Ξαφνικά, η θάλασσα έμοιασε σε λίμνη,
τόσο πράσινη και ήσυχη έγινε.
Ξαφνικά, μετά τον Αύγουστο,
ήρθε άλλος ένας Αύγουστος
με τα τζιτζίκια και τον ιδρώτα στη θέση τους.
Ξαφνικά, δε χρειαζόταν να φύγει κι εκείνος μαζί του
για κάπου όπου δεν ήξερε πώς θα είναι,
στον πιο βαρύ και δύσκολο χειμώνα ίσως...
Ξαφνικά, είχε ξεχάσει την ανησυχία που είχε
μη δεν πάνε καλά τα πράγματα
και θυμόταν μόνο εκείνες τις φορές
που όλα πήγαν, τελικά, ανέλπιστα καλά.
Ξαφνικά, δεν ήταν λίγος για το πολύ
και πολύς για το λίγο,
καταδικασμένος εκ γενετής στη μετριότητα.
Ξαφνικά, δεν ήταν τόσο αυστηρός
με τον εαυτό του
όσο δεν ήταν με κανέναν άλλον.
Ξαφνικά, δεν ένιωθε πιο μόνος
όταν βρισκόταν μαζί με άλλους
απ' ό,τι παρέα με τη μοναξιά του.
Ξαφνικά, οι δικοί του άνθρωποι
ήταν πιο ζεστοί μαζί του απ' ό,τι οι ξένοι.
Ξαφνικά, δε χρειαζόταν να προσποιείται
ότι είναι ευχαριστημένος
για να μη δυσαρεστήσει τους άλλους,
γιατί όλους τούς ευχαριστούσε το ίδιο.
Ξαφνικά, δεν ήθελε τίποτα
και ήταν ευτυχισμένος.
Ξαφνικά, ήταν ορεξάτος για ζωή
-δεν είχε παραιτηθεί απ' την αρχή της διαδρομής.
Ξαφνικά, δεν είχε ιδέα
πραγματικός πόνος και φόβος τι θα πει.
Ξαφνικά, η χειρότερη τραγωδία
μετατράπηκε στην καλύτερη γιορτή.
Ξαφνικά, οι στρατιώτες δε δέχονταν
να συμμετέχουν στους πολέμους,
υπηρετώντας τους μεγάλους
και τον ιμπεριαλισμό τους,
κι έτσι δε σκοτώνονταν αθώοι.
Ξαφνικά, οι άνθρωποι δε δίσταζαν
να δείξουν την αγάπη τους
και ό,τι αγαπούσαν το αναδείκνυαν και το λάτρευαν
επευφημόντας το για τις αρετές και τις αξίες του
κι όχι λασπωλογόντας τα παρόμοιά του.
Ξαφνικά, έλεγαν μόνο όσα ένιωθαν και εννοούσαν
και δεν προκαλούσαν ηχορύπανση.
Ξαφνικά, δε στέκονταν στην εικόνα.
Ξαφνικά, διάβαζαν τα ποιήματά του
ακόμα και οι ορκισμένοι εχθροί του,
γιατί γνώριζαν πως τα ποιήματα
αξίζει να διαβάζονται αυτόνομα,
και, το πιο παράξενο, τα καταλάβαιναν.
Ξαφνικά, κανείς δεν τα έβλεπε
σαν απλές λέξεις στο χαρτί -φορμαλιστικά-,
αλλά στην ουσία τους.
Ξαφνικά, κανείς δεν τα έβλεπε επιπόλαια
και πολλοί σκέφτονταν πως ίσως χρειάστηκαν
και μέρες ολόκληρες
για να γραφτεί το καθένα από αυτά
και να χωρέσουν μέσα του όλα όσα έπρεπε.
Ξαφνικά, όλοι ανεξαιρέτως,
αντί να του δίνουν συγχαρητήρια
όταν χρησιμοποιούσε σπάνιες λέξεις,
του έλεγαν πόσο συμφωνούσαν,
πόσο τους επηρέαζαν κάθε φορά τα γραπτά του
και πως, με βάση αυτά, θα προσπαθούσαν
να αλλάξουν προς το καλύτερο τις συνήθειές τους.
Ξαφνικά, είχε πλέον την αίσθηση
πως ό,τι έκανε είχε σκοπό και άξιζε τον κόπο...
Και τότε, ξαφνικά, ένα όνειρο θερινής μερός
-καμία σχέση με το «όνειρο θερινής νυκτός» του Σαίξπηρ-
έλαβε τέλος.
Τόσο ξαφνικά, τόσο βιαστικά...
Ίσα που πρόλαβε να δει
να το παίρνουν οι συνθήκες...