Η απόφαση των Τούρκων να εισβάλουν στην Κύπρο είχε ληφθεί πολύ πριν το πραξικόπημα κατά του Μακάριου. Οι Τούρκοι, με τη γνωστή ανατολίτικη πονηριά τους, απλώς περίμεναν τις κατάλληλες συνθήκες.
Οι Τούρκοι γνώριζαν τις ελληνικές αδυναμίες από πρώτο χέρι και τις εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο. Για την επιχείρηση κατάληψης της Κύπρου, στην οποία έδωσαν το προφητικό κωδικό όνομα «Αττίλας», οι Τούρκοι συγκέντρωσαν τις εξής δυνάμεις:
1) Το στρατηγείο του 6ου Σώματος Στρατού, υπό τον αντιστράτηγο Νουρεντίν Εσκίν, με έδρα τα Άδανα.
2) Την 39η Μεραρχία Πεζικού (ΜΠ) με τα 14ο, 49ο, 50 Σύνταγμα Πεζικού (ΣΠ), στη Μερσίνα (υποστράτηγος Μπετρετίν Ντεμιρέλ).
3) Την 28η ΜΠ με τα 23ο, 61ο, 13ο ΣΠ.
4) Την Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών στην Καισαρεία (με 2 τάγματα αλεξιπτωτιστών και ένα τάγμα πεζικού).
5) Την 39η Ταξιαρχία Καταδρομών με δύο μοίρες καταδρομών.
6) Την 5η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία.
7) Το 6ο Τάγμα Πεζοναυτών (ΤΠΝ)
Την εισβολή θα υποστήριζαν σοβαρές αεροπορικές δυνάμεις, αποστολή των οποίων θα ήταν αρχικά η εξασφάλιση αεροπορικής υπεροχής και εν συνεχεία η στενή υποστήριξη των χερσαίων τμημάτων. Φαίνεται πως οι Τούρκοι, αντίθετα, με ορισμένους Έλληνες στρατιωτικούς και πολιτικούς, πίστευαν πως η Κύπρος δεν βρισκόταν και τόσο μακριά από την Ελλάδα και μπορούσε να υποστηριχθεί από την ελληνική αεροπορία.
Ως πρώτο κλιμάκιο εφόδου, τα αποβατικά στρατεύματα συγκροτήθηκαν από το 5ο ΣΠ, το 6ο ΤΠΝ και από μια ίλη αρμάτων, υπό τον ταξίαρχο Σουλεϊμάν Τουρσέλ. Το κλιμάκιο αυτό ονομάστηκε Ταξιαρχία «Τσακμάκ» και είχε δύναμη 3.500 άντρες. Συνολικά, οι Τούρκοι έριξαν στη μάχη 40.000 άντρες, 180-200 άρματα Μ47-Μ48.
Υποστηρίχτηκαν από 75 μαχητικά και 55 μεταγωγικά αεροσκάφη, 43 ελικόπτερα και πολλές μονάδες ναυτικού. Στις δυνάμεις αυτές πρέπει επιπλέον να προστεθούν οι δυνάμεις της ΤΟΥΡΔΥΚ και των Τουρκοκυπρίων, συνολικής δύναμης περί τους 20.000 άντρες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η τουρκοκυπριακή «πολιτοφυλακή» δρούσε επί χρόνια πριν την εισβολή ανενόχλητη και είχε καταστήσει τους τουρκοκυπριακούς θύλακες στο νησί απόρθητα οχυρά, που διέθεταν μέχρι και πολυβολεία από ενισχυμένο σκυρόδεμα! Ιδιαίτερα ο θύλακας Λευκωσίας (Λευκωσία-Κιόνελι-Αγύρτα-Αγ. Ιλαρίων μέχρι το χωριό Τέμπλος) διέθετε οχυρώσεις από σκυρόδεμα, διάδρομο στην Αγύρτα και έθετε υπό τουρκικό έλεγχο τη σημαντικότατη διάβαση του Αγ. Ιλαρίωνα. Η ΤΟΥΡΔΥΚ με 1.200 άντρες στάθμευε στο Κιόνελι.
Από την άλλη πλευρά, οι ελληνικές δυνάμεις ήταν οι εξής:
– Το στρατηγείο Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ), υπό τον ταξίαρχο Μιχαήλ Γεωργίτση
1) 15 ενεργά τάγματα πεζικού, εξαιρετικά μειωμένης όμως δύναμης, λόγω της μείωσης της θητείας στην οποία είχε προχωρήσει η κυβέρνηση Μακαρίου τις παραμονές του πραξικοπήματος.
2) 19 επιστρατευόμενα τάγματα πεζικού, από τα οποία ελάχιστα συγκροτήθηκαν.
3) Η ΕΛΔΥΚ με δύναμη 900 περίπου αντρών
4) Τρεις ενεργές μοίρες και μια επιστρατευόμενη μοίρα καταδρομών.
5) Μια επιλαρχία αρμάτων εξοπλισμένη με 15 άρματα Τ34/85, απομεινάρια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
6) Μια επιλαρχία αναγνώρισης με ελαφρά θωρακισμένα οχήματα επίσης του Β’ ΠΠ.
7) 8 μοίρες πυροβολικού και 4 ανεξάρτητες πυροβολαρχίες διαφόρων διαμετρημάτων και 1 λόχος όλμων 4,2 ιντσών.
8) Μικρό αριθμό μονάδων μηχανικού, διαβιβάσεων και διοικητικής μέριμνας.
Αεροπορία δεν υφίστατο και, βάσει των υπαρχόντων σχεδίων, την κάλυψη των χερσαίων τμημάτων θα αναλάμβανε η ελληνική Πολεμική Αεροπορία. Όσον αφορά δε τις ναυτικές δυνάμεις, αυτές περιοριζόταν σε 5 τορπιλακάτους και μια ακταιωρό. Η συνολική δύναμη των ελληνικών δυνάμεων δεν ξεπερνούσε τις 11.000 άντρες με επιστράτευση.
Από την παράθεση των δυνάμεων είναι φανερό ότι από τη στιγμή που οι Τούρκοι θα επιτύγχαναν προγεφύρωμα στο νησί, η κατάσταση θα εξελισσόταν δυσμενώς για τις ελληνικές δυνάμεις εφόσον ο εχθρός υπερείχε συντριπτικά αριθμητικά (περίπου 6:1 στο πεζικό και 18:1 στα άρματα μάχης) και σε ποιότητα υλικού.
Ωστόσο η ύπαρξη ήδη στο νησί χιλιάδων Τούρκων και Τουρκοκύπριων ενόπλων, πριν την εισβολή, απέτρεπε εκ προοιμίου την ικανότητα του ΓΕΕΦ να επιτύχει στρατηγική συγκέντρωση. Πολύ απλά οι ελληνικές δυνάμεις δεν επαρκούσαν για να επιτηρούν τις ακτές απόβασης και να εξουδετερώσουν τους οχυρωμένους τουρκοκυπριακούς θύλακες.
Σε περίπτωση εισβολής, η κυπριακή άμυνα έπρεπε να ενισχυθεί άμεσα με ελλαδίτικα τμήματα. Σε διαφορετική περίπτωση, όλοι γνώριζαν ότι, αργά ή γρήγορα, θα κατέρρεε. Χάρη στον ηρωισμό των Ελλήνων μαχητών, κατέρρευσε τελικά αργότερα από το αναμενόμενο. Επίσης, βάσει πάντα των προβλεπομένων σχεδίων, τυχόν απόπειρα απόβασης των Τούρκων στην Κύπρο θα σηματοδοτούσε το άμεσο ξέσπασμα ελληνο-τουρκικού πολέμου. Με αυτό ως δεδομένο, οι Τούρκοι θα ήταν υποχρεωμένοι να δεσμεύσουν το συντριπτικό όγκο των δυνάμεών τους στη Θράκη και στα μικρασιατικά παράλια.
Έτσι, θα ανακουφιζόταν η κυπριακή άμυνα. Επίσης, δύο ακόμα δεδομένα βάραιναν τότε υπέρ της ελληνικής πλευράς. Η απόλυτη υπεροπλία του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας, έναντι των αντιστοίχων τουρκικών.
Στην πράξη όμως η υπεροπλία αυτή έμεινε στα χαρτιά. Το ίδιο έγινε και με την σχεδιαζόμενη ελληνική αντεπίθεση στη Θράκη, η οποία θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα απολύτως επιτυχής, τουλάχιστον μέχρι την Αδριανούπολη. Η διαταγή επίθεσης όμως δεν έφτασε ποτέ στα πάνοπλα ελληνικά τμήματα που στάθμευαν στον Έβρο, με ποσοστό επάνδρωσης της τάξης του 110 % και άνω, παρά τους μύθους που καλλιεργήθηκαν κατόπιν. Όπλα υπήρχαν, θέληση δεν υπήρχε.
Το νησί της Κύπρου διασχίζουν δύο παράλληλες οροσειρές με κατεύθυνση δυτικά προς ανατολικά, ο Όλυμπος (ή Τρόοδος) στα κεντροδυτικά με υψηλότερη κορυφή το Τρόοδος (1.952 μ.) και ο Πενταδάκτυλος στα βόρεια με υψηλότερη κορυφή το Κυπαρισσόβουνο (1.023 μ.). Και οι δύο οροσειρές είναι δασώδεις, δύσβατες και αποτελούν αντιαρματικό έδαφος. Ανάμεσά τους, σχηματίζονται οι πεδιάδες της Μόρφου, της Μεσαορίας και της Αμμοχώστου, με μεγαλύτερη εκείνη της Μεσαορίας, όπου βρίσκεται και η πρωτεύουσα Λευκωσία.
Μεταξύ των βόρειων ακτών της Κύπρου και του Τροόδος σχηματίζεται η στενή πεδινή λωρίδα της επαρχίας της Κερύνειας, με την ομώνυμη πόλη που είναι πρωτεύουσά της. Η λωρίδα αυτή επικοινωνεί με τη Μεσαορία μόνο μέσω των διαβάσεων του Πενταδάκτυλου. Η κυριότερη διάβαση είναι του Αγίου Ιλαρίωνα, από την οποία διέρχεται η κύρια οδός Κερύνειας-Λευκωσίας.
Άλλες σημαντικές διαβάσεις είναι, της Πανάγρας στα δυτικά, του Αγ. Παύλου, του Μπέλα Παΐς κ.α., επί του Πενταδάκτυλου. Οι ακτές της Κύπρου, αναπτύγματος 342 χλμ. σχηματίζουν αρκετούς κόλπους και προσφέρουν πολλούς αιγιαλούς απόβασης. Οι πιο αξιόλογοι βρίσκονται στις πόλεις Αμμοχώστου, Λάρνακας και Κερύνειας Λεμεσού.
Το τουρκικό σχέδιο επιχειρήσεων προέβλεπε συνδυασμένη αποβατική και αεραποβατική ενέργεια για τη διχοτόμηση της Κύπρου σε δύο φάσεις, εκμεταλλευόμενο ακριβώς τη μορφολογία του κυπριακού εδάφους. Κατά την πρώτη φάση, θα πραγματοποιούνταν απόβαση στην ακτή Πεντεμίλι δυτικά της Κερύνειας με σκοπό τη δημιουργία προγεφυρώματος με ταυτόχρονη αεραπόβαση στο θύλακα της Λευκωσίας προς ενίσχυση των Τουρκοκυπρίων και της ΤΟΥΡΔΥΚ.
Στην συνέχεια προβλεπόταν η σταδιακή επέκταση του προγεφυρώματος και η συνένωσή του με το θύλακα Λευκωσίας. Κατά τη δεύτερη φάση, και αναλόγως της εξέλιξης της πρώτης φάσης, θα συνεχίζονταν οι επιχειρήσεις για την επίτευξη των πολιτικών στόχων της Τουρκίας. Η πρώτη φάση θα συνδυαζόταν με την παραπλανητική ενέργεια κατά της Αμμοχώστου. Οι δύο φάσεις πήραν την κωδική ονομασία «Αττίλας» Ι και ΙΙ αντίστοιχα.
Το Σχέδιο Άμυνας του ΓΕΕΦ, με την κωδική ονομασία «Αφροδίτη», προέβλεπε εξασφάλιση της Κύπρου από τουρκική απειλή, με κύρια προσπάθεια την απόκρουση της απόβασης και δευτερεύουσα, την εκκαθάριση των τουρκικών θυλάκων. Για το χρόνο εκκαθάρισης των θυλάκων απαιτούνταν πολιτική απόφαση, ενώ η απόφαση για την απόκρουση της αποβατικής ενέργειας ήταν στην αρμοδιότητα του αρχηγού του ΓΕΕΦ, αμέσως μόλις παραβιάζονταν τα χωρικά ύδατα της Κύπρου (12 ν.μ.). Η ΕΛΔΥΚ προβλεπόταν να διατεθεί στο ΓΕΕΦ, όπως και αριθμός πολεμικών αεροσκαφών και πλοίων των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Εισβολή
Το Σάββατο 20 Ιουλίου, στις 04.50, 11 πολεμικά σκάφη παραβίασαν τα χωρικά ύδατα της Κύπρου και ανέκοψαν την κίνησή τους 10-11 χλμ. από τις ακτές της Κερύνειας. Από τις 05.15 η Τουρκική Αεροπορία άρχισε σφοδρό βομβαρδισμό στρατιωτικών αλλά και πολιτικών στόχων κυρίως στην περιοχή της Κερύνειας-Λευκωσίας. Στις 06.00 άρχισε η ρίψη αλεξιπτωτιστών προς ενίσχυση του θύλακα Λευκωσίας (Κιόνελι).
Την ίδια ώρα, Τούρκοι καταδρομείς μεταφέρονταν στην Αγύρτα με ελικόπτερα, τα οποία, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ανεφοδιάστηκαν στο βρετανικό αεροπλανοφόρο «Ερμής», που, εντελώς «τυχαία», περιπολούσε εκείνο το πρωινό στα ανοιχτά της Κύπρου.
Οι τουρκικές αεραποβάσεις συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Στην επιλεγείσα ακτή απόβασης, στο Πεντεμίλι, πριν τις 06.00 έγινε έλεγχος, από Τούρκους βατραχανθρώπους για ύπαρξη θαλάσσιων κωλυμάτων και ναρκοπεδίων.
Αφού διαπίστωσαν ότι στο βυθό και την ακτή δεν υπήρχαν εμπόδια, επέστρεψαν. Λίγα λεπτά αργότερα, άρχισαν πυκνά πυρά από τα τουρκικά πολεμικά και στις 07.15 το 6ο ΤΠΝ άρχισε να αποβιβάζεται δημιουργώντας ένα μικρό προγεφύρωμα. Στις 09.00 αεροκίνητα τμήματα ενίσχυσαν το μικρό προγεφύρωμα και απέκοψαν την οδό Κερύνειας-Πανάγρων.
Η πρώτη αντίδραση κατά των Τούρκων σημειώθηκε από τις ηρωικές κυπριακές τορπιλακάτους, οι οποίες θυσιάστηκαν προσπαθώντας μάταια να πλήξουν τα τουρκικά πολεμικά. Το ΓΕΕΦ μόλις στις 07.00 έθεσε τις δυνάμεις του σε συναγερμό, αν και ήδη είχε πληροφορίες για την προσέγγιση της τουρκικής νηοπομπής, ειδοποιημένο από τους σταθμούς παρατήρησης του Αγ. Ανδρέα και του Κορμακίτη.
Ο αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων της Ελλάδας, στρατηγός Μπονάνος, είχε καλλιεργήσει την εντύπωση ότι οι Τούρκοι έκαναν απλώς επίδειξη ισχύος. Αργότερα έγινε λόγος και για τουρκική άσκηση. Ο ίδιος άλλωστε ευθύνεται και για την απόσυρση από τα κυπριακά ύδατα των υπερσύγχρονων τότε υποβρυχίων «Γλαύκος» και «Νηρεύς», καθώς και για τη μη αποστολή των σταθμεύοντων στην Κρήτη αεροσκαφών F-4 Phantom, που εκείνη την εποχή ήταν ό,τι πιο εξελιγμένο υπήρχε στην ανατολική Μεσόγειο. Το παράδειγμα του Μπονάνου πάντως ακολούθησε και η μετέπειτα πολιτική κυβέρνηση.
Ο Μπονάνος μόλις στις 08.40 συνειδητοποίησε τι συνέβαινε –όταν ήταν πλέον πολύ αργά– και διέταξε την εφαρμογή των σχεδίων. Στις 10.00 –σχεδόν 3 ώρες μετά την εισβολή– δύο μειωμένης σύνθεσης λόχοι του 251 Τάγματος Πεζικού (ΤΠ), ενισχυμένοι με 4 άρματα, περιέσφιξαν το προγεφύρωμα από τα ανατολικά και τα νότια και στις 10.00 άρχισαν έναν καταιγισμό πυρών, που μετέβαλε σε κόλαση την ακτή. Η διεύρυνση του προγεφυρώματος σταμάτησε, και η ενίσχυσή του γινόταν πλέον υπό τα δραστικά πυρά των λίγων αμυνόμενων.
Τα πυρά του ελληνικού πυροβολικού από την άλλη ήταν σποραδικά και άστοχα, από την έλλειψη προκεχωρημένων αξιωματικών παρατήρησης στο 251 ΤΠ. Το Τάγμα, βάσει των σχεδίων, θα έπρεπε να ενισχυθεί άμεσα από το επιστρατευόμενο 3ο Τακτικό Συγκρότημα (306 και 316 επιστρατευόμενα τάγματα πεζικού). Στις κρίσιμες αυτές ώρες, το 3ο Τακτικό Συγκρότημα, δεν κατόρθωσε να ενισχύσει το μαχόμενο 215 ΤΠ, γιατί δεν επιτεύχθηκε η συγκρότηση των 306 και 316.
Στις 13.00, μια διλοχία του επίστρατου 316 ΤΠ έλαβε επαφή με το τουρκικό προγεφύρωμα από τα δυτικά. Το ΓΕΕΦ –που δεν είχε ακριβείς πληροφορίες για την κατάσταση– κίνησε με το πρώτο φως το 286 Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού (ΜΚΤΠ) και το 281 ΤΠ, από την περιοχή Λευκωσίας, για να ενισχύσει τον αγώνα στο Πεντεμίλι.
Τις πρωινές ώρες, στο ύψος του Κοντεμένου, τα τάγματα δέχθηκαν αλλεπάλληλες επιθέσεις της Αεροπορίας, με αποτέλεσμα να αποδεκατιστούν. Το ΓΕΕΦ, με τα υπολείμματα των μονάδων αυτών και με καταρρακωμένο το ηθικό των αντρών τους (ο διοικητής 286 ΜΚΤΠ είχε τραυματιστεί θανάσιμα), σχεδίασε σπασμωδικά αντεπίθεση τη νύχτα 20/21, χωρίς τη στοιχειώδη προετοιμασία και χωρίς πυρά υποστήριξης, μια αντεπίθεση που ήταν καταδικασμένη σε πλήρη αποτυχία. Η ΕΛΔΥΚ, η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κατά του προγεφυρώματος, ανέλαβε την αποστολή να εκκαθαρίσει, χωρίς υποστήριξη, το θύλακα του Κιόνελι.
Όπως ήταν φυσικό, απέτυχε απέναντι στην συντριπτική αριθμητική υπεροχή των Τούρκων. Έτσι, και οι λίγες δυνάμεις που διέθετε το ΓΕΕΦ κατασπαταλήθηκαν σε ασυντόνιστες επιθέσεις, πέρα από κάθε εφαρμογή της αρχής της συγκέντρωσης των δυνάμεων. Την ίδια τύχη είχε και η επίθεση των μονάδων καταδρομών στη διάβαση Αγ. Ιλαρίωνα. Οι ενέργειες της ΕΛΔΥΚ και των καταδρομέων ήταν καταδικασμένες, γιατί, εκτός από τις πολύ υπέρτερες δυνάμεις των Τουρκοκυπρίων, ο θύλακας Λευκωσίας είχε ενισχυθεί ήδη με ισχυρές δυνάμεις αλεξιπτωτιστών και καταδρομέων.
Μέχρι να νυχτώσει, οι Τούρκοι είχαν επιτύχει να ενισχύσουν το προγεφύρωμα με το σύνολο του 5ου ΣΠ. Μέχρι τότε όμως δεν είχαν κατορθώσει να αποβιβάσουν και άρματα μάχης. Ήταν η χρυσή ευκαιρία των Ελλήνων να τους πνίξουν στη θάλασσα. Δυστυχώς εκείνη τη στιγμή γύρω από το προγεφύρωμα υπήρχαν ουσιαστικά δυνάμεις ισοδύναμες με 4 λόχους πεζικού, και αυτούς όχι πλήρεις, απέναντι σε τρία τουρκικά τάγματα.
Παρόλα αυτά η μέρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως καλή, αφού οι Τούρκοι απέτυχαν σε όλους τους αντικειμενικούς τους σκοπούς, που ήταν η κατάληψη της Κερύνειας και η συνένωση του προγεφυρώματος με το θύλακα Λευκωσίας. Μετά το τελευταίο φως, οι Τούρκοι σταμάτησαν να ενεργούν.
Και πάλι η τουρκική αδράνεια έδινε στην ελληνική διοίκηση μια θαυμάσια ευκαιρία να εξαλείψει το τουρκικό προγεφύρωμα εκείνη τη νύχτα, καθώς οι Τούρκοι δεν θα μπορούσαν να υποστηριχθούν ούτε από την αεροπορία τους. Και πάλι όμως δεν κατέστη δυνατή η συγκέντρωση των απαραίτητων δυνάμεων, στον κρίσιμο τομέα του Πεντεμιλίου.
Το ξημέρωμα της επομένης, το τουρκικό προγεφύρωμα ενισχύθηκε με νέες δυνάμεις πεζικού και με μια ίλη αρμάτων, έναντι στα οποία οι αμυνόμενοι ελάχιστα είχαν να αντιπαρατάξουν, εκτός της ελληνικής τους ψυχής. Οι Τούρκοι, με σκληρό αγώνα, διεύρυναν το προγεφύρωμα, υποστηριζόμενοι τώρα και από δεκάδες αεροσκάφη τους. Δεν κατόρθωσαν παρ’ όλα αυτά να διασπάσουν την ελληνική αμυντική περίμετρο και να κινηθούν προς τη Λευκωσία. Σε αυτό συνέβαλε και η ενίσχυση των ελληνικών δυνάμεων με μια διλοχία του επιστρατευόμενου 326 ΤΠ.
Στον τουρκικό θύλακα Λευκωσίας συνέχισαν ακατάπαυστα να καταφθάνουν ενισχύσεις με αλεξιπτωτιστές και καταδρομείς. Ο θύλακας απέκτησε, έτσι, επιθετικές δυνατότητες. Οι Τούρκοι, και κατά τις επιχειρήσεις της δεύτερης μέρας, δεν πέτυχαν να προωθηθούν προς Κερύνεια-Αγ. Ιλαρίωνα. Αυτό τους ανησύχησε ιδιαίτερα. Εκείνη δε την ημέρα σημειώθηκε και το κωμικοτραγικό γεγονός της προσβολής τριών τουρκικών αντιτορπιλικών από την Τουρκική Αεροπορία!
Τα τουρκικά αεροσκάφη κατόρθωσαν να βυθίσουν το αντιτορπιλικό «Κοτζάτεπε» και να προξενήσουν σοβαρές ζημιές στα άλλα δύο. Από την πλευρά του, το Τουρκικό Ναυτικό μπορούσε να περηφανευτεί για την κατάρριψη 5 τουρκικών μαχητικών! Το συμβάν αυτό είναι από μόνο του ικανό να καταδείξει τι είδους αντίπαλο αντιμετωπίσαμε.
Το επόμενο πρωί το προγεφύρωμα είχε διευρυνθεί αρκετά ώστε να μπορεί να αποβιβαστεί ολόκληρη η τουρκική 39η ΜΠ. Ο διοικητής της, υποστράτηγος Μπετρετίν Ντεμιρέλ, συγκρότησε ένα ταχυκίνητο τακτικό συγκρότημα με ειδικές δυνάμεις, άρματα και ισχυρό πυροβολικό και επιτέθηκε προς την Κερύνεια.
Οι Τούρκοι επείγονταν να συνενωθούν με το θύλακα Λευκωσίας μέχρι τις 16.00 της ημέρας αυτής που άρχιζε κατάπαυση του πυρός με απόφαση του ΟΗΕ. Στις 11.00 περίπου κάμφθηκε η επική αντίσταση του 251 ΤΠ. Από τότε παραμένει αγνοούμενος ο ήρωας διοικητής του, αντισυνταγματάρχης Παύλος Κουρούπης. Οι Τούρκοι στη συνέχεια κατέλαβαν την Κερύνεια και τη διάβαση του Αγ. Ιλαρίωνα. Το ίδιο βράδυ καταλήφθηκαν οι βόρειες συνοικίες της Λευκωσίας, Νεάπολη, Ομορφίτα, Καϊμακλί.
Τις μεταμεσονύχτιες ώρες προσγειώθηκε στη Λευκωσία η Α΄ Μοίρα Καταδρομών (Επιχείρηση «Νίκη») και ενίσχυσε την άμυνα της κυπριακής πρωτεύουσας. Η κατάπαυση του πυρός επετεύχθη –θεωρητικά– εκείνο το βράδυ. Οι Τούρκοι, καταπατώντας, όπως πάντα, τις συμφωνίες που πριν λίγες ώρες είχαν υπογράψει, συνέχισαν τις επιχειρήσεις.
Σε πρώτη φάση αποβίβασαν το σύνολο των δυνάμεων του 6ου Σώματος Στρατού στην Κύπρο και στη συνέχεια, με βάση το θύλακα της Λευκωσίας, επιτέθηκαν με σκοπό να καταλάβουν την πόλη. Στις 11.00 της 23ης Ιουλίου με ισχυρές δυνάμεις πεζικού, ενισχυμένες με πολυάριθμα άρματα, επιτέθηκαν κατά του αεροδρομίου Λευκωσίας. Αποκρούστηκαν χάρη στην ηρωική αντίσταση της Α΄ Μοίρας Καταδρομών. Έξι ώρες αργότερα το αεροδρόμιο παραδόθηκε στους κυανόκρανους του ΟΗΕ.
Οι Τούρκοι όμως δεν σταμάτησαν εκεί. Μεταξύ 23-30 Ιουλίου κατέλαβαν τα Άνω και Κάτω Δίκωμο, Συχαρί, Βουνό, Αγ. Επίκτητο, Γερόλακο, Μύρτου Αγριδάκι, Αγ. Ερμόλαο και τις διαβάσεις του Πενταδάκτυλου Συχαρί και Αγ. Παύλο, στις 6 και 7 Αυγούστου τα χωριά Καραβάς και Λάπηθος.
Σύμφωνα με τον ταξίαρχο ε.α. Δημήτριο Χάντζο, διοικητή του 361 ΤΠ τότε οι μονάδες των κυανόκρανων, ειδικά οι βρετανικές, βοήθησαν ποικιλοτρόπως τους Τούρκους στην επίτευξη των αντικειμενικών τους σκοπών. Ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες πάντως οι Τούρκοι δεν είχαν κατορθώσει να καταλάβουν παρά το 11% περίπου του κυπριακού εδάφους.
Στο μεταξύ στην Ελλάδα σημειώνονταν ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις. Οι στρατιωτικοί κάλεσαν τον αυτοεξόριστο στη Γαλλία Κωνσταντίνο Καραμανλή να επανέλθει στη χώρα και να σχηματίσει κυβέρνηση. Η νέα ελληνική κυβέρνηση επίσης δεν έπραξε το παραμικρό για να ενισχύσει την αγωνιζόμενη Κύπρο. Περιορίστηκε να συμμετάσχει στις ειρηνευτικές συνομιλίες στη Γενεύη. Οι Τούρκοι συμμετείχαν στις συνομιλίες, αποδεχόμενοι και πάλι θεωρητικά, την νέα κατάπαυση πυρός. Το πόση αξία είχε βέβαια η υπογραφή των Τούρκων καταδείχθηκε λίγες ημέρες μετά.