Μία από τις πλέον αναγνωρίσιμες φιγούρες των «χρυσών χρόνων» του ελληνικού σινεμά, η Σαπφώ Νοταρά έχει μείνει στη μνήμη του κοινού ως η πικρόχολη (συνήθως) γεροντοκόρη, που με την χαρακτηριστική βραχνή φωνή της βάζει… μπουρλότο ή αναφωνεί πως «εδώ μέσα γινήκαμε Σόδομα και Γόμορρα», στις δύο πιο γνωστές ατάκες της, οι οποίες αναπαράγονται ακόμη και σήμερα, δεκαετίες αφότου τις ξεστόμισε για τις ανάγκες κάποιου ρόλου.
Η ίδια πάντως δεν συμπαθούσε καθόλου τη συγκεκριμένη καρικατούρα την οποία υποδυόταν. Θεωρούσε ότι είχε τη δυνατότητα να ενσαρκώσει και άλλα είδη ρόλων, πέρασε όμως την καριέρα της χωρίς να πάρει αυτή την ευκαιρία την οποία άξιζε 100%.
Χειραφετημένη γυναίκα, με σπουδές στην Ανωτάτη Βιομηχανική, εγκατέλειψε την τράπεζα στην οποία εργαζόταν για να ακολουθήσει πορεία στο χώρο του θεάματος. Είχε λάβει μαθήματα κλασικού χορού, ενώ σπούδασε επίσης στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και στη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου, από όπου προέκυψε και το επώνυμό της «Νοταρά», από το όνομα της οδού στην οποία βρισκόταν, αφού το κανονικό της ήταν Χανδάνου.
Αν και τη γνωρίσαμε σε ρόλους άσχημης και ιδιότροπης, οι σύγχρονοί της ξεκαθάριζαν ότι στα νιάτα της είχε μια ιδιαίτερη ομορφιά και ήταν καλλίγραμμη, αποτέλεσμα του χορού, με συνέπεια να έχει σουξέ στον ανδρικό πληθυσμό. Ωστόσο, παρά τις επιτυχίες της, δεν παντρεύτηκε ποτέ. Λένε πως είχε έναν μεγάλο έρωτα την περίοδο της αντίστασης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως ο άντρας που αγάπησε έγινε αντάρτης, ανέβηκε στο βουνό και έκτοτε έχασε για πάντα τα ίχνη του…
Πέρα από αυτήν την ξεχωριστή περιπέτεια, που θα μπορούσε να αποτελεί και σενάριο σε κάποια από τις ταινίες που θα προτιμούσε να παίξει, η Σαπφώ Νοταρά είχε μια πρόταση γάμου από έναν ευκατάστατο επιχειρηματία και βιομήχανο που ζούσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Γνωρίστηκαν όταν το θέατρό της βρισκόταν σε περιοδεία και της έγινε… στενός κορσές! Παρά την επιμονή του ιδίου και τις παραινέσεις του περιβάλλοντός της να μην χάσει την… ευκαιρία να «αποκατασταθεί», εκείνη τον απέρριπτε ξανά και ξανά, θεωρώντας τον άσχημο. Και μάλλον πρέπει να είχε δίκιο αφού τον αποκαλούσε «Φρανκενστάιν»!
Εκείνη, πάντως, που έχει μείνει ως ανέκδοτο στον καλλιτεχνικό χώρο είναι η πρόταση γάμου που της έκανε κάποτε ο Γιάννης Τσαρούχης. Ο γνωστός εικαστικός είχε υπογράψει δεκάδες θεατρικές παραστάσεις ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος και εκείνη την περίοδο είχε ερωτευτεί με τον δικό του τρόπο την Σαπφώ Νοταρά. Την πλησίασε, λοιπόν, πολύ συνεσταλμένα είναι αλήθεια για να της εκμυστηρευθεί τα αισθήματά του.
Της είπε, μάλιστα, πως αν έκανε ποτέ ένα παιδί, θα ήθελε να είναι μαζί της! Εκείνη ξαφνιάστηκε από την απρόσμενη και αναπάντεχη κίνησή του και αμέσως θεώρησε ότι επρόκειτο για κάποια φάρσα που είχαν στήσει την πλάτη της ο Δημήτρης Χορν και η Έλλη Λαμπέτη… Έτσι, όχι μόνο απέρριψε με… συνοπτικές διαδικασίες την πρόταση, αλλά… διαολόστειλε τον Τσαρούχη, χρησιμοποιώντας όλη την γκάμα εκφράσεων που είχε μάθει από τους… στριμμένους ρόλους που είχε υποδυθεί.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν η Σαπφώ Νοταρά έκλεινε ολοένα και περισσότερο τον κύκλο της, περιορίζοντας τις επαφές της με παλιούς φίλους και συνεργάτες. Διάβαζε ατελείωτα και ζούσε μόνη σε ένα διαμέρισμα της Πλατείας Κουμουνδούρου, έχοντας ελάχιστους ανθρώπους κοντά της. Ένας από αυτούς ήταν και ο Γιάννης Τσαρούχης, με τον οποίο στη συνέχεια έγιναν καλοί φίλοι, όπως και με τον συγγραφέα Κώστα Ταχτσή. Μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστος και ο «Καλός Σαμαρείτης», που την στήριζε οικονομικά και πλήρωνε το νοίκι της. Οι φήμες κάνουν λόγο για έναν νεαρό επιχειρηματία, τα στοιχεία του οποίου δεν έγιναν ποτέ γνωστά…
Από τη δεκαετία του ’70 και μετά οι προτάσεις για συμμετοχές στο θέατρο ή το σινεμά σπάνιζαν, ενώ δεν πέρασε από την τηλεόραση, αλλά εμφανιζόταν ακόμη σε ραδιοφωνικές εκπομπές. Σταδιακά απομονώθηκε και έφτασε στο σημείο να πεθάνει μόνη και αβοήθητη μέσα στο σπίτι της, με τον κόσμο να αντιλαμβάνεται την απουσία της δυο μέρες μετά τον θάνατό της. Ήταν οι άνθρωποι ενός μαγειρείου στη γειτονιά της, από το οποίο έπαιρνε συχνά φαγητό που απόρησαν με το γεγονός ότι δεν είχε περάσει από εκεί, με αποτέλεσμα να ανησυχήσουν και να καλέσουν την αστυνομία. Όταν τα όργανα της τάξης έσπασαν την πόρτα του διαμερίσματός της, τη βρήκαν ακίνητη στη συνηθισμένη της θέση, με ένα τσιγάρο στο χέρι και ένα βιβλίο παραδίπλα. Το ημερολόγιο έγραφε 13 Ιουνίου 1985 και η Σαπφώ Νοταρά είχε «φύγει» από τη σκηνή της ζωής δύο ημέρες νωρίτερα, σε ένα άδοξο φινάλε δίχως χειροκρότημα.