Οι ιστοριογράφοι και οι ρήτορες της κλασικής αρχαιότητας αποτελούν τις σημαντικότερες πηγές μας για τους μεγάλους πολέμους, που σημάδεψαν την ιστορία της Ελλάδας. Πέρα όμως από την στεγνή αφήγηση των γεγονότων ή των μαχών, ο καθένας από αυτούς αναλύει, σχολιάζει και χρωματίζει την εκάστοτε πολεμική σύρραξη, υπό το πρίσμα της προσωπικής του πολιτικής τοποθέτησης και ιδεολογίας. Έτσι, άλλες φορές η ενίσχυση της πολεμικής ισχύος των κρατών φαίνεται επιβεβλημένη για τη διαφύλαξη της ελευθερίας και των ιδανικών, άλλοτε όμως αποβαίνει καταστροφική για την ειρήνη αφού εξυπηρετεί καθαρά ιμπεριαλιστικούς στόχους.
Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο τρόπος, με τον οποίο οι μεγαλύτεροι ιστορικοί και οι σημαντικότεροι ρήτορες της κλασσικής Ελλάδας, όπως ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Ισοκράτης ή «άσπονδος» φίλος του Δημοσθένης, παρουσίασαν τις συνέπειες και τα οφέλη, που προκύπτουν, για τους εμπόλεμους λαούς της εποχής τους, από την επιδιωκόμενη αύξηση της πολεμικής τους ισχύος.
Ηρόδοτος (Α/95-101)
Η περσική ιστορία αρχίζει με το κεφάλαιο 95 του πρώτου βιβλίου της Ιστορίας του Ηροδότου. Ξεκινώντας από την βιογραφία του Κύρου, ο Ηρόδοτος ακολουθεί το χαρακτηριστικό, γι’ αυτόν, τρόπο γραφής, εφαρμόζοντας την τεχνική της αναδρομικής κάλυψης των θεμάτων. Έτσι, στην ιστορία του Πέρση βασιλιά παρεμβάλλεται η ιστορία του Μηδικού βασιλείου. Πιστός στις προφορικές πηγές του – «θ’ ακολουθήσω γράφοντας αυτά που λέει μία μερίδα Περσών» – προσπαθεί να φωτίσει τα κίνητρα και τις προθέσεις των ανθρώπων, καθώς και το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί στην εξέλιξη της ιστορίας.
Ο πόλεμος των Μήδων κατά των Ασσυρίων παρουσιάζεται σαν πράξη γενναίων ανδρών, που πολέμησαν για ένα ευγενές ιδανικό, την ελευθερία τους, αγαθό που καταλαμβάνει μια κυρίαρχη θέση στην Ηροδότεια σκέψη. Η ζωή τους όμως σε μικρές κοινότητες, που δεν είχαν σχέσεις μεταξύ τους, τους καθιστούσε ευάλωτους σε κάθε εχθρική εισβολή. Ο Διηόκης, άνθρωπος έξυπνος, με βλέψεις στα ανώτατα αξιώματα, εκμεταλλεύτηκε το γεγονός αυτό, καθώς και την ανομία που επικρατούσε στη χώρα και, προβάλλοντας τα αγαθό της δικαιοσύνης, κατάφερε να ενώσει σε ένα ισχυρό βασίλειο όλες τις φυλές των Μήδων κάτω από ένα τυραννικό καθεστώς, του οποίου γίνεται ο απόλυτος ρυθμιστής.
Ο Διηόκης εξασφαλίζει, στο κράτος και το λαό, την ενότητα και την ασφάλεια που χρειάζεται, οχυρώνοντας την πρωτεύουσά του με τρόπο τέτοιο, που θυμίζει τις ανακτορικές κοινωνίες των προϊστορικών χρόνων. Η επιλογή της θέσης και του τρόπου κατασκευής του κάστρου, όπου φυλάσσονταν οι θησαυροί του κράτους, καθώς και η εξαιρετική δυσκολία πρόσβασης των κοινών θνητών στο παλάτι αποσκοπεί στην προστασία της ανώτατης αρχής του νεοϊδρυθέντος βασιλείου. Σε συνάρτηση δε με τα εξαιρετικά αυστηρά μέτρα τάξης και εφαρμογής της δικαιοσύνης, που επέβαλε στους υπηκόους του, κατάφερε να μεταμορφώσει το κατακερματισμένο Μηδικό έθνος σε μία από τις μεγαλύτερες δυνάμεις της εποχής.
Μέσα όμως σε αυτή τη διήγηση, όπου προβάλλονται οι τρόποι οργάνωσης και ισχυροποίησης του Μηδικού βασιλείου, φυτεύεται και ο σπόρος της βασικής αιτίας, που θα οδηγήσει στην τελική υποσκέλιση των Μήδων από τους Πέρσες, η υπερεκτίμηση της ισχύος τους. Η χλιδή, μέσα στην οποία ζει ο βασιλιάς, σε αντίθεση με τους υπηκόους του, η επίδειξη πλούτου και δύναμης – με τις επιχρυσωμένες και επαργυρωμένες πολεμίστρες του βασιλικού κάστρου – η δουλεία και η δουλοπρέπεια, ο φόβος για το φθόνο των άλλων, η ανάδειξη του τύραννου σε ρυθμιστή της δικαιοσύνης και η προβολή της διαφορετικότητάς του από τους κοινούς θνητούς, τα υπερβολικά σκληρά μέτρα τάξης και η τιμωρία όσων διαφωνούσαν με τα προστάγματα της εξουσίας, θα αποτελέσουν την κυριότερη αιτιολόγηση της παρακμής που θα ακολουθήσει. Καταλήγουμε έτσι στο συμπέρασμα ότι μόλις ένας λαός εγκαταλείψει τη διεγερτική της αρετής και της ανδρείας λιτότητα και πενία για χάρη της επεκτατικής εξουσίας και της αφθονίας των υλικών αγαθών, εγκαινιάζει βέβαια μια δυναμική περίοδο της ιστορίας του, χωρίς όμως να το καταλαβαίνει, προλογίζει και προετοιμάζει τη φθορά της γενναιότητάς του και την τελική του καταστροφή, που αργά ή γρήγορα θα ακολουθήσει αναπόφευκτα.
Ηρόδοτος (Α/155)
Τις συνέπειες αυτής της καταστροφής, σαν αποτέλεσμα της θείας δικαιοσύνης που τιμωρεί την παράβαση και την υπερβολή, έρχεται να αντιμετωπίσει το κράτος των Λυδών, που κατακτήθηκε από τους Πέρσες.
Ο Κύρος, βασιλιάς των Περσών, θέλοντας να προστατεύσει την ειρήνη, την ενότητα και την ασφάλεια του βασιλείου του από τις συνεχόμενες εξεγέρσεις των υποδουλωμένων Λυδών, σκέφτεται να τους πουλήσει σαν σκλάβους, πρακτική συνηθισμένη για εκείνη την εποχή. Μια εικόνα, για τις συνήθειες των κατακτητών και τα αποτελέσματα ενός καταστροφικού πολέμου, μας δίνει επίσης και ο φόβος του Κροίσου για την πιθανή εκθεμελίωση των Σάρδεων.
Εναλλακτική λύση, για τη διασφάλιση της δύναμης των Περσών, δίνει ο ίδιος ο Κροίσος, που από αιχμάλωτος του πέρση βασιλιά έχει γίνει σύμβουλός του και αφού αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη για τις πράξεις του, αντιπροτείνει στον Κύρο τη μέθοδο του πλήρους αφοπλισμού του λαού του και τον υποβιβασμό του σε υποδεέστερο καθεστώς, αυτό των γυναικών, των εμπόρων και των ηθοποιών, προκειμένου να τους γλιτώσει από την πλήρη εξαθλίωση της δουλείας.
Θουκυδίδης (Α/2.60-64)
Και αν για τους Πέρσες, η αύξηση της πολεμικής ισχύος αποσκοπεί αρχικά στην προστασία του κράτους τους ενάντια στις εξεγέρσεις των υποδουλωμένων λαών, για τους Αθηναίους προσβλέπει κυρίως στη διατήρηση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής, που εφαρμόζει η πόλη απέναντι στους «συμμάχους» της.
Ο τελευταίος λόγος του Περικλή εκφωνείται κατά τη διάρκεια του δεύτερου έτους του Πελοποννησιακού πολέμου και έχει σαν στόχο την ενίσχυση του ηθικού των πολιτών, που έχουν καταρρακωθεί μετά το ξέσπασμα του φοβερού λοιμού. Οι πολίτες, η μοίρα των οποίων ταυτίζεται με αυτήν ολόκληρης της πόλης, παροτρύνονται να συνδράμουν με όλες τους τις δυνάμεις στη σωτηρία της.
Ο Περικλής – οι απόψεις του οποίου φαίνονται πολλές φορές να ταυτίζονται με τις απόψεις του Θουκυδίδη, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από τις Ιστορίες του – δικαιολογεί την απόφαση που πήρε γι’ αυτόν τον πόλεμο, χωρίς όμως να αμφισβητεί την ορθότητά της. Απόφαση η οποία πάρθηκε υπό την πίεση της υποταγής ή της στέρησης της ανεξαρτησίας του Αθηναϊκού λαού. Ο πόλεμος εδώ αναφέρεται σαν υποχρέωση που έχουν οι πολίτες μιας πόλης, τόσο μεγάλης όσο η Αθήνα, προκειμένου να μην καταστραφεί η εικόνα που οι άλλοι έχουν γι’ αυτήν, θεμελιώνοντας με αυτόν τον τρόπο την έννοια της επιβαλλόμενης συμπεριφοράς ανάγοντάς την στη φύση της αθηναϊκής κυριαρχίας. Και μπορεί αυτός ο πόλεμος να φαίνεται εξαιρετικά δυσάρεστος, οι ωφέλειες όμως από αυτόν είναι πολλαπλές. Εκτός από τη διαφύλαξη του αγαθού της ελευθερίας, προέχει να διασωθεί το μεγαλείο της πόλης και να διατηρηθεί ο ηγεμονικός ρόλος της Αθηναϊκής θαλασσοκρατίας, για την οποία όλοι υπερηφανεύονται. Γιατί η αίσθηση υπεροχής και η από αυτήν προερχόμενη καταφρόνηση των εχθρών, όπως και η επίγνωση της ανωτερότητας της Αθήνας, δεν μπορεί παρά να οδηγήσoυν στην νίκη.
Παρότι όμως αρχικά αυτός ο πόλεμος, φαίνεται σαν κάτι αναπόφευκτο και δικαιολογημένο, αφού απειλεί την ανεξαρτησία της πόλης, παράλληλα προβάλλεται ο κίνδυνος παραίτησης από τα κυριαρχικά δικαιώματα, που έχει αποκτήσει η Αθήνα έναντι των παλαιών συμμάχων της. Εξουσία της οποίας μπορεί μεν να φαίνεται άδικη η απόκτηση, αλλά από της οποίας παραίτηση είναι επικίνδυνη. Κάθε ειρηνόφιλη πολιτική θεωρείται στην παρούσα περίσταση κατακριτέα. Η αποφυγή του κινδύνου άλλωστε ταιριάζει μόνο σε υποτελείς και όχι σε ηγεμόνες. Η Αθήνα όπως και οι τύραννοι… διατρέχει έναν ειδικό κίνδυνο που δεν της επιτρέπει να παραιτηθεί από τον ιμπεριαλισμό της, ούτε απλά να υποταχθεί.
Μπορεί οι συνέπειες αυτού του πολέμου να φαίνονται αβάσταχτες στους πολίτες, περισσότερο λόγω της επιδημίας που έχει κάμψει το ηθικό τους, και γι’ αυτό το λόγο να στρέφονται ενάντια σ’ εκείνον που θεωρούν υπαίτιο. Η υπενθύμιση όμως του μεγαλείου της Αθήνας, που αναδείχθηκε σε κυρίαρχη δύναμη μέσα από δυσκολίες και πολέμους, δικαιώνει τη στρατιωτική πολιτική του Περικλή και ωθεί τους πολίτες στην ενεργό δράση, που θα οδηγήσει εκ νέου στη δόξα της πόλης και θα προωθήσει την υστεροφημία της και την ανάδειξή της σε πρότυπο των άλλων λαών.
Θουκυδίδης (Β/3.82-83)
Ο πόλεμος όμως έχει όμως και μια φρικτή όψη. Στο απόσπασμα 3.82-83 των Ιστοριών του Θουκυδίδη, δίνεται έμφαση σ’ ένα επιμέρους γεγονός του πολέμου, αυτό του εμφύλιου σπαραγμού στην Κέρκυρα. Η κόλαση των πολιτικών παθών που ανοίγεται μπροστά στα μάτια μας, μας επιτρέπει να διακρίνουμε την οριακή ανθρώπινη συμπεριφορά -στοιχείο αναπόσπαστο της ανθρώπινης φύσης – που προκύπτει ως αποτέλεσμα των συνθηκών που δημιουργεί μια πολεμική σύρραξη.
Η αύξηση της πολεμικής ισχύος των δύο παρατάξεων στην Κέρκυρα, που επιτυγχάνεται με την εξασφάλιση της βοήθειας των συμμάχων, έχει σαν αποτέλεσμα βίαιες πολιτικές μεταβολές και την προσωπική ενίσχυση των ηγετών, δημοκρατικών ή ολιγαρχικών.
Συνέπεια των στρατιωτικών αυτών μέτρων για την ενίσχυση των πολιτικών συμφερόντων, ήταν οι πρωτοφανείς αγριότητες που διαδραματίστηκαν στο νησί και το ξέσπασμα των βίαιων ανθρώπινων παθών. Κάθε προσωπική έριδα βγήκε στην επιφάνεια, η ανθρώπινη νόηση εξαντλούνταν στην ανεύρεση νέων, όλο και πιο ύπουλων τρόπων αντεκδίκησης. Κάθε πρότυπο χρηστού ήθους και ευγενούς συμπεριφοράς καταλύθηκε. Άξιες επαίνου θεωρούνται μόνο οι παράτολμες ενέργειες και η πρωτοτυπία στην επινόηση ύπουλων και κακών πράξεων. Οι συγγενικές σχέσεις ορίζονται πλέον από τα πολιτικά φρονήματα και η αμοιβαία εμπιστοσύνη έφτασε να θεωρείται συνώνυμη με την αλληλοκάλυψη ειδεχθών εγκλημάτων. Η εξαπάτηση έγινε καθημερινό μέλημα και δείγμα υπεροχής. Ο πολιτικός ανταγωνισμός αποτελούσε το προπέτασμα που κάλυπτε τις προσωπικές έριδες των εκάστοτε αρχηγών. Κάθε έννοια δικαίου και κοινού συμφέροντος είχε εξανεμιστεί.
Τα πραγματικά θύματα αυτής της σύγκρουσης ήταν οι ανίσχυροι και φιλήσυχοι πολίτες, που έμπαιναν στο στόχαστρο όλων των παρατάξεων, όπως επίσης και κάθε πνευματικός άνθρωπος. Το δίκαιο του ισχυρότερου και ο φόβος αλλήλων ήταν οι μόνοι νόμοι που ρύθμιζαν τις σχέσεις των ανθρώπων. Υποθέτουμε ότι ο συγγραφέας, παραθέτοντας το απόσπασμα αυτό, προσπαθεί να παραδειγματίσει τους αναγνώστες του, προκειμένου να αντιδρούν σωστά σε αντίστοιχες περιπτώσεις.
Θουκυδίδης (Γ/5.92-105)
Ο διάλογος Αθηναίων και Μηλίων δεν είναι παρά μια ακόμη διακήρυξη του δικαίου του ισχυρότερου. Η πρόθεση των Αθηναίων είναι προφανής. Η υποδούλωση του νησιού θα ενισχύσει το γόητρο της Αθηναϊκής κυριαρχίας και θα συμβάλλει στην αύξηση της δύναμης της πόλης. Οι Αθηναίοι απαιτούν την πλήρη υποταγή της Μήλου και απορρίπτουν κάθε έννοια συμμαχίας. Η ιδέα της θαλασσοκρατίας τους δεν τους επιτρέπει να δεχτούν την ανεξαρτησία οποιασδήποτε πόλης, ακόμη και μικρής, καθόσον αυτό θα φαινόταν στα μάτια των άλλων – πιθανών εχθρών – σαν ένδειξη φόβου. Η πρόταση των Μηλίων για ουδετερότητα δεν γίνεται αποδεκτή, καθόσον αποτελεί τεκμήριον αδυναμίας.
Το μεγαλείο της Αθήνας, που διακήρυττε ο Περικλής, χάνει εδώ τη σημασία του. Προέχουσα θέση καταλαμβάνει η αύξηση της ανάγκης για ασφάλεια, που πρέπει να επιτευχθεί με οποιονδήποτε τρόπο, ακόμη και αν αυτό μπορεί να σημαίνει την απώλεια της ηθικής συνείδησης. Η ασφάλεια αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο με επίδειξη δύναμης και αυτή η απόκτηση δύναμης στηρίζεται στην επέκταση των κυριαρχικών δικαιωμάτων. Η ανάγκη για κατοχύρωση της ασφάλειας της Αθήνας κάνει τους Αθηναίους να εθελοτυφλούν μπροστά στον κίνδυνο των εν δυνάμει εχθρών, που δημιουργούνται από τους κατακτημένους λαούς, εφόσον ο τυφλός χαρακτήρας των αθηναϊκών ενεργειών μπορεί να δημιουργήσει κάποια μέρα μια ολέθρια ανισορροπία ανάμεσα στην αύξηση της δύναμης και την αύξηση της αντιδημοτικότητας και να θέσει έτσι την Αθήνα στο έλεος της απερισκεψίας της.
Κάθε έννοια αντίστασης, εκ μέρους των Μηλίων, που στηρίζεται στο ηθικό δίκαιο και στην διατήρηση της ελευθερίας τους, χαρακτηρίζεται χιμαιρική, αφού η Αθήνα προβάλλει τη δύναμή της, σε αντιπαράθεση με τη στρατιωτική αδυναμία των Μηλίων και τις καταστροφικές συνέπειες, που θα έχει για το νησί μια ανοιχτή σύγκρουση. Η Μήλος πρέπει να ενδώσει χωρίς μάχη, η οποία θα μπορούσε να αποβεί μοιραία γι’ αυτήν. Οι ελπίδες της δε, που στηρίζονται στην εύνοια της τύχης και των θεϊκών δυνάμεων, δεν οδηγούν παρά στον όλεθρο. Η μόνη ελπίδα που διαγράφεται στον ορίζοντα είναι η βοήθεια των Σπαρτιατών, αλλά και αυτή θεωρείται ισχνή και ανόητη, αφού η ίδια η φύσις των Λακεδαιμονίων, που χαρακτηρίζεται από εγωισμό και μικροψυχία, δεν θα τους επιστρέψει να παρέμβουν δραστικά.
Εξετάζεται εδώ η πολιτική του Αθηναϊκού ιμπεριαλισμού στην πιο χυδαία μορφή του. Τα χαρίσματα εκείνα, που κάποτε δικαιωματικά χαρακτήριζαν τους Αθηναίους, η τιμή, η δόξα, η ανδρεία, η έννοια του δικαίου και του μέτρου, αποδίδονται τώρα στους Μηλίους. Πέρα από την επίδραση της σοφιστικής θεωρίας, που αποδίδει την αυταρχική συμπεριφορά του ισχυρότερου σε φυσικούς νόμους, διακρίνουμε μια επικριτική στάση του Θουκυδίδη απέναντι στην άκρατη φιλοδοξία και τον σχεδόν απάνθρωπο ιμπεριαλισμό των Αθηναίων. Η κριτική αυτή προοιωνίζει το μοιραίο μέλλον που διαγράφεται για την Αθήνα, εξαιτίας αυτής της σκληρής και άδικης στάσης της, που αυξάνει σταδιακά τον αριθμό των εχθρών της.
Ισοκράτης (Φίλιππος 134-135)
Για τον Ισοκράτη ο πόλεμος κατά των Περσών, που θα συνένωνε όλες της ελληνικές πόλεις, εκφράζει αρχικά το πρόγραμμα για το οποίο εργάστηκε σχεδόν όλη του τη ζωή, αλλά και το πολιτικό μήνυμα της πανελλήνιας ιδέας.
Απαραίτητη προϋπόθεση, για να ξεκινήσει ο πόλεμος κατά των βαρβάρων, ήταν η συνεργασία όλων των ελληνικών πόλεων, υπό την αρχηγία ενός ικανού άνδρα, που θα ρύθμιζε τις υποθέσεις της Ελλάδας. Στο πρόσωπο αυτού του άνδρα ο Ισοκράτης τοποθετούσε τον μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Β’. Προκειμένου λοιπόν να τον πείσει να ενστερνισθεί τις ιδέες του αυτές και να δεχτεί να αναλάβει το μεγάλο αυτό έργο, ο ρήτορας του απευθύνει μια επιστολή με συμβουλές ηθικές αλλά και πολιτικές, που εκφράζουν όχι μόνο τις απόψεις του αλλά και αυτές μια μερίδας του αθηναϊκού λαού.
Η συνένωση των ελληνικών πόλεων θα οδηγήσει στην ανάπτυξη μιας νέας δύναμης, που θα εγγυηθεί την επιτυχή έκβαση του πολέμου αυτού, για την οποία ο ρήτορας φαίνεται ότι είναι ήδη πεπεισμένος.
Ανιδιοτελής και ο ίδιος δεν θα μπορούσε να απαιτήσει τίποτε περισσότερο από την δόξα και την υστεροφημία, που χαρίζει στον ήρωα η νίκη σε μια δίκαιη μάχη. Αυτή λοιπόν η δόξα και η υστεροφημία θα είναι η ανταμοιβή του Φίλιππου από αυτόν τον πόλεμο, που θα του εξασφαλίσει μια θέση στο πάνθεον των αθανάτων. Αξίζει λοιπόν τον κόπο να προσπαθήσει κανείς, παρ’ όλες τις αντιξοότητες και τις απώλειες, να κερδίσει ένα μερίδιο αθανασίας.
Η καλή φήμη ακολουθεί πάντοτε αυτούς που πολεμούν με έντιμο σκοπό και η επιδίωξη καταξίωσης μέσα από έναν ευγενή αγώνα, ακόμη και αν αυτή εξαργυρώνεται με την ίδια τη ζωή αυτού που την επιδιώκει, είναι άξια εγκωμίων. Το ηθικό όφελος που αποκομίζει κάποιος, αποκτώντας επαίνους και τιμές στον πόλεμο κατά των βαρβάρων, είναι ανώτερο από αυτό της απόκτησης υλικών αγαθών.
Η επιστολή αυτή, μαζί με τον Πανηγυρικό, εκφράζει με τον πληρέστερο τρόπο την βαθύτερη επιθυμία του Ισοκράτη για ενότητα όλων των Ελλήνων στη μάχη εναντίον των Περσών, αφού έτσι οι ελληνικές πόλεις θα εξαναγκάζονταν πλέον να συμφιλιωθούν. Κάτω από αυτό το πρίσμα ο πόλεμος δικαιώνονταν στα μάτια του και αντανακλούσε τα ιδανικά και το κλέος παλαιότερων εποχών.
Δημοσθένης (Α’ Ολυνθιακός 15,28)
Ενώ ο λόγος του Ισοκράτη διαπνέεται από το ιδεώδες μια πανελλήνιας συμμαχίας, υπό την αρχηγία του Φιλίππου, ο Δημοσθένης παραμένει εγκλωβισμένος στις παραδοσιακές αξίες της Αθήνας, ως προτύπου πόλης-κράτους, με τις οποίες έχει γαλουχηθεί. Η ανάμειξή του στην πολιτική και ο αέναος αγώνας του κατά του Φιλίππου της Μακεδονίας τον ωθούν να παροτρύνει τους συμπατριώτες του, ώστε να αναλάβουν ενεργό δράση εναντίον του επερχόμενου κινδύνου, όπως αφήνεται να διαφανεί μέσα από τον Α’ Ολυνθιακό.
Γιατί ο πόλεμος μπορεί να βρίσκεται μακριά, ποιος όμως είναι τόσο ανόητος, ώστε να πιστεύει ότι μπορεί να μείνει αλώβητος αν αμελήσει να προετοιμαστεί για την καταστροφή που έρχεται. Απευθυνόμενος με έντονο ύφος στους Αθηναίους, τους καλεί να φροντίσουν για την άμυνα της πόλης τους, τους επισημαίνει τις συνέπειες μιας πιθανής αδιαφορίας και της νωχέλειας, στην οποία έχουν περιέλθει λόγω της καλοπέρασης και της ευμάρειας. Οι κατηγορίες του όμως αφορούν όλους τους Έλληνες, την έλλειψη της μεταξύ τους αλληλεγγύης και την ασυγχώρητη αδράνειά τους.
Η ενίσχυση της άμυνας της πόλης φαίνεται εδώ απολύτως δικαιολογημένη, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο κίνδυνος δεν είναι μακριά. Η αποστολή βοήθειας προς τους συμμάχους θα συντελέσει στην αποφυγή του πολέμου και τη διατήρηση της ειρήνης, τουλάχιστον στην εδαφική περιφέρεια της ίδιας της πόλης.
Η υπεράσπιση των αποικιών θεωρείται επιβεβλημένη, καθώς οι Αθηναίοι παροτρύνονται να στείλουν ενισχύσεις για να προστατέψουν την Όλυνθο. Με τη συνδρομή τους θα αναχαιτιστούν οι Μακεδόνες και θα το σκεφτούν πολύ να εκστρατεύσουν κατά της Αθήνας. Οι οικονομικές θυσίες, οι οποίες απαιτούνται για μια τέτοια επιχείρηση, δεν θα πρέπει να τους τρομάζουν, γιατί τα οφέλη από την αποφυγή του πολέμου στην ίδια τους την πόλη είναι πολλαπλάσια, αφού δεν θα υποστούν τις καταστροφικές συνέπειες μιας κατάκτησης και θα διατηρήσουν τις περιουσίες τους. Η δε στρατιωτική εμπειρία που θα αποκτήσουν οι νέοι, πολεμώντας μακριά από τον τόπο τους, θα τους καταστήσει ικανούς φύλακες της δικής τους πόλης.
Ο Δημοσθένης, πιστός στις δημοκρατικές αρχές της Αθήνας, αναγνωρίζει ότι ο λαός είναι εκείνος που πρέπει να πάρει την τελική απόφαση, αλλά και να την κάνει πράξη. Οι πολιτικοί και οι ρήτορες όμως θα πρέπει να αναλαμβάνουν τις ευθύνες της πολιτικής τους και να ενεργούν όχι αποβλέποντας στο προσωπικό τους όφελος αλλά στο κοινό συμφέρον. Ανάλογα δε με την πορεία των γεγονότων θα υποστούν την κριτική του λαού. Καταδεικνύει με αυτόν τον τρόπο όλους εκείνους, που ακολουθούν φιλομακεδονική πολιτική αποσκοπώντας σε προσωπικό τους όφελος.
Συμπεράσματα
Καταλήγοντας παρατηρούμε ότι, για τον Ηρόδοτο η ανθρώπινη ιστορία ακολουθεί μια κυκλική πορεία ακμής και παρακμής. Έτσι τα ιδανικά της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, που ενώνουν τις φυλές των Μήδων σ’ ένα ισχυρό βασίλειο, αντικαθίστανται με το πάθος για πλούτο και εξουσία, που αποβαίνει καταστροφικό, όπως αποδεικνύεται από τη δεινή θέση, στην οποία έχουν περιέλθει οι Λυδοί, μετά την κατάκτησή τους από τους Πέρσες.
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος κρίνεται αρχικά αναγκαίος για την Αθήνα του Θουκυδίδη, καθότι αποσκοπεί στη διατήρηση της ανεξαρτησίας και του μεγαλείου της πόλης. Οι συνέπειες όμως μιας εμφύλιας διαμάχης κρίνονται ιδιαίτερα δυσβάσταχτες για το λαό, αφού η διαμάχη αυτή ουσιαστικά αποτελεί το προκάλυμμα, πίσω από το οποίο κρύβονται τα προσωπικά οφέλη των εκάστοτε ηγετών. Μήπως λοιπόν ο κίνδυνος για την ανεξαρτησία της Αθήνας και την απώλεια του μεγαλείου της κρύβει πίσω του απλώς έναν άκρατο ιμπεριαλισμό, όπως αφήνεται να διαφανεί μέσα από το διάλογο Αθηναίων και Μηλίων.
Τα αποτελέσματα των χρόνιων εμφυλίων πολέμων μεταξύ των Ελλήνων οδηγούν τον Ισοκράτη να οραματιστεί το σχέδιο μιας ενωμένης Ελλάδας, πανίσχυρης εναντίον του προαιώνιου εχθρού, των Περσών, υπό τη διοίκηση του Φίλιππου Β΄ της Μακεδονίας,. Ο δίκαιος αυτός πόλεμος θα χάριζε δόξα και υστεροφημία σε όσους θα συμμετείχαν, όφελος πολύ σημαντικότερο από οποιοδήποτε υλικό αγαθό.
Για τον Δημοσθένη όμως πατρίδα είναι η Αθήνα και όχι η Ελλάδα και γι’ αυτήν νοιάζεται περισσότερο. Η ειρήνη θα επιτευχθεί μόνο μέσα από μια συντονισμένη απόκρουση των Μακεδόνων, όσο αυτοί είναι ακόμη μακριά, ενέργεια η οποία θα συνδύαζε τη μεγαλύτερη δυνατή ωφέλεια με το μικρότερο δυνατό κόστος. Η ένωση όλων των Ελλήνων, που οραματίζεται ο Ισοκράτης, θα μπορούσε ίσως να επιτευχθεί μόνο υπό την ηγεμονία των Αθηναίων. Η εποχή όμως της αθηναϊκής παντοδυναμίας έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Βιβλιογραφία
1. Αλεξίου Ε., Αναστασίου Ι., Βερτουδάκης Β., Γιόση Μ.Ι., Λυπουρλής Δ., Στεφανόπουλος Θ.Κ., Τσακμάνης Α., Χριστόπουλος Μ., Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τόμος Α, Αρχαϊκή και Κλασσική περίοδος, εκδόσεις Ε.Α.Π., Πάτρα 2001.
2. Lesky Al., Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, εκδόσεις αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2001
3. Μαρωνίτης Δ., Ηροδότου Ιστορίαι. Κελιώ, εκδόσεις Γκοβόστης, Αθήνα 1964
4. Mathieu G. Οι πολιτικές ιδέες του Ισοκράτη, μτφρ. Καίτη Διαμαντίδου ,εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1995
5. De Romilly J., Ο Θουκυδίδης και ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός : η σκέψη του ιστορικού και η γένεση του έργου του, εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 2000
6. Παπανικολάου Κ.Ν., Εισαγωγή στο έργο του Δημοσθένη (Μελέτη), εκδόσεις Ν. Παιδείας 3, Αθήνα 1980
7. Jaeger Werner, Δημοσθένης-διαμόρφωση και εξέλιξη της πολιτικής του, μτφρ. Δέσποινα Καρπουζά-Καρασσάβα, εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1979
8. Ηρόδοτος, Ιστορία, Α 95 – 101 και Α 155
9. Θουκυδίδης, Ιστορίες, 2.60-64, 3.82-83 και 5.92 – 105
10. Ισοκράτης, Φίλιππος, 134-135.
11. Δημοσθένης, Α’ Ολυνθιακός, 15, 28.
Φωτεινή Κομνηνού, historical-quest.com