Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο τελευταίος αυτοκράτορας της Κωνσταντινουπόλεως, ο “Μαρμαρωμένος Βασιλιάς”, πέραν της ηρωικής θυσίας του το 1453, δεν ήταν μια κοινή προσωπικότητα των καιρών του.
Γεννήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1404, ή κατ’ άλλους στις 7 Φεβρουαρίου 1405. Ήταν το όγδοο τέκνο του αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου και της Ειρήνης Δραγάση-Παλαιολόγου. Από νωρίς ανέλαβε δράση, στο πλευρό των αδελφών του Ιωάννη, του μετέπειτα αυτοκράτορα και Θεοδώρου, δεσπότη του Μυστρά.Το 1417 οι Παλαιολόγοι εκστράτευσαν κατά του Φράγκου ηγεμόνα της δυτικής Πελοποννήσου Κεντουριώνα Ζακάρια, τον οποίον και νίκησαν και ανάγκασαν να τους παραδώσει μέρος από τις κτήσεις του.
Ο νεαρός Κωνσταντίνος στο διάστημα αυτό εκπαιδευόταν στα πολεμικά και στα της διακυβερνήσεως του κράτους. Το 1423, σε ηλικία 19 μόλις ετών, ανέλαβε συνδεσπότης στο πλευρό του αδελφού του Θεοδώρου. Παρέμεινε δεσπότης έως τα τέλη του 1448, όταν και χρίστηκε διάδοχος του θανόντα αυτοκράτορα Ιωάννη, με ένα μικρό διάλειμμα, όταν ορίσθηκε άρχοντας των πόλεων Αγχιάλου και Μεσημβρίας στη θρακική ακτή του Ευξείνου Πόντου.
Στο διάστημα αυτό των 25 ετών ο Κωνσταντίνος ανεδείχθη ως η μεγαλύτερη στρατιωτική φυσιογνωμία που ανέδειξε η Αυτοκρατορία στα σκληρά εκείνα χρόνια. Για αυτό άλλωστε κέρδισε και το προσωνύμιο «δράκος» από τους υπηκόους του. Το 1424 ο Ιωάννης Παλαιολόγος αναγκάστηκε να καταστήσει την Αυτοκρατορία φόρου υποτελής στον σουλτάνο Μουράτ, παραδίδοντας του και τις παρευξείνιες πόλεις.
Τότε ο Κωνσταντίνος πήγε στον Μυστρά, όπου με τη σύμφωνη γνώμη του αυτοκράτορα Ιωάννη και των αρχόντων του τόπου ανέλαβε αυτός την διακυβέρνηση της Πελοποννήσου, ενώ οι αδελφοί του Θεόδωρος και Θωμάς ανέλαβαν την διακυβέρνηση της νοτίου και ανατολικής Πελοποννήσου, αντιστοίχως. Αμέσως μόλις ανέλαβε τα ηνία της διακυβέρνησης ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να ξεκαθαρίσει μια και καλή την Πελοπόννησο από τους Φράγκους.
Την 1η Μαΐου 1428 τα στρατεύματα του κατέλαβαν την Γλαρέντζα, έδρα της ηγεμονίας των Ζακάρια. Μόνο η Πάτρα απέμεινε σε φραγκικά χέρια, αλλά και αυτή απελευθερώθηκε το 1429.
Οι επιτυχίες αυτές του Κωνσταντίνου, σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο, είχαν ως αποτέλεσμα την ενοποίηση ολοκλήρου, πλην των ενετικών κτήσεων, της Πελοποννήσου, υπό ελληνική διοίκηση, ύστερα από 220 έτη φραγκικής κατοχής. Το γεγονός αυτό ήταν ιδιαιτέρως σημαντικό, αν ληφθεί υπόψη και η δεινή θέση της βασιλίδος πόλεως, η οποία έστεκε μόνη, κυκλωμένη από τουρκικές κτήσεις.
Η ελεύθερη πλέον Πελοπόννησος θα μπορούσε να καταστεί το κέντρο της αναγεννήσεως του Ελληνισμού, από το οποίο θα ξεπηδούσε η φλόγα της απελευθερώσεως και των άλλων σκλάβων περιοχών.
Οι επιτυχίες αυτές έκαναν τον Κωνσταντίνο τολμηρότερο. Τότε συνέλαβε το σχέδιο απελευθερώσης της Ελλάδος. Η πρώτη απόπειρα έγινε το 1434. Το έτος αυτό πέθανε ο Φλωρεντίνος δούκας των Αθηνών Αντώνιος Ατζαγιόλι. Ο Κωνσταντίνος άδραξε την ευκαιρία και επιχείρησε να έρθει σε συνεννόηση με την ελληνίδα χήρα του Μαρία Μελισσηνή και τον πρωτοσύμβουλό της Χαλκοκονδύλη.
Παράλληλα ο Φραντζής επικεφαλής στρατεύματος βάδισε προς την Αθήνα. Τότε όμως επενέβη ο ανεψιός του θανόντος Νέριο Ατζαγιόλι, ο οποίος και κατέλαβε την αρχή, με την υποστήριξη των Τούρκων. Το επόμενο έτος ο αυτοκράτορας Ιωάννης κάλεσε τον Κωνσταντίνο στην Πόλη και του ανέθεσε καθήκοντα αντιβασιλέως.
Ο ίδιος ο αυτοκράτορας κίνησε για την Ευρώπη ελπίζοντας στην υποστήριξη των δυτικών. Συνέπεια του ταξιδίου του ήταν και η Σύνοδος της Φεράρρας-Φλωρεντίας (1439), για ένωση των εκκλησιών με αντάλλαγμα την υποστήριξη των Δυτικών στον αγώνα ζωής που έδιδε η αυτοκρατορία.
Ο Κωνσταντίνος κυβέρνησε το κράτος επί έξι έτη, έως ότου ο αδελφός του επέστρεψε από την Ευρώπη. Πέραν της αντίδρασης των Βυζαντινών στην ένωση των εκκλησιών είχε πλέον περάσει η εποχή που στο κέλευσμα του πάπα, χιλιάδες δυτικοευρωπαίοι έσπευδαν να πολεμήσουν για την «πίστη».
Όπως είπε και ο Στάλιν αιώνες αργότερα, «καλός είναι ο πάπας, αλλά πόσες μεραρχίες έχει»! Και στη δεδομένη χρονική στιγμή ο πάπας δεν είχε ούτε μεραρχίες, ούτε σοβαρή επιρροή στα πολιτικά πράγματα της Δύσεως.
Όσον αφορά τις ελληνικές δυνάμεις, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν υπερβολικά περιορισμένες. Με ελάχιστα έσοδα, αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, μοναχικό νησί, χαμένο μέσα στην αλλόπιστη θάλασσα, η Πόλη δεν διέθετε πλέον ούτε την παλαιά αίγλη και λάμψη, ούτε την αναγκαία για την επιβίωσή της, υπό τις κρατούσες συνθήκες, στρατιωτική ισχύ.
Το σύνολο των τακτικών δυνάμεων που είχαν στη διάθεση τους οι τελευταίοι Παλαιολόγοι αυτοκράτορες δεν ξεπέρασε τις 3.000 άνδρες, επί Ανδρονίκου Γ’. Σταδιακά ο αριθμός αυτός μειώθηκε και άλλο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εκστρατεία του Βουσικώ στην Ανατολή.
Ο Γάλλος Βουσικώ μισθώθηκε μαζί με 100 ιππείς και 1.000 πεζούς από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο το 1398. Με αυτούς ελάχιστους, αλλά καλά εξοπλισμένους και εμπειροπόλεμους άνδρες ο Βουσικώ σχεδόν εκκαθάρισε τη Θράκη από τους Τούρκους. Ελλείψει οικονομικών πόρων όμως αποχώρησε το επόμενο έτος για τη Γαλλία.
Σε τέτοια κατάπτωση είχε φθάσει το Βυζάντιο ώστε δεν μπορούσε να συντηρήσει 1.100 άνδρες. Πέραν των τακτικών δυνάμεων υπήρχαν και οι «πολιτοφύλακες» θα λέγαμε, οι ικανοί να φέρουν όπλα δηλαδή πολίτες, οι οποίοι επιστρατεύονταν σε περιπτώσεις ανάγκης.
Αυτοί όμως ούτε σοβαρό εξοπλισμό διέθεταν, ούτε, το κυριότερο, πολεμική εκπαίδευση και εμπειρία. Και ούτε ήταν δυνατό να εκπαιδευτούν ως στρατιώτες, εφόσον όλοι τους είχαν ως πρωταρχικό τους μέλημα την επιβίωσή τους. Τα ρημαγμένα από τους πολέμους και τις τουρκικές επιδρομές κτήματα έμειναν ακαλλιέργητα.
Κατόπιν η εξάπλωση των Τούρκων περιόρισε την βυζαντινή επικράτεια γύρω από την Κωνσταντινούπολη, τους Επιβάτες και τη Σηλυβρία. Η οικονομική κατάρρευση είχε ως φυσική συνέπεια την πτώση και του βοιωτικού επιπέδου, σε βαθμό εξαθλιώσεως.
Για να γλιτώσουν την πείνα χιλιάδες κατέφευγαν στις διάφορες μονές και ελάμβαναν το σχήμα. Η ίδια η Κωνσταντινούπολις δεν κατοικείτο από περισσότερους από 60-80.000 ανθρώπους, περιλαμβανομένων και των ξένων. Η μόνη αχτίδα φωτός προερχόταν από την Πελοπόννησο.
Και εκεί όμως τα πράγματα δεν ήταν τόσο ρόδινα όσο φαίνονταν. Πέραν της διχόνοιας μεταξύ των διαφόρων αρχόντων με τους δεσπότες Παλαιολόγους, υπήρχε και η διχόνοια μεταξύ των ιδίων των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας, διχόνοια που απέβη καταστρεπτική για την εθνική υπόθεση. Από την άλλη πλευρά όμως ούτε η Πελοπόννησος διέθετε το αναγκαίο ανθρώπινο δυναμικό και τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους για να ενισχύσει την περικυκλωμένη Βασιλεύουσα., τόσο κατά την διάρκεια της τελικής πολιορκίας, όσο και ενωρίτερα.
Ο τακτικός στρατός των δεσποτών ήταν μικρός, αριθμώντας μερικές εκατοντάδες «καβαλαρίων» ιππέων και «κονταράτων» (δορυφόρων) πεζών. Στις δυνάμεις αυτές ο εκάστοτε δεσπότης ενέτασσε και έναν μικρό αριθμό Φράγκων μισθοφόρων, οι οποίοι αποτελούσαν το καλύτερο τμήμα του στρατού. οι δεσπότες επίσης διέθεταν και έναν σχετικά μεγάλο αριθμό ελαφρών ιππέων, τους περίφημους «Στρατιώτες».
Τον κύριο όγκο όμως των στρατιωτικών δυνάμεων του δεσποτάτου αποτελούσαν απλοί χωρικοί, ελεύθεροι καλλιεργητές, ή δουλοπάροικοι των «Δυνατών». Εξοπλισμένοι κυρίως με τόξα, χωρίς θώρακες και έχοντας μεγάλη απέχθεια στις επελάσεις του αντιπάλου ιππικού, ήταν χρήσιμοι για αποστολές «κλεφτοπολέμου» ή για πολιορκίες, αλλά όχι για μάχες εκ παρατάξεως. Επίσης αρνούνταν συνήθως να εκστρατεύσουν πέραν του Ισθμού.
Ο Κωνσταντίνος παρέμεινε στην Πόλη έως το 1444. Κατόπιν επέστρεψε στον Μυστρά και ανέλαβε την διακυβέρνηση του δεσποτάτου με τον αδερφό του Θωμά. Στο μεταξύ νέα πολιτικά δεδομένα εμφανίστηκαν στην χερσόνησο του Αίμου. Στην Ήπειρο ο Ιωάννης Καστριώτης είχε ξεσηκωθεί κατά των Τούρκων.
Βορειότερα ο Ούγγρος Ιωάννης Ουννιάδης πολεμούσε επίσης με επιτυχία τους Οθωμανούς. Όλα έδειχναν ότι η ασιατική μάστιγα μπορούσε να καταπολεμηθεί. Ο Κωνσταντίνος μελέτησε προσεκτικά τις νέες εξελίξεις και αποφάσισε να δράσει.
Τότε συνέλαβε το παράτολμο σχέδιο να προελάσει προς Βορρά και, αφού ενωθεί με τον Καστριώτη και τον Ουννιάδη, όλοι μαζί να χτυπήσουν τους Τούρκους. Απέκτησε λοιπόν διπλωματικές επαφές με τους άλλους ηγεμόνες πολεμιστές, αλλά και με τον πάπα. Από τον τελευταίο ζητούσε στρατιωτική και οικονομική βοήθεια. Φαίνεται πως κάτι έλαβε τελικώς, αφού το 1444-45 κατόρθωσε να ενισχύσει τον στρατό του με 300 Βουργουνδούς ιππότες.
Ο Κωνσταντίνος, ως πρώτο μέτρο ανοικοδόμησε το τείχος του Εξαμιλίου, στον ισθμό, ώστε να εξασφαλίσει το δεσποτάτο. Έχοντας κατασκευάσει την «ασπίδα» αποφάσισε να λάβει στο χέρι και το δόρυ. Είχε έρθει ο καιρός να επιτεθεί.
Η στιγμή ήτο πράγματι κατάλληλος διότι οι Τούρκοι και ο επίφοβος σουλτάνος των Μουράτ, ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει την χριστιανική στρατιά που είχε φτάσει ως τη Βουλγαρία. Ο Κωνσταντίνος γνώριζε ότι ήταν επικείμενη η εκστρατεία, εφόσον διατηρούσε επαφές με τον Ουννιάδη.
Έφτασαν μάλιστα παπικοί αντιπρόσωποι στον Μυστρά, μέσω των οποίων συνομολογήθηκε ένα είδος επιμαχίας μεταξύ Ελλήνων και Ούγγρων. Κατόπιν τούτου λοιπόν ο Κωνσταντίνος και ο Θωμάς κίνησαν για την Αθήνα.
Οι Έλληνες δεσπότες υποχρέωσαν τον Φράγκο δυνάστη να υποταχτεί και να καταβάλει ετήσιο φόρο υποτέλειας 30.000 δουκάτων. Προτίμησαν να μην τον εκθρονίσουν για να μην προκαλέσουν την εχθρότητα των δυτικών.
Προσάρτησαν όμως στο κράτος του Μυστρά την Βοιωτία, την οποία και κατέστησαν βάση επιχειρήσεων τους. Κατόπιν επέστρεψαν στην Πελοπόννησο. Εκεί τους βρήκε και το δυσάρεστο άγγελμα της συντριβής των χριστιανικών δυνάμεων στη μάχη της Βάρνας.
Στον Μυστρά ο Κωνσταντίνος επανεξέτασε την κατάσταση, η οποία σαφώς τώρα παρουσιάζονταν δυσμενεστέρα. Παρόλα αυτά ο Κωνσταντίνος δεν έχασε το θάρρος του. Έχοντας εμπιστοσύνη στις ίδιες δυνάμεις και ικανότητες αποφάσισε να προκαλέσει ο ίδιος το θηρίο. Έτσι τον Φεβρουάριο του 1445 ο αναλήφθηκε εκστρατεία προς Βορρά.
Από τη Βοιωτία οι δυνάμεις των Παλαιολόγων βάδισαν προς τη Φωκίδα και την κεντρική Στερεά. Όπως μας πληροφορεί το Χρονικό του Γαλαξιδίου, έξω από τα Σάλωνα δόθηκε μεγάλη και νικηφόρα μάχη με τους Τούρκους.
Κατόπιν ο στρατός των Παλαιολόγων κατέλαβε το Λιδορίκι και όλη την Φωκίδα και έφτασε έως τη Θεσσαλία. Οι Έλληνες της Θεσσαλίας αμέσως ξεσηκώθηκαν κατά των Τούρκων. Σε πολύ λίγο χρόνο όλος σχεδόν ο ηπειρωτικός κορμός της Ελλάδος είχε απελευθερωθεί, από την Αθήνα έως τις παρυφές της Πίνδου.
Ο Μουράτ όμως, με εξασφαλισμένα τα νώτα του μετά την θριαμβευτική του νίκη στη Βάρνα, έστειλε άμεσα ενισχύσεις στην Ελλάδα. Σοβαρά ενισχυμένος, «με αρίφνητο ασκέρι», όπως λέγει το Χρονικό του Γαλαξιδίου, οι Τούρκοι στράφηκαν κατά των δυνάμεων των Παλαιολόγων. Αδυνατώντας να αντισταθούν στην συντριπτική υπεροχή των Τούρκων, αναγκάσθηκαν αυτές να υποχωρήσουν στον Ισθμό, πίσω από το τείχος του Εξαμιλίου.
Στο μεταξύ είχε σπεύσει και ο ίδιος ο Μουράτ στην περιοχή. Ο σουλτάνος ανακατέλαβε τη Φωκίδα και τη Θήβα. Την τελευταία μάλιστα την παρέδωσε στον ευνοούμενο του Ατζαγιόλι. Κατόπιν μαζί τον περιώνυμο στρατηγό του Τουραχάν στράφηκαν κατά του Εξαμιλίου.
Ο Κωνσταντίνος επιχείρησε να έρθει σε συνεννόηση με τον Σέρβο ηγεμόνα Γεώργιο Βράνκοβιτς, από τον οποίο ζήτησε να προβεί σε αντιπερισπαστική ενέργεια, η οποία θα χαλάρωνε την προς αυτόν ασκούμενη τουρκική πίεση.
Παράλληλα στράφηκε στους Ενετούς, ζητώντας τους άμεση βοήθεια, την οποία μπορούσαν να του διαθέσουν από τις φρουρές που διατηρούσαν στην Πελοπόννησο. Όλοι τους υπεσχέθησαν να βοηθήσουν. Στην πραγματικότητα όμως ουδέν έπραξαν. Έτσι ο Κωνσταντίνος βρέθηκε τελικώς μόνος απέναντι στο σύνολο των τουρκικών δυνάμεων, οι οποίες υπολογίζονται σε 80-100.000 εμπειροπόλεμων ανδρών.
Στις 27 Νοεμβρίου 1446 ο πολυάριθμος τουρκικός στρατός εμφανίστηκε ενώπιον του Εξαμιλίου, διαθέτων πλήθος πολιορκητικών μηχανών, ακόμα και πυροβόλων. Στις 7 Δεκεμβρίου 1446 οι Τούρκοι επιτέθηκαν και κυρίευσαν το οχύρωμα και προχώρησαν σφαγιάζοντας και αρπάζοντας.
Πρώτη κυριεύθηκε και λεηλατήθηκε η Κόρινθος και κατόπιν η Σικυών. Την αυτή τύχη είχε και το Αίγιο και η Πάτρα, πλην της ακροπόλεώς της, οι υπερασπιστές της οποίας άντεξαν σε όλες τις εχθρικές εφόδους.
Για να σώσει και την υπόλοιπο Πελοπόννησο ο Κωνσταντίνος εδέχθη τότε να πληρώσει φόρο στους Τούρκους, προκειμένου να εγκαταλείψουν την Πελοπόννησο. Μόνο τότε ο θηριώδης σουλτάνος έφυγε.