Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΑΠΗΡΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
Υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί ορισμοί της αναπηρίας και διαφορετικοί όροι για τον χαρακτηρισμό των προσώπων με αναπηρία ανάλογα με την επιλεγόμενη ιδεολογικοπολιτική οπτική του φαινομένου. Η έννοια της αναπηρίας μελετήθηκε αρχικά μέσα από την ιατροκεντρική προσέγγιση που ‘’μετρούσε’’ και περιέγραφε την απόκκλιση από το ‘’φυσιολογικό’’. Με την πάροδο του χρόνου και την αυξανόμενη επιστημονική έρευνα και εμπειρία, η ιατροκεντρική προσέγγιση αναθεωρήθηκε και εμπλουτίστηκε και άρχισε να δομείται το Κοινωνικό Μοντέλο θεώρησης της αναπηρίας.
ΤΟ ΙΑΤΡΟΚΕΝΤΡΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ
Το ιατροκεντρικό μοντέλο έχει επηρεάσει πολύ τις αντιλήψεις για την αναπηρία, τα πρόσωπα με αναπηρία και την εκπαίδευσή τους. Υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στις απόψεις του Πιαζέ για το φυσιολογικά αναπτυσσόμενο παιδί (James & Prout 1990; James & Prout, 1995) και τις απόψεις του ιατροκεντρικού μοντέλου θεώρησης της παιδικής ηλικίας ( Shakespeare & Watson, 1998 στους Christensen & James, 2001). Και οι δύο θεωρήσεις αντιλαμβάνονται ως παθολογία την αδυναμία του προσώπου να κατακτήσει συγκεκριμένους αναπτυξιακούς στόχους και ορίζουν την αναπηρία ως βλάβη. Αγνοούν δηλαδή την πιθανότητα αυτές οι αντιλήψεις να είναι κοινωνικά και πολιτισμικά κατασκευασμένες. Σαν συνέπεια, η ακαδημαϊκή έρευνα διαφοροποιεί τα άτομα με γνώμονα τις δυνατότητες ή τις αδυναμίες τους, αξιολογεί τις φυσικές και νοητικές τους ικανότητες βασιζόμενη σε νόρμες σωματικής και διανοητικής εξέλιξης και παρέχει συμβουλές αποτελεσματικών εκπαιδευτικών πρακτικών μέσα από ιατροκεντρική – αναπτυξιακή οπτική. Τα πρόσωπα με αναπηρία χαρακτηρίζονται ως ‘’αποκκλίνοντα’’, ‘’μειονεκτούντα’’, ‘’σπαστικά’’ (Priestley, 1998: 208-9).
ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ
Από τα μέσα της δεκαετίας του ΄ 70, το ιατροκεντρικό μοντέλο άρχισε να αμφισβητείται από τους ανάπηρους και τις οργανώσεις τους. Αρχίζει λοιπόν να αναπτύσσεται το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας που υποστηρίζει ότι η αναπηρία συνιστά κοινωνική κατασκευή και προϊόν κοινωνικών πρακτικών απομόνωσης και αποκλεισμού( Finkelstein, 1975, στους Christensen & James, 2001). Το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας , όπως αυτό θεμελιώθηκε από τον Finkelstein 1975, στους Christensen & James, 2001) και την UPIAS/ Disability Alliance (1976), και προάχθηκε από πολλούς συγγραφείς (Abberley, 1987; Morris, 1991; Oliver, 1990; Barnes, 1991; Zarb, 1995 στους Christensen & James 2001), βοηθά πολύ στον φωτισμό των κοινωνικών παραγόντων - δομών αποκλεισμού που ορίζουν την αναπηρία. Η Ένωση των σωματικά ανάπηρων εναντίον του διαχωρισμού (UPIAS) στο μανιφέστο της, "Βασικές Αρχές" ( 1976), αναγνωρίζει τον ιατρικό ορισμό της έννοιας της βλάβης (impairement), ορίζει όμως εκ νέου την έννοια της αναπηρίας ( disability). Συγκεκριμένα, ως βλάβη θεωρείται η απώλεια ή η όχι αποτελεσματική λειτουργία ενός άκρου, οργάνου ή σωματικού μηχανισμού. Από την άλλη πλευρά, ως αναπηρία ορίζεται ο περιορισμός μιας δραστηριότητας που προκύπτει από μια κοινωνική δομή που δεν μεριμνά για την ύπαρξη ανθρώπων με σωματική αναπηρία με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό τους από την κοινωνική συμμετοχή. Αυτός που χαρακτηρίζεται ως ανάπηρος, στιγματίζεται και οι κοινωνικές προσδοκίες για το πώς αναμένεται να συμπεριφέρεται ή για το τι είναι ικανός να κάνει, ασκούν επιδράσεις που είναι ανεξάρτητες από την υπάρχουσα βλάβη. Ο όρος άτομα με ειδικές ή ιδιαίτερες ανάγκες αρχίζει να υποχωρεί καθώς θεωρείται ότι δεν περιγράφει επαρκώς την αναπηρία, συγκαλύπτει δυσκολίες αποδοχής των ανάπηρων από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον και, με το επιχείρημα ότι είναι μια έκφραση ‘’πιο ήπια’’ και ‘’λιγότερο προσβλητική’’, διαιωνίζει τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις. Ο όρος αυτός δίνει τη θέση του στον όρο ‘’άτομα με αναπηρίες’’.
Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΥΓΕΙΑΣ – Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΤΗΣ ΕΟΚ
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (1981), Άτομα με Ειδικές Ανάγκες θεωρούνται όλα τα άτομα που εμφανίζουν σοβαρή μειονεξία που προκύπτει από φυσική ή διανοητική βλάβη. Αναφορικά μ΄ αυτή την θεώρηση υιοθετήθηκε η παρακάτω ταξινόμηση: Το μειονέκτημα ( deficiency), ορίζεται ως ‘’ κάθε απώλεια ουσίας ή αλλοίωσης μιας δομής ή μιας ψυχολογικής ή ανατομικής λειτουργίας’’.
Η ανικανότητα ( incapacity), ‘’αντιστοιχεί σε κάθε μερική ή ολική ελάττωση (αποτέλεσμα του μειονεκτήματος) της ικανότητας να επιτελούμε μια δραστηριότητα μ΄ ένα συγκεκριμένο τρόπο ή μέσα που θεωρούνται ως φυσιολογικά για ένα ανθρώπινο ον ’’.
Το ελάττωμα ( disadvantage), είναι αποτέλεσμα μιας ανεπάρκειας ή μιας ανικανότητας που περιορίζει ή απαγορεύει την εκπλήρωση ενός φυσιολογικού ρόλου που είναι ομαλός (ανάλογα με την ηλικία, το φύλο, τους κοινωνικούς και πολιτιστικούς παράγοντες) για το άτομο αυτό (Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Αρ.230/38/10.9.81,άρθρο 1.5.).
Σύμφωνα με τον πιο πρόσφατο ορισμό του Συμβουλίου των υπουργών της Ε.Ο.Κ., αναφέρεται ότι: ‘’ o όρος <<άτομα με ειδικές ανάγκες>>, περιλαμβάνει τα άτομα με σοβαρές ανεπάρκειες ή μειονεξίες που οφείλονται σε σωματικές βλάβες, συμπεριλαμβανομένων των βλαβών των αισθήσεων, ή σε διανοητικές ή ψυχικές βλάβες, οι οποίες περιορίζουν ή αποκλείουν την εκτέλεση δραστηριότητας ή λειτουργίας, η οποία θεωρείται κανονική για έναν άνθρωπο’’ ( Απόφαση του Συμβουλίου 93/136/ΕΟΚ, ΕΕ αριθ.L56 της 9/3/93).
Από το σύνολο των παραπάνω ορισμών διαφαίνεται κυρίαρχη η τάση μιας περιγραφής βασισμένης στην ‘’έλλειψη ικανοτήτων και συγκεκριμένων ανθρώπινων χαρακτηριστικών’’, που έχουν σαν αποτέλεσμα το ‘’ελάττωμα’’ ή το ‘’μειονέκτημα’’. Ωστόσο θα ήταν λάθος να παραμεληθούν οι κοινωνικοί παράγοντες που συμβάλλουν στον καθορισμό των σωματικών και νοητικών χαρακτηριστικών και της αναπηρίας εν γένει.
Περισσότερα θέματα για την Ειδική Αγωγή εδώ.