Μελαγχολική αυτοκράτειρα, ατίθαση, ασυμβίβαστη και ένα από τα μεγαλύτερα fashion icons της εποχής της. Αυτή είναι η θλιβερή ιστορία της πριγκίπισσας Σίσσυ.
Στις 10 Σεπτεμβρίου του 1898, η Ευρώπη σοκαρίστηκε από μια θλιβερή είδηση: η Αυτοκράτειρα Ελισσάβετ της Αυστρίας, Σίσσυ για τους οικείους της, είχε δολοφονηθεί.
Ο τραγικός της θάνατος ήταν το τέλος της ταραχώδους, δυστυχισμένης και –συχνά- παρεξηγημένης ζωής, μιας ιδιαίτερα ασυνήθιστης προσωπικότητας. Έπαιξε, επίσης, καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία του μύθου της Ελισσάβετ, ενός μύθου που και η ίδια υποστήριξε όσο ζούσε, με τον αντισυμβατικό της τρόπο.
Γεννήθηκε ως Elisabeth Amalie Eugenie von Wittelsbach, στις 24 Δεκεμβρίου του 1837, στο Μόναχο της Βαυαρίας. Δευτερότοκη κόρη του Μαξιμιλιανού Ιωσήφ και της Λουδοβίκα, Δούκα και Πριγκίπισσας της Βαυαρίας αντίστοιχα. Μεγάλωσε με τη μεγαλύτερη αδελφή της Ελένη (Νένε για την οικογένεια), στο κάστρο Possenhofen, κοντά στο Μόναχο. Η παιδική ηλικία της Σίσσυ ήταν ξένοιαστη και ευτυχισμένη.
Η Σίσσυ σε νεαρή ηλικία
Σε ηλικία 15 ετών, το καλοκαίρι του 1853, επισκέπτεται με τη μητέρα της και τη 18χρονη αδελφή της Νένε το θέρετρο του Bad Ischl, στην Άνω Αυστρία, προκειμένου να συναντήσουν τον 23χρονο Αυτοκράτορα της Αυστρίας Φραγκίσκο Ιωσήφ, ο οποίος προοριζόταν για σύζυγος της Νένε. Ο νεαρός αυτοκράτορας γοητεύτηκε από τη Σίσσυ. Τα δύο παιδιά ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα Στις 19 Αυγούστου γίνεται η επίσημη ανακοίνωση του επικείμενου αρραβώνα και η Σίσσυ, ως μέλλουσα αυτοκράτειρα, τραβά επάνω της όλη την προσοχή, τόσο των ευρωπαϊκών βασιλικών οίκων, όσο και των κοινών θνητών. Ο γάμος θα γίνει στη Βιέννη τον επόμενο, μόλις, χρόνο, στις 24 Απριλίου.
Η Σίσσυ είναι ερωτευμένη αλλά καταπιέζεται υπερβολικά από τα πρωτόκολλα, την αυστηρή πειθαρχία και τη σοβαροφάνεια της αυλής των Αψβούργων. Νοσταλγεί τα χαρούμενα χρόνια και την ανέμελη ζωή στις εξοχές της Βαυαρίας. Όσο περνά ο καιρός η αμηχανία της και ο φόβος της για τις συνήθειες της βιεννέζικης αυλής μεγαλώνουν. Αισθάνεται ότι έχει, πλέον, για τα καλά γίνει μέρος ενός παγκόσμιου σκηνικού, εγκαταλείποντας για πάντα την προσωπική της ελευθερία.
Η νεαρή αυτοκράτειρα εκπληρώνει τα επίσημα καθήκοντά της με τη μεγαλύτερη απροθυμία. Απεχθάνεται τις πομπώδεις τελετές και σιχαίνεται την άκαμπτη, ιεραρχική δομή και τις ίντριγκες της αυλής της Βιέννης. Στις επίσημες εκδηλώσεις αισθάνεται, σύμφωνα με ομολογία της, «σαν ένα από αυτά τα άλογα επίδειξης». Όσο περνά ο καιρός τόσο και υποφέρει από τη στέρηση της ελευθερίας της. Γράφει:
«Ξύπνησα σε ένα μπουντρούμι,
με αλυσίδες στα χέρια.
Η λαχτάρα μου όσο πάει και μεγαλώνει.
Ελευθερία, έφυγες μακριά μου!»
Από το γάμο της με τον Φραγκίσκο Ιωσήφ, για τον οποίο αργότερα θα γράψει ότι μετάνιωσε πικρά, θα αποκτήσει τέσσερα παιδιά: τις πριγκίπισσες Σοφία και Γκιζέλα και, τον διάδοχο του θρόνου, πρίγκιπα Ροδόλφο, που θα γεννηθούν από τρεις διαδοχικές εγκυμοσύνες ενώ, δέκα χρόνια αργότερα, θα έρθει στη ζωή η πριγκίπισσα Μαρία Βαλέρια.
Αν και ανάμεσα στο νεαρό ζευγάρι υπάρχει παθιασμένος έρωτας, η κυριαρχική και δεσποτική πεθερά της Σίσσυ, Σοφία, κυριολεκτικά καταβαραθρώνει την ψυχολογία της νεαρής κοπέλας, η οποία ποτέ έως τότε δεν είχε βιώσει την καταπίεση. Για να ξεφύγει από αυτή, αρχίζει να ταξιδεύει στο εξωτερικό.
Σε ένα από τα ταξίδια της στην Ουγγαρία, έχει συντροφιά την πρωτότοκη κόρη της Σοφία, την οποία είχε πάρει μαζί της παρά την αντίθετη άποψη της πεθεράς της. Η μικρή, μόλις δύο ετών, θα πεθάνει σε ένα τραγικό δυστύχημα, γεγονός για το οποίο η βασιλομήτωρ θα κατηγορήσει τη νύφη της και δεν θα της επιτρέψει ποτέ να το ξεχάσει. Αποτέλεσμα αυτού του συμβάντος ήταν η κατάσταση ανάμεσα στις δύο γυναίκες να γίνει ανυπόφορη. Η Σοφία προσπάθησε –και κατάφερε- να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ανατροφή των δύο μικρότερων παιδιών, της Γκιζέλα και του Ροδόλφου. Οι συμφιλιωτικές προσπάθειες του Φραγκίσκου Ιωσήφ δεν θα φέρουν κανένα αποτέλεσμα και η σχέση των δύο γυναικών θα καταστραφεί ολοκληρωτικά. Η Σίσσυ εγκαταλείπει την προσπάθεια επικοινωνίας με την πεθερά της και μαζί εγκαταλείπει, ουσιαστικά, και τα παιδιά της. Από τότε και στο εξής θα τα βλέπει ελάχιστα, καθώς θα ταξιδεύει διαρκώς, επικαλούμενη την κακή της υγεία.
Αναζητώντας διέξοδο
Ήδη, μετά τη γέννηση του Ροδόλφου και εξαιτίας όλων όσων συνέβαιναν, οι σχέσεις του ζευγαριού είχαν κλονιστεί και τα πρώτα βαριά σύννεφα είχαν αρχίσει να σκιάζουν τον ουρανό της ευτυχίας τους. Η Σίσσυ προσπαθεί να μένει, όλο και μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, μακριά από το παλάτι και τη βαριά ατμόσφαιρά του. Επισκέπτεται τη Μαδέρα, την Ουγγαρία, την Αγγλία, την Ιρλανδία, τη Μαγιόρκα, τη Μάλτα, τις ακτές της νότιας Ισπανίας και την Τεργέστη στην Ιταλία. Το διάστημα αυτό, τόσο εκείνη όσο και ο Φραγκίσκος Ιωσήφ, επιδίδονται σε εξωσυζυγικές περιπέτειες.
Το 1861 με τη θαλαμηγό «Victoria & Albert», που της είχε παραχωρήσει η βασίλισσα Βικτωρία της Αγγλίας, επισκέπτεται την Κέρκυρα, όπου την υποδέχεται ο άγγλος κυβερνήτης Sir Henry Strokes και της διαθέτει την εξοχική του κατοικία, λίγο έξω από την πόλη της Κέρκυρας, τη βίλλα «Mon Repos». Η Σίσσυ θα περάσει εκεί αρκετούς μήνες. Η ζωή στην Κέρκυρα θα την ενθουσιάσει και θα της θυμίσει τα ανέμελα παιδικά της χρόνια στη Βαυαρία. Περνάει το χρόνο της κάνοντας μακρινούς περιπάτους και παρέα με τους κατοίκους του νησιού. Στην Κέρκυρα την επισκέπτονται τόσο ο άντρας της, όσο και η αδελφή της Νένε. Όμως η μελαγχολία και η κατάθλιψη εξακολουθούν να φλερτάρουν με την όμορφη πριγκίπισσα. Στην Κέρκυρα θα επιστρέψει πολλές φορές στο μέλλον.
Η Σίσσυ ήταν εξαιρετικά όμορφη. Η ομορφιά της, μαζί με τα μακριά, λαμπερά, υπέροχα μαλλιά της ήταν, εξάλλου, εκείνα που είχαν γοητέψει τον Φραγκίσκο Ιωσήφ. Την αγαπούσε τόσο βαθιά, που δεν της χαλούσε ποτέ χατίρι. Η Σίσσυ χρησιμοποιούσε την επιρροή της στον Φραγκίσκο Ιωσήφ ώστε να τον επηρεάζει θετικά απέναντι στην Ουγγαρία και το λαό της, στους αγώνες του οποίου ήταν πάντα συμπαραστάτης. Η Σίσσυ αγαπούσε τους Ούγγρους και η αγάπη αυτή ήταν αμοιβαία. Το 1867 ο Φραγκίσκος Ιωσήφ και η Ελισσάβετ γίνονται βασιλείς της ενωμένης Αυστροουγγαρίας και οι Ούγγροι πανηγυρίζουν για τη βασίλισσά τους. Μετά την ένωση η Σίσσυ επιστρέφει στο παλάτι, συλλαμβάνει και γεννά την τελευταία της κόρη, Μαρία Βαλέρια.
Όμως ο Φραγκίσκος Ιωσήφ δεν ήταν ο μόνος που εκτιμούσε τα κάλλη της Σίσσυ. Η πανέμορφη αυτοκράτειρα ήταν το αγαπημένο μοντέλο διάσημων ζωγράφων και υπάρχουν αμέτρητα πορτραίτα της. Καθώς έχει τον θαυμασμό όλων των βασιλικών οίκων της Ευρώπης, συμβάλει τα μέγιστα στην ενίσχυση του αυστριακού θρόνου και της δυναστείας των Αψβούργων. Η γλυκύτητά της, μαζί με αυτό το μικρό, αινιγματικό χαμόγελο α λα Τζοκόντα, της προσδίδουν τον χαρακτηρισμό «η θλιμμένη πριγκίπισσα». Σχεδόν αποκομμένη από τα παιδιά της, η μελαγχολία την κυριεύει και η ομορφιά και η διατήρησή της γίνονται αυτοσκοπός.
Η Σίσσυ αρχίζει να δίνει μεγάλη σημασία στην εξωτερική της εμφάνιση. Βρισκόταν ήδη αρκετά μπροστά από τον καιρό της, προσέχοντας το βάρος της, κάνοντας υγιεινή διατροφή και ασκούμενη καθημερινά. Ήταν δεινή πεζοπόρος και αμαζόνα, αγαπούσε την ύπαιθρο και τις δραστηριότητες σε αυτή. Ήταν ιδιαίτερα περήφανη για την κόμη της, την οποία φρόντιζε ως κόρη οφθαλμού. Ακολουθεί χορτοφαγική δίαιτα και στα επίσημα δείπνα, όπου είναι υποχρεωμένη να καταναλώσει κρέας, το μασά απομυζώντας τους χυμούς του, αλλά δεν το καταπίνει. Η διατήρηση της λεπτής σιλουέτας της γίνεται εμμονική και η Σίσσυ, κατά περιόδους, είναι απελπιστικά αδύνατη με συμπτώματα που σήμερα γνωρίζουμε πως χαρακτηρίζουν την ανορεξία.
Μια άλλη μεγάλη αγάπη της Σίσσυ ήταν η Ελλάδα και οι κλασικές σπουδές. Προκειμένου να εντρυφήσει στην κλασική Ελλάδα, προσλαμβάνει πολλούς δασκάλους που της διδάσκουν ελληνική μυθολογία και ιστορία αλλά και την εισαγάγουν στην ελληνική λογοτεχνία, τόσο την πεζογραφία όσο και την ποίηση. Ο βασιλιάς Όθων της Ελλάδας είναι ξάδελφός της και οι επισκέψεις της στην Ελλάδα συχνές. Αγαπημένος της δάσκαλος υπήρξε ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, ο οποίος την έκανε να λατρέψει κυριολεκτικά τη χώρα του. Εκείνη τον θεωρούσε πανέξυπνο και ευρυμαθέστατο ενώ για τον Χρηστομάνο η Σίσσυ ήταν η πριγκίπισσα του παραμυθιού που είχε ζωντανέψει. Περνούσαν ατέλειωτες ώρες μαζί και ένας πλατωνικός έρωτας είχε ανθίσει ανάμεσά τους, όπως παραδέχτηκε ο Χρηστομάνος σε ένα βιβλίο του που κυκλοφόρησε μετά το θάνατο της Σίσσυ και στο οποίο ο συγγραφέας είχε αναπλάσει πολλούς από τους διαλόγους τους. Αργότερα θα έγραφε το βιβλίο που τον έκανε ευρέως γνωστό, την «Κερένια κούκλα».
Κι άλλη θλίψη
Η ζωή παίζει σε όλους περίεργα παιχνίδια και η μοίρα δίνει στον άνθρωπο τόσα χτυπήματα όσα μπορεί να αντέξει. Σε αυτόν τον τομέα η ζωή της αυτοκράτειρας δεν διαφέρει από εκείνη των κοινών θνητών. Αλλεπάλληλοι θάνατοι την περιτριγυρίζουν.
Πρώτα ο αδελφός του άνδρα της, ο αρχιδούκας Μαξιμιλιανός της Αυστρίας, διορίζεται αυτοκράτορας του Μεξικό από τον Ναπολέοντα τον Γ΄της Γαλλίας. Ο Μαξιμιλιανός συλλαμβάνεται και φυλακίζεται από τον Πορφύριο Ντιάζ, ηγέτη των μεξικανών επαναστατών, περνά στρατοδικείο και καταδικάζεται σε θάνατο. Ο διάσημος συγγραφέας Βίκτωρ Ουγγώ, υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ακραιφνής πολέμιος της θανατικής ποινής, κάνει έκκληση για τη ζωή του Μαξιμιλιανού, το τηλεγράφημά του, όμως, προς τους ηγέτες του Μεξικό θα φθάσει στον προορισμό του μισή ώρα μετά την εκτέλεση.
Η σύζυγος του Μαξιμιλιανού Σαρλόττα, επιστήθια φίλη της Σίσσυ, πηγαίνει στο παλάτι της στην Τεργέστη και αυτοπεριορίζεται εκεί. Σταδιακά χάνει τα λογικά της από τη θλίψη για το χαμό του άντρα της και καταλήγει σε άσυλο ψυχοπαθών, όπου και θα πεθάνει. Το επόμενο αγαπημένο πρόσωπο της Σίσσυ που θα χαθεί είναι ο πρώτος ξάδελφός της, ο όμορφος βασιλιάς Λουδοβίκος ο Β’ της Βαυαρίας, ο οποίος πνίγηκε υπό μυστηριώδεις συνθήκες στη λίμνη Starnberger της νότιας Γερμανίας.
Θα ακολουθήσει ο θάνατος της αγαπημένης της αδελφής Σοφίας, η οποία θα καεί ζωντανή κατά τη διάρκεια ενός χορού στο Παρίσι, καθώς προσπάθησε να κρύψει ένα αναμμένο τσιγάρο στις πτυχές του φορέματός της, ώστε να μην γίνει αντιληπτό από τον πατέρα της ότι κάπνιζε! Ο ίδιος ο Μαξιμιλιανός, πατέρας της Σίσσυ, θα πεθάνει ένα χρόνο αργότερα.
Όμως η καρδιά της Σίσσυ, αλλά και ολόκληρης της Αυστροουγγαρίας, θα ραγίσει ανεπανόρθωτα το 1889, όταν σε ένα κυνηγετικό περίπτερο κοντά στη Βιέννη, το «Mayerling», θα ανακαλυφθούν τα πτώματα του διαδόχου του αυστροουγγρικού θρόνου και γιου της Σίσσυ, του 32χρονου Ροδόλφου και της νεαρής ερωμένης του, βαρώνης Μαρίας Βετσέρα. Ο λόγος του θανάτου τους παραμένει μέχρι σήμερα μυστήριο. Ο κόσμος πιστεύει πως επρόκειτο για διπλή αυτοκτονία των εραστών, που δεν μπορούσαν να ζήσουν ελεύθερα τον έρωτά τους, καθώς ήταν αμφότεροι παντρεμένοι, ενώ οι ιστορικοί υποστηρίζουν πως ήταν καθαρά πολιτική δολοφονία.
Μετά το θάνατο του Ροδόλφου η Σίσσυ θα ντυθεί στα μαύρα, τα οποία θα εξακολουθήσει να φορά μέχρι το τέλος της ζωής της.
Ξανά στην Ελλάδα
Φαίνεται πως τα ταξίδια έχουν κουράσει την αυτοκράτειρα. Αυτό που επιθυμεί πλέον είναι ένα σπίτι μακριά από τη Βιέννη και την αυλή της, ένα σπίτι όπου θα μπορεί να αποσυρθεί και να πενθήσει. Επιστρέφει στην αγαπημένη της Ελλάδα και στην Κέρκυρα, όπου αγοράζει τη «Βίλλα Βράιλα», την οποία και ανακαινίζει ριζικά.Τα έργα στο σπίτι θα διαρκέσουν τέσσερα ολόκληρα χρόνια και το 1892 θα ολοκληρωθούν.
Το στυλ του σπιτιού έχει επιρροές από διάφορα στυλ, ελληνικό, ρωμαϊκό, ιωνικό αλλά και της αρχιτεκτονικής της Πομπηίας. Η Σίσσυ ήθελε να δημιουργήσει γύρω της μια όαση, μέσα στην οποία θεοί και θεές θα συνυπήρχαν με ήρωες από τα έργα του Ομήρου. Ορδές καλλιτεχνών δημιούργησαν τοιχογραφίες και πίνακες, τόσο μέσα όσο και έξω από το σπίτι. Οι κήποι γέμισαν γλυπτά και αγάλματα ηρώων της ελληνικής μυθολογίας και ιστορίας. Ένα από αυτά, το άγαλμα του «Θνήσκοντος Αχιλλέα» στον κήπο, ενέπνευσε τη Σίσσυ για να διαλέξει το όνομα του σπιτιού της: «Αχίλλειον».
Η Σίσσυ θα περνάει στην Κέρκυρα το μισό χρόνο, κυρίως τους δροσερούς μήνες της άνοιξης και του φθινοπώρου. Επιδίδεται στις αγαπημένες της ασχολίες, τους μακρινούς περιπάτους και τον συγχρωτισμό με τους ντόπιους οι οποίοι τη λατρεύουν. Τους συμπαρίσταται με κάθε τρόπο και, μάλιστα, χρηματοδότησε το υδραγωγείο του χωριού, καθώς η περιοχή αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα ύδρευσης. Προς τιμή της ανεγέρθηκε μια πλάκα, η οποία σώζεται μέχρι σήμερα.
Ο δολοφόνος
Το όνομά του ήταν Luigi Lucheni. Γεννήθηκε στο Παρίσι, στις 22 Απριλίου του 1873, γιος μιας γυναίκας της εργατικής τάξης, ιταλικής καταγωγής. Ο Luigi γνώρισε τη φτώχεια και τη μιζέρια από πολύ μικρός, καθώς μεγάλωσε σε ένα ορφανοτροφείο και άρχισε να εργάζεται σκληρά από την ηλικία των δέκα ετών.
Στα είκοσί του κατατάσσεται στον ιταλικό στρατό και λαμβάνει μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις στην Αβησσυνία, το 1896. Μετά την αποστράτευσή του εργάζεται για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στον Πρίγκιπα του Αραγκόν, αλλά κυρίως κερδίζει τα προς το ζην δουλεύοντας σε ευκαιριακές δουλειές στην Ελβετία.
Οι πολύ έντονες ταξικές διακρίσεις από τη μια, και η δική του δύσκολη ζωή από την άλλη, γεννούν, τρέφουν και μεγαλώνουν το μίσος του για την αριστοκρατία και τους εστεμμένους. Το γεγονός που πυροδότησε αυτό το μίσος και το έκανε δολοφονική μανία, ήταν η εξέγερση των εργατών στο Μιλάνο, που πνίγηκε στο αίμα. Πρώτος του στόχος ήταν ο Πρίγκηπας της Ορλεάνης, όμως το σχέδιό του δεν ευοδώθηκε. Στη συνέχεια στοχοποιεί τον Πρίγκιπα του Παρισιού, τον οποίο και ακολουθεί στη Γενεύη. Ο Lucheni πληροφορείται από δημοσιεύματα των εφημερίδων ότι η αυτοκράτειρα Ελισσάβετ της Αυστρίας βρίσκεται στη Γενεύη και αποφασίζει να τη δολοφονήσει, θεωρώντας τη ευκολότερο στόχο από τον πρίγκιπα.
Η δολοφονία
Τον Σεπτέμβριο του 1898, η Σίσσυ βρίσκεται στην Ελβετία και σταματά για λίγο στο ξενοδοχείο «Beau Rivage», στις όχθες της λίμνης Λε Μαν στη Γενεύη. Εκεί βρίσκεται και ο Lucheni, κυριευμένος από την εμμονή του να δολοφονήσει κάποιον ευρωπαίο μονάρχη, ώστε να γίνει διάσημος. Από ένα δημοσίευμα εφημερίδας πληροφορείται ότι «μια όμορφη εστεμμένη διαμένει στο ξενοδοχείο Beau Rivage με ψευδώνυμο». Δεν είναι άλλη από τη Σίσσυ, που χρησιμοποιεί το όνομα Grafin von Hohenemds, ώστε να μην τραβήξει επάνω της δημοσιότητα και συντροφεύεται από τη στενή της φίλη Βαρώνη Irma Eugenia Sztaray.
Ο Lucheni ξεροσταλιάζει έξω από το ξενοδοχείο, οπλισμένος με ένα στιλέτο το οποίο κρύβει μέσα σε ένα μπουκέτο λουλούδια, και περιμένει την ευκαιρία του, που δεν αργεί να παρουσιαστεί. Στις 10 Σεπτεμβρίου, γύρω στις τρεις το απόγευμα, η Σίσσυ και η συνοδός της βγαίνουν από το ξενοδοχείο. Καθώς είναι και οι δύο μαυροντυμένες, ο Lucheni δεν καταφέρνει να ξεχωρίσει αμέσως την αυτοκράτειρα. Πλησιάζει τις δύο γυναίκες και μόνο όταν είναι πολύ κοντά αναγνωρίζει τη Σίσσυ. Την πλησιάζει τάχα για να της προσφέρει τα λουλούδια και τη μαχαιρώνει στο στήθος, τόσο δυνατά, ώστε την πετά κάτω.
Ο Lucheni διαφεύγει και η Σίσσυ δεν αντιλαμβάνεται ότι την έχει πληγώσει. Νομίζει ότι απλά την έσπρωξε δυνατά. Σηκώνεται και συνεχίζει την πορεία της μέχρι την αποβάθρα και επιβιβάζεται στο πλοιάριο που θα τη μεταφέρει στο σπίτι της στο Territet, στην απέναντι όχθη της λίμνης.
Το καραβάκι αποπλέει και ξαφνικά η Σίσσυ χάνει τις αισθήσεις της και καταρρέει. Καθώς της ξεκουμπώνουν το σακάκι για να διευκολύνουν την αναπνοή της διαπιστώνουν ότι αιμορραγεί σοβαρά και μόνο τότε αντιλαμβάνονται ότι το χτύπημα δεν ήταν τυχαίο αλλά απόπειρα δολοφονίας. Το πλοίο επιστρέφει εσπευσμένα και η Σίσσυ μεταφέρεται στο Beau Rivage, για να ξεψυχήσει σε ένα του δωμάτιο. Ήταν 61 ετών.
Όταν διαδόθηκαν τα νέα του θανάτου της Σίσσυ, η αυτοκρατορία της Αυστροουγγαρίας συγκλονίζεται. Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ είναι απαρηγόρητος, καθώς ποτέ δεν έπαψε να είναι βαθιά ερωτευμένος με τη γυναίκα του, η οποία «επιστρέφει», μετά από τόσες περιπλανήσεις στο σπίτι τους.Τον ακούνε να ψιθυρίζει: «Κανείς δεν γνωρίζει πόσο πολύ είχαμε αγαπηθεί. Τίποτα πια δεν με κρατά σ’ αυτή τη γη».
Ο αυτοκράτορας σπεύδει στη Γενεύη για να ασπαστεί για τελευταία φορά την πολυαγαπημένη του σύζυγο. Μετά τη νεκροψία η σωρός της Σίσσυ μεταφέρεται στον καθεδρικό ναό της Γενεύης και στη συνέχεια στη Βιέννη, όπου και τοποθετείται σε μια κρύπτη στην Εκκλησία των Καπουτσίνων, την τελευταία κατοικία των Αψβούργων.Τόσο η Αυστρία όσο και η Ουγγαρία βυθίζονται σε βαρύ πένθος. Το Αχίλλειον περνά στην κόρη της Σίσσυ Μαρία Βαλέρια, η οποία όμως δεν θα το κατοικήσει ποτέ. Θα παραμείνει κλειστό για εννέα χρόνια, μέχρι την πώλησή του, αλλά με εντολή του Φραγκίσκου Ιωσήφ θα διατηρείται σε άριστη κατάσταση εις μνήμη της Σίσσυ που το αγαπούσε τόσο.