Πώς, από πότε και γιατί η καλλιέργεια, η χρήση και η εμπορία των ναρκωτικών έγιναν ποινικό αδίκημα, «στίγμα» και κοινωνικό πρόβλημα σε μια χώρα που για δεκαετίες υπήρξε παραγωγός και εξαγωγέας τέτοιων ουσιών; Πώς η εξέλιξη αυτή διαμόρφωσε δημόσιες πολιτικές και αντιλήψεις, τι υγειονομικό, νομικό αλλά και ιδεολογικό αντίκτυπο είχε, πώς επηρέασε την καθημερινότητα των χρηστών και του περιβάλλοντός τους; Ισχύει ότι η χρήση ψυχοδραστικών ουσιών τροφοδότησε επί μακρόν έναν ηθικό πανικό δυσανάλογο με τις διαστάσεις του φαινομένου, το οποίο κιόλας εργαλειοποιήθηκε πολιτικά;
Ανατρέχοντας σε νομοθετικές διατάξεις, αστυνομικά αρχεία, εγκληματολογικές και ιατρικές πηγές, διπλωματικά έγγραφα, δημοσιεύματα εφημερίδων, λογοτεχνικά κείμενα, στην καλλιτεχνική έκφραση και, βεβαίως, στη ρεμπέτικη μουσική, η παρούσα μελέτη, που είναι μάλλον η πληρέστερη που έχει κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα στην Ελλάδα σε αυτό το πεδίο, εξετάζει όλες τις μορφές και την έκταση που έλαβε η χρήση ουσιών στα καθ’ ημάς, με παράλληλες αναφορές και συνδέσεις με τις αντίστοιχες εξελίξεις στο εξωτερικό. Την προσεγμένη έκδοση συνοδεύει πλούσια εικονογράφηση, με υλικό εν πολλοίς άγνωστο και αδημοσίευτο ως τώρα, ενώ παρατίθεται εκτεταμένη βιβλιογραφία.
Αφού ο συγγραφέας διευκρινίζει ότι όροι όπως «ναρκωτικά» και «τοξικομανία» είναι σχηματικοί και συχνά ανακριβείς, παραθέτει την πρώτη και μάλιστα θετική αναφορά στην κάνναβη και την καλλιέργειά της στη νεότερη Ελλάδα, που συνέταξε κατά παραγγελία του Όθωνα ο γεωπόνος Γρηγόριος Παλαιολόγος, διευθυντής της Γεωργικής Σχολής της Τίρυνθας το 1836, δίνοντας παράλληλα συμβουλές για την καλλιέργεια και την επεξεργασία της. Ο αρχιφαρμακοποιός του Όθωνα Ξαβέριος Λάνδερερ αναφέρεται επίσης στις χρηστικές και ευφορικές ιδιότητες του φυτού (1845) που μέχρι τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα καλλιεργούνταν συστηματικά, ιδίως σε Αργολίδα, Αρκαδία και Αιτωλοακαρνανία. Τα πλακίδια του επεξεργασμένου χασίς έφεραν μάλιστα το όνομα και τη σφραγίδα του παραγωγού, όπως συμβαίνει ακόμα και σήμερα στο Μαρόκο, η δε παραγωγή ανήλθε το 1906 στα 30.000 στρέμματα πανελλαδικά – μέχρι σιγαρέτα καννάβεως κυκλοφορούσαν.
Λιγότερο γνωστό είναι ότι αρκετά διαδεδομένη ήταν ήδη από την οθωμανική περίοδο και η καλλιέργεια της οπιούχου παπαρούνας εξαιτίας των αναλγητικών και κατευναστικών της ιδιοτήτων – ο Κασομούλης αναφέρει ότι την παραμονή της εξόδου του Μεσολογγίου δόθηκε εντολή «τα μικρά παιδιά όλα να τα ποτίσουν αφιόνι (σκεύασμα οπίου) οι γονείς, άμα σκοτειδιάση”, ώστε να μη χαθεί το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Η ψυχαγωγική χρήση του οπίου, εντούτοις, ουδέποτε έλαβε μεγάλες διαστάσεις, όπως συνέβη στην Κίνα, προκαλώντας τρεις πολέμους. Τη δεκαετία του 1910, πάλι, μια άλλη ουσία έγινε πολύ της μόδας. «Κέντρα αιθερομανών ιδρύθησαν εν Αθήναις, εις ικανάς δε οδούς ιδία κατά τας νυκτερινάς ώρας εγίνετο αισθητή η χαρακτηριστική οσμή του αιθέρος», σημειώνει ο καθηγητής Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας Ιωάννης Γεωργιάδης, όπως συνέβαινε τότε και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις.
Κατασταλτικές των ουσιών πολιτικές είχαν εφαρμοστεί περιοδικά κατά τόπους και σε παλιότερες ιστορικές περιόδους (Περσία, Κίνα, Ρωσία, Οθωμανική Αυτοκρατορία), ο δέκατος ένατος αιώνας σήμανε ωστόσο την αρχή μιας γενικευμένης επί το αυστηρότερο μεταβολής, τόσο ποσοτικής όσο και ποσοτικής, κάτι που σχετιζόταν με την ισχυροποίηση των εθνικών κρατών και της κεντρικής εξουσίας σε έναν κόσμο «πιο βιομηχανοποιημένο, πιο υπολογιστικό, πιο εύκολο να διανυθεί, πιο ενήμερο ιατρικά». Οι έλεγχοι και η νομοθεσία αυστηροποιήθηκαν στην Ευρώπη, στην Αμερική και αλλού, ενώ ξεκίνησε διεθνής συνεργασία για την καταπολέμησή τους. Η πρώτη Διεθνής Σύμβαση που υπογράφτηκε στη Χάγη αφορούσε το όπιο (1912), όμως τις διεργασίες διέκοψε ο Α’ Παγκόσμιος και οι αυξημένες ανάγκες σε οπιούχα αναλγητικά.
Στην Ελλάδα, τα πρώτα καταδικαστικά δημοσιεύματα αφορούν το χασίς και εμφανίζονται τη δεκαετία του 1880, μια εποχή που το ίδιο το κράτος εξέδιδε οδηγίες στους αγρότες για την ορθή και αποδοτική καλλιέργεια της ινδικής κάνναβης, σημαντικό τότε εξαγωγικό προϊόν, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου διακινούνταν από τα λιμάνια της Ερμούπολης αρχικά, του Πειραιά στη συνέχεια. Κάναμε εξαγωγή κυρίως στην Αίγυπτο, βρετανικό προτεκτοράτο τότε. Όταν αυστηροποιήθηκαν εκεί οι νόμοι, οι αιγυπτιακές αρχές πίεσαν την Ελλάδα να απαγορεύσει τις εξαγωγές. Η ακμάζουσα τότε εκεί ελληνική παροικία είχε επίσης κατηγορηθεί ότι υπέθαλπε το λαθρεμπόριο ‒ υπήρχαν πράγματι κάποιοι Αιγυπτιώτες ντίλερ, ορισμένοι μάλιστα με διεθνείς διασυνδέσεις που έφταναν μέχρι την Αμερική και την Κίνα, όπως οι διαβόητοι αδελφοί Ηλιόπουλοι. Επιπλέον, οι Βρετανοί ήθελαν να «σπρώξουν» το «δικό τους», δηλαδή το ινδικό χασίς, αν και τελικά δεν φαίνεται να ήταν αυτός ο κύριος λόγος, όπως ισχυριζόταν ο Ανρί ντε Μονφρέ. Το 1906 πραγματοποιούνται πανελλαδικά μεγάλα συλλαλητήρια παραγωγών κάνναβης, που ζητούσαν μείωση της φορολογίας, η οποία αυξανόταν διαρκώς, και άρση των περιορισμών. Έγιναν ακόμα και επερωτήσεις στη Βουλή. Όμως το κλίμα πλέον άλλαζε κι αυτό θα αποτυπωνόταν και στη νομοθεσία.
Το 1891 αστυνομική διαταγή απαγορεύει τη δημόσια χρήση του χασίς, προειδοποιώντας για λουκέτο στους τεκέδες. Ο ζήλος των διωκτικών αρχών δεν ήταν αρχικά τόσο μεγάλος, η καλλιέργεια παρέμενε στο απυρόβλητο και οι προβλεπόμενες ποινές ήταν αναλογικά μικρές: «Κάτι ξυλιές, κάτι κλοτσιές και την άλλη μέρα στο πλημμελειοδικείο, που μας έδινε τρεις μέρες κράτηση, και όσες φορές κι αν μας πιάνανε το ίδιο», θυμόταν αναφερόμενος στη δεκαετία του ’20 ο νεαρός τότε Μάρκος Βαμβακάρης.
Ο ερχομός 1,5 εκατ. προσφύγων μετά το ’22 έφερε πολλές ανακατατάξεις στον ελλαδικό χώρο, μεταξύ αυτών στην κοινωνική και ποινική αντιμετώπιση ουσιών και χρηστών. Η αύξηση της χρήσης ουσιών και ο εξ αυτής «εκφυλισμός των ηθών» αποδόθηκαν, μεταξύ άλλων «κακών», στους νεοφερμένους και στην «ασιατική» κουλτούρα τους, μεταγενέστερες έρευνες εντούτοις έδειξαν ότι το ποσοστό των μικρασιατικής καταγωγής χρηστών δεν ξεπερνούσε αναλογικά αυτό των Ελλαδιτών. Τα χρόνια εκείνα η Αστυνομία Πόλεων δεν προλάβαινε να κλείνει τεκέδες – η εφημερίδα «Εμπρός» ανέφερε ότι το 1928, σε ένα μόνο τρίμηνο, είχαν εντοπιστεί πάνω από πενήντα στο Λεκανοπέδιο. Σε αρκετές περιπτώσεις, ωστόσο, αστυνομικοί «προστάτευαν» τέτοιους χώρους επ’ αμοιβή ή διακινούσαν οι ίδιοι ουσίες που είχαν κατασχεθεί, ακόμα και μέσα στις φυλακές. Ένα φαινόμενο που λίγο-πολύ είναι μάλλον διαχρονικό και δεν θα αλλάξει όσο η απαγόρευση καλά κρατεί, καθώς, μαζί με το λαθρεμπόριο, αποτελούν εξ ορισμού συγκοινωνούντα δοχεία.
Ακολουθώντας τις διεθνείς τάσεις, η Ελλάδα είχε κηρύξει ήδη από το 1920 παράνομη την καλλιέργεια, την εμπορία και την κατανάλωση χασίς όχι όμως και της βιομηχανικής κάνναβης, που απαγορεύτηκε μόλις το 1956. Η καταστολή εντάθηκε τη δεκαετία του ’30, ειδικά επί Μεταξά, που κήρυξε τον πόλεμο στους ρεμπέτες, στους μπαγλαμάδες και στους λουλάδες τους, αφορούσε πάντως κατεξοχήν τα λαϊκά στρώματα – οι εύποροι χρήστες αντιμετωπίζονταν με πολύ μεγαλύτερη επιείκεια, συνήθως δεν διώκονταν ούτε και για «σκληρά» ναρκωτικά. Τα οποία, άλλωστε, ήταν σχεδόν μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο νόμιμα για θεραπευτική χρήση: η κοκαΐνη, που το σνιφάρισμά της για ψυχαγωγικούς ή και δημιουργικούς σκοπούς θεωρούνταν πολύ σικ, καθώς και το όπιο και τα παράγωγά του (ηρωίνη, μορφίνη) γίνονται μετά το 1925 κρατικό μονοπώλιο, και μάλιστα επικερδές στη δεύτερη περίπτωση, αφού η υπνοφόρος παπαρούνα καλλιεργούνταν συστηματικά, όπως και η κάνναβη, ειδικά στην ανατολική Μακεδονία, που είχε παράδοση από τα οθωμανικά χρόνια. Τη δεκαετία του ’20 η Ελλάδα βρισκόταν στην έκτη θέση των οπιοπαραγωγών χωρών παγκοσμίως, με ετήσια παραγωγή πάνω από τριάντα τόνους! Η επεξεργασία του οπίου γινόταν στα εργοστάσια της ΧΡΩΠΕΙ και του Δαμβέργη στον Πειραιά.
Η δημοφιλία που σταδιακά απέκτησε η ηρωίνη οδήγησε στη δημιουργία παράνομων εργαστηρίων, όταν η ουσία απαγορεύτηκε. Μάλιστα, το μεγαλύτερο εξ αυτών είχε ανακαλυφθεί στα Εξάρχεια, πιθανότατα μετά από «καρφωτή». Δημοφιλή ήταν επίσης τα βαρβιτουρικά, ακόμα και στους υποψήφιους αυτόχειρες, η είδηση είναι όμως ότι κάποιοι αβανγκάρντ Αθηναίοι της εποχής, όπως τα μέλη της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών του γιατρού και συγγραφέα Άγγελου Ευαγγελίδη (γνωστού και ως Τανάγρα), είχαν πειραματιστεί μέχρι και με πεγιότλ, τον μεξικανικό ψυχεδελικό κάκτο. Τα δείγματα είχε στείλει από το Παρίσι η Αλεξάνδρα Χωρέμη-Μπενάκη, αδελφή της Πηνελόπης Δέλτα και χρηματοδότρια της εταιρείας.
Βέβαια, ήδη από τη δεκαετία του ’30 πύκνωναν τα άρθρα, οι διαλέξεις ειδικών και οι εκθέσεις που προειδοποιούσαν για τους κινδύνους της τοξικομανίας. Ηθικό πανικό είχε προκαλέσει, δε, το διαφημιστικό εύρημα ότι στις παραστάσεις της οπερέτας «Χασίς», που ανέβηκε στο θέατρο Κοτοπούλη τον Αύγουστο του 1934, θα μοιράζονταν στο κοινό δωρεάν ποσότητες της εν λόγω ουσίας! Εν τέλει ο τίτλος του έργου αναγκαστικά άλλαξε και έγινε «Η Νεράιδα του Νείλου». Μέχρι και η στείρωση των εξαρτημένων χρηστών, κυρίως ηρωίνης, είχε προταθεί, στο πλαίσιο των ευγονικών δοξασιών της εποχής, αφού η τοξικομανία οριζόταν πλέον και ως εκφυλιστική κοινωνική ασθένεια. Οι τελευταίοι αρχικά κλείνονταν, όπως και οι ψυχικά πάσχοντες, σε κρατητήρια και αργότερα σε ιδρύματα που πάλι στελέχωναν χωροφύλακες, όπως το Άσυλο της Αγίας Ελεούσας ‒ η πρώτη «κανονική» κλινική συστάθηκε αργότερα, στο Δρομοκαΐτειο. Η στεγνή, φυσικά, απεξάρτηση τότε ήταν σωστό βασανιστήριο και είχε ελάχιστη επιτυχία, ενώ και οι ιδιώτες γιατροί δεν ήταν καλύτερα καταρτισμένοι, παρά τις πομπώδεις διαφημιστικές καταχωρίσεις που έκαναν στον Τύπο. Ωστόσο, οι θάνατοι ήταν ακόμα λίγοι, γιατί και οι χρήστες δεν ήταν πολλοί αναλογικά. Την άνοιξη του 1935 ο Μ. Καραγάτσης προκαλεί τα ήθη των καιρών με το διήγημα «Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη», όπου προβάλλει αλληγορικά τα πάθη ενός χρήστη ηρωίνης που περιθωριοποιείται σε γη και ουρανό. Αξιοσημείωτο είναι ότι «επιχειρήσεις αρετής» προς άγραν τοξικοεξαρτημένων συνεχίστηκαν και στην Κατοχή.
Η πολιτική εργαλειοποίηση της ναρκοφοβίας είχε δώσει από νωρίς δείγματα γραφής, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας: οι (ανυπόστατες) φήμες ότι Εβραίοι έμποροι της Θεσσαλονίκης διακινούσαν ναρκωτικά, διαφθείροντας τους Ελληνόπαιδες, ήταν από τις αφορμές του εμπρησμού της συνοικίας Κάμπελ το 1931 από τη φασίζουσα εθνικιστική οργάνωση ΕΕΕ. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, πάλι, πρόβαλλε δεόντως τις επιτυχίες του «εις την καταδίωξιν της τοξικομανίας». Το ενδιαφέρον είναι ότι ήδη από τον Μεσοπόλεμο δεξιοί και αριστεροί, από τους φασίστες, τους φιλοβασιλικούς και τους βενιζελικούς μέχρι το νεοσύστατο ΚΚΕ, συναγωνίζονταν σε ναρκοφοβικές κορόνες και κατηγορούσαν αλλήλους για ανοχή ή και εμπλοκή στο εμπόριο και στη χρήση ουσιών, στρατολόγηση χρηστών σε «ομάδες κρούσης» κ.λπ. Ίσως και ως απάντηση στη δεξιά ρητορική που, παραφράζοντας τον Μαρξ, αποκαλούσε τον κομμουνισμό «όπιον των μαζών», ο Στέλιος Τατασόπουλος σκηνοθετεί το 1932 την «Κοινωνική Σαπίλα» με πρωταγωνιστή έναν φοιτητή που λυτρώνεται από την «κόλαση» των ναρκωτικών όταν στρατεύεται στο ΚΚΕ – ήταν η πρώτη ταινία του είδους στην Ελλάδα και είχε σοκάρει με τις ρεαλιστικές σκηνές χρήσης που αναπαριστούσε. Αλλά και στον Εμφύλιο οι Ινδοί φαντάροι του Σκόμπι κατηγορούνταν ως επίδοξοι βιαστές αφενός, ως μαστούρηδες αφετέρου (που δεν ήταν ψέμα), η δε ΕΠΟΝ καλούσε σε λαϊκές επιδρομές στους τεκέδες – η στάση του κόμματος απέναντι στις ουσίες ελάχιστα άλλαξε έκτοτε.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι αναφορές στις γυναίκες χρήστριες, από την παντρεμένη με Έλληνα εκπάγλου καλλονής μιγάδα κοκαϊνομανή Υβόν Μαντλέν-Δελλαπόρτα, που είχε προκαλέσει σκάνδαλο όταν απειλούσε επί ώρες να πηδήξει από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου Παλλάς το 1928, μέχρι τη θρυλική «μόρτισσα» Μαίρη Γουλανδρή. Φανατική χασισιπότρια που ενέπνευσε κι ένα τραγούδι του Βαμβακάρη, υπήρξε μορφή του αθηναϊκού underground, παρότι προερχόταν επίσης από την υψηλή κοινωνία, συχνά μάλιστα ντυνόταν ανδρικά. Εν τέλει, την έκλεισαν σε ίδρυμα.
Μετά τη δεκαετία του ’60 το ζήτημα της «τοξικομανίας» υποχωρεί στον δημόσιο λόγο, για να επανέλθει δριμύτερο τη δεκαετία του ’80, όταν, μαζί με τις ραγδαίες κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές εξελίξεις που συντελέστηκαν την περίοδο εκείνη, αυξήθηκε εκθετικά η χρήση, δυστυχώς και οι θάνατοι από υπερβολική δόση ηρωίνης. Όμως, αντί για μια ψύχραιμη, συνετή και επικαιροποιημένη προσέγγιση του ζητήματος, ξεκίνησε μια γενικευμένη, ομόφωνη καταγγελτική καμπάνια συλλήβδην εναντίον της χρήσης ουσιών και των χρηστών σχεδόν από όλο το πολιτικό φάσμα και τα ΜΜΕ, όπως και τη δεκαετία του ’30, εν πολλοίς με παρόμοιο λεξιλόγιο. Η εκστρατεία αυτή, που ουσιαστικά αντέγραφε το μοντέλο του «πολέμου κατά των ναρκωτικών» που είχε κηρύξει το 1971 στις ΗΠΑ ο Πρόεδρος Νίξον, παραμένει κυρίαρχη και στις μέρες μας.
Από την άλλη, οι θεαματικές αλλαγές στην αντιμετώπιση της κάνναβης και άλλων ουσιών διεθνώς, η τάση αποποινικοποίησης της προσωπικής χρήσης και το ανανεωμένο ενδιαφέρον για τις θεραπευτικές, τις βιομηχανικές (νόμιμες αμφότερες πλέον ξανά και στην Ελλάδα αναφορικά με την κάνναβη) αλλά και τις ψυχαγωγικές τους ιδιότητες έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα και προοπτικές – αν κάποια ευρέως χρησιμοποιούμενη ουσία διώκεται σήμερα αγρίως, παρότι παραμένει νόμιμη, αυτή είναι η θεωρούμενη παλιότερα όχι μόνο παντελώς αθώα αλλά και επωφελής για την υγεία νικοτίνη. Εν κατακλείδι, μελετώντας τη χρήση ουσιών στη χώρα μας αλλά και διεθνώς ως κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό φαινόμενο, το βιβλίο αυτό «φιλοδοξεί να συμβάλει στον νηφάλιο δημόσιο διάλογο περί εξαρτησιογόνων ουσιών, σε μια περίοδο που οι βεβαιότητες και οι πολιτικές για τα ναρκωτικά τίθενται σε ριζική επαναδιαπραγμάτευση», καθώς σημειώνει στο οπισθόφυλλο ο Κωστής Γκοτσίνας.