Πριν την κρίση, όποτε κάναμε κάποια εκδήλωση σχετική με την Κατοχή ήμασταν οι ίδιοι 50 άνθρωποι. Από τότε μέχρι σήμερα, όποτε κάνουμε συνέδριο ο κόσμος δε χωράει πια να κάτσει» μού αναφέρει στο τηλέφωνο ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης, λίγο πριν ξεκινήσει το κανονικό μέρος της συνέντευξης μας.
Ο γνωστός ιστορικός αποτελεί μαζί με αρκετούς καλούς συναδέλφους του μία νέα γενιά επιστημόνων που κατάφερε να φωτίσει τις λιγότερο προβεβλημένες πτυχές ενός πολύ σκοτεινού αλλά την ίδια στιγμή πολύ σημαντικού κεφαλαίου της ιστορίας μας. Ήταν άλλωστε καιρός για να λάμψει λίγη αλήθεια.
Μάλιστα, εκτός από τα βιβλία του που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια (Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα, Δεκεμβριανά 1944), τα οποία έχουν πουλήσει αρκετά χιλιάδες αντίτυπα ξεπερνώντας και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις, ο ίδιος έβαλε άλλο ένα σημαντικό λιθαράκι: οι πολύ επιτυχημένες ιστορικές ξεναγήσεις που διοργανώνει εδώ και αρκετά χρόνια αφηγούνται με τον πιο ζωντανό τρόπο την ιστορία της Αθήνας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Όσο λοιπόν εκείνος ετοιμάζει το επόμενο βιβλίο του το οποίο θα καταπιάνεται με το ακανθώδες ζήτημα του δωσιλογισμού, του ζητήσαμε να ρίξει λίγο φως στις αθέατες πλευρές μίας ζοφέρης αλλά και πραγματικά ηρωικής περιόδου μέσα από 10 ερωτήσεις. Αυτή είναι η αλήθεια για την Κατοχή στην Αθήνα όπως την αφηγείται ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης.
Πόσοι ήταν οι νεκροί της Αθήνας τα χρόνια της Κατοχής;
Οι νεκροί του λιμού είναι γύρω στις 45 χιλιάδες – κατ’ εκτίμηση, αφού δεν έχουμε ακριβή μέτρηση. Οι θάνατοι τώρα από εκτελέσεις και μάχες (ή ακόμα και από αδέσποτες σφαίρες) υπολογίζονται κοντά στις 5 χιλιάδες για την Αττική.
Σε πόσο ακραίες καταστάσεις οδηγήθηκαν οι κάτοικοι της πόλης εξαιτίας της πείνας;
Ο λιμός της Αθήνας ήταν ο μεγαλύτερος λιμός του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη. (Να διευκρινίσουμε εδώ ότι μιλάμε για κατεχόμενη χώρα και όχι για χώρα-ενεργό μέτωπο πολέμου, όπως ήταν η Σοβιετική Ένωση). Η Κατοχή είναι μία πρωτόγνωρη εμπειρία, αφού από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτή είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα κατακτιέται από ξένα στρατεύματα.
Οι συνθήκες ήταν απόλυτα ακραίες: υπάρχουν καταγραφές για παιδιά που έτρωγαν τους εμετούς των μεθυσμένων Γερμανών έξω από τα εστιατόρια, για ανθρώπους που επιβίωναν μέσα από τα σκουπίδια, ακόμα και για κάποιες περιπτώσεις κανιβαλισμού, όπου οι πεινασμένοι αναγκάστηκαν να κόψουν κομμάτια από τους νεκρούς -με σκοπό να τα μαγειρέψουν με κάποιον τρόπο- έτσι ώστε να μην έχουν την ίδια τύχη με εκείνους.
Η έννοια της αηδίας είχε αναγκαστικά φύγει από τη μέση. Οι κάτοικοι της Αθήνας έτρωγαν σκυλιά, γάτες, γαϊδούρια· έκαναν ό,τι μπορούσαν για να επιβιώσουν. Ήταν απόλυτα τρομακτικό το αίσθημα της πείνας και -κυρίως- του φόβου ότι πρόκειται να πεθάνεις από αυτήν.
Η πείνα έπληττε τους πάντες ή αφορούσε τα πιο χαμηλά οικονομικά στρώματα του πληθυσμού;
Ναι, εννοείται ότι πρώτα επλήγησαν οι φτωχοί που δεν είχαν κανένα περιθώριο αντίδρασης. Σε αυτούς προστέθηκε λόγω της εντυπωσιακής και απότομης φτωχοποίησης -εξαιτίας του μεγάλου πληθωρισμού που ροκάνιζε τα εισοδήματα- και η μεσαία τάξη. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη μεγάλη απεργία γίνεται από δημοσίους υπαλλήλους για το ζήτημα του επισιτισμού.
Πάνω σε αυτήν την κατάσταση στήνεται και η μεγάλη συμμαχία που δημιουργεί το ΕΑΜ με τα κατώτατα αλλά και τα μεσαία στρώματα του πληθυσμού, τα οποία βρίσκονταν στο μάτι του κυκλώνα. Οφείλουμε να πούμε ότι υπήρχαν και κάποιοι άνθρωποι από την ανώτερη τάξη που δεινοπάθησαν – ήταν όσοι δεν μπήκαν στη διαδικασία να συνεργαστούν με τους Γερμανούς.
Βέβαια, η περίοδος της Κατοχής ήταν μία μεγάλη ευκαιρία για ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού. Δεν ήταν λίγοι όσοι κατάφεραν μέσα σε πολύ λίγο χρόνο να αποκτήσουν πολύ μεγάλες περιουσίες.
Η ναζιστική Κατοχή ήταν μόνο απάνθρωπη ή είχε και σαδιστικά χαρακτηριστικά;
Έχουμε πάρα πολλές περιπτώσεις όπου προκύπτουν αυτά τα σαδιστικά χαρακτηριστικά και πρέπει να καταλάβουμε ότι μεγάλο ποσοστό των Γερμανών που βρέθηκαν στην Ελλάδα, μετά το «πρώτο αίμα» όπως λέμε, αποκτηνώθηκαν.
Υπάρχουν πάρα πολλές μαρτυρίες που δείχνουν ότι οι κατακτητές διασκέδαζαν με τον θάνατο και τις εκτελέσεις των κατακτημένων. Βέβαια, πρόκειται για μία συμπεριφορά που παρατηρείται και στα ελληνικά σώματα ασφαλείας της εποχής.
Ισχύει ότι οι περιοχές οι οποίες βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Ιταλών βιώσαν λιγότερες καταστροφές σε σχέση με εκείνες που τελούσαν υπό γερμανική κατοχή;
Σε γενικές γραμμές ισχύει. Θα πρέπει όμως να δούμε «γιατί ισχύει». Ήταν πολύ διαφορετικός ο τρόπος αντιμετώπισης που είχαν οι Μελανοχίτωνες -οι φασίστες δηλαδή, και ο οποίος δε διέφερε πολύ και από τον τρόπο των SS- με εκείνον του απλού Ιταλού στρατιώτη.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι Ιταλοί συνθηκολογούν τον Σεπτέμβριο του 1943, δεν βρίσκονται δηλαδή στην Ελλάδα την περίοδο όπου οι σχέσεις κατακτητών και κατακτημένων έχουν οξυνθεί ακόμα περισσότερο.
Τον τελευταίο χρόνο η τρομοκρατία κλιμακώνεται με τους Γερμανούς να είναι τελείως μόνοι τους. Έτσι, λοιπόν, και μην μπορώντας να καλύψουν τα κενά που έχουν αφήσει οι Ιταλοί, χρησιμοποιούν την ακραία βία σε μία προσπάθεια να τιθασεύσουν το ελληνικό αντιστασιακό κίνημα και την υποστήριξή του από τους κατοίκους της πόλης.
Με λίγα λόγια, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με σιγουριά τι θα έκαναν οι Ιταλοί αν βρίσκονταν εδώ τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής. Είναι αλήθεια, πάντως, πως οι περισσότερες μαρτυρίες που έχουμε στα χέρια μας κάνουν λόγο για πολύ πιο ανθρώπινη συμπεριφορά από πλευράς των Ιταλών στρατιωτών.
Το φαινόμενο του δοσιλογισμού και των μαυραγοριτών ήταν μαζικό;
Ο δοσιλογισμός δεν έχει να κάνει μόνο με τον οικονομικό δοσιλογισμό. Επί της ουσίας, έχουμε τρία είδη: τον πολιτικό, τον ένοπλο και τον οικονομικό δοσιλογισμό. Περισσότερα εκτεταμένος και πολύ πιο δύσκολος να προσδιοριστεί στην πράξη ήταν ο τελευταίος από τους τρεις. Ο,τιδήποτε λειτουργούσε εκείνη την εποχή σε Αθήνα και Πειραιά -οποιαδήποτε παραγωγική μονάδα- βρισκόταν σε συνεργασία με τους κατακτητές.
Δυστυχώς, το φαινόμενο του δοσιλογισμού είναι πολύ ευρύτερο από ό,τι θέλουμε να δείχνουμε ως κράτος – κάτι, βέβαια, που ισχύει και για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Δεν ήταν μία οικτρή μειοψηφία αυτή που συνεργάστηκε, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε ότι μόνο στα τάγματα ασφαλείας είχαμε, ανά την Ελλάδα, περίπου 25 χιλιάδες άτομα που κατατάχθηκαν εκεί.
Από εκεί και πέρα, υπήρχαν ένοπλες παραστρατιωτικές οργανώσεις αλλά και πάρα πολλοί πράκτορες οι οποίοι βοήθησαν τους Ναζί. Σε γενικές γραμμές, το φαινόμενο αφορά αρκετές δεκάδες χιλιάδες -εγώ θα έλεγα ίσως και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες- ανθρώπους που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές.
Σε ποιες περιοχές της Αθήνας, από ένα σημείο και μετά, δεν μπορούσαν να πατήσουν το πόδι τους οι κατακτητές;
Θα πρέπει λίγο να εξηγήσουμε την κατάσταση. Εκείνο που πραγματικά ήθελαν οι Γερμανοί ήταν ησυχία. Το ιδανικό για αυτούς θα ήταν να μη χρειαζόταν καν να επεμβαίνουν ένοπλα για να την επιβάλλουν. Επιδίωκαν να υπάρχει μία ηρεμία -όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την κατακτημένη Ευρώπη- για να μπορούν να εκμεταλλεύονται ανενόχλητοι τις παραγωγικές μονάδες και εργατικό δυναμικό της χώρας.
Επί της ουσίας, παντού μπορούσαν να πατήσουν το πόδι τους αν ήθελαν. Απλά, από ένα χρονικό σημείο και μετά, έπρεπε να το κάνουν μέσω μίας οργανωμένης επιχειρήσεις. Βέβαια, γνώριζαν και οι ίδιοι ότι υπήρχε σαφής εντολή από τον ΕΛ.Α.Σ. να μη χτυπά τους Γερμανούς μέσα στην πόλη για να αποφευχθούν τα αντίποινα ενάντια στον άοπλο πληθυσμό.
Ο ΕΛ.Α.Σ δρούσε ως εξής: εκτελούσε τους συνεργάτες των Γερμανών (τους άντρες των ταγμάτων ασφαλείας, της χωροφυλακής, του μηχανοκίνητου τμήματος). Παρ’ όλα αυτά, διαθέτουμε μαρτυρίες απλών στρατιωτών της Wehrmacht οι οποίοι καταγράφουν ότι όταν επιχειρούσαν μακριά από το κέντρο της πόλης δεν ήθελαν για κανένα λόγο να πέσουν πάνω σε αντάρτες.
Υπήρχαν περιοχές της Αθήνας και του Πειραιά, ιδιαίτερα οι προσφυγικές συνοικίες, οι οποίες δεν ήταν καθόλου φιλικές για τους κατακτητές. Οι Γερμανοί δεν αισθάνονταν καλά όταν χρειαζόταν να πάνε στην Καισαριανή, στην Κοκκινιά ή ακόμη και στη Νέα Ιωνία από την άλλη πλευρά, περιοχές με άλλα λόγια που ήταν προπύργια του ΕΑΜ.
Αυτό συνέβαινε παρά το γεγονός ότι η υπεροχή τους ήταν συντριπτική. Γνώριζαν όμως πως μπορούσαν να έχουν κάποιον νεκρό και ο νεκρός αυτός να είναι ένας από αυτούς. Επίσης, πρέπει να έχουμε το μυαλό μας ότι την ευθύνη της αποκατάστασης της τάξης δεν την έχει η Wehrmacht αλλά τα SS, το πιο «σκληρό» κομμάτι των γερμανικών στρατευμάτων δηλαδή.
Πόσο σθεναρά αντιστάθηκε η πόλη σε σχέση με άλλες πρωτεύουσες δυτικοευρωπαϊκών χωρών;
Είχαμε ένα αξιοθαύμαστο αντιστασιακό κίνημα στην πόλη, ένα από τα πιο δυναμικά σε ολόκληρη την Ευρώπη, το οποίο μπορεί κάλλιστα να συγκριθεί με αυτό της Βαρσοβίας, και σίγουρα είναι πιο σημαντικό από τα αντίστοιχα της Δυτικής Ευρώπης. Πρόκειται για ένα κίνημα που κάλυψε όλα τα είδη και όλες τις μορφές αντίστασης.
Ποια είναι η κορυφαία αντιστασιακή πράξη την περίοδο της Κατοχής στην Αθήνα;
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το εν λόγω κίνημα πέτυχε μία από τις μεγαλύτερες πολιτικές νίκες σε όλη τη Γηραιά Ήπειρο: την άρση του μέτρου της πολιτικής επιστράτευσης που εφαρμόστηκε σε όλη την Ευρώπη εκτός από την Ελλάδα. Αυτό το οφείλουμε στις κινητοποιήσεις που έκανε το ΕΑΜ τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1943. Έτσι, ένα κεντρικό μέτρο των Γερμανών ακυρώθηκε στην πράξη.
Οι συγκεκριμένες κινητοποιήσεις απέτρεψαν την «ταρίφα» που είχαν οι Γερμανοί όσον αφορά τον αριθμό των εργατών και των εργατριών που έπρεπε να στείλει κάθε χώρα για να δουλέψουν στα γερμανικά εργοστάσια. Μιλάμε για 80 χιλιάδες ανθρώπους που γλίτωσαν την καταναγκαστική εργασία, η οποία θα άφηνε τις οικογένειές τους τελείως απροστάτευτες απέναντι στις κακουχίες και χωρίς τα μέσα να επιβιώσουν.
Πρόκειται για μία πολύ μεγάλη επιτυχία που δυστυχώς -όπως και τόσες άλλες σημαντικές δράσεις του ΕΑΜ- έμενε στην αφάνεια για πολιτικούς λόγους. Υπήρχε, δηλαδή, ένα σημαντικό κενό στην ιστορική αφήγηση για πολλά χρόνια.
Πόσο παράλογο είναι να γιορτάζεται σαν εθνική επέτειος το ΟΧΙ του Ιωάννη Μεταξά αντί για την πραγματική απελευθέρωση της πόλης και κατ’ επέκταση της χώρας από τους Ναζί;
Καταρχάς, η χώρα καταλαμβάνεται και απελευθερώνεται σταδιακά – η πρώτη πόλη που απελευθερώνεται είναι η Καλαμάτα, η 12η Οκτωβρίου αποτελεί την ημερομηνία απελευθέρωσης της Αθήνας, ενώ τα τελευταία κατοχικά στρατεύματα αποχωρούν στις αρχές του Νοέμβρη.
Συμβολικά, λοιπόν, όπως και σε όλη την Ευρώπη, η ημέρα απελευθέρωσης της πρωτεύουσας ορίζει και την ημέρα απελευθέρωσης της χώρας.
Θα πω τώρα κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό: πρώτα απ’ όλα, είναι λογικό να γιορτάζουμε την έναρξη του πολέμου καθώς κανείς άλλος δεν μπορεί να τη γιορτάζει· είμαστε η μοναδική χώρα που νίκησε τον Άξονα. Το ότι δε γιορτάζουμε τη λήξη του πολέμου έχει να κάνει με το ότι αμέσως μετά ξεκίνησαν τα Δεκεμβριανά εδώ στην Αθήνα και λίγο αργότερα ο Εμφύλιος Πόλεμος.
Η 12η Οκτώβρη υπάρχει ως γιορτή εδώ στην Αθήνα, αλλά δεν ασχολείται κανείς με αυτήν πέρα από κάποια τυπική κατάθεση στεφανιού από τον εκάστοτε Δήμαρχο.
Το ενδιαφέρον όμως βρίσκεται αλλού: αν κάποιος πάει στο φύλλο της εφημερίδας της κυβερνήσεως με το οποίο θεσπίστηκε η 28 Οκτωβρίου ως εθνική επέτειος θα δει εκεί ότι τότε μιλούσαμε για έναν ενιαίο μνημονικό χώρο. Ποιος είναι αυτός; Από την έναρξη του πολέμου (Οκτώβριος του 1940) έως και τη 12η του Οκτώβρη του 1944.
Η πρώτη «28η Οκτωβρίου» που γιορτάστηκε επίσημα -γιατί γιορταζόταν και ανεπίσημα κατά τη διάρκεια της Κατοχής- το 1944 με κυβέρνηση εθνικής ενότητας, στην οποία συμμετείχαν και 6 υπουργοί του ΕΑΜ, γιορτάζεται αφορώντας τη χρονική περίοδο 1940-1944. Πιο συγκεκριμένα, περιλαμβάνει τόσο το αλβανικό μέτωπο και τις ένοπλες ελληνικές δυνάμεις που πολέμησαν στη Μέση Ανατολή όσο και το ελληνικό αντιστασιακό κίνημα.
Στον αμέσως επόμενο εορτασμό όμως, και αφού έχουν μεσολαβήσει τα Δεκεμβριανά, γίνεται αναφορά μόνο στο αλβανικό μέτωπο και το ΟΧΙ του Ιωάννη Μεταξά. Ο τεμαχισμός αυτός έχει να κάνει με μία πολιτική επιλογή: από τα Δεκεμβριανά και μετά η οποιαδήποτε ενασχόληση με την Αντίσταση έχει ποινηκοποιηθεί.
Αυτός ο τρόπος ισχύει μέχρι σήμερα. Αν θέλαμε να το πούμε εμφατικά λοιπόν, θα λέγαμε ότι γιορτάζουμε με λάθος τρόπο την 28η Οκτωβρίου όλα αυτά τα χρόνια.
*φωτογραφίες © Associated Press