μόνο αυτό.
Χρήσιμοι.
Χρήσιμοι κι αναλώσιμοι.




Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)