Περί του Πολέμου (αποσπάσματα)
Καρλ φον Κλάουζεβιτς
«Αν κι η διάνοιά μας αισθάνεται πάντα να ωθείται προς τη σαφήνεια και τη βεβαιότητα, το πνεύμα μας συχνά έλκεται από την αβεβαιότητα. Η διάνοια, αντί ν’ ανοίγει ένα δρόμο μέσα από τους μαιάνδρους της φιλοσοφικής διερεύνησης και των λογικών αφαιρέσεων, για να φτάσει, έχοντας μετά βίας συνείδηση του εαυτού της, σφαίρες ξένες, όπου κάθε γνωστό αντικείμενο μοιάζει να την εγκαταλείπει, προτιμά να καθυστερεί με τη φαντασία στο βασίλειο του τυχαίου και του ευκαιριακού. Αντί να συμμορφώνεται προς τη μετριοπαθή αναγκαιότητα, διασκεδάζει στο βασίλειο των δυνατοτήτων μετατοπισμένο, το θάρρος αναπτερώνεται, έστω κι αν η τόλμη κι ο κίνδυνος γίνονται το στοιχείο μέσα στο οποίο ρίχνεται, όπως ο ατρόμητος κολυμβητής ρίχνεται στο ρεύμα.»
«Η τέχνη του πολέμου εφαρμόζεται σε ζωντανές και ηθικές δυνάμεις· κατά συνέπεια, δεν μπορεί ποτέ να φτάσει στο απόλυτο και στο βέβαιο· μένει πάντα ένα περιθώριο για το συμπτωματικό, τόσο στις μεγαλύτερες υποθέσεις όσο και στις μικρότερες. Όπως υπάρχει από τη μια πλευρά αυτός ο συμπτωματικός παράγοντας, από την άλλη πρέπει να βρίσκονται το θάρρος κι η αυτοπεποίθηση, για να συμπληρώνουν το κενό. Όσο μεγαλύτερα είναι το θάρρος κι η αυτοπεποίθηση, τόσο περισσότερη ελευθερία κίνησης μπορεί ν’ αφεθεί στο συμπτωματικό. Το θάρρος κι η αυτοπεποίθηση είναι συνεπώς άκρως ουσιώδεις αρχές στον πόλεμο· κατά συνέπεια, η θεωρία δεν πρέπει να παρουσιάζει υπό τύπον νόμου παρά νόμους ικανούς ν’ αφήσουν να εκφραστούν όλοι οι βαθμοί κι όλες οι ποικιλίες αυτών των στρατιωτικών αρετών, των πιο απαραίτητων και των ευγενέστερων απ’ όλες. Η ίδια η τόλμη δεν είναι απαλλαγμένη από τη σοφία ούτε από τη σωφροσύνη· τ’ αξιολογικά τους κριτήρια όμως δεν είναι τα ίδια.»
«Ο πόλεμος μιας κοινότητας —ολόκληρων εθνών κι ιδίως πολιτισμένων εθνών— εγείρεται πάντα από μια πολιτική κατάσταση και δεν προκύπτει παρά από ένα πολιτικό αίτιο. Να γιατί ο πόλεμος είναι πολιτική πράξη. Ωστόσο, αν ήταν μια πλήρης πράξη, που τίποτε δε θα την εμπόδιζε, μια απόλυτη εκδήλωση βίας, όπως θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε από την καθαρή του έννοια, ο πόλεμος θα έπαιρνε τη θέση της πολιτικής από τη στιγμή που θα προκαλούνταν μόνος του, θα την περιόριζε και θ’ ακολουθούσε τους δικούς του νόμους, σαν κάτι εντελώς ανεξάρτητο, όπως ακριβώς μια πηγή, όταν αναβρύζει, δεν μπορεί πια ν’ ακολουθήσει άλλο δρόμο από κείνον που της προσδιορίστηκε μέσω της τοποθέτησής της σ’ ένα προγενέστερο σημείο. Μ’ αυτό τον τρόπο προσεγγίστηκε το ζήτημα ως τώρα, μια κι η έλλειψη αρμονίας μεταξύ της πολιτικής και της διεξαγωγής του πολέμου προκαλούσε την ανάδυση θεωρητικών διακρίσεων αυτού του είδους. Δε συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο, κι αυτή η αντίληψη είναι ριζικά εσφαλμένη. Είδαμε πως στον κόσμο της πραγματικότητας ο πόλεμος δεν είναι μια τέτοια ακρότητα, η ένταση της οποίας θα μπορούσε να καταπραϋνθεί σε μια μόνη φορά· λειτουργεί μάλλον μέσω δυνάμεων που δεν αναπτύσσονται σε κάθε περίπτωση με τον ίδιο τρόπο και στην ίδια έκταση, αλλά που, σε μια δεδομένη στιγμή, εγείρονται σε βαθμό επαρκή για να νικήσουν την αντίσταση που τους αντιθέτουν η αδράνεια κι η διχόνοια, ενώ σε μιαν άλλη στιγμή αποδεικνύονται ανίκανες να παράγουν το παραμικρό αποτέλεσμα. Ο πόλεμος λοιπόν είναι κατά κάποιο τρόπο ο ομαλός σφυγμός της βίας, λίγο ως πολύ ικανός να καταπραΰνει τις εντάσεις της και να εξαντλεί τις δυνάμεις της— μ’ άλλους όρους, τείνει περισσότερο ή λιγότερο γρήγορα στο σκοπό της, διαρκεί όμως πάντα γι’ αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε ν’ ασκεί επίδραση σ’ αυτό το σκοπό κατά τη διάρκεια της εξέλιξής του, για να τον προσανατολίζει υπό το ένα ή το άλλο νόημα, εν ολίγοις, αρκετά για να μένει υποτεταγμένος στη θέληση ενός κατευθυντήριου πνεύματος. Αν λοιπόν έχει κανείς στο νου του πως ο πόλεμος προκύπτει από ένα πολιτικό σχέδιο, είναι φυσικό αυτό το αρχικό αίτιο, από το οποίο κατάγεται, να παραμένει η πρώτη κι ανώτερη θεώρηση που θα υπαγορεύσει τη διεξαγωγή του. Ωστόσο, ο πολιτικός αντικειμενικός στόχος δεν είναι, σαν τέτοιος, ένας δεσποτικός ρυθμιστής· πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση των μέσων που διαθέτει, πράγμα που τον οδηγεί συχνά στην πλήρη του μεταμόρφωση· παραμένει μολαταύτα πάντα στην πρώτη γραμμή των θεωρήσεών μας. Η πολιτική επίσης θα διεισδύσει σ’ ολόκληρη την πολεμική πράξη ασκώντας μια σταθερή επίδραση πάνω της, στο μέτρο που το επιτρέπει η φύση των εκρηκτικών δυνάμεων που ασκούνται σ’ αυτήν.»
«Βλέπουμε λοιπόν πως ο πόλεμος δεν είναι μόνο πολιτική πράξη, αλλά γνήσιο πολιτικό όργανο, μια συνέχιση των πολιτικών σχέσεων, μια πραγματοποίησή τους μ’ άλλα μέσα. Εκείνο που μένει πάντα ιδιάζον στον πόλεμο προκύπτει καθαρά από τον ιδιάζοντα χαρακτήρα των μέσων που κινητοποιεί. Η τέχνη του πολέμου εν γένει, και του διοικητή σε κάθε ειδική περίπτωση, μπορεί ν’ απαιτεί το συμβιβασμό των τάσεων και των προθέσεων της πολιτικής μ’ αυτά τα μέσα, απαίτηση μη αμελητέα, βέβαια. Όσο όμως ισχυρά κι αν αντιδρά, σ’ ορισμένες περιπτώσεις, στις πολιτικές προθέσεις, αυτό πρέπει πάντα να θεωρείται μόνο σαν μια μεταβολή εκείνων γιατί η πολιτική πρόθεση είναι σκοπός, ενώ ο πόλεμος είναι το μέσο, και το μέσο δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητα από το σκοπό.»
Ποικιλία της φύσης των πολέμων
«Όσο επιβλητικότερα κι ισχυρότερα είναι τα πολιτικά αίτια, τόσο περισσότερο προσδιορίζουν την ίδια την ύπαρξη του έθνους, κι όσο βιαιότερη είναι η ένταση που προϋπάρχει του πολέμου, τόσο περισσότερο ο πόλεμος θα είναι σύμμορφος προς την αφηρημένη του μορφή· όσο περισσότερο πάλι αυτός επιδιώκει την καταστροφή του εχθρού κι όσο περισσότερο συμπίπτουν ο στρατιωτικός στόχος κι οι πολιτικές βλέψεις, τόσο περισσότερο ο πόλεμος θα μοιάζει καθαρά στρατιωτικός και λιγότερο πολιτικός. Όσο όμως ατονότερα είναι τα αίτια κι οι εντάσεις κι όσο λιγότερο η φυσική τάση του πολεμικού στοιχείου, η τάση προς τη βία, συμπίπτει με τις πολιτικές απαιτήσεις, τόσο περισσότερο θα βαθαίνει η διαφορά του πολιτικού σχεδίου προς το σκοπό ενός ιδεώδους πολέμου, και τόσο περισσότερο ο πόλεμος θα μοιάζει να γίνεται πολιτική.»
Κάθε πόλεμος θα θεωρείται ως πολιτική πράξη
«Ας επανέλθουμε στο κύριο θέμα μας: αν αληθεύει πως μέσα σ’ ένα δεδομένο είδος πολέμου η πολιτική μοιάζει να εξαφανίζεται εξολοκλήρου, ενώ σ’ ένα άλλο είδος προβάλλεται φανερά στο πρώτο επίπεδο, δε θα είχαμε λιγότερο δίκιο αν σημειώναμε πως το ένα είδος είναι τόσο πολιτικό όσο και το άλλο· γιατί, αν θεωρήσουμε την πολιτική ως το πνεύμα του προσωποποιημένου κράτους, οφείλει να περικλείει, μέσα σ’ όλους τους αστερισμούς που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οι υπολογισμοί της, κι εκείνον στον οποίον η φύση όλων των περιστάσεων καθορίζει ένα πόλεμο του πρώτου είδους. Μόνον αν, αντί να εννοήσουμε την πολιτική ως το γενικό πνεύμα της κατάστασης, πάρουμε αυτό τον όρο στη συμβατική του έννοια του πανούργου, επιφυλακτικού, δηλαδή παράνομου δόλου, που αντιτίθεται στη βία, το δεύτερο είδος του πολέμου θα εξαρτιόταν απ’ αυτήν περισσότερο απ’ ό,τι το πρώτο.»
«Βλέπουμε λοιπόν, πρώτα απ’ όλα, πως σε κάθε περίσταση πρέπει να θεωρούμε τον πόλεμο ως πολιτικό όργανο κι όχι ως κάτι ανεξάρτητο· μόνον απ’ αυτή την οπτική γωνία μπορούμε ν’ αποφύγουμε να τεθούμε σε αντίφαση μ’ όλη την ιστορία του πολέμου. Μόνη αυτή ανοίγει το μεγάλο βιβλίο σε μια διανοητική εκτίμηση. Κατά δεύτερο λόγο, αυτή η ίδια οπτική γωνία μας δείχνει πόσο διαφέρουν οι πόλεμοι ανάλογα με τη φύση των αιτίων τους και με τις περιστάσεις που τους γεννούν.»
«Ο πόλεμος δεν είναι λοιπόν μόνον ένας γνήσιος χαμαιλέων, που μεταβάλλει τη φύση του σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αλλ’ είναι, σαν συνολικό φαινόμενο και σε συσχετισμό με τις τάσεις που κυριαρχούν σ’ αυτόν, και μια εκπληκτική τριάδα, όπου μπορεί να ξαναβρεί κανείς πρώτα την πρωταρχική βία του στοιχείου του, το μίσος και την αντιπάθεια, που πρέπει να θεωρούνται σαν τυφλή φυσική παρόρμηση, κι ύστερα το παιχνίδι των πιθανοτήτων και του τυχαίου, που τον κάνουν ελεύθερη ψυχική δραστηριότητα, και την υποτεταγμένη σε όργανο της πολιτικής φύσης του, μέσω της οποίας ανήκει στην καθαρή νόηση.
Η πρώτη απ’ αυτές τις τρεις απόψεις αφορά ιδιαίτερα στο λαό, η δεύτερη στο διοικητή και στο στρατό του κι η τρίτη αναφέρεται περισσότερο στην κυβέρνηση. Τα πάθη, που καλούνται ν’ αναφλεγούν στον πόλεμο, πρέπει να προϋπάρχουν στους υπό εξέταση λαούς· η ευρύτητα που θα πάρει το παιχνίδι του θάρρους και του ταλέντου στο παιχνίδι του τυχαίου και των μεταπτώσεών του θα εξαρτηθεί από το χαρακτήρα του διοικητή και του στρατού του· όσο για τους πολιτικούς αντικειμενικούς στόχους, μόνη η κυβέρνηση τους αποφασίζει.»
«Ο παράγοντας που βαραίνει μ’ ακόμη γενικότερο τρόπο στην απόφαση της σύναψης της ειρήνης, είναι η κατανάλωση δυνάμεων που έγινε ήδη κι εκείνη που μένει να γίνει. Επειδή ο πόλεμος δεν είναι μια πράξη τυφλού πάθους, αλλά μια πράξη που κυριαρχείται από ένα πολιτικό σχέδιο, η ισχύς αυτού του σχεδίου θα καθορίσει την ευρύτητα των αναγκαίων για την πραγματοποίησή του θυσιών. Αυτό ισχύει τόσο για την έκταση των θυσιών όσο και για τη διάρκειά τους. Από τη στιγμή που η κατανάλωση δυνάμεων γίνεται τόσο μεγάλη που δεν ανταποκρίνεται πλέον στην αξία του πολιτικού αντικειμενικού στόχου, θα πρέπει να εγκαταλειφθεί αυτός ο αντικειμενικός στόχος και να υπογραφεί η ειρήνευση.
Αυτό αποδεικνύει πως στους πολέμους, κατά τους οποίους το ένα από τα στρατόπεδα είναι ανίσχυρο για ν’ αφοπλίσει ολοκληρωτικά το άλλο, τα κίνητρα για την ειρήνευση 0α εγείρονται και θα εξασφαλίζονται και στα δυο στρατόπεδα σε συνάρτηση προς την πιθανότητα των μελλοντικών επιτυχιών και της αναγκαίας κατανάλωσης δυνάμεων. Αν αυτά τα κίνητρα ήταν ισοδύναμα κι από τις δυο πλευρές, θα συνέκλιναν προς το κέντρο των πολιτικών τους διαφορών. Τη δύναμη που θα προσπορίζονταν από τη μια πλευρά θα την έχαναν από την άλλη. Όσο το προστιθέμενο άθροισμα είναι επαρκές, η ειρήνευση θα είναι εξασφαλισμένη· και φυσικά προς όφελος του στρατοπέδου για το οποίο τα κίνητρα για την ειρήνευση είναι τα πιο άτονα.»
«Στον πόλεμο δε συμβαίνει τίποτε που να μην οφείλεται στις στρατιωτικές δυνάμεις· όταν όμως καταφεύγει κανείς στη στρατιωτική δύναμη, δηλαδή σ’ ένοπλους άνδρες, η ιδέα της σύρραξης βρίσκεται αναγκαστικά στη βάση των πάντων.
Κατά συνέπεια, καθετί που έχει σχέση με τις στρατιωτικές δυνάμεις, καθετί δηλαδή που υπεισέρχεται στη δημιουργία και στη χρησιμοποίησή τους, ανήκει στην πολεμική δραστηριότητα.
Η δημιουργία κι η διατήρηση δεν είναι προφανώς παρά τα μέσα, ενώ η χρησιμοποίηση είναι ο σκοπός.
Η σύρραξη στον πόλεμο δεν είναι η βίαιη σύγκρουση ενός ατόμου εναντίον ενός άλλου· είναι ένα οργανωμένο σύνολο, που συντίθεται από πολυάριθμα μέρη. Σ’ αυτό το ευρύ σύνολο διακρίνουμε δυο ειδών ενότητες: η μια προσδιορίζεται από το υποκείμενο, η άλλη από το αντικείμενο. Σ’ ένα στρατό, οι πραγματικά μαχόμενοι διαμορφώνουν πάντα νέες ενότητες που, με τη σειρά τους, αποτελούν τα μέλη μιας ανώτερης τάξης. Η σύρραξη του καθενός απ’ αυτά τα μέλη αποτελεί επομένως εξίσου μιαν ενότητα περισσότερο ή λιγότερο διακεκριμένη. Επιπλέον, ο σκοπός της μάχης και κατά συνέπεια το αντικείμενό της, συνιστά καθαυτός μιαν ενότητα.
Σε καθεμιά όμως απ’ αυτές τις ενότητες, που διακρίνουμε μέσα στη σύρραξη, δίνουμε το όνομα της συμπλοκής.
Αν η ιδέα της σύρραξης βρίσκεται στη βάση κάθε χρησιμοποίησης των ενόπλων δυνάμεων, η χρησιμοποίηση της ένοπλης δύναμης εν γένει δεν είναι τίποτε άλλο από την απόφαση και την οργάνωση ενός ορισμένου αριθμού συμπλοκών.
Κάθε πολεμική δραστηριότητα συσχετίζεται συνεπώς αναγκαστικά με τη συμπλοκή με άμεσο ή με έμμεσο τρόπο. Ο στρατιώτης στρατολογείται, ντύνεται, οπλίζεται, εκπαιδεύεται, κοιμάται, τρώει, πίνει και βαδίζει μόνο για να πολεμήσει στην κατάλληλη στιγμή, στον κατάλληλο τόπο.
Κατά συνέπεια, αν όλα τα νήματα της πολεμικής δραστηριότητας καταλήγουν στη συμπλοκή, θα τ’ αδράξουμε όλα προβαίνοντας στην προετοιμασία των συμπλοκών. Μόνες αυτές οι προετοιμασίες κι η εκτέλεσή τους καθορίζουν τα επακόλουθα· ποτέ αυτά τα επακόλουθά δεν προκύπτουν από άμεσες προϋπάρχουσες συνθήκες. Στη συμπλοκή όμως κάθε δραστηριότητα αποβλέπει στην καταστροφή του εχθρού, ή μάλλον της ικανότητάς του για σύρραξη· γιατί σ’ αυτό συμπυκνώνεται η ίδια η έννοια της συμπλοκής. Η καταστροφή επίσης των ενόπλων δυνάμεων του εχθρού είναι πάντα το μέσο της επίτευξης του σκοπού της συμπλοκής.»
Πηγή: Καρλ φον Κλάουζεβιτς, Περί του Πολέμου, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1999. Η παρούσα έκδοση κυκλοφορεί σε αποκλειστική διάθεση από την εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία.