Η τριπλή δολοφονία έγινε πρωτοσέλιδο και συγκλόνισε την κοινή γνώμη ενώ οι δημοσιογράφοι της εποχής άρχισαν να την αποκαλούν «Μήδεια του Καλαμακίου».
Η «Μήδεια» του Καλαμακίου: Το στυγερό έγκλημα του 1961
Η υπόθεση της Πάτρας με τον θάνατο των τριών παιδιών και η σύλληψη της μητέρας τους ως κατηγορουμένης για ανθρωποκτονία, φέρνει στο φως παλαιά εγκλήματα που είχαν συγκλονίσει το πανελλήνιο.
Μια τέτοια υπόθεση ήταν αυτή της «Μήδειας του Καλαμακίου». Έτσι αποκάλεσαν, το 1961, την Αμερικανίδα Νίτα Μπέικερ, η οποία θέλοντας να εκδικηθεί τον σύζυγό της, που την απατούσε, δολοφόνησε τα τρία ανήλικα παιδιά τους.
Ο καλός γάμος και η απιστία
Ξετυλίγοντας από την αρχή το κουβάρι της «Μήδειας από το Καλαμάκι», η Νίτα Μπέικερ γεννήθηκε στις 28 Ιανουαρίου του 1933 στο Τέξας και στα 18 της παντρεύτηκε τον λοχία Τζολ Μπέικερ.
Το 1960 ο σύζυγός της πήρε μετάθεση για την Ελλάδα και το ζευγάρι μαζί με τα τρία τους παιδιά εγκαταστάθηκαν στο Καλαμάκι. Φαινομενικά όλα έμοιαζαν να κυλούν ομαλά στη ζωή τους, όμως ο Μπέικερ δεν έβρισκε την ανταπόκριση που θα περίμενε από την σύζυγό του.
Στις 26 Μαΐου του 1963, η Νίτα πήγε το αυτοκίνητο του άντρα της στο συνεργείο και πριν το αφήσει άδειασε από το πορτ μπαγκάζ τα πράγματα. Μέσα εκεί είδε έναν κίτρινο φάκελο, με κάτι φωτογραφίες. Τον άνοιξε και τότε είδε τις φωτογραφίες που είχε βγάλει ο άντρας μαζί με μία ξένη γυναίκα.
Την επόμενη κιόλας ημέρα έγινε το κακό. Αφού τάισε και έβαλε για ύπνο τα τρία της παιδιά, η Νίτα Μπέικερ άνοιξε τη Βίβλο και διάβασε την «επί του όρους ομιλία», εστιάζοντας στο κομμάτι περί μοιχείας. Έγραψε κάποιες σκέψεις της και τελειοποίησε το έγκλημα στο μυαλό της.
Στραγγάλισε τα τρία της παιδιά επειδή την απατούσε ο άντρας της
Η τραγωδία σημειώθηκε μία ή δύο ώρες πριν από τα μεσάνυχτα και αποκαλύφθηκε από τον τραγικό πατέρα, τον Τζόελ Μπέικερ, στις 12:30, την ίδια νύκτα όταν επέστρεφε αμέριμνος σπίτι.
Με ένα κορδόνι στραγγάλισε την κόρη της Κίτι. Μετά πήγε στο διπλανό και έκανε το ίδιο και με την άλλη της κόρη της, την Σουζάνα. Ο 8χρονος γιος της ήταν ο μόνος που αντιστάθηκε, καθώς ξύπνησε όταν η μητέρα του μπήκε στο δωμάτιο. Ο Τζο την έγδαρε στα χέρια, αλλά δεν κατάφερε να σωθεί. Η τελευταία πράξη ολοκληρώθηκε λίγο αργότερα, όταν προσπάθησε να βάλει τέλος στη ζωή της.
Η σύγχρονη «Μήδεια» είχε αποφασίσει να βάλει ένα τέλος στη ζωή της και με ένα μαχαίρι προσπάθησε να κόψει την καρωτίδα της, αλλά μόλις το αίμα κύλησε στον λαιμό της, λιποθύμησε. Στην κουζίνα, ανάμεσα σε μία κηλίδα αίματος τη βρήκε ο άντρας της μαζί με έναν συνάδελφό του, όταν έφτασε στο σπίτι. Έτρεξε στα δωμάτια των παιδιών και τότε τα είδε. Έμοιαζαν να κοιμούνται, αλλά δεν ανέπνεαν.
Οι γιατροί, αφού διεπίστωσαν τον θάνατο των τριών παιδιών, παρέλαβαν την μητέρα – φόνισσα που ήταν τραυματισμένη αλλά όχι θανάσιμα και τον λοχία Μπέικερ, και τους μετέφεραν στο νοσοκομείο της αμερικανικής βάσεως.
«Ελπίζω να είσαι ευτυχισμένος»
Επάνω στο τραπέζι της κουζίνας βρέθηκε μία επιστολή της Μπέικερ, γραμμένη με μολύβι.
«Ελπίζω τώρα να είσαι ευχαριστημένος με αυτό που έγινε. Στα παιδιά μας εξασφάλισα ένα ήσυχο και χριστιανικό καταφύγιο, ώστε να μείνουν μακριά από το βούρκο μέσα στον οποίο είχε κυλιστεί ο πατέρας τους. Βαρέθηκα, φίλε, να ζω σε αυτό το σπίτι με τον εφιάλτη των καθημερινών οργίων του. Είναι βέβαια τρομερό αυτό που έκανα και μεγάλη ντροπή για μένα να αναγκάζομαι να αφαιρέσω τη ζωή από αυτά τα τόσο όμορφα και καλά παιδιά, για τα οποία ξέρεις πόσο υπέφερα και υποφέρω στον άλλο κόσμο, γιατί με έσπρωξες να τους κόψω το νήμα της ζωής τους για να μην τα αφήσω να μεγαλώσουν και μάθουν τι έκανες. Έκανα υπομονή χρόνια ολόκληρα.
Πίστευα στα λόγια σου πως δεν ήταν τίποτα και ότι εξακολουθούσες να μου είσαι πιστός. Με γελούσες με τα γλυκόλογα σου, τώρα όμως, πάνε τα ψέματα. Είναι καιρός που τα ξέρω όλα, δεν με γελάς. Ξέρω τι έκανες κάθε βράδυ με εκείνη ή εκείνες. Τώρα που δεν έχεις κανέναν να ασχοληθείς μπορείς χα! χα! να συνεχίσεις τα όργια σου. Γλέντα όσο θέλεις και όπως θέλεις. Εγώ και τα παιδιά θα είμαστε μακριά και δεν θα βλέπουμε το κατάντημα σου».
Η δίκη, η καταδίκη και η επιστροφή στην Αμερική
«Δεν έπρεπε να ζήσουμε ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου» έλεγε η 35χρονη η οποία κατά τη διάρκεια της ανάκρισης δεν έδειξε μετανιωμένη για τις πράξεις της ενώ δεν ρώτησε ποτέ τι απέγιναν τα παιδιά της.
Καθοριστικό ρόλο στην απόφαση του δικαστηρίου έπαιξε η κατάθεση ψυχιάτρου που την εξέτασε δύο ημέρες μετά το έγκλημα και απεφάνθη ότι η γυναίκα είχε αντίληψη των πράξεών της όταν σκότωσε τα παιδιά της.
Το δικαστήριο έκρινε ότι η Νίτα Μπέικερ διέπραξε τους φόνους σε βρασμό ψυχικής ορμής σε μέτρια σύγχυση και της επέβαλε ποινή κάθειρξης 16 ετών.
Δύο χρόνια όμως αργότερα η Μπέικερ αποφυλακίστηκε και επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.