Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἁμαρτάνω, ἁμαρτάνεις, ἁμαρτάνει, ἁμαρτάνομεν, ἁμαρτάνετε, ἁμαρτάνουσι(ν)
ἁμαρτάνω, ἁμαρτάνῃς, ἁμαρτάνῃ, ἁμαρτάνωμεν, ἁμαρτάνητε, ἁμαρτάνωσι(ν)
ἁμαρτάνοιμι, ἁμαρτάνοις, ἁμαρτάνοι, ἁμαρτάνοιμεν, ἁμαρτάνοιτε, ἁμαρτάνοιεν
---, ἁμάρτανε, ἁμαρτανέτω, ---, ἁμαρτάνετε, ἁμαρτανόντων (ή ἁμαρτανέτωσαν)
ἁμαρτάνειν
ἁμαρτάνων, ἁμαρτάνουσα, ἁμαρτάνον
Παρατατικός
Οριστική
ἡμάρτανον, ἡμάρτανες, ἡμάρτανε, ἡμαρτάνομεν, ἡμαρτάνετε, ἡμάρτανον
Μέλλοντας
Οριστική
ἁμαρτήσομαι, ἁμαρτήσῃ/ἁμαρτήσει, ἁμαρτήσεται, ἁμαρτησόμεθα, ἁμαρτήσεσθε, ἁμαρτήσονται
ἁμαρτησοίμην, ἁμαρτήσοιο, ἁμαρτήσοιτο, ἁμαρτησοίμεθα, ἁμαρτήσοισθε, ἁμαρτήσοιντο
ἁμαρτήσεσθαι
ἁμαρτησόμενος
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἥμαρτον, ἥμαρτες, ἥμαρτε(ν), ἡμάρτομεν, ἡμάρτετε, ἥμαρτον
ἁμάρτω, ἁμάρτῃς, ἁμάρτῃ, ἁμάρτωμεν, ἁμάρτητε, ἁμάρτωσι(ν)
ἁμάρτοιμι, ἁμάρτοις, ἁμάρτοι, ἁμάρτοιμεν, ἁμάρτοιτε, ἁμάρτοιεν
---
Απαρέμφατο
ἁμαρτεῖν
ἁμαρτών, ἁμαρτοῦσα, ἁμαρτόν
Παρακείμενος
Οριστική
ἡμάρτηκα, ἡμάρτηκας, ἡμάρτηκε, ἡμαρτήκαμεν, ἡμαρτήκατε, ἡμαρτήκασι(ν)
Υποτακτική
ἡμαρτηκώς- ἡμαρτηκυῖα- ἡμαρτηκός ὦ
ἡμαρτηκώς- ἡμαρτηκυῖα- ἡμαρτηκός ᾖς
ἡμαρτηκότες- ἡμαρτηκυῖαι- ἡμαρτηκότα ὦμεν
Ευκτική
ἡμαρτηκώς- ἡμαρτηκυῖα- ἡμαρτηκός εἴην
Προστακτική
---
ἡμαρτηκώς- ἡμαρτηκυῖα- ἡμαρτηκός ἴσθι
ἡμαρτηκότες- ἡμαρτηκυῖαι- ἡμαρτηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
ἡμαρτηκέναι
ἡμαρτηκώς- ἡμαρτηκυῖα- ἡμαρτηκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἡμαρτήκειν, ἡμαρτήκεις, ἡμαρτήκει, ἡμαρτήκεμεν, ἡμαρτήκετε, ἡμαρτήκεσαν
Μέση φωνή
Οριστική
ἁμαρτάνομαι, ἁμαρτάνῃ/ἁμαρτάνει, ἁμαρτάνεται, ἁμαρτανόμεθα, ἁμαρτάνεσθε, ἁμαρτάνονται
Παρατατικός: ἡμαρτάνετο
Παθ. Αόριστος: ἡμαρτήθη
Παρακείμενος: ἡμάρτηται
Υπερσυντέλικος: ἡμάρτητο
Αναζήτησε εύκολα το υλικό που ψάχνεις, πατώντας κλικ εδώ.