εν είναι συνηθισμένο στον χριστιανισμό να κυκλοφορούν και οι πιο ευνοϊκές απόψεις για τους ιδρυτές άλλων θρησκειών. Τουλάχιστον ιστορικά αν το εξετάσει κανείς, η πιο συχνή κατηγορία είναι ότι πρόκειται είτε για αιρετικούς είτε για ψευδοπροφήτες. Για παράδειγμα, δεν είναι τυχαίο ότι ο Δάντης στην “Κόλασή” του, απεικονίζει τον Μωάμεθ, τον ιδρυτή του Ισλάμ, να βασανίζεται αιώνια στην Κόλαση με τον κορμό του σώματός του ανοιγμένο στα δύο (από το πηγούνι του μέχρι τα γεννητικά του όργανα) και τα έντερά του να κρέμονται ανάμεσα στα πόδια του.
Για αυτόν τον λόγο, πολλοί άνθρωποι μπορεί να εκπλαγούν όταν μάθουν ότι ο Σιντάρτα Γκαουτάμα, ο ιδρυτής του Βουδισμού, τιμάται πραγματικά ως άγιος απ’ την Ορθοδοξία για περισσότερα από χίλια χρόνια με το όνομα “Ιωάσαφ”, το οποίο τελικά προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη “μποντισάτβα”.
Πρόκειται για μια παράξενη αλλά συναρπαστική ιστορία θρησκευτικής διαπολιτισμικότητας που δείχνει πόσο εκπληκτικά αλληλένδετοι ήταν οι πολιτισμοί του Παλαιού Κόσμου κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα.
Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΒΟΥΔΑ
Η ιστορία του πώς ο Σιντάρτα Γκαουτάμα έγινε σεβαστός ως χριστιανός άγιος ξεκινά με τον μανιχαϊσμό, μια συγκριτική θρησκεία που ιδρύθηκε τον 3ο αιώνα μ.Χ. από τον Ιρανό προφήτη Μάνη ή Μανιχαίο. Ο μανιχαϊσμός διδάσκει μεταξύ άλλων, ότι, σε όλη την ιστορία, υπήρξαν πολλοί προφήτες που έχουν σταλεί από τον Θεό προκειμένου να κηρύξουν τον λόγο του.
Οι πιο σημαντικοί από αυτούς τους προφήτες περιλαμβάνουν τον Ζαρατούστρα (τον ιδρυτή του Ζωροαστρισμού), τον Σιντάρτα Γκαουτάμα (τον ιδρυτή του Βουδισμού), τον Ιησού Χριστό (τον ιδρυτή του Χριστιανισμού) και, φυσικά, τον ίδιο τον Μάνη. Κατά συνέπεια, ο μανιχαϊσμός ενσωματώνει πτυχές του Ζωροαστρισμού, του Βουδισμού και του Χριστιανισμού.
Σε αντίθεση με τον Χριστιανισμό και το Ισλάμ, ο μανιχαϊσμός δεν κατάφερε ποτέ πραγματικά να κυριαρχήσει ως θρησκεία σε κάποια συγκεκριμένη περιοχή, αλλά παρέμεινε μία μειονοτική θρησκεία στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Ασία καθ' όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, ασκώντας έτσι επιρροή ως κάποιο βαθμό στις υπόλοιπες θρησκείες αυτών των περιοχών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από τη βασιλεία του χαλίφη των Αββασίδων Αλ-Μάχντι (κυβέρνησε 775 – 785 μ.Χ.) και μετά, ένας μεγάλος αριθμός αραβικών μεταφράσεων μανιχαϊστικών κειμένων πλημμύρισε στην πόλη της Βαγδάτης.
Το “Κιτάμπ αλ-Φιχρίστ”, ένα αραβικό βιβλιογραφικό έργο που συντάχθηκε μεταξύ 987 και 988 μ.Χ. από τον μελετητή Ιμπν Αλ-Ναντίμ καταγράφει συγκεκριμένα την ύπαρξη τριών βιβλίων στην αραβική γλώσσα για τον Γκαουτάμα Βούδα, ο οποίος ήταν γνωστός στα αραβικά ως “Μπουντασάφ” -όνομα που προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη “μποντισάτβα”. Ένα από αυτά τα έργα είχε τον αραβικό τίτλο “Kitāb Bilawhar wa-Būd̠āsaf”, που σημαίνει “Το βιβλίο του Μπιλάου και του Μπουντάσαφ”. Αν και το πρωτότυπο αραβικό έργο δεν έχει διασωθεί, πιστεύεται ότι είναι η πηγή για όλες τις μεταγενέστερες εκδόσεις του μύθου του Βαρλαάμ και του Ιωάσαφ.
Γύρω στον 9ο αιώνα μ.Χ., μια χριστιανική προσαρμογή του “Kitāb Bilawhar wa-Būd̠āsaf” συντάχθηκε στη γεωργιανή γλώσσα, με τίτλο “Balahvar και Iodasaph”. Το πλήρες κείμενο αυτής της προσαρμογής έχει διασωθεί από τον Κώδικα Νο. 140 της πρώην συλλογής του Γεωργιανού Μοναστηριού του Σταυρού στην Ιερουσαλήμ, η οποία σήμερα ανήκει στη βιβλιοθήκη του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.
Γύρω στον 11ο αιώνα μ.Χ., ένας Γεωργιανός μοναχός ονόματι Ευθύμιος ο Αθωνίτης προσάρμοσε τη γεωργιανή ιστορία της “Balahvar και του Iodasaph” στα ελληνικά, δίνοντάς της τον τίτλο “Βαρλαάμ και Ιωάσαφ”. Η ιστορία έγινε σχεδόν αμέσως εξαιρετικά δημοφιλής στην Κωνσταντινούπολη και σε όλη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΧΗ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΩΑΣΑΦ
Η εκδοχή της ιστορίας στα ελληνικά ξεκινά παρουσιάζοντας έναν βασιλιά στην Ινδία, τον Αβενίρ, ο οποίος υποτίθεται ότι έζησε περίπου την ίδια εποχή με τον Μέγα Κωνσταντίνο, ο οποίος περιφρονεί και διώκει τους Χριστιανούς. Προς μεγάλη του φρίκη, λοιπόν, ο Αβενίρ πληροφορείται από τους αστρολόγους της αυλής του ότι ο γιος του, ο πρίγκιπας Ιωάσαφ, σύντομα θα εγκαταλείψει τη θρησκεία του πατέρα του, θα μεταστραφεί στον Χριστιανισμό και θα αρνηθεί να κληρονομήσει τον θρόνο.
Ο Αβενίρ είναι τόσο τρομοκρατημένος που διατάζει να κρατηθεί ο γιος του σε πλήρη απομόνωση από τον υπόλοιπο κόσμο, κλεισμένος σε ένα υπέροχο παλάτι χωρίς παράθυρα από τα οποία ο πρίγκιπας θα μπορούσε να δει τον έξω κόσμο. Απαγορεύει σε όλους τους φτωχούς, τους άρρωστους, τους ανάπηρους και τους ηλικιωμένους την είσοδο στο παλάτι και κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να διασφαλίσει ότι ο νεαρός πρίγκιπας δεν θα δει μπροστά του κανέναν βασανισμένο που θα μπορούσε να τον κάνει να αμφισβητήσει την κοσμοθεωρία του.
Όταν όμως ο Ιωάσαφ ενηλικιώνεται, θέλει απεγνωσμένα να φύγει από το παλάτι για να δει τον έξω κόσμο. Τελικά, μετά από πολλά παρακάλια, ο Αβενίρ συμφωνεί να τον αφήσει να βγει έξω στους δρόμους -αλλά, πρώτα, διατάζει να καθαριστούν οι δρόμοι από όλους τους φτωχούς, τους άρρωστους, τους ανάπηρους και τους ηλικιωμένους, ώστε ο γιος του να μην βλέπει οτιδήποτε μπορεί να τον κάνει να θέλει να ασπαστεί τον χριστιανισμό.
Παρά τις προσπάθειες του πατέρα του όμως να τον αποτρέψει από το να δει τη φρίκη και τα βάσανα του πραγματικού κόσμου, ο Ιωάσαφ συναντά έναν λεπρό, έναν τυφλό, έναν εξαθλιωμένο γέρο χωρίς δόντια και, τελικά, ένα πτώμα. Ανακαλύπτει ότι ο πόνος και ο θάνατος είναι μέρος της ζωής. Κατά συνέπεια, ολόκληρη η κοσμοθεωρία του γκρεμίζεται και αρχίζει να ανησυχεί για τη ματαιοδοξία της ύπαρξης.
Στη συνέχεια, ο Θεός στέλνει έναν Χριστιανό ερημίτη από την πόλη Σεναάρ που ονομάζεται Βαρλαάμ για να συναντηθεί με τον Ιωάσαφ. Ο Βαρλαάμ καταφέρνει να εισέλθει στο παλάτι παριστάνοντας τον κοσμηματοπώλη. Πείθει το προσωπικό του παλατιού να τον αφήσει μόνο με τον πρίγκιπα λέγοντάς τους ότι το κόσμημα που έχει στην κατοχή του είναι τόσο πολύτιμο που μπορεί να το δείξει μόνο στον ίδιο τον πρίγκιπα.
Και όταν τελικά θα μείνουν μόνοι τους, ο Βαρλαάμ δείχνει στον Ιωάσαφ το κόσμημα και ο πρίγκιπας συνειδητοποιεί ότι στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει τη χριστιανική πίστη. Ο Βαρλαάμ του διδάσκει τα πάντα για τον Ιησού μέσω παραβολών και ο Ιωάσαφ συνειδητοποιεί ότι ο μόνος τρόπος για να ξεφύγει από τα βάσανα είναι να απαρνηθεί όλα τα εγκόσμια υπάρχοντα και όλες τις ανθρώπινες επιθυμίες και να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του ως χριστιανός ασκητής.
Όταν ο βασιλιάς Αβενίρ ανακαλύπτει ότι οι προβλέψεις των αστρολόγων της αυλής του έχουν πια εκπληρωθεί και ότι ο γιος του έχει ασπαστεί τον Χριστιανισμό, τον απειλεί αλλά μάταια. Οι προσπάθειες του να του αλλάξει γνώμη πέφτουν στο κενό. Στη συνέχεια, προσπαθεί να τον δωροδοκήσει δίνοντάς του το μισό του βασίλειό του για να κυβερνήσει. Ο Ιωάσαφ, ωστόσο, παραμένει τόσο αφοσιωμένος στη νέα του πίστη που όχι μόνο απορρίπτει την προσφορά του πατέρα του, αλλά τελικά καταφέρνει να προσηλυτίσει ακόμα κι εκείνον στον Χριστιανισμό.
Τελικά, έχοντας καταφέρει να προσηλυτίσει τον πατέρα του, ο Ιωάσαφ παραιτείται από τη θέση του ως πρίγκιπας και πηγαίνει στην έρημο για να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του ως ασκητής ερημίτης.
Η ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΙΩΑΣΑΦ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟ
Λίγο αφότου ο Ευθύμιος ο Αθωνίτης μετέφρασε την ιστορία του Βαρλαάμ και του Ιωάσαφ στα ελληνικά, το ζεύγος των αγίων τιμήθηκε στην Ανατολική Ορθοδοξία με εορτή στις 26 Αυγούστου. Εν τω μεταξύ, η ιστορία τους άρχισε να εξαπλώνεται γρήγορα σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο. Κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων, η ελληνική αφήγηση προσαρμόστηκε στα λατινικά, αρχαία σλαβικά, αρμενικά, αραβικά, αμχαρικά, προβηγκιανά, αρχαία γερμανικά, ακόμη και αρχαία νορβηγικά.
Μέχρι τον 13ο αιώνα, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είχε δώσει στον Βαρλαάμ και στον Ιωάσαφ μια επίσημη εορτή στις 27 Νοεμβρίου. Ο Ιταλός αγιογράφος Ιάκωβος ο Βαραγινός (έζησε περίπου 1230 – 1298) ενσωμάτωσε μια λατινική εκδοχή της ιστορίας του Βαρλαάμ και του Ιωάσαφ στη συλλογή του με τους βίους των αγίων “Λεγκέντα Σάκρα”, την οποία έγραψε μεταξύ 1259 και 1266.
Ο Άγγλος εκδότης Ουίλιαμ Κάξτον (έζησε περίπου 1422 – περ. 1491) τύπωσε μια αγγλική μετάφραση της “Λεγκέντα Σάκρα” το 1483, η οποία περιελάμβανε την ιστορία του Βαρλάαμ και του Ιωάσαφ.
Οι Ευρωπαίοι παρατήρησαν ομοιότητες μεταξύ της ιστορίας του Γκαουτάμα Βούδα και του Αγίου Ιωάσαφ ήδη από τον 15ο αιώνα, αλλά μόλις τον 19ο αιώνα, καθώς τα βουδιστικά κείμενα μεταφράστηκαν στις δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες για πρώτη φορά, συνειδητοποίησαν ότι η ιστορία του Αγίου Ιωάσαφ βασίστηκε στην πραγματικότητα στην ιστορία του Γκαουτάμα Βούδα.
Οι ομοιότητες είναι πολλές και καίριες. Για να αναφέρουμε μερικές και οι δύο ανήκουν σε ευγενή οίκο, με τον πατέρα τους να έχει γίνει κοινωνός μίας προφητείας για το μέλλον του παιδιού του που θέλει να αποφύγει. Και οι δύο μεγαλώνουν σε προστατευμένο περιβάλλον επίτηδες για να μη γνωρίσουν τα βάσανα του αληθινού κόσμου, και αργότερα συναντούν διαδοχικά έναν γέρο, έναν άρρωστο κι ένα πτώμα όπου τους δείχνουν την πραγματική ζωή. Στο τέλος, και οι δύο παραιτούνται των προνομίων τους και ζουν μία ζωή ασκητική.
Πηγές: theconversation.com, Academia.edu, https://www.news247.gr