Στα αρχαία ελληνικά υπήρχε ακόμη ένα σύμφωνο που ονομαζόταν δίγαμμα, γιατί το γράμμα με το οποίο δηλωνόταν είχε τη μορφή Ƒ (έμοιαζε με διπλό κεφαλαίο γάμα). Ήταν το έκτο γράμμα της αλφαβήτου. Με το σύμφωνο αυτό άρχιζε π.χ. η λέξη εργάζομαι: Ƒ εργάζομαι και η προφορά του Ƒ πλησίαζε την προφορά του w της αγγλικής (π.χ. was) ή στην προφορά του όχι σε ορισμένες διαλέκτους της νέας ελληνικής: ουόχι. Έτσι, λοιπόν, η σημερινή λέξη εργάζομαι προφερόταν στα πολύ παλιά αρχαία ελληνικά ουεργάζομαι.
Τον 8ο αιώνα π.Χ. η Ιωνική και ορισμένες Δωρικές διάλεκτοι απώλεσαν το δίγαμμα μετά από ένηχο (ν,μ,ρ,λ,σ) με αναπληρωματική έκταση. Για παράδειγμα η λέξη ὅλϝος έγινε οὗλος.
Η Αττική απώλεσε το δίγαμμα σε αυτήν τη θέση χωρίς αναπληρωματική έκταση (όλος), ενώ όλες οι υπόλοιπες διάλεκτοι πέρα από αυτές που αναφέρθηκαν συνέχισαν να το προφέρουν/καταγράφουν.
Επειδή η Αττική Κοινή βασίστηκε σε διαλέκτους που έχασαν νωρίς το δίγαμμα, το κοινό ελληνιστικό αλφάβητο δεν είχε σύμβολο για το φθόγγο /w/. Σαν να μην έφτασε αυτό, στις διαλέκτους όπου το δίγαμμα διατηρήθηκε μέχρι αργά, ο φθόγγος τράπηκε σε χειλικό τριβόμενο *w>v. Επειδή μετά το 300 π.Χ. πολλοί ελληνόφωνοι ήδη προέφεραν επιχωρικά το μεσοφωνηεντικό /b/ ως /v/, το γράμμα «β» άρχισε να χρησιμοποιείται και για το δίγαμμα.
Η αρχή της χρήσης του γράμματος «β» για το δίγαμμα ανάγεται, σύμφωνα με τους μεταγενέστερους γραμματικούς, στη Λέσβο της εποχής της Σαπφούς και του Αλκαίου (~600 π.Χ.).
Όσον αφορά το λατινικό V, κατά το μεγαλύτερο μέρος της Ρωμαϊκής αρχαιότητας, αποδίδεται στην Ελληνική με «Οὐ», λ.χ. Valerius > Οὐαλέριος και Valens/Velentem > Οὐάλης/Οὐάλεντα.
Αυτό δείχνει ότι η τροπή *w>v στην Λατινική συνέβη πολύ αργά (~300 μ.Χ.) αν και, από ένα σημείο και μετά, οι Έλληνες μάλλον ακολουθούσαν την συνήθεια απόδοσης “v”>«ου», ακόμα κι αν άκουγαν /v/. Άλλωστε τα πρώιμα ιταλικά δάνεια στην Ελληνική που περιέχουν το ιταλικό σύμβολο “V”, στην αρχαία Ελληνική αποδόθηκαν ως w>Ϝ>∅:
Viteliu > Ϝῑταλίᾱ > Ἰταλίᾱ (οι Ιταλοί υιοθέτησαν τον ελληνικό όρο ξεχνώντας τον γνήσιο δικό τους με “v” = /w/)
Veneti > Ϝενετοί > Ἐνετοί (λ.χ. Ηρόδοτος [1.196] «τῷ καὶ Ἰλλυριῶν Ἐνετοὺς πυνθάνομαι χρᾶσθαι»)
Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι η ομοιότητα του δίγαμμα με το λατινικό F δεν είναι τυχαία. Από τα αλφάβητα των Ελλήνων της κάτω Ιταλίας πέρασε στους Λατίνους ως F και μάλιστα στην ίδια θέση (6η) όπως και στο ελληνικό.
Σήμερα στην Αγγλική το δίγαμμα έχει επιβιώσει αυτούσιο ως w.
Στην Ελληνική όμως το δίγαμμα χάθηκε και χρησιμοποιείται το β.
Άλλο ένα ενδιαφέρον στοιχείο για το δίγαμμα είναι...η ΣΤ' Δημοτικού... Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί η 6η δημοτικού λέγεται ΣΤ’ ενώ το 6ο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου είναι πλέον το ζήτα; Οι αρχαίοι συμβόλιζαν τον αριθμό 6 με το έκτο γράμμα του αλφαβήτου τους, που ήταν τότε το δίγαμμα. Όταν το δίγαμμα σταμάτησε να προφέρεται συνέχισε να χρησιμοποιείται ως σύμβολο για τον αριθμό 6. Αργότερα όμως όταν ξεκίνησε η διάκριση σε κεφαλαία και μικρά υιοθετήθηκε για τη μικρογραμματική μορφή του δίγαμμα, ένα σύμβολο που έμοιαζε με το λεγόμενο “στίγμα”. Το στίγμα ήταν μια συντομογραφία του φθόγγου “στ” που έμοιαζε με το σημερινό τελικό σίγμα “ς”. Έτσι οι μεσαιωνικοί λόγιοι θεώρησαν ότι ο αριθμός 6 αποδίδονταν από τους αρχαίους ως “ΣΤ” και εξού και το μπέρδεμα.