Τα μυθολογικά πλάσματα είναι κάτι περισσότερο από απλές φαντασιώσεις. Είναι μια ματιά στο πώς οι πρόγονοί μας έβλεπαν κάποτε τον κόσμο και τους φόβους που γέμιζαν την φαντασία τους.
Κάθε πολιτισμός έχει τα δικά του τέρατα και λέει τη δική του ιστορία για το τι μας στοιχειώνει ή μας φοβίζει. Τα μυθολογικά πλάσματα είναι ουσιαστικά οι εκδηλώσεις των μεγαλύτερων φόβων μας. Οι ιστορίες των προγόνων μας για ήρωες που σκότωσαν μυθολογικά πλάσματα δεν ήταν απλώς ιστορίες. Ήταν η διαίσθηση για το πώς θα μπορούσαμε να έχουμε τον έλεγχο σε έναν κόσμο που συχνά ήταν σαρωτικός ή ανίκητος.
Ακόμα και σήμερα όμως, δεν έχουν αλλάξει πολλά από τις δεισιδαιμονίες των προγόνων μας καθώς, ακόμα ενθουσιαζόμαστε με την ιδέα αυτών των αρχαίων τέρατα και τους ήρωες που τα νίκησαν.
Γουέντιγκο
Το 1661, μια ομάδα Ιησουιτών ιεραποστολών πήγε στη γη των ανθρώπων της φυλής Αλγκόνκιν, μια φυλή ιθαγενών της Αμερικής που έζησε στα δάση του ποταμού Οτάβα. Μια ομάδα Ιησουιτών είχε ήδη ταξιδέψει στη γη των ιθαγενών, αλλά είχαν αρρωστήσει περίεργα. Οι Ιησουίτες που πήγαν να αντικαταστήσουν και να στηρίξουν τους άρρωστους αδελφούς τους είχαν ακούσει ότι τα πράγματα είχαν πάει στραβά στην αποστολή -αλλά αυτά που βρήκαν όταν έφτασαν εκεί ήταν χειρότερα απ' ό, τι θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν. Όπως έγραψαν, "Αυτοί οι καημένοι άνθρωποι ... κατελήφθησαν από μια ασθένεια που τους κάνει να θέλουν να φάνε ανθρώπινη σάρκα που ορμάν σε γυναίκες, παιδιά, ακόμη και σε άνδρες σαν πραγματικοί λυκάνθρωποι και τους καταβροχθίζουν λαίμαργα, χωρίς να μπορούν να κατευνάσουν ή να κορέσουν την όρεξή τους -αναζητώντας συνεχώς φρέσκια λεία, και όσο περισσότερη λαιμαργία, τόσο περισσότερο τρώνε". Οι ιεραπόστολοι που πήγαν προς αντικατάσταση των άλλων είχαν μετατραπεί σε κανιβάλους. Κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο για τους ιεραπόστολους, αλλά η φυλή Αλγκόνκιν γνώριζε πολύ καλά αυτή τη φρίκη. Αυτοί οι άνδρες είχαν καταληφθεί από ένα μυθικό πλάσμα, το Γουέντιγκο (Wendigo).
Τα Γουέντιγκο λέγεται ότι είναι τέρατα που τρώνε ανθρώπους που περιπλανιόνταν κοντά στις Μεγάλες Λίμνες. Ήταν κοκαλιάρικα, τα πλευρά τους πετάγονταν από το λεπτό, χλωμό δέρμα τους και τα μάτια τους ήταν βυθισμένα βαθιά μέσα στις κόγχες τους. Έμοιαζαν με ανθρώπους που είχαν πεθάνει από την πείνα και οι οποίοι περιπλανιόνταν στον κόσμο μας αφού πρώτα είχαν περάσει μια εβδομάδα αποσύνθεσης στον τάφο. Ένα Γουέντιγκο δεν χόρταινε ποτέ. Επιτίθονταν σε άλλους ανθρώπους και τους έτρωγαν τη σάρκα τους. Όμως, κάθε δάγκωμα τους έκανε μεγαλύτερους και πιο πεινασμένους, μέχρι που γινόντουσαν τεράστιοι γίγαντες, αχόρταγοι για σάρκα οι οποίοι περιπλανιόντουσαν πάνω από τα δέντρα. Αυτοί οι ιεραπόστολοι, όπως επέμεναν οι ιθαγενείς, είχαν γίνει σε Γουέντιγκο και άρχισαν να σκοτώνουν τους συνανθρώπους τους. Ήταν κάτι που είχε συμβεί ξανά πριν, συνήθως κατά τη διάρκεια λιμών κάποιον κρύο χειμώνα. Και ήταν κάτι που η φυλή είχε μάθει να προετοιμάζεται, διοργανώνοντας μεγάλες γιορτές όπου χόρευαν και τραγουδούσαν, προσπαθώντας να κρατήσουν τα μυθολογικά πλάσματα μακριά.
Το πιο πιθανό είναι ότι αυτοί οι άνδρες είχαν τρελαθεί από την πείνα και στράφηκαν στον κανιβαλισμό. Όμως, η ιδέα αυτών των μυθολογικών πλασμάτων ίσως βόλευε τους ιθαγενείς, καθώς ήταν ένας τρόπος να κατανοήσουν τις στιγμές που η πείνα οδηγούσε καλούς και αξιοπρεπείς άνδρες να κάνουν το αδιανόητο.
Qalupalik
Τα παιδιά των Ινουίτ στην Αρκτική ήξεραν ότι δεν έπρεπε ποτέ να πλησιάζουν πολύ κοντά στην άκρη του νερού γιατί εκεί, κάτω από τον πάγο, περίμενε το Qalupalik. Το πρώτο πράγμα που μάθαιναν τα παιδιά ήταν να ακούν το απόκοσμο, μακρινό βουητό του τραγουδιού του, που ήταν κάτω από την επιφάνεια του νερού. Όμως, αν το Qalupalik ανυπομονούσε να περάσει καλά, τότε χτυπούσε απαλά τα δάχτυλά του στον πάγο κάτω από τα πόδια τους. Το Qalupalik φαινόταν μόνο για μια στιγμή πριν χαθεί. Έβγαινε από το νερό, έμπηγε τα μακριά και αιχμηρά νύχια του στη σάρκα του θύματός του και το τραβούσε μέσα. Το θύμα του είχε μια γρήγορη, σύντομη θέα του προσώπου του, που έμοιαζε με γυναίκα η οποία είχε γίνει πράσινη και ήταν πρησμένη από την αποσύνθεση κάτω από τη θάλασσα. Έβαζε το θύμα του σε μια μεγάλη τσάντα που είχε στην πλάτη του και βουτούσε πίσω στη θάλασσα. Τα θύματά του ίσως βίωναν κάποιες ελάχιστες, τελευταίες στιγμές πόνου στα παγωμένα βάθη των αρκτικών νερών, καθώς το παγωμένο νερό γέμιζε τον ανοιχτό λαιμό τους.
Πιθανώς, το Qalupalik ήταν ένα μέσο για να κρατούν τα παιδιά τους οι Ινουίτ μακριά από τα παγωμένα νερά της Αρκτικής. Κάτι σαν τον Μπαμπούλα δηλαδή.
Μινώταυρος
Στον μύθο του Μινώταυρου αναφέρεται ότι κάθε χρόνο η Αθήνα έστελνε ως θυσία 14 παιδιά στην Κρήτη. Τα παιδιά έμπαιναν στον Λαβύρινθο, όπου περιπλανιόντουσαν για μέρες μέσα στις σκοτεινές, πέτρινες αίθουσές του. Σε κάθε βήμα τους, ήξεραν ότι πλησίαζαν όλο και περισσότερο τον Μινώταυρο. Ο μύθος λέει ότι ο λαός της Αθήνας έριχνε κλήρο για να αποφασιστεί ποιος θα πήγαινε στον Λαβύρινθο. Ο βασιλιάς της Κρήτης ήθελε της θυσίες των Αθηναίων ως αντάλλαγμα για το θάνατο του γιου του που πέθανε στα χέρια τους. Τα άτυχα αγόρια και κορίτσια ήταν αυτό το τίμημα. Ανεξάρτητα από το πόσο προσεκτικά ήταν, τα παιδιά πάντα έπεφταν πάνω στον Μινώταυρο, όπου, μέσα στο σκοτάδι, έβλεπαν για πολύ λίγο το τερατώδες πρόσωπό του. Όμως, προτού καν φωνάξουν, τα άρπαζε με τα δυνατά του χέρια, τα έσκιζε στα δύο και τα έτρωγε ωμά. Ο Μινώταυρος, σύμφωνα με τον μύθο, ήταν ο καρπός της συζύγου του Μίνωα, Πασιφάης, και ενός ταύρου. Το πραγματικό όνομα του Μινώταυρου ήταν Αστερίων. Ανήσυχος για τη βίαιη φύση του θηρίου, ο Μίνωας ζήτησε από τον Δαίδαλο να φτιάξει ένα Λαβύρινθο όπου τον κλείδωσε. Επιβίωνε χάρη στις θυσίες που του έστελνε.
Ο Μινώταυρος δεν ήταν απλά ένας μύθος. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, η ιστορία -όπως και τόσοι άλλοι μύθοι με μυθολογικά πλάσματα- είχε τις ρίζες της σε μια πραγματική ιστορία. Κάθε χρόνο, όπως ισχυρίζεται ο Πλούταρχος, ο Μίνωας διοργάνωνε μια γιορτή στη μνήμη του γιου του, τον Ανδρόγεω, προσφέροντας παιδιά Αθηναίων ως βραβείο σε όποιον κέρδιζε του αγώνες. Ο νικητής, ένας σκληρός στρατηγός που ονομαζόταν Ταύρος, κακοποιούσε τα παιδιά που κέρδιζε στην γιορτή. Με την πάροδο του χρόνου, η ιστορία άλλαξε και ο στρατηγός έγινε τέρας. Ο μύθος αναφέρει ότι ο Θησέας κατάφερε να σκοτώσει τον Μινώταυρο. Όμως, στην αληθινή ιστορία, δεν υπήρχε ήρωας που έσωσε τα παιδιά από τον σκληρό Ταύρο.
Βασιλίσκος
Το 1587, ένα 5χρονο κορίτσι εξαφανίστηκε από το σπίτι του στη Βαρσοβία. Ήταν έξω και έπαιζε με μια φίλη της, και όταν δεν γύρισε στο σπίτι, η μητέρα της και η υπηρέτρια έψαξαν όλη την πόλη για να τις βρουν. Βρήκαν τα κορίτσια στο υπόγειο κελάρι ενός εδώ και 30 χρόνια εγκαταλελειμμένου σπιτιού. Ήταν στο κάτω μέρος της σκάλας και τα σώματά τους ήταν άκαμπτα και ακίνητα. Η μητέρα του κοριτσιού έμεινε στην κορυφή της σκάλας, αλλά η κοπέλα κατέβηκε στο σκοτάδι. Όμως, πριν φτάσει στο πάτωμα, ξαφνικά, σταμάτησε. Πάγωσε εντελώς εκεί που στεκόταν. Αργότερα, είπαν στην πόλη ότι πάγωσε επειδή είχε κοιτάξει στα μάτια έναν βασιλίσκος, το θηρίο που σκοτώνει με μια ματιά.
Οι κάτοικοι της Βαρσοβίας δεν ήταν οι μόνοι που είχαν δει βασιλίσκο. Σύμφωνα με τους Ρωμαίους, αυτό το μυθολογικό πλάσμα κάποτε αφθονούσε στην Κυρήνη, τη σημερινή Λιβύη. Ο βασιλίσκος ήταν ένα μυθολογικό πλάσμα τόσο δηλητηριώδες που και μόνο η ματιά του μπορούσε να σκοτώσει. Ακόμα κι αν κάποιος περίμενε να φύγει, ο βασιλικός άφηνε παντού γύρω του ένα ίχνος δηλητηρίου. Όπως έγραψε ο Ρωμαίος συγγραφέας Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, κανένας δεν μπορούσε να τον σκοτώσει. Αν το τρυπούσε με ένα δόρυ, το δηλητήριο θα έπεφτε πάνω στο όπλο του και θα η ζωή του τελείωνε.
Ίσως ήταν ένα πραγματικό ζώο -ή, τουλάχιστον, κάποια υπερβολή για ένα πραγματικό ζώο. Η Λιβύη έχει κόμπρες που φτύνουν δηλητήριο και είναι πιθανό οι ιστορίες του δηλητηριώδους φτυσίματός του να είναι η υπερβολή ότι μπορούσε να σκοτώσει με μια ματιά.
Όμως, στην Βαρσοβία δεν υπάρχουν κόμπρες. Παρ' όλα αυτά, το 1587, οι κάτοικοι της πόλης επέμεναν ότι είχαν δει ένα τέρας. Έτσι έβαλαν ένα παλτό με καθρέφτες στον κατάδικο Johann Faurer και τον έστειλαν στο λημέρι του τέρατος. Του ζήτησαν να σύρει το φίδι έξω με μια τσουγκράνα. Σύμφωνα με τα λόγια ενός γιατρού που το είδε, "Ήταν πραγματικά ένας βασιλίσκος. Είχε το κεφάλι κόκορα, τα μάτια βατράχου, ένα λοφίο σαν στέμμα, το δέρμα του ήταν φολιδωτό 'καλυμμένο παντού με την απόχρωση δηλητηριωδών ζώων' και μια κυρτή ουρά, που λυγίζει πάνω από το σώμα του".
Ίσως, αποτελεί περίπτωση μαζικής αυταπάτης, καθώς μια ολόκληρη πόλη είδε ένα τέρας όπως το περίμεναν. Όμως, όντως κάτι υπήρχε σε αυτό το κελάρι και οι κάτοικοι ήθελαν μια εξήγηση για το τι σκότωσε εκείνα τα κορίτσια.
Νιάν
Στην αρχαία Κίνα, δεν υπήρχε μεγαλύτερος φόβος στα χωριά από εκείνη την μια ημέρα του χρόνου, που το Νιάν θα κατέβαινε από το βουνό του ψάχνοντας για τροφή. Τίποτα δεν μπορούσε να το σταματήσει μιας και ήταν αθάνατο. Κανένα όπλο δεν έβλαπτε. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι άνθρωποι ήταν να ασφαλίσουν τα παράθυρά τους, να κλειδώνουν τις πόρτες τους, να κρυφτούν κάτω από τα κρεβάτια τους και να προσεύχονται να τους αφήσει ζωντανούς. Οι άνθρωποι έπρεπε να παρακολουθούν από τις κρυψώνες τους καθώς το τέρας κινούνταν ανάμεσα στις ζωές τους. Ήταν τεράστιο -μεγαλύτερο από ελέφαντα ή οποιοδήποτε άλλο πλάσμα της γης-, είχε πρόσωπο σαν λιονταριού, δύο τεράστια κέρατα στο κεφάλι του και πολλά αιχμηρά δόντια που έβγαιναν από το στόμα του. Αν ήταν τυχεροί, θα έμπαινε στις αποθήκες τους και θα έτρωγε όση τροφή έβρισκε. Όμως, αν δεν ήταν τυχεροί, τότε το Νιάν έβλεπε κάποιον από αυτούς και του χιμούσε. Τον τρυπούσε με τα κέρατά του, τον έσκιζε με τα αιχμηρά δόντια του και τον καταβρόχθιζε κομμάτι-κομμάτι. Οποιοσδήποτε μπορεί να ήταν θύμα του. Όμως, το Νιάν προτιμούσε παιδιά.
Για αιώνες, το Νιάν τρομοκρατούσε τα αγροτικά μέρη στα περίχωρα της Κίνας, μέχρις ότου ένας γέρος το πολέμησε και το έδιωξε. Τότε, αποκαλύφτηκε ότι ήταν ένας μεταμφιεσμένος θεός και έδειξε στους ανθρώπους πώς να κρατούν τις πόλεις τους ασφαλείς, "Δεν μπορείτε να σκοτώσετε τον δαίμονα Νιάν, αλλά μπορείτε να το έχετε μακριά. Το θηρίο φοβάται εύκολα. Δεν του αρέσει το κόκκινο χρώμα. Φοβάται τους δυνατούς θορύβους και τα περίεργα πλάσματα. Έτσι, απόψε, απλώστε κόκκινο σε όλο το χωριό. Βάλτε κόκκινα σημάδια σε κάθε πόρτα. Κάντε δυνατούς θορύβους με τύμπανα, μουσική και πυροτεχνήματα. Και δώστε στα παιδιά σας μάσκες και φανάρια για να τα προστατεύσετε".
Μέχρι και σήμερα, κάθε άνοιξη, οι Κινέζοι ρίχνουν πυροτεχνήματα, βαράν τύμπανα και καλύπτουν τις πόλεις τους με κόκκινο χρώμα. Σύμφωνα με τον μύθο, μόνο αυτή η γιορτή προστατεύει τα σπίτια τους από τα μυθολογικά πλάσματα. Όμως, αν οι άνθρωποι χάσουν ποτέ τις παραδόσεις τους και σταματήσουν την γιορτή, τότε το Νιάν θα επιστρέψει.
Χίμαιρα
Αν κανείς έβλεπε μια χίμαιρα υπό κάποια οπτική γωνία θα έβλεπε -αν και μόνο για ένα δευτερόλεπτο- ένα λιοντάρι. Όμως, αν το πλάσμα γυρνούσε, τότε θα έβλεπε ότι στην πραγματικότητα, από τη μέση του σώματός του ξεπηδούσε ένα κεφάλι κατσίκας, είχε πράσινη ουρά, που λαμπύριζε στο φως, ήταν καλυμμένη με φολίδες και στην άκρη της υπήρχαν δύο κοφτερά κίτρινα μάτια πάνω από μια γλιστερή γλώσσα που σφύριζε, ενώ δηλητήριο έπεφτε από το στόμα της.
Αυτή ήταν η χίμαιρα, τρία θηρία σε ένα σώμα. Κάθε θηρίο είχε το δικό του άκρο και ήταν ζωντανό. Αυτό το μυθολογικό πλάσμα ήταν κάτι περισσότερο από ένα τρομακτικό θέαμα. Ήταν εξαιρετικά δυνατό. Το κεφάλι της κατσίκας στο κέντρο του σώματός του, μπορούσε να ρίξει φωτιές, τόσο καυτές που αποτέφρωνε έναν άνθρωπο στη στιγμή. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, η Χίμαιρα ήταν κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας. Όμως, η πραγματική πηγή της ιστορίας θα μπορούσε να ήταν οι Χετταίοι. Πριν οι Έλληνες αρχίσουν να λένε ιστορίες για την χίμαιρα, οι Χετταίοι είχαν ήδη ιστορίες για ένα θηρίο που έμοιαζε με την χίμαιρα, με το κεφάλι μιας γυναίκας αντί της κατσίκας και είχε φτερά αετού. Τελικά, οι Έλληνες εκτόπισαν τον πολιτισμό των Χετταίων και η ιστορία της χίμαιρας έγινε το τερατώδες πλάσμα που ξέρουμε σήμερα. Η πιο διάσημη ιστορία της χίμαιρας είναι η ιστορία του Βελλεροφόντη, ο οποίος πάλεψε μαζί της πάνω στο φτερωτό άλογο, τον Πήγασο. Ο Βελλεροφόντης κατόρθωσε να μπήξει μια λόγχη κάτω από το λαιμό του θηρίου λίγο πριν εκείνο τον κάψει. Η φωτιά στην κοιλιά της ήταν τόσο ζεστή που έλιωσε το μέταλλο της λόγχης του, γεμίζοντας το λαιμό του πλάσματος με λιωμένο μέταλλο και πνίγοντάς το.
Κράκεν
Τον 18ο αιώνα, ο Δανο-Νορβηγός συγγραφέας, Λουθηρανός επίσκοπος της Εκκλησίας της Νορβηγίας, ιστορικός και αρχιεπίσκοπος Έρικ Ποντόπινταν (Erik Pontoppidan) ισχυριζόταν ότι το Κράκεν δεν ήταν μύθος. Οι Νορβηγοί ψαράδες το είχαν δει αμέτρητες φορές, συνήθως τις ζεστές καλοκαιρινές μέρες. "Συνήθως, οι ψαράδες μας επιβεβαιώνουν ότι όταν κάνουν πολλά μίλια, το Κράκεν βρίσκεται στον βυθό της θάλασσας", έλεγε.
Αρχικά, έβλεπαν φυσαλίδες και ψάρια παντού διάσπαρτα, σαν να τα είχε πιάσει πανικός. Στη συνέχεια, μια μεγάλη μαύρη φιγούρα ανέβαινε από τα βάθη. Όποιος ήθελε να γλυτώσει, έπρεπε να φύγει όσο πιο μακριά μπορούσε. Όμως, όταν οι ναυτικοί νόμιζαν ότι ήταν σε ασφαλή απόσταση, τους έτρωγε η περιέργεια και όποιος κοιτούσε πίσω θα έβλεπε αυτό που περιέγραψε ο Ποντόπινταν:
"Βλέπουν το τέρας να έρχεται στην επιφάνεια. ... Η πλάτη του, η οποία φαίνεται να είναι 1,5 μίλι περιφερειακά, φαίνεται αρχικά σαν μια σειρά μικρών νησιών, που περιβάλλεται από κάτι που επιπλέει σαν φύκια. Εδώ και εκεί φαίνονται μεγαλύτερες ανυψώσεις σαν αμμώδεις όχθες. Στο τέλος, εμφανίζονται αρκετά φωτεινά σημεία ή κέρατα, τα οποία γίνονται όλο και πιο παχιά όσο πιο ψηλά ανεβαίνουν και μερικές φορές είναι τόσο ψηλά και μεγάλα, όσο τα ιστία μεσαίων πλοίων".
Αυτό ήταν το Κράκεν, το μεγαλύτερο και πιο άγριο πλάσμα της θάλασσας. Στην επιφάνεια, το Κράκεν ήταν όσο δέκα πολεμικά πλοία δίπλα-δίπλα. Είχε μεγάλα πλοκάμια που μπορούσαν να τραβήξουν ένα πλοίο και το πλήρωμά του στα βάθη της θάλασσας. Αλλά, ακόμα κι αν δεν πείραζε κάποιο πλοίο, το τεράστιο μέγεθός του δημιουργούσε μια τόσο μεγάλη δίνη όταν βυθιζόταν που μπορούσε να βουλιάξει έναν ολόκληρο στόλο. Υπάρχει μια καταγραφή αυτού του τρομακτικού μυθολογικού πλάσματος που στοιχειώνει τις θάλασσες από τον 13ο αιώνα. Λέγεται ότι ο Βίκινγκ ήρωας Örvar-Oddr από την Ισλανδία μπέρδεψε ένα Κράκεν για νησί και σχεδόν τον κατάπιε ολόκληρο.
Το Κράκεν κατατάσσεται ανάμεσα σε αυτά τα μυθολογικά πλάσματα που έχουν μείνει στην σκέψη μας και εξάπτουν την φαντασία μας εδώ και αιώνες. Ωστόσο, οι ψαράδες στην ακτή της Νορβηγίας ίσως να μην έκαναν εντελώς λάθος. Ενώ δεν υπάρχει κανένα πλάσμα τόσο μεγάλο όσο ένα πραγματικό Κράκεν, από τότε, οι επιστήμονες έχουν ανακαλύψει το γιγαντιαίο καλαμάρι, το οποίο μπορεί να φτάσει μέχρι και 270 κιλά. το μυθολογικό πλάσμα ίσως ήταν απλά μια υπερβολική αναφορά σε αυτό το ωκεάνιο τέρας. Ή, ποιος ξέρει; Ίσως το είδαν πραγματικά. Ίσως, κάπου στα βάθη της θάλασσας να υπάρχει ένα τέτοιο τεράστιο καλαμάρι που περιμένει να ανακαλυφτεί.
Grootslang
Σύμφωνα με έναν θρύλο της Νότιας Αφρικής, το μεγάλο και τρομερό Grootslang ήταν ένα από τα πρώτα πλάσματα που δημιούργησαν οι θεοί. Όταν ο άνθρωπος δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα αρχέγονο υγρό που περίμενε να διαμορφωθεί, οι θεοί δημιούργησαν ένα τεράστιο, δυνατό φίδι, μεγαλύτερο από ελέφαντα και πιο έξυπνο από κάθε άνθρωπο.
Ήταν λάθος. Οι θεοί ήταν νέοι στην τέχνη της δημιουργίας της ζωής και δεν είχαν καταλάβει ακόμη τους κινδύνους που είχε η δημιουργία αυτού του τόσο δυνατού φιδιού, το οποίο μπορούσε να κουλουριάσει το σώμα του γύρω από οποιοδήποτε πλάσμα και να το συντρίψει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Προσπάθησαν να διορθώσουν το λάθος τους εξοντώνοντας κάθε Grootslang που ζούσε. Διαχώρισαν τις δυνάμεις του τέρατος και έφτιαξαν δύο νέα είδη, τον ελέφαντα και το φίδι. Όμως, ένα Grootslang κατάφερε να ξεφύγει και έγινε η μητέρα ενός ολόκληρου είδους μυθολογικών πλασμάτων που οι ίδιοι οι θεοί αποκάλεσαν τρομερό λάθος.
Όταν οι πρώτοι Ευρωπαίοι πήγαν στο Κονγκό, οι ντόπιοι τους είπαν ότι το Groostlang εξακολουθεί να κρύβεται στις κόγχες της γης τους. Αυτά τα μυθολογικά πλάσματα ζούσαν σε απύθμενα βάραθρα και μεγάλες σπηλιές που είχαν έκταση 50 μίλια. Τα περισσότερα φυλάσσουν, με απληστία και ζήλο, πολλά λαμπερά διαμάντια. Ίσως, οι ντόπιοι χρησιμοποιούσαν τον μύθο του για να διώξουν τους αποικιστές. Σήμερα, το πιο γνωστό Grootslang, λέγεται ότι κρύβεται σε μια σπηλιά στο Richtersveld της Νότιας Αφρικής. Εκεί, περιμένει κάποιον ανόητο να βρεθεί στην επικράτειά του και περνάει τον χρόνο του δελεάζοντας ελέφαντες τους οποίους συντρίβει και τους καταπίνει ολόκληρους.
Λερναία Ύδρα
Κανείς δεν ζούσε αρκετά για να δει την τρομακτική Λερναία Ύδρα με τα πολλά κεφάλια. Κάθε σταγόνα αίματος που έβγαινε από το σώμα της είχε τόσο δηλητήριο που ο αέρας γινόταν δηλητηριώδης και όποιος τον ανέπνεε γέμιζε τους πνεύμονές του με οξύ που τον έτρωγε από μέσα.
Αν κάποιος τα κατάφερνε και επιβίωνε από τον θανατηφόρο αέρα, τότε βρισκόταν μπροστά σε έναν τεράστιο δράκο με εννέα κεφάλια. Ο,τιδήποτε και αν έκανε κάποιος, η Λερναία Ύδρα δεν σκοτωνόταν. Αν κάποιος κατάφερνε να αφαιρέσει ένα από τα κεφάλια της, ευθύς αμέσως άλλα δύο ξεπεταγόταν στη θέση του. Ο μόνος τρόπος να μην φυτρώσει άλλο κεφάλι ήταν να κάψει την πληγή, αλλά, ακόμα και τότε, το τελευταίο κεφάλι ήταν αθάνατο. Η Λερναία Ύδρα δεν πέθαινε. Τα κεφάλια της ήταν φιδίσια και κάποιοι πιστεύουν ότι ήταν μια εκδήλωση του φόβου του ανθρώπου για τα φίδια. Κάποιοι αρχαίοι Ρωμαίοι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι το μυθολογικό πλάσμα ξεκίνησε σαν φίδι με ένα κεφάλι, του οποίου το σώμα εξελίχθηκε στο τέρας που ξέρουμε σήμερα από την ιστορία του Ηρακλή. Η Λερναία Ύδρα ήταν ο δεύτερος άθλος του Ηρακλή, ο οποίος, μαζί με τον ανιψιό του τον Ιόλαο, καυτηρίαζε τους κομμένους λαιμούς του τέρατος και δεν έβγαιναν νέα κεφάλια. Όταν έμεινε μόνο το αρχικό, αθάνατο κεφάλι, χρησιμοποίησε ένα σπαθί που του είχε δώσει η θεά Αθηνά. Όμως, ακόμα και τότε, το κεφάλι συνέχιζε να σπαρταράει, δεν πέθαινε, ακόμα και κομμένο από το σώμα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Ηρακλής ήταν να το θάψει κάτω από ένα τεράστιο ογκόλιθο, αφήνοντάς το εκεί παγιδευμένο -αλλά ακόμα ζωντανό- για όλη την αιωνιότητα.
Σφίγγα
Ο μύθος της Σφίγγας είναι ένας από τους παλαιότερους, καθώς ορισμένες εκδοχές του χρονολογούνται από το 9.500 π.Χ.
Ωστόσο, είναι καλύτερα γνωστό από τα αγάλματα στην Αίγυπτο. Εκεί συνήθως είναι ένα λιοντάρι με ανθρώπινο κεφάλι που φοράει στέμμα Φαραώ. Για τους Αιγυπτίους, αυτά τα μυθολογικά πλάσματα ήταν μεγάλα και ισχυρά θηρία. Συχνά, τα πρόσωπά τους ήταν πραγματικών φαραώ, πιθανότατα για να δείξουν ότι οι ηγέτες τους ήταν μισό λιοντάρι-μισός άνθρωπος. Όταν όμως υιοθέτησαν την Σφίγγα οι Έλληνες, την οραματίστηκαν ως κάτι κακό. Της έδωσαν ουρά με φίδια και φτερά, και την είδαν ως ένα σκληρό αλλά έξυπνο τέρας που του άρεσε να παίζει με τα θύματά του πριν τα σκοτώσει και τα καταβροχθίσει. Σήμερα, η πιο γνωστή ιστορία για αυτά τα μυθολογικά πλάσματα προέρχεται από την ιστορία του Οιδίποδα. Στο ταξίδι του προς τη Θήβα, ο Οιδίποδας πλησίασε μια Σφίγγα που τον ρώτησε το περίφημο αίνιγμα, "Ποιο ον το πρωί στέκεται στα τέσσερα, το μεσημέρι στα δύο και το βράδυ στα τρία;". Ήταν τόσο σίγουρη ότι ο Οιδίποδας δε θα κατάφερνε να απαντήσει και θα τον σκότωνε που, όταν ο Οιδίποδας απάντησε σωστά ο "Άνθρωπος", η Σφίγγα αυτοκτόνησε από την απελπισία της.
Δεν είναι βέβαιο τι ακριβώς συμβολίζει η Σφίγγα. Κάποιοι πιστεύουν ότι για τους Αιγυπτίους ήταν έναν φυλαχτό με μεγάλη δύναμη και η είσοδος στη μετά θάνατο ζωή. Ίσως, σε συνδυασμό με την ελληνική ιδέα ότι η Σφίγγα μπορούσε να νικηθεί μόνο μέσω του πνεύματος, υποδηλώνει ότι το πλάσμα αντιπροσωπεύει τον τρόπο που οι άνθρωποι προσπαθούν όλη την ώρα να ξεπεράσουν και να ξεφύγουν από το θάνατο.
Pulgasari
Η Βόρεια Κορέα έχει αποθανατίσει το Pulgasari ως το αστέρι της μεγαλύτερης προπαγανδιστικής της ταινίας. Υπό τις εντολές του Κιμ Τζονγκ-ιλ, η κυβέρνησή απήγαγε δύο Κορεάτες σκηνοθέτες για να γυρίσουν την ταινία, μια ταινία που μοιάζει με τον Γκοτζίλα, αλλά με κομμουνιστικό μήνυμα.
Στον αρχικό μύθο, το Pulgasari δημιουργήθηκε από έναν βουδιστή μοναχό. Όταν ένας κακός κυβερνήτης διέταξε όλοι οι βουδιστές μοναχοί να φυλακιστούν, ένας από αυτούς κρύφτηκε στην ντουλάπα της αδελφής του. Για να περάσει την ώρα του κρυμμένος, έφτιαξε ένα μικρό πλάσμα από κόκκους ρυζιού. Όμως, το πλάσμα απέκτησε ζωή και, βλέποντας το πεινασμένο, ο καλός ευγενικός μοναχός το τάισε το μόνο που μπορούσε να βρει, βελόνες. Ο πλάσμα, με κάθε βελόνα που έτρωγε, μεγάλωνε. Σύντομα, ήταν μεγαλύτερο από το ίδιο το κτίριο, αλλά εξακολουθούσε να πεινάει και να καταβροχθίζει οποιοδήποτε μέταλλο μπορούσε να βρει. Τρομοκρατούσε την πόλη καθώς έμοιαζε με μια γιγαντιαία αρκούδα, με αυτιά και μύτη σαν ελέφαντα. Από κάθε σπιθαμή του δέρματός του πετάγονταν κοφτερές και μυτερές βελόνες. Ο στρατός προσπάθησε να το καταστρέψει, αλλά κανένα σπαθί δεν μπορούσε να σταματήσει το τέρας. Το ονόμασαν "bu ke sha" -στα κινέζικα, "δεν μπορεί να σκοτωθεί". Με την πάροδο του χρόνου, το όνομά του εξελίχθηκε σε Bulgasal και, τελικά, σε Pulgasari. Απελπισμένος, ο κακός κυβερνήτης έβαλε τους άνδρες του να το κάψουν, αλλά ακόμα και τότε δεν πέθανε. Το θηρίο απλώς έτρεχε μέσα στην πόλη και ότι ακουμπούσε καιγόταν, μέχρι που τελικά η πόλη καταστράφηκε.
Ωστόσο, το Pulgasari δεν είναι απλώς μια προπαγανδιστική δημιουργία της Βόρειας Κορέας. Είναι ένα από τα κλασικά μυθολογικά πλάσματα της κορεατικής ιστορίας που -ειρωνικά- προειδοποιεί ενάντια στους κινδύνους των διεφθαρμένων ολοκληρωτικών καθεστώτων.