Ξενοφώντος Ελληνικά «Βιβλίο 2. Κεφάλαιο 3. §11-16» (σχόλια – ασκήσεις σχολικού)
Μετάφραση
[11] Η εκλογή των Τριάντα έγινε αμέσως μετά την κατεδάφιση των Μακρών Τειχών και των τειχών του Πειραιά. Ενώ όμως εντολή τους ήταν να συντάξουν ένα σύνταγμα που θα ρύθμιζε τον πολιτικό βίο, όλο αναβάλλαν τη σύνταξη και τη δημοσίευσή του· στο μεταξύ συγκροτούσαν τη Βουλή και τις άλλες αρχές όπως ήθελαν αυτοί.[12] Έπειτα άρχισαν να συλλαμβάνουν τους γνωστούς καταδότες, που τον καιρό της δημοκρατίας είχαν κάνει τη συκοφαντία επάγγελμα και ταλαιπωρούσαν την καλή τάξη, και να τους παραπέμπουν για θανατική καταδίκη. Η Βουλή τους καταδίκαζε μ’ ευχαρίστηση, και το πράμα δε δυσαρεστούσε καθόλου όσους ένιωθαν πως τίποτα κοινό δεν είχαν μ’ αυτούς. [13] Αργότερα ωστόσο άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια για να επιβάλουν την ανεξέλεγκτη κυριαρχία τους στην πόλη. Το πρώτο βήμα ήταν να στείλουν στη Λακεδαίμονα τον Αισχίνη και τον Αριστοτέλη, για να πείσουν το Λύσανδρο να ενεργήσει να τους δοθεί φρουρά -που υπόσχονταν να συντηρούν αυτοί - «ώσπου να βγάλουν από τη μέση τα κακά στοιχεία και να οργανώσουν το καθεστώς». Εκείνος πείστηκε και φρόντισε να τους δώσουν τη φρουρά με τον Καλλίβιο για αρμοστή.
[14] Μόλις οι Τριάντα πήραν τη φρουρά βάλθηκαν να καλοπιάνουν με κάθε τρόπο τον Καλλίβιο, για να εγκρίνει όλες του τις πράξεις· αυτός πάλι τους έδινε στρατιώτες από τη φρουρά, που τους βοηθούσαν να συλλάβουν όποιους ήθελαν -όχι πια «κακά στοιχεία» κι ασήμαντα πρόσωπα, αλλ’ από δω και μπρος όποιον τους δημιουργούσε την υποψία ότι δε θ’ ανεχόταν τον παραμερισμό του κι ότι, αν δοκίμαζε ν’ αντιδράσει, θάβρισκε πολλούς συμπαραστάτες.
[15] Τον πρώτο καιρό ο Κριτίας κι ο Θηραμένης ήταν ομοϊδεάτες και φίλοι. Ο Κριτίας όμως -που ανάμεσα στ’ άλλα είχε εξοριστεί κιόλας από τους δημοκρατικούς- είχε διάθεση να σκοτώσει πολύν κόσμο, ενώ ο Θηραμένης εναντιωνόταν, λέγοντας ότι δεν ήταν λογικό να θανατώνουν ανθρώπους για μόνο το λόγο ότι τους τιμούσε ο λαός, έστω κι αν δεν πείραζαν σε τίποτα την καλή τάξη. «Στο κάτω-κάτω», τούλεγε, «κ’ εγώ κ’ εσύ έχουμε πει και κάνει πολλά για ν’ αποχτήσουμε δημοτικότητα». [16] Ο άλλος πάλι αποκρινόταν (γιατί φερόταν ακόμα φιλικά στο Θηραμένη) ότι όποιος θέλει να κυριαρχεί είν’ υποχρεωμένος να βγάζει από τη μέση εκείνους που θα μπορούσαν να του σταθούν εμπόδιο: «Κι αν φαντάζεσαι ότι επειδή είμαστε τριάντα κι όχι ένας η εξουσία μας δε χρειάζεται τόση φροντίδα όσο και μια προσωπική τυραννία είσαι ανόητος».
[Μετάφραση: Ρόδης Ρούφος]
Ερμηνευτικά σχόλια
§11-16
Στο κείμενο καταγράφεται η αντίθεση των Τριάκοντα προς τον δήμο των Αθηναίων, τους νόμους και τους θεσμούς της δημοκρατίας (§11-13). Έπειτα ήλθε η σειρά των ατόμων (§14- 15). Κατά την οκτάμηνη διάρκεια της εξουσίας των τριάκοντα εκτελέστηκαν 1500 πολίτες Αθηναίοι και μέτοικοι. Η αντίθεση έφτασε τέλος και στους κόλπους του ίδιου του σώματος των τυράννων (§15-16). Ο Κριτίας και ο Θηραμένης εκπροσωπούσαν δύο αντίθετες τάσεις μέσα στη «συμμορία» που ασκούσε την εξουσία.
Ο Ξενοφών οργανώνει τον λόγο του, ώστε να φανεί η χρονική κλιμάκωση των εξελίξεων (η αλληλουχία των χρονικών προτάσεων και μετοχών) αλλά και η αλληλεξάρτησή τους, πώς δηλαδή από τις φαινομενικά δημοκρατικές διαδικασίες («οἱ δὲ τριάκοντα ᾑρέθησαν...») τελικά το καθεστώς έφτασε στην απροκάλυπτη ομολογία του αυθαίρετου χαρακτήρα του («ὥσπερ τυραννίδος», §16). Η κατάσταση, όσο περνάει ο καιρός, γίνεται πιο πολύπλοκη.
§11
Ενώ μοναδικός (διακηρυγμένος) σκοπός των τριάκοντα και μοναδική εντολή της (εκβιασμένης, έστω) ψήφου της Εκκλησίας προς αυτούς ήταν να συντάξουν τους νόμους («ἐφ’ ᾧ τε συγγράψαι νόμους» / «οἱ τοὺς πατρίους νόμους συγγράψουσι») αυτοί ανέβαλλαν συνεχώς να εκτελέσουν το έργο που είχαν αναλάβει και συγκροτούσαν τη Βουλή και τα άλλα θεσμικά όργανα, όπως τους άρεσε («ὡς ἐδόκει αὐτοῖς»), με δικούς τους ανθρώπους. Ενώ λοιπόν είχαν διακηρύξει ότι το καθεστώς τους θα ήταν προσωρινό, ως τη δημοσίευση των νέων νόμων, διέλυσαν τα δικαστήρια των ενόρκων (Ἡλιαία...) και παραχώρησαν στη Βουλή δικαστικές εξουσίες για ποινικά (ή δήθεν ποινικά) αδικήματα. Κατάργησαν επίσης τη μυστική ψηφοφορία σε όλες τις διαδικασίες.
§12
Μια από τις σκοτεινές πλευρές του αθηναϊκού δημοκρατικού καθεστώτος ήταν η ευκολία με την οποία μερικοί αδίστακτοι Αθηναίοι μπορούσαν «να ζουν από τη συκοφαντία». Η ψεύτικη καταγγελία, ψευδής καταμήνυση εναντίον ευκατάστατου συνήθως πολίτη, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως μέσο εκβιασμού και ως μέσο προσωπικής εκδίκησης. Πολλές φορές ο συκοφάντης εξεβίαζε κάποιον και αποσπούσε χρηματικά ποσά, για να μην τον καταγγείλει και τον σέρνει στα δικαστήρια. Από τις ετυμολογικές ερμηνείες της λ. συκοφάντης <σῦκον+φαίνω (= αυτός που φανερώνει τα σύκα) που είχαν προταθεί ήδη από την αρχαιότητα πιθανότερη φαίνεται η πρώτη: 1) αυτός που φανέρωνε τα σύκα, κρυμμένα μέσα στα ρούχα του κλέφτη· 2) ο μηνυτής· 3) ο μηνυτής αυτών που είχαν κλέψει σύκα από ιερές συκιές, αφιερωμένες σε θεούς· 4) αυτός που τράνταζε τα κλαδιά ή τον κορμό της συκιάς για να φανούν τα σύκα, που ήταν κρυμμένα μέσα στα φύλλα· 5) (με επέκταση της αρχικής σημασίας) αυτός που κατήγγειλε στις αρχές διάφορες παραβάσεις, όπως λαθραία εισαγωγή προϊόντων, παράνομη κτήση ή επικαρπία ξένης ιδιοκτησίας, φοροδιαφυγή και -συνηθέστερα- εχθρικές ενέργειες ή διαθέσεις κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Εκτός από τα χρήματα που μπορούσε να αποσπάσει ο συκοφάντης ως εκβιαστής, αν καταδικαζόταν ο καταγγελλόμενος πολίτης, ο συκοφάντης είχε και τότε οικονομικό όφελος.
§13
Το να ενισχυθούν οι ένοπλοι τριάκοντα και οι οπαδοί τους εναντίον των άοπλων δημοκρατικών με (700 τελικά) φρουρούς Σπαρτιάτες δείχνει το αίσθημα ανασφάλειας των τυράννων. Επειδή το αίτημα αυτό θα το απέρριπτε η επίσημη κυβέρνηση της Σπάρτης, δηλ. οι έφοροι, οι τριάκοντα ζητούν από τον Λύσανδρο να «συμπράξει», να «μεσολαβήσει», προφανώς παρασκηνιακά.
§14
Οι τριάκοντα ανέλαβαν τη συντήρηση των φρουρών από τη Σπάρτη (§13) με έξοδα του κράτους φυσικά, όχι δικά τους, και «κολάκευαν, καλόπιαναν με κάθε τρόπο τον Καλλίβιο», για να εξασφαλίζουν τη συναίνεσή του στις αυθαιρεσίες τους, αλλά και για να τους παρέχει φρουρούς «συνεργούς» στη σύλληψη πολιτών που είχαν ακόμη κύρος και δύναμη, ώστε να αντισταθούν στο καθεστώς.
§16
Οι τελευταίοι λόγοι του Κριτία φανερώνουν τον πολιτικό κυνισμό του.
Ασκήσεις
1. Ποια στοιχεία του κειμένου δείχνουν την αυθαιρεσία του καθεστώτος των Τριάκοντα;
Παρά το γεγονός ότι η εντολή που δόθηκε στους Τριάκοντα ήταν να καταγράψουν τους «πάτριους νόμους», διαμορφώνοντας έτσι το σύνταγμα που θα ρύθμιζε την πολιτική ζωή του αθηναϊκού κράτους, εκείνοι κινήθηκαν με γνώμονα το πώς θα εδραιώσουν την προσωπική τους εξουσία. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι ενέργειές τους ήταν αυθαίρετες, εφόσον δεν συμβάδιζαν με το νομικό πλαίσιο κι είχαν ως βασική τους στόχευση την εξυπηρέτηση ιδιοτελών επιδιώξεων.
Μια πρώτη σαφής ένδειξη της αυθαιρεσίας του καθεστώτος των Τριάκοντα υπήρξε η σκόπιμη αναβολή της σύνταξης και δημοσίευσης του συντάγματος, έστω κι αν -θεωρητικώς- αυτή ήταν η βασική τους αποστολή. Αυθαίρετη, ακολούθως, ήταν κι η συγκρότηση της Βουλής, όπως και των άλλων θεσμικών οργάνων του αθηναϊκού κράτους, με άτομα της δικής τους επιλογής, προκειμένου να διασφαλίσουν τον έλεγχο όλων των κέντρων λήψης αποφάσεων.
Επιπροσθέτως, αυθαίρετη υπήρξε η πρωτοβουλία σύλληψης και παραπομπής των καταδοτών στη Βουλή, για να τους επιβληθεί η θανατική ποινή, έστω κι αν ικανοποιούσε τα εκδικητικά ένστικτα των πολιτών, εφόσον οι Τριάκοντα δεν είχαν λάβει τέτοιου είδους οδηγία και εξουσιοδότηση. Αντιστοίχως, εντελώς άνομη και αυθαίρετη ήταν η πρωτοβουλία τους να ζητήσουν τη συνδρομή του Λυσάνδρου, προκειμένου να πεισθούν οι Σπαρτιάτες να τους παραχωρηθεί ένοπλη φρουρά, για να έχουν έτσι τη δυνατότητα να συλλαμβάνουν οποιονδήποτε πολίτη ήθελαν και να μπορέσουν να εδραιώσουν το καθεστώς τους.
2. Ποιες ενέργειες έκαναν οι Τριάκοντα για να εξασφαλίσουν το καθεστώς τους; Ποια ήταν η σκοπιμότητα της κάθε ενέργειας;
Η πρόθεση των Τριάκοντα να διατηρήσουν οι ίδιοι την εξουσία και να επιβάλουν τυραννία στην Αθήνα, άρχισε να διαφαίνεται από τις πρώτες κιόλας επιλογές τους. Το γεγονός κατ’ αρχάς ότι δεν θέλησαν να υλοποιήσουν τη βασική τους αποστολή που ήταν η σύνταξη συντάγματος, υποδήλωνε πως δεν είχαν την πρόθεση να παραχωρήσουν τον έλεγχο της Αθήνας σε κάποιον άλλον. Με το να καθυστερούν, επομένως, τη διαμόρφωση του συντάγματος, αποσκοπούσαν στο να διασφαλίσουν τον αναγκαίο χρόνο προκειμένου να εδραιώσουν την εξουσία τους.
Μια πρώτη ενέργεια στήριξης του καθεστώτος τους ήταν η συγκρότηση της Βουλής και των άλλων θεσμικών οργάνων της πόλης με άτομα δικής τους επιλογής, ώστε να ελέγχουν κάθε απόφαση και κάθε δράση ή αντίδραση της Αθήνας. Αποτρέποντας, έτσι, την ενδεχόμενη ψήφιση κάποιας απόφασης που θα τους αφαιρούσε τις δικαιοδοσίες τους.
Η αμέσως επόμενη ενέργειά τους ήταν η σύλληψη των καταδοτών κι η καταδίκη τους σε θάνατο μέσω της Βουλής. Με την ενέργεια αυτή αποσκοπούσαν κατ’ αρχάς να δημιουργήσουν ευνοϊκό κλίμα για τους ίδιους, καθώς έδειχναν στους έντιμους πολίτες πως είναι αποφασισμένοι να απαλλάξουν την πόλη από τα ανήθικα εκείνα στοιχεία που επιβίωναν εις βάρος των άλλων με τη συκοφαντική τους δράση. Επρόκειτο για μια δημαγωγική τακτική, η οποία σε αρχικό επίπεδο ερμηνευόταν θετικά από τους πολίτες, εφόσον τους απάλλασσε από ανέντιμους ανθρώπους. Ωστόσο, η τακτική αυτή αποσκοπούσε στο να δημιουργήσει συναισθήματα πόλωσης και διχασμού στην πόλη, οδηγώντας τους πολίτες σε μεταξύ τους αντιδικίες για το ποιος καταδικάστηκε δίκαια και ποιος όχι, απομακρύνοντας την προσοχή τους από την εν γένει αντιδημοκρατική συμπεριφορά των Τριάκοντα. Αποτελούσε, συνάμα, έναν τρόπο για να δοκιμαστούν οι αντιδράσεις των πολιτών απέναντι σε ανάλογα βίαιες πράξεις, λίγο προτού οι Τριάκοντα αρχίσουν να στρέφονται ενάντια σ’ εκείνους που αποτελούσαν το βασικό εμπόδιο για την εδραίωση της εξουσίας τους.
Ακολούθως οι Τριάκοντα έκαναν το πρώτο ξεκάθαρο βήμα για την εδραίωση της απολυταρχικής εξουσίας τους, όταν έστειλαν τον Αισχίνη και τον Αριστοτέλη στον Λύσανδρο προκειμένου με τη δική του μεσολάβηση να τους δοθεί σπαρτιατική φρουρά που θα τους επέτρεπε να προχωρήσουν σ’ ένα δραστικό ξεκαθάρισμα των αντιφρονούντων. Αξίζει να προσεχθεί πως για να πεισθεί ο Λύσανδρος, τον διαβεβαίωσαν αφενός πως δεν θα επιβαρυνόταν οικονομικά η Σπάρτη για τη συντήρηση της φρουράς κι αφετέρου πως θα χρησιμοποιούσαν τους στρατιώτες για να βγάλουν από τη μέση «κακούς» ανθρώπους. Δεν φανέρωσαν, δηλαδή, στον Λύσανδρο τον πραγματικό τους στόχο, που ήταν το να χρησιμοποιήσουν τη φρουρά για να στραφούν εναντίον όποιου αντιδρούσε στην εξουσία τους.
Μόλις ο Λύσανδρος τούς διασφάλισε τη φρουρά, με αρμοστή τον Καλλίβιο, οι Τριάκοντα άρχισαν να καλοπιάνουν τον Καλλίβιο με κάθε τρόπο, ώστε εκείνος να τους επιτρέπει να χρησιμοποιούν τους στρατιώτες της φρουράς όπως ήθελαν. Ξεκίνησε, έτσι, μια διαδικασία συνεχών διώξεων εις βάρος, όχι πια των «κακών» στοιχείων της πόλης, αλλά εκείνων που δημιουργούσαν έστω και την υποψία πως δεν θα ανεχτούν την απολυταρχική εξουσία των Τριάκοντα. Περισσότερο, μάλιστα, οι διώξεις στράφηκαν εναντίον όσων ασκούσαν επιρροή στους συμπολίτες τους και θα έβρισκαν συμπαράσταση από αυτούς σε περίπτωση που κινούνταν κατά των Τριάκοντα.
Η ένταση των διώξεων αυτών ήταν τέτοια, ώστε προκλήθηκαν προστριβές και αντιθέσεις ακόμη και μεταξύ των Τριάκοντα. Η διάθεση, ειδικότερα, του Κριτία να σκοτώσει όσο γίνεται περισσότερους από τους πολίτες που είχαν κύρος και γίνονταν σεβαστοί από τους άλλους, προκάλεσε την αντίδραση του Θηραμένη που θεωρούσε υπερβολικό και παράλογο μέτρο τις δολοφονίες αυτές. Ο Κριτίας, ωστόσο, πίστευε πως το να σκοτώσουν εκείνους που μπορούσαν να τους σταθούν εμπόδιο, ήταν απολύτως αναγκαίο για τη διασφάλιση της τυραννίας τους.
3. Πώς κρίνετε την πολιτική συμπεριφορά του Κριτία και του Θηραμένη.
Ο Κριτίας είναι αδίστακτος και ιδιαίτερα κυνικός, εφόσον πρεσβεύει την άποψη πως προκειμένου να διασφαλιστεί η εξουσία των Τριάκοντα οφείλουν να σκοτώσουν οποιονδήποτε έχει τη δυνατότητα να σταθεί εμπόδιο στα σχέδιά τους. Δεν διστάζει, έτσι, να οδηγηθεί σε ακραίες συμπεριφορές και να απαιτήσει τη δολοφονία πλήθους ανθρώπων, αφού ό,τι κυριαρχεί στη δική του σκέψη είναι το πάθος του για δύναμη και εξουσία. Ο Κριτίας είναι, συνάμα, εξαιρετικά εκδικητικός, αφού η απαξίωση που δείχνει απέναντι στους δημοκρατικούς πηγάζει κι από το γεγονός ότι τον είχαν εξορίσει όταν είχαν εκείνοι τον έλεγχο της πόλης.
Η σκληρότητα κι η εκδικητικότητα που χαρακτηρίζουν την πολιτική συμπεριφορά του Κριτία, φανερώνουν πως δεν είναι ικανός να διαχειριστεί την εξουσία. Η σκέψη του, άλλωστε, πως μόνο μέσω του φόβου και των δολοφονιών μπορεί να εδραιωθεί το καθεστώς των Τριάκοντα, υποδηλώνει πως μόνη του πρόθεση είναι να λάβει τον έλεγχο της πόλης κι όχι να προσφέρει κάποιο ουσιαστικό έργο, το οποίο θα μπορούσε πιθανώς να του διασφαλίσει την πραγματική εύνοια των πολιτών. Ένας πολιτικός, όμως, που σκέφτεται μόνο πώς θα εξουδετερώσει τους αντιπάλους του και όχι το πώς θα ωφελήσει την πολιτεία, δεν είναι σε καμία περίπτωση κατάλληλο πρόσωπο για να διαχειριστεί την πολιτική εξουσία.
Ο Θηραμένης, αν και ανήκει στην ίδια ολιγαρχική ομάδα που διεκδικεί με άνομο τρόπο την εδραίωση τυραννίας στην Αθήνα, δεν διακατέχεται από φονικά και εκδικητικά ένστικτα, όπως ο Κριτίας. Ο Θηραμένης αντιλαμβάνεται πόσο ακραίο είναι το να δολοφονούνται έντιμοι πολίτες απλώς και μόνο επειδή τους εκτιμούν και τους σέβονται οι συμπολίτες τους. Θεωρεί, επομένως, χρέος του να αντιταχθεί στον παραλογισμό του Κριτία και αποδεικνύει, κατ’ αυτό τον τρόπο, πως δεν βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο διαφθοράς και σκληρότητας. Δεν έχει, βέβαια, τις αρετές και το ήθος ενός δημοκράτη πολιτικού, που θα του επέτρεπαν να διεκδικήσει με νόμιμο τρόπο την εξουσία και θα τον οδηγούσαν στην επιτέλεση ωφέλιμου για την πόλη έργου, είναι, ωστόσο, περισσότερο ηθικός και λιγότερο παθιασμένος με την εξουσία από τον Κριτία.
Η πορεία των Τριάκοντα, όπως την καταγράφει ο Hermann Bengtson στο έργο του «Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος»:
Στην Αθήνα η συνθήκη της ειρήνης πρόβλεπε την παλινόρθωση του πατροπαράδοτου πολιτεύματος («πάτριος πολιτεία»)⸱ ο όρος τούτος βέβαια ερμηνεύτηκε από τους ολιγαρχικούς σύμφωνα με τις κομματικές τους επιδιώξεις. Υπό την απειλή του στόλου του Λυσάνδρου η αττική δημοκρατία καταποντίστηκε το καλοκαίρι του 404 π.Χ. για δεύτερη φορά μέσα σε επτά χρόνια! Αρχικά οι ολιγαρχικοί διόρισαν μια «εκτελεστική επιτροπή» από πέντε εφόρους και ύστερα ανέθεσαν την διακυβέρνηση της χώρας σε 30 πολίτες («οι Τριάκοντα»)⸱ επικεφαλής τούτων ήταν ο Θηραμένης και ο Κριτίας (ο θείος του Πλάτωνα), ένας άνθρωπος προικισμένος με πολλά χαρίσματα, αλλά βίαιος και μοχθηρός. Αυτοί, αντί να εκπονήσουν το πολίτευμα των Αθηνών, συγκέντρωσαν υπό την ανοχή του Λυσάνδρου όλες τις εξουσίες στα χέρια τους. Στην Ακρόπολη εγκαταστάθηκε σπαρτιατική φρουρά με έναν αρμοστή και σύντομα η αρχή των Τριάκοντα εξελίχθηκε σε τρομοκρατικό καθεστώς⸱ όλα τα ενοχλητικά στοιχεία εκκαθαρίστηκαν με την βοήθεια διαφόρων συκοφαντών. Τουλάχιστον 1500 Αθηναίοι πολίτες παραδόθηκαν στον δήμιο και πολλοί άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο Θρασύβουλος, εκπατρίστηκαν για να γλιτώσουν τη ζωή τους. Οι Θήβες, το Άργος, τα Μέγαρα και άλλες πόλεις τους πρόσφεραν άσυλο. Τελικά η τρομοκρατία των Τριάκοντα ξεπέρασε κάθε όριο -τούτη περιγράφεται θαυμάσια από τον φοβισμένο μέτοικο Λυσία, που είχε προσωπική αντίληψη της κατάστασης- και στράφηκε ακόμη και εναντίον της δικής τους παράταξης, συγκεκριμένα εναντίον της μετριοπαθούς μερίδας των ολιγαρχικών που είχαν αρχηγό τους τον Θηραμένη. Τούτος, καίτοι προσπάθησε να αμυνθεί με εντυπωσιακό τρόπο, δολοφονήθηκε. Για να καταπνίξουν κάθε διάθεση προς κριτική, δεν δίστασαν να απαγορεύσουν και αυτήν ακόμη τη διδασκαλία της ρητορικής!
Η σωτηρία της πόλης ήρθε από το εξωτερικό. Μια μικρή ομάδα Αθηναίων εξόριστων και μεταναστών υπό τον Θρασύβουλο ορμώμενη από την Βοιωτία κατόρθωσε να καταλάβει το φρούριο της Φυλής, που βρίσκεται στους προβούνους της Πάρνηθας. Ύστερα από μια επιτυχία τους κατά της σπαρτιατικής φρουράς και μετά την κατάληψη της Μουνιχίας ο Θρασύβουλος έθεσε υπό τον έλεγχό του τον Πειραιά, που ήταν η πηγή της ζωής για την Αθήνα. Ο Κριτίας και ο σύντροφός του Χαρμίδης έπεσαν μαχόμενοι σε οδομαχίες, η αρχή των Τριάκοντα κατέρρευσε (τέλος του 404 ή αρχές του 403). Στην θέση τους ανέλαβαν την εξουσία «οι Δέκα» από την μετριοπαθή παράταξη, αυτήν που εκπροσωπούσε παλιότερα ο Θηραμένης. Ακόμη όμως απείχαν πολύ από το να επιτύχουν μια εξισορρόπηση ανάμεσα στη δημοκρατική και την ολιγαρχική μερίδα. Ο Λύσανδρος πήρε θέση κατά του Θρασύβουλου και απέκλεισε τον Πειραιά. Τότε παρουσιάστηκε στην Αττική με ένα στρατιωτικό σώμα ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Παυσανίας Β΄⸱ τούτος είχε έρθει κατ’ εντολή των Εφόρων και ο Λύσανδρος υποχρεώθηκε να τεθεί υπό τις διαταγές του. Όταν οι Σπαρτιάτες έδειξαν, κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης εναντίον των δημοκρατικών, ότι ήταν αποφασισμένοι να αντιμετωπίσουν την κατάσταση με αυστηρότητα, οι αντιμαχόμενες παρατάξεις στην Αθήνα και στον Πειραιά εμφανίστηκαν πρόθυμες για συμφιλίωση.
Αποφασίστηκε να δοθεί γενική αμνηστία (επί του άρχοντος Ευκλείδη, το 403/2 π.Χ.)⸱ σ’ αυτήν δεν περιλήφθηκαν μόνο όσοι είχαν χρηματίσει μέλη στις επιτροπές των Τριάκοντα και των Δέκα. Τον Σεπτέμβριο του 403 ήρθαν οι δημοκρατικοί από τον Πειραιά στην πόλη, η Βουλή των 500 ανέλαβε και πάλι τα καθήκοντά της, το ολιγαρχικό διάλειμμα είχε πια τελειώσει και η Αθήνα ήταν ξανά δημοκρατία. Παρά ταύτα η πλήρης εξομάλυνση της κατάστασης επιτεύχθηκε μόλις το 401/0 π.Χ., όταν η Ελευσίνα, που το 403 είχε γίνει ανεξάρτητο κράτος από τους ριζοσπάστες ολιγαρχικούς, προσαρτήθηκε εκ νέου στην αττική επικράτεια.