«Η μητέρα μου με κακοποιούσε από μικρή. Η κακοποίηση, παρόλο που δεν είχε ορατά σημάδια, ήταν τόσο έντονη που όταν μεγάλωσα διαγνώστηκα με μετατραυματικό στρες, δηλαδή ένα άγχος που προκλήθηκε από επαναλαμβανόμενα τραύματα. Βρίσκομαι ακόμα σε θεραπεία για να ξεπεράσω ό,τι μου συνέβη στο παρελθόν και, αν και παρουσιάζω βελτίωση, έχω πολύ δρόμο μπροστά μου», γράφει μια γυναίκα που η τοξική μητέρα της, της άφησε βαθιές πληγές απ’ όταν ήταν μικρό παιδί.
«Η μητέρα μου δεν ζει πια, αλλά μου έχει αφήσει κληρονομιά πληγές που ίσως να μην κλείσουν ποτέ. Σήμερα μπορώ και μιλάω ανοιχτά για όλα αυτά και το ξέρουν σχεδόν όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρέφομαι, αλλά όταν ήμουν παιδί δεν ήξερε κανείς τίποτα.
Η παιδική μου ηλικία ήταν βασανιστική και δεν με βοήθησε κανείς - ούτε οι δάσκαλοί μου, ούτε οι φίλοι, ούτε οι γείτονες. Δεν με βοήθησαν όχι επειδή δεν ήθελαν, αλλά επειδή δεν ήξεραν τι περνάω! Δεν εμφανίστηκα ποτέ με μελανιές στα χέρια ή το πρόσωπο. Η κακοποίησή μου δεν άφηνε σημάδια. Κανείς δεν ζούσε μαζί μου για να δει τα άδεια ντουλάπια όταν έψαχνα κάτι να φάω, την μητέρα μου να βρίσκεται με τους εραστές της ενώ ήμουν σπίτι ή την παραμέληση που βίωνα.
Κοιτάζοντας πίσω μου ως ενήλικη πια, συνειδητοποιώ τον λόγο που κανείς δεν κατάλαβε πόσο τοξική ήταν η μητέρα μου για να με βοηθήσει. Όλοι έβλεπαν ένα κοινωνικό και εξωστρεφές παιδί, σχεδόν άριστη μαθήτρια, που συμμετείχε σε εξωσχολικές δραστηριότητες, κέρδιζε βραβεία και ήταν υπόδειγμα παιδιού.
Όσο ήμουν στο δημοτικό, δεν έδειχνα σημάδια κακοποίησης. Δεν είχα μώλωπες και πρησμένα μάτια. Αντίθετα, είχα ταλέντο στο να κρύβομαι, ήμουν καχύποπτη με όλους και περνούσα τα βράδια μου ολομόναχη. Δεν έπρεπε να φοράω μακριές μπλούζες για νa κρύβω τις πληγές μου. Αντίθετα, έπρεπε να προσέχω μην μπουν κατσαρίδες στη σχολική μου τσάντα και ρεζιλευτώ, να βρω ψεύτικα σημειώματα γιατρών για να δικαιολογήσουν τις απουσίες μου κάθε φορά που δεν με ξυπνούσε κανείς για να πάω σχολείο.
Δεν με πτοούσαν τα προσβλητικά λόγια και οι φωνές των συμμαθητών μου. Εξάλλου, αυτό είχα μάθει από την μητέρα μου κι αυτό νόμιζα πως είναι αγάπη. Δεν ήμουν ντροπαλή και συνεσταλμένη. Μου έλειπε τόσο πολύ η ανθρώπινη επαφή που ήμουν φίλη με όλους! Έκανα παρέα με την βιβλιοθηκονόμο, μιλούσα πάντα στις μαμάδες των συμμαθητών μου και ήμουν καλή μαθήτρια για να τραβάω την προσοχή των δασκάλων μου. Χρειαζόμουν σταθερούς ενήλικες στη ζωή μου για να μου προσφέρουν την ασφάλεια που δεν μου πρόσφερε η μαμά μου.
Μόλις μπήκα στην εφηβεία, βρήκα τρόπους να λείπω απ' το σπίτι. Γράφτηκα σε διάφορες λέσχες, διάβαζα στη βιβλιοθήκη μέχρι αργά, ασχολούμουν με το θέατρο, το τραγούδι, τη μουσική και έπαιρνα μέρος σε ακαδημαϊκούς διαγωνισμούς. Έκανα ό,τι μπορούσα για να μένω μακριά από το πατρικό μου μέχρι αργά το βράδυ.
Εξωτερικά, ήμουν μία προσγειωμένη και μελετηρή έφηβη. Εσωτερικά, ήμουν ένα κακοποιημένο παιδί. Αποφοίτησα με άριστα και υποτροφίες όχι επειδή είχα κάποιον να με ενθαρρύνει, αλλά επειδή έκανα ό,τι μπορούσα για να φύγω από αυτό το σπίτι.
Τα κακοποιημένα παιδιά είναι συχνά πιο ώριμα από τους συνομηλίκους τους. Μερικές φορές είναι εξωστρεφή και ομιλητικά επειδή νιώθουν μοναξιά, γίνονται φίλοι με ενήλικες και αναζητούν απεγνωσμένα κάποιον “μεγάλο” να αντικαταστήσουν τον κηδεμόνα που θα ήθελαν να έχουν.
Δεν είναι όλα τα κακοποιημένα παιδιά κρυμμένα σε σκοτεινές γωνίες για να μην φαίνονται. Μερικές φορές, είναι ακριβώς μπροστά σας, τα βλέπετε αλλά δεν μπορείτε να τα “δείτε”. Η κακοποίηση δεν αφήνει πάντα ορατά σημάδι, αλλά προκαλεί πάντα βαθιές πληγές που κλείνουν δύσκολα».
Πηγή: herviewfromhome.com