Ελάχιστοι Έλληνες ηθοποιοί μπορούν να καμαρώσουν για βιογραφικό αντίστοιχο εκείνου του Δημήτρη Καλλιβωκά. Του ανθρώπου που υπηρέτησε με την ίδια συνέπεια όλα τα είδη και διακρίθηκε με την ίδια επιτυχία σε θέατρο, κινηματογράφο, τηλεόραση και ραδιόφωνο.
Οι τέχνες ήταν πάντοτε στο αίμα του… Καλλιτεχνική φύση από μικρός, παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε το 1930 και μεγάλωσε μέσα στην Κατοχή, κατάφερε να εκφράσει τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του ακόμη και εν αγνοία των δικών του που δεν γνώριζαν καν ότι σπούδαζε υποκριτική. Από εκείνη την δύσκολη περίοδο θυμάται ότι η πόρτα του σπιτιού τους ήταν πάντοτε ανοιχτή για ανθρώπους που είχαν ανάγκη, με τον γιατρό πατέρα του να προσφέρει αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες του στους δοκιμαζόμενος συμπατριώτες του και το γεγονός ότι ο ίδιος επιβίωσε χάρη σε ένα καρβέλι ψωμί το οποίο έκρυβε στο μαξιλάρι του. Κάθε εβδομάδα έπαιρνε ένα τέτοιο κι έκοβε μια ξερή φέτα καθημερινά, η οποία αποδείχθηκε και η σωτηρία του.
Μεγαλώνοντας άφησε τις σπουδές του στην σχολή Καλών Τεχνών όταν έμαθε από έναν φίλο του ότι η Σχολή υποκριτικής «Κουνελάκη» έδινε μια υποτροφία για έναν νεαρό ηθοποιό. Την κέρδισε με το σπαθί του και αυτή ήταν η πόρτα που έψαχνε και για να μπει στον μαγικό κόσμο του θεάτρου. Αποφοίτησε το 1954 και την ίδια χρονιά κιόλας προσελήφθη στο Εθνικό Θέατρο κάνοντας ντεμπούτο στο Ηρώδειο ως μέλος του Χορού της Ορέστειας του Αισχύλου! Αργότερα έπαιξε σε άλλα σημαντικά θέατρα, ερμηνεύοντας σπουδαίους ρόλους σε μερικά από τα πλέον επιβλητικά θεατρικά του κόσμου. Το ταλέντο του ήταν αναμφισβήτητο και πληθωρικό, κάτι που φαίνεται από την τεράστια γκάμα και την μνημειώδη ικανότητά του να διακρίνεται σε δράμα, κωμωδία, σύγχρονα και κλασικά έργα.
Αγαπούσε πολύ την δουλειά του και την έβλεπε ως κάτι ενιαίο και συμπαγές. Γι’ αυτό ερμήνευε με την ίδια άνεση και επιτυχία τον Βασιλιά Λιρ στον Σέξπιρ ή τον Μίλτο Παπάρα (Παπαράς, παρακαλώ, όπως έλεγε) στο Ρετιρέ!
Βέβαια παράλληλα με το θέατρο και πριν το εξαιρετικό πέρασμά του από τηλεόραση (κυρίως) και ραδιόφωνο, μεσολάβησε και μια μεγάλη καριέρα στον κινηματογράφο. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συμπρωταγωνίστησε σε περίπου 40 ταινίες όπου κατά κύριο λόγο υποδύθηκε… αντεραστές! Ήταν ένας όρος που χρησιμοποιούσε ο ίδιος για να περιγράψει εν συντομία τους πιο συνηθισμένους ρόλους του. Ήταν κατά κύριο λόγο ο άνθρωπος που ήθελαν οι γονείς για να παντρέψουν τις κόρες τους, αλλά δεν προτιμούσαν οι ίδιες!
Συνήθως έχανε τις γυναίκες (κινηματογραφικά μιλώντας πάντα) από συναδέλφους του όπως ο Κούρκουλος, ο Μπάρκουλης ή ο Αλεξανδράκης και δεν είχε ποτέ πρόβλημα με τον να υποδυθεί τέτοιους ρόλους. Πάντως ο αστικός μύθος τον θέλει να διατυπώνει ενστάσεις μόνο στην περίπτωση που του προτάθηκε να συμβεί κάτι αντίστοιχο σε μια ταινία με τον Κώστα Χατζηχρήστο. Λένε ότι ζήτησε μια υπέρογκη αμοιβή και όταν ερωτήθηκε γιατί, απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Πρώτον επειδή θα παίξω με τον Χατζηχρήστο και δεύτερον επειδή θα μου κλέψει την γυναίκα. Ε, όχι να μου κλέψει και ο Χατζηχρήστος την γυναίκα»! Σύμφωνα με τις φήμες της εποχής, ο δημοφιλής ηθοποιός το έμαθε και δεν τον συγχώρησε ποτέ.
Αντίθετα από ότι συνέβαινε στο σινεμά όπου οι έρωτές του ήταν ανεπιτυχείς, στην πραγματική ζωή δεν συνέβαινε το ίδιο. Είχε μεγάλη πέραση στο αντίθετο φύλο και από την ζωή του είχαν περάσει αρκετές γυναίκες, με τον ίδιο να δημιουργεί σχέσεις και να… διασκεδάζει αρκετά στα μεσοδιαστήματα όπως μαρτυρά και η ιστορία που τον ήθελε να ξυπνά κάποτε σε ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης με τρεις στο κρεβάτι του!
Ωστόσο ήταν κατά του γάμου και δεν τον συγκινούσε καθόλου το ενδεχόμενο να κάνει οικογένεια. Άλλαξε σκέψεις μόνο όταν έμαθε ότι είχε καρκίνο και θέλησε με αυτό τον τρόπο να μην αφήσει μόνη και αβοήθητη την σύντροφό του, Ιωάννα, σε περίπτωση που δεν τα κατάφερνε στη μάχη που έδινε.
Όμως η μοίρα είχε εντελώς διαφορετικά σχέδια για το ζευγάρι που πρόσφατα συμπλήρωσε πάνω από μισό αιώνα κοινής πορείας και συμβίωσης. Σήμερα στα 92 χρόνια του πια, ο Δημήτρης Καλλιβωκάς παραμένει εντυπωσιακά ακμαίος και μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στο «κάστρο του στην Κηφισιά», όπως το αποκαλεί, και το σπίτι του στην Τήνο όπου πέρασε και το μεγαλύτερο διάστημα της πανδημίας του κορωνοϊού.