Ποιος και πότε την έγραψε; Ορίζει τελικά τον χρονικό ορίζοντα των προφητειών της; Τα χάραγμα και οι παρερμηνείες
Η «Αποκάλυψη του Ιωάννη» είναι αναμφισβήτητα το πιο πολυσυζητημένο χριστιανικό κείμενο. Το 27ο και τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης αποτελεί μια γλαφυρή, εσχατολογική παρουσίαση και έχει ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως. Πολύ συχνά παρουσιάζεται ως μια προφητεία για το τέλος του κόσμου. Αρκετά από τα δεινά που έχει περάσει η ανθρωπότητα ανά τους αιώνες έχουν μεταφραστεί από κάποιους ως δικαίωση του κειμένου. Τι είναι όμως ακριβώς η «Αποκάλυψη», ποιος την έγραψε και τελικά αποτελεί προφητεία;
Ποιος είναι ο συγγραφέας;
Το βιβλίο ξεκινά με τη λέξη «αποκάλυψη» και έτσι προέκυψε το όνομα του. «Ἀποκάλυψις Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἣν ἔδωκεν αὐτῷ ὁ Θεός, δεῖξαι τοῖς δούλοις αὐτοῦ...». Λίγο πιο κάτω, στον στίχο 1.3, μιλάει για προφητεία. Σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση η «Αποκάλυψη» γράφτηκε από τον Ιωάννη τον μαθητή του Ιησού, όταν αυτός ήταν εξόριστος στο νησί της Πάτμου, περίπου το 93-96. Στο κείμενο το όνομα «Ιωάννης» αναφέρεται συνολικά τέσσερις φορές. Δεν ξεκαθαρίζεται όμως αν πρόκειται για τον μαθητή του Ιησού.
Όταν μάλιστα ο συγγραφέας μιλά για τους αποστόλους δεν συγκαταλέγει τον εαυτό του ανάμεσά τους. Στο σημείο που βλέπει τους 24 πρεσβυτέρους να κάθονται σε θρόνους γύρω από αυτόν του Θεού, δεν αναφέρει ότι ήταν και αυτός ανάμεσά τους.
Η Εκκλησία μας τονίζει ότι οι 24 πρεσβύτεροι είναι οι 12 πατριάρχες των Εβραίων (εκπρόσωποι της «παλαιάς οικονομίας») και οι 12 απόστολοι (που εκπροσωπούν τη «νέα οικονομία» του Θεού).
Από την εμφάνιση του το κείμενο προκαλούσε συζητήσεις και έριδες. Ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Διονύσιος (190- 264 μ.Χ.) ήταν ο πρώτος που είπε ξεκάθαρα ότι η «Αποκάλυψη» δεν ανήκει στον απόστολο Ιωάννη. Τόνισε ότι το έγραψε κάποιος «άγιος εκκλησιαστικός άνδρας», αλλά όχι ο μαθητής του Ιησού.
Ο Διονύσιος θεωρεί δεδομένο ότι το «Κατά Ιωάννην» ευαγγέλιο και η πρώτη «καθολική» επιστολή ανήκουν στον απόστολο Ιωάννη. Συγκρίνοντας τα συγκεκριμένα κείμενα με την «Αποκάλυψη» παρατηρεί ότι έχουν μεγάλες διαφορές στον τρόπο γραφής. Στην «Αποκάλυψη» ο συγγραφέας περιττολογεί πολλές φορές, τονίζει και προσθέτει ότι πολλοί εκείνη την εποχή είχαν το όνομα «Ιωάννης». Στο ερώτημα «ποιος Ιωάννης είναι ο συγγραφέας;» ο Διονύσιος απαντά: «Ποιος δε ούτος, άδηλον».
Πού και πότε γράφτηκε η Αποκάλυψη;
Στο κείμενο αναφέρεται σαφέστατα ότι ο συγγραφέας έλαβε την Αποκάλυψη στο νησί της Πάτμου. Ο ίδιος ο Ιησούς του δίνει την εντολή να γράψει αυτά που βλέπει στο βιβλίο, «ὁ βλέπεις γράψον εἰς βιβλίον» αναφέρει τον στίχο 1.11.
Η πλέον διαδεδομένη άποψη ήταν ότι ο Ιωάννης βρισκόταν στην Πάτμο εξόριστος. Ο αρχιμανδρίτης Β. Στεφανίδης ισχυρίζεται ότι αυτό προέκυψε από παρανόηση της λέξης «μαρτυρίαν». «Ο Ιωάννης ειργάσθη δια την διοργάνωσιν των χριστιανικών κοινοτήτων της Μ. Ασίας και την διάδοσιν του χριστιανισμού. Μετέβη εις την νήσον Πάτμον, όπου έγραψε την Αποκάλυψιν. Ως σκοπόν της μεταβάσεως η Αποκάλυψις αναφέρει ¨δια τον λόγον του Θεού και την μαρτυρίαν του Ιησού¨, ήτοι δια το κήρυγμα και την διάδοσιν του χριστιανισμού. Η λέξις ¨μαρτυρία¨ παρεξηγηθείσα εξελήφθη ως μαρτύριον. Εκ τούτου προέκυψεν η είδησις, ότι ο Ιωάννης μετέβη εις την Πάτμον ως εξόριστος, το οποίον πρώτην φοράν αναφέρει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς» τονίζει.
Για το πότε γράφτηκε ακριβώς οι απόψεις διίστανται. Ο Ειρηναίος της Λιόν μιλάει για κάπου μεταξύ 93-96 μ.Χ. Ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας τονίζει ότι γράφτηκε 32 χρόνια μετά την «ανάληψη» του «Χριστού» ενώ ο Επιφάνιος Κύπρου τοποθετεί την χρονολογία της συγγραφής την περίοδο βασιλείας του Κλαυδίου, μεταξύ 41-54 μ.Χ.
Οι ιστορικοί που έχουν μελετήσει διεξοδικά το κείμενο θεωρούν ότι ολοκληρώθηκε σε ένα διάστημα περίπου 40 ετών. Υποστηρίζουν ότι τα πρώτα του μέρη γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 60μ.Χ. και ολοκληρώθηκε κοντά στο τέλος του πρώτου αιώνα.
Η θέση αυτή στηρίζεται πάνω σε στοιχεία που μας δίνει το ίδιο το κείμενο και αναφέρονται στη Ρώμη. Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι την εποχή εκείνη η Ρώμη αποκαλούνταν Βαβυλώνα από τους πιστούς Χριστιανούς. Ο εκκλησιαστικός πατέρας και διδάσκαλος Ανδρέας Καισαρείας, στα «Σχόλια στην Αποκάλυψη», αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η πρεσβυτέρα Ρώμη, Βαβυλών εν τη επιστολή του Πέτρου προσηγορεύεται». Με την ερμηνεία αυτή συμφωνούν και οι σύγχρονοι ερμηνευτές και θεολόγοι τονίζοντας πως η Βαβυλώνα παρουσιάζεται ως το σύμβολο της ρωμαϊκής κυριαρχίας.
Η «Αποκάλυψη» γράφει για επτά βασιλείς, εκ των οποίων οι πέντε έπεσαν, ο ένας είναι, ο άλλος ακόμα δεν ήρθε αλλά όταν έρθει πρέπει να μείνει λίγο. Πρώτος ο Ιούλιος Καίσαρας, δεύτερος ο Οκταβιανός, τρίτος ο Τιβέριος, τέταρτος ο Καλιγούλας, πέμπτος ο Κλαύδιος και έκτος ο Νέρων που κυβέρνησε μεταξύ 54-68 μ.Χ. Σε αυτή την εποχή τοποθετείται λοιπόν η συγγραφή του πρώτου μέρος ή ολόκληρης της «Αποκάλυψης».
Δομή και περιεχόμενο
Το κείμενο χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο κεφάλαιο είναι ουσιαστικά επεξηγηματικό για το τι θα ακολουθήσει. Τονίζει ότι ο συγγραφέας είδε σε κατάσταση έκστασης τον Ιησού και του έδωσε την εντολή να γράψει όσα βλέπει σε βιβλίο και να τα στείλει σε επτά ιστορικές εκκλησιαστικές κοινότητες που βρίσκονται σε επτά πόλεις της Μικράς Ασίας. Στην Έφεσο, στην Σμύρνη, στην Πέργαμο, στα Θυάτειρα, στις Σάρδεις, στην Φιλαδέλφεια και στην Λαοδίκεια.
Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται οι επιστολές και το τρίτο και τελευταίο είναι το προφητικό που αναφέρει «ἃ μέλλει γινέσθαι μετὰ ταῦτα» (όσα πρόκειται να γίνουν μετά από αυτά). Εκεί περιγράφεται με έντονους συμβολισμούς η μάχη και η επικράτηση του Θεού και της Εκκλησίας επί των δυνάμεων του κακού.
Η γλαφυρότητα του κειμένου, οι τρομακτικές περιγραφές και κυρίως οι ανοιχτοί σε ποικίλες ερμηνείες συμβολισμοί συνθέτουν τη δύναμη της «Αποκάλυψης». Είναι ο λόγος που διαχρονικά μεγάλα αρνητικά ιστορικά γεγονότα ταυτίζονται με τις προφητείες του κειμένου και μεταφράζονται ως η αρχή του τέλους.
Στην «Αποκάλυψη» κυριαρχεί μια λογική Παλαιάς Διαθήκης. Φωτιά, θάνατος και ένα πνεύμα εκδίκησης που κυριαρχεί. Η απόλυτη φρίκη εν όψει της δεύτερης έλευσης του Ιησού.
Μια ενδιαφέρουσα τοποθέτηση έχει κάνει Δημήτριος Καραγιάννης (Παιδοψυχίατρος – Ψυχοθεραπευτής, Διευθυντής του Κέντρου Παιδοψυχικής Υγιεινής. Διδάκτωρ του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου και Καθηγητής στο Frederick University Κύπρου) στο βιβλίο του «Ρωγμές και Αγγίγματα» (Εκδόσεις Αρμός) όπου αναφέρει: «Ασχολείται με την καταστροφολογία, το τέλος του κόσμου, την εμφάνιση του Αντίχριστου. Περιμένει την τιμωρία των κακών ως ανταμοιβή γι’ αυτά που στερήθηκε. Θεωρώντας, δηλαδή, τους ανθρώπους που δεν αντιστέκονται στο κακό ως ¨τυχερούς¨, που περνούν καλύτερη ζωή από αυτόν, αναμένει την τιμωρία τους για να δικαιωθεί ο ίδιος. Γι’ αυτό αναζητά ¨σημεία¨ που να επιβεβαιώνουν τις αντιλήψεις του. Επομένως έλκεται από θρησκευτικές κοινότητες που διέπονται από αντίστοιχη ιδεολογία, που ο υπεύθυνος της ομάδας καλλιεργεί κλίμα αμείλικτης τιμωρίας της κάθε παρακοής και κηρύττει έναν αντίστοιχο Θεό-τιμωρό. [...] Οι συζητήσεις μέσα στην ομάδα είναι συναισθηματικά φορτισμένες και πάντα έντονα επικριτικές για τους ανθρώπους τους εκτός ομάδας. Ευνοείται η μεταφορά ειδήσεων που επιβεβαιώνουν ότι ο κόσμος οδεύει στην καταστροφή, που οδηγεί μέσω των αναπτυσσόμενων φοβιών στη συσπείρωση της ομάδας, και στην προσήλωση στον αρχηγό, που θα προστατεύει τα μέλη από όλους τους κινδύνους. Στα πλαίσια αυτά, έχει χαθεί η προσωπική ελευθερία».
Πότε θα εκπληρωθούν οι προφητείες;
Ένα μεγάλο ερώτημα είναι αν η «Αποκάλυψη» ορίζει το χρονικό εύρος της επαλήθευσης των προφητειών που παρουσιάζει. Αρχικά είναι δεδομένο ότι μιλά ξεκάθαρα για προφητείες και δεν αφήνει περιθώριο άλλης ερμηνείας. Το ενδιαφέρον είναι ότι από το πρώτο εισαγωγικό κεφάλαιο τονίζει ότι η εκπλήρωση των προφητειών θα γίνει σύντομα, «ἃ δεῖ γενέσθαι ἐν τάχει» και το πολυχρησιμοποιημένο στην εποχή μας «ὁ γὰρ καιρὸς ἐγγύς». Παρόμοιες αναφορές κάνει και στο τελευταίο κεφάλαιο όπου προειδοποιεί τον αναγνώστη ότι πλησιάζει η ώρα της εκπλήρωσης των προφητειών. «Ιδού, ἔρχομαι ταχύ. μακάριος ὁ τηρῶν τοὺς λόγους τῆς προφητείας τοῦ βιβλίου τούτου» αναφέρει ένας από τους στίχους. «Μὴ σφραγίσῃς τοὺς λόγους τῆς προφητείας τοῦ βιβλίου τούτου ὅτι ὁ καιρὸς ἐγγύς ἐστιν», ενώ συχνές είναι οι αναφορές τα ταχεία άφιξη ( «Ναί ἔρχομαι ταχύ»).
Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι το χωρίο 1.7 αναφέρει ότι αυτοί που «σταύρωσαν και τον ελόγχισαν επάνω στον σταυρόν» θα «καταληφθούν από φόβον και τρόμον και θα θρηνολογήσουν με πικράν μεταμέλειαν δια την απιστίαν, που έδειξαν προς αυτόν». Δεν είναι αυθαίρετη λοιπόν η ερμηνεία ότι οι σταυρωτές του Ιησού θα είναι εν ζωή κατά την επάνοδο του. Οπότε σύμφωνα με την «Αποκάλυψη» η Δευτέρα Παρουσία θα πραγματοποιούταν τον πρώτο αιώνα.
Το κείμενο λοιπόν ουσιαστικά θέτει έναν χρονικό ορίζοντα υλοποίησης των προφητειών. Σύμφωνα με αυτό αλλά και την ιστορική προσέγγιση η διάλυση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ορίζει και το τέλος των προφητειών.
Χάραγμα και «666»
Μέχρι τις μέρες μας ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο λεγόμενο χάραγμα του αντίχριστου το οποίο, σύμφωνα με το κείμενο, θα γίνεται ρητά στο δέρμα. Αναφορά όμως σε μια ανάλογη πρακτική διάκρισης πιστών- απίστων εντοπίζεται και στην Παλαια Διαθήκη (βιβλίο «Ιεζεκιήλ»). Οι ιστορικοί επίσης αναφέρουν ότι στα ρωμαϊκά χρόνια ο στρατός χαράζονταν ή σφραγίζονταν και αυτό προς ένδειξη αφοσίωσης στον αυτοκράτορα και στον αρχηγό της λεγεώνας. Ο συγγραφέας λοιπόν χρησιμοποιεί ως συμβολισμό μια πρακτική της εποχής.
Αναφορικά τώρα με το νούμερο «666». Η «Αποκάλυψη» τονίζει ότι αυτό που θα χαραχθεί στο δεξί χέρι ή στο μέτωπο θα είναι το όνομα του θηρίου (αντίχριστος) ή ο αριθμός του ονόματός του. Ο αριθμός μας δίδεται υπό μορφή γραμμάτων, διότι αυτό ήταν το ελληνικό σύστημα αρίθμησης. Τα γράμματα «χ», «ξ», «ς», σημαίνουν αντίστοιχα τους αριθμούς «600», «60», «6». Το όνομα λοιπόν του «θηρίου» προκύπτει από τον συνδυασμό των γραμμάτων που μεταφραζόμενοι σε αριθμούς, πρέπει να μας δίνουν άθροισμα 666. Αυτό σημαίνει ότι προκύπτει ένας πλήθος ονομάτων που μπορεί να δώσει το συγκεκριμένο άθροισμα 666.
Για παράδειγμα ο Ειρηναίος της Λιόν είχε προτείνει το όνομα «ΛΑΤΕΙΝΟΣ», ως ένα πιθανό όνομα του αντίχριστου. Δηλαδή: 30 + 1+ 300 + 5 + 10 + 50 + 70 + 200 = 666.
Από την άλλη η «Αποκάλυψη» τονίζει ότι ο αντίχριστος θα αποκαλυφθεί πρώτα μόνος του και έπειτα θα εφαρμοστεί το χάραγμα. Σύμφωνα λοιπόν με την προφητεία δεν θα υπάρξει χάραγμα πριν την εμφάνιση του αντιχρίστου ούτε θα αποκαλυφθεί νωρίτερα το όνομα του με υπολογισμό.
Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι σε ορισμένα χειρόγραφα ο αριθμός του «θηρίου» είναι το «χις» ή «χιc», δηλαδή το 616. Τον αριθμό μάλιστα δίνει και το αρχαιότερο διατηρημένο χειρόγραφο της Αποκάλυψης με αριθμό 115, που χρονολογείται μεταξύ του 225- 275 μ.Χ. Μάλιστα ο Ειρηναιος της Λιόν (130-200 μ.Χ.) επιβεβαιώνει ότι στην εποχή του υπήρχαν ήδη χειρόγραφα που ανέφεραν το 616 αντί του 666. Όσο για την ταύτιση του «barcode» με το 666 δεν έχει καμία σχέση με το κείμενο της «Αποκάλυψης». Οι σχετικές ιδέες προωθήθηκαν στις αρχές του 1980 από τα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία της Μαίρη Στίουαρτ Ρέφλε, όπως το «When your money fails» και το «The new money system». Η συγγραφέας ήταν προτεστάντης και όριζε την Δευτέρα Παρουσία το έτος 1998.
Πώς το έβλεπαν οι Χριστιανοί των πρώτων αιώνων
Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον έχουν και οι απόψεις που εκφράζουν επιφανείς Χριστιανοί που έζησαν του πρώτους αιώνες μετά Χριστό. Ο Ευσέβιος Καισαρείας όχι μόνο εκφράζει αμφιβολίες για το αν ο συγγραφέας είναι ο απόστολος Ιωάννης αλλά μιλάει και για νόθο έργο και τονίζει ότι κάποιοι απορρίπτουν το περιεχόμενο του. Ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Διονύσιος αναφέρει ότι υπήρξαν πριν από αυτόν χριστιανοί που αμφισβήτησαν όχι μόνο τον συγγραφέα αλλά και το περιεχόμενό της. Τονίζει ότι το βρήκαν άγνωστο, παράλογο και ψευδεπίγραφο και προσθέτει ότι δεν αποτελεί αποκάλυψη καθώς είναι σκεπασμένο από παραπετάσματα άγνοιας. Τέλος αναφέρει ότι κάποιοι θεωρούν ότι συγγραφέας είναι ο αιρετικός Κήρινθος που χρησιμοποίησε το όνομα Ιωάννης για να προσδώσει κύρος στο κείμενο.
Ο ίδιος ο Διονύσιος πάντως εκφράζει τις αμφιβολίες του αλλά δεν απορρίπτει το βιβλίο. Τελικά το θέμα της «Αποκάλυψης» ξεκαθαρίστηκε κατά την Πενθέκτη «οικουμενική» σύνοδο που έλαβε χώρα το 691μ.Χ όταν και η ισχύς του κειμένου κρίνεται ως καθολική.
Επίλογος
Σχεδόν 2.000 χρόνια μετά τη συγγραφή της η «Αποκάλυψη» παραμένει το απόλυτο εσχατολογικό κείμενο. Αναλύεται, ερμηνεύεται και (κυρίως) παρερμηνεύεται. Συνοψίζοντας πάντως είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι από εμφανίσεως του υπήρξαν αμφιβολίες για το αν πράγματι ο απόστολος Ιωάννης ήταν ο συγγραφέας. Επιπλέον το κείμενο δεν αφήνει χώρο αμφισβήτησης για το αν και πότε ορίζει χρονικά την υλοποίηση των προφητειών του.
Από άγνοια, ιδεολογική αγκύλωση ή συμφέρον η «Αποκάλυψη» έχει μετατραπεί σε ένα εσχατολογικό μανιφέστο του... κάθε παρόντος. Εδώ και αιώνες αυθαίρετα συνδέεται με γεγονότα, τεχνολογικές εξελίξεις και επιστημονικές ανακαλύψεις και διατηρεί την «ταμπέλα» του προφητικού κειμένου χωρίς χρονικά περιθώρια. Αναμφισβήτητα πάντως διαχρονικά οι γλαφυρές του περιγραφές προκαλούν τρόμο και λειτουργούν αποτρεπτικά κατά των πειρασμών. Παράλληλα αποτελεί μια αέναη προαναγγελία της τελικής δικαίωσης, της λύτρωσης όσων αδικήθηκαν, διώχθηκαν και δεν παρασύρθηκαν. Τελικά το καλό επικρατεί οριστικά επί του κακού και οι ενάρετοι παίρνουν τη θέση τους δίπλα στον Θεό.