Οι αρχαίοι Έλληνες εκτιμούσαν το φαγητό και το κρασί αλλά ήταν εγκρατείς και πειθαρχημένοι. Το κύριο γεύμα τους ήταν το βραδινό ενώ βασικά συστατικά στοιχεία της διατροφής τους ήταν τα όσπρια, τα λαχανικά, τα φρούτα και σπανιότερα το κρέας.
Η Μηχανή του Χρόνου, στο πλαίσιο της εκπομπής για τη διατροφή των Ελλήνων, ερεύνησε το διατροφολόγιο των αρχαίων Ελλήνων.
Η αρχαιολόγος και συγγραφέας, Εύη Παπαδοπούλου, ανέφερε ότι η διατροφή των αρχαίων εξαρτιόταν κυρίως από την αγροτική παραγωγή, την κτηνοτροφία, την αλιεία και το εμπόριο ενώ συμπλήρωσε πως το ψωμί καταναλωνόταν σε καθημερινή βάση.
“Το ψωμί είτε ήταν σταρένιο είτε ένα μείγμα σταρένιου και κρίθινου ψωμιού. Το σταρένιο θεωρούταν το ψωμί των πλουσίων, γιατί ήταν ακριβό ενώ εκείνο από σιτάρι και κριθάρι ήταν “το ψωμί των πολλών”.
Βέβαια, ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού έτρωγε μία εναλλακτική μορφή ψωμιού, κάτι σαν τη σημερινή γαλέτα. Ήταν ένας χυλός από κριθάρι και νερό, τον οποίο έπλαθαν και τον άφηναν να στεγνώσει. Πριν το καταναλώσουν, το μούλιαζαν είτε σε λάδι είτε σε γάλα, πρόσθεταν μερικά αρωματικά ή τυρί ή ακόμα και μέλι και το έτρωγαν”.
H Αθήνα λέγεται πως ήταν φημισμένη για τα αρτοσκευάσματα και τις πίτες. Μάλιστα είχαν ειδικούς πάγκους στην αγορά, όπου ο κόσμος συνέρρεε για να αγοράσει τις περίφημες αθηναϊκές πίτες, οι οποίες παρασκευάζονταν όπως και οι σημερινές. Άλλοτε με τυρί και χόρτα και άλλοτε με μυρωδικά και μέλι.
Τα όσπρια, τα λαχανικά και τα φρούτα ήταν ο πυρήνας της “αρχαίας διατροφής”.
“Φαίνεται ότι οι πλούσιοι έτρωγαν πιο συχνά λαχανικά και οι φτωχοί όσπρια. Μάλιστα οι φακές θεωρούνταν το έδεσμα των φτωχών. Ήταν το πρώτο όσπριο που κυριάρχησε στον ελλαδικό χώρο, το οποίο το μαγείρευαν κυρίως σε μορφή πουρέ και ονομαζόταν “έτνος”. Υπήρχαν ακόμη τα κουκιά, τα ρεβίθια και ο αρακάς, τα οποία συνήθως τα έτρωγαν βραστά, σε σούπα”.
Κρεμμύδια, σκόρδα, σπαράγγια, καρότα, μαρούλια και άλλα λαχανικά συνήθως τα συνέλλεγαν άγρια ή τα καλλιεργούσαν και τα κατανάλωναν είτε ωμά είτε μαγειρεμένα. Τα φρούτα που συμπλήρωναν το διαιτολόγιο των αρχαίων ήταν συνήθως ρόδια, σταφύλια, δαμάσκηνα, αχλάδια και μήλα ενώ τα ξερά σύκα συνήθιζαν να τα χρησιμοποιούν σε αρκετές συνταγές ως γλυκίσματα.
Αναγκαίο συμπλήρωμα της καθημερινής διατροφής ήταν τα διάφορα αρτύματα, που έδιναν εξτρά γεύση στα φαγητά, όπως το λάδι, το αλάτι, το πιπέρι και το ξύδι.
“Είναι ακριβώς τα ίδια που χρησιμοποιούμε και σήμερα. Λάδι, ξύδι, αλάτι, το οποίο μάλιστα αφθονούσε στις αλυκές της Βραυρώνας, του Φαλήρου των Μεγάρων και φυσικά το πιπέρι, το οποίο ήρθε στην Ελλάδα με το εμπόριο, μαζί με άλλα μπαχαρικά, όπως η κανέλα.
Άλλωστε το εμπόριο άνθιζε εκείνη την εποχή στη χώρα και οι αρχαίοι Έλληνες φαίνεται πως ήταν “ανοιχτοί” σε νέες γεύσεις. Τους άρεσε να δοκιμάζουν καινούρια στοιχεία και να τα προσαρμόζουν στη διατροφή τους”.
Κρέας έτρωγαν σε έκτακτες περιστάσεις. Κυρίως σε γιορτές, όταν προσφερόταν θυσία στους θεούς.
“Οι αρχαίοι φαίνεται ότι έτρωγαν συγκεκριμένα κρέατα, καθώς κάποια τα θεωρούσαν ιερά, όπως τον λευκό κόκορα, και δεν τα άγγιζαν.
Η θρησκεία έπαιζε επίσης καθοριστικό ρόλο στη διατροφή τους. Τις περισσότερες φορές που οι αρχαίοι έτρωγαν κρέας ήταν όταν υπήρχε μία μεγάλη γιορτή, όπου θυσίαζαν ζώα στους θεούς και εκείνοι έπαιρναν το μερίδιο που τους αναλογούσε”.
Ένα από τα πιο διαδεδομένα ροφήματα των αρχαίων ήταν ο κυκεώνας.
Θεωρούταν ιδιαίτερα τονωτικός και αποτελούσε μέρος του τελετουργικού στα Ελευσίνια μυστήρια. Παρασκευαζόταν από χοντρό κριθάρι, αλεσμένο και αναμεμειγμένο με νερό. Μερικές φορές πρόσθεταν και λίγο λάδι ή γάλα.
Το όνομά του προέρχεται από το αρχαίο ρήμα “κυκάω”, που στη νέα ελληνική σημαίνει ανακινώ, γιατί πριν το πιούν έπρεπε συνεχώς να το ανακατεύουν, για να αναμιχθούν τα στέρεα υλικά με τα υγρά.
Ο ακρατισμός, το άριστον και το δείπνο
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν τρία γεύματα, τα οποία ξεκινούσαν με την ανατολή του ηλίου, πριν τις εργασίες, και έληγαν με την επιστροφή στο σπίτι.
“Οι αρχαίοι ονόμαζαν το πρωινό τους “ακρατισμό”, γιατί αποτελούταν από ανέρωτο κρασί, “άκρατο οίνο”, όπως τον ονόμαζαν, και λίγο ψωμί. Το λιτό αυτό γεύμα πιστεύεται ότι ήταν ιδιαίτερα τονωτικό, γι’ αυτό και προτιμούσαν να το καταναλώνουν πριν ξεκινήσουν την εργασία τους.
Το μεσημεριανό αποκαλούνταν “άριστον”. Συνήθως ήταν κριθαρένιο ψωμί βουτηγμένο σε λάδι με λίγες ελιές ή σταφίδες. Πρόκειται και πάλι για ένα λιτό γεύμα, καθώς μετά το μεσημεριανό ήθελαν να συνεχίσουν την εργασία τους. Επομένως, χρειάζονταν απλώς κάτι να τους “κρατήσει” και όχι να τους “πέσει βαρύ”.
Το απογευματινό κολατσιό ήταν προαιρετικό και λεγόταν “εσπερισμός”. Με την επιστροφή από την εργασία, ακολουθούσε το τελευταίο και κυριότερο γεύμα της ημέρας, το δείπνο. Συνήθως περιλάμβανε ψάρια, όσπρια, λαχανικά και γλυκά, βασισμένα κυρίως στο μέλι, το οποίο αφθονούσε στην Ελλάδα εκείνη την εποχή”.
Το φαγητό το σέρβιραν οι δούλοι ενώ οι γυναίκες έτρωγαν πάντα στο τέλος και χωριστά από τους άντρες τους.
Η αρχαία κουζίνα ονομαζόταν “οπτάνιο”
Συνήθως για κουζίνα και αποθήκη, επέλεγαν ένα σκιερό δωμάτιο, χωρίς υγρασία. Σε κεντρικό σημείο του οπτανίου υπήρχε μια τετράγωνη λίθινη κατασκευή, η εστία, στην οποία άναβαν φωτιά και μαγείρευαν. Εκτός από την εστία, υπήρχαν ράφια όπου αποθήκευαν τα πήλινα μαγειρικά σκεύη τους, αλλά και ξύλινοι πάγκοι που χρησίμευαν για τη προετοιμασία και την τοποθέτηση του φαγητού.
Τα μαγειρικά σκεύη δεν διέφεραν πολύ από τα σημερινά. Υπήρχε, όμως, ένα ιδιαίτερο σκεύος, το οποίο μέχρι σήμερα δεν έχει εξακριβωθεί για ποιο λόγο χρησιμοποιούταν. Ιστορικοί και ερευνητές εικάζουν ότι σε αυτό παρασκευαζόταν ένα είδος φοντύ. Έλιωναν, δηλαδή, το τυρί και το έτρωγαν βουτώντας μέσα ψωμί.
“Πολλά από αυτά τα σκεύη που χρησιμοποιούσαν είτε τα αποθήκευαν σε ράφια γύρω-γύρω από τη κουζίνα τους, όπως κάνουμε και σήμερα, είτε τα κρέμαγαν στον τοίχο. Το ίδιο ίσχυε και για τις κουτάλες, τις πιρούνες και τα γουδιά.
Σε γενικές γραμμές, η κουζίνα ενός αρχαίου σπιτιού δεν διέφερε ιδιαίτερα από τις σημερινές, ως προς την οργάνωση της μαγειρικής και την αποθήκευση των τροφίμων”.