Κλίση του ρήματος «βαίνω / βαίνομαι» σε όλους τους χρόνους και όλες τις εγκλίσεις

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0

Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
βαίνω, βαίνεις, βαίνει, βαίνομεν, βαίνετε, βαίνουσι(ν)
Υποτακτική
βαίνω, βαίνς, βαίν, βαίνωμεν, βαίνητε, βαίνωσι(ν)
Ευκτική
βαίνοιμι, βαίνοις, βαίνοι, βαίνοιμεν, βαίνοιτε, βαίνοιεν
Προστακτική
---, βανε, βαινέτω, ---, βαίνετε, βαινόντων (ή βαινέτωσαν)
Απαρέμφατο
βαίνειν
Μετοχή
βαίνων, βαίνουσα, βανον
 
Παρατατικός
Οριστική
βαινονβαινες, βαινε, βαίνομεν, βαίνετε, βαινον
 
Μέλλοντας
Οριστική
βήσομαι, βήσ/βήσει, βήσεται, βησόμεθα, βήσεσθε, βήσονται
Ευκτική
βησοίμην, βήσοιο, βήσοιτο, βησοίμεθα, βήσοισθε, βήσοιντο
Απαρέμφατο
βήσεσθαι
Μετοχή
βησόμενος
βησομένη
βησόμενον
 
Αόριστος Β΄
Οριστική
βηνβης, βη, βημεν, βητε, βησαν
Υποτακτική
β, βς, β, βμεν, βτε, βσι(ν)
Ευκτική
βαίην, βαίης, βαίη, βαίημεν ή βαμεν, βαίητε ή βατε, βαίησαν ή βαεν
Προστακτική
---, βθι, βήτω, ---, βτε, βάντων (ή βήτωσαν)
Απαρέμφατο
βναι
Μετοχή
βάς, βσα, βάν
 
Παρακείμενος
Οριστική
βέβηκα, βέβηκας, βέβηκε, βεβήκαμεν, βεβήκατε, βεβήκασι(ν)
 
Υποτακτική
βεβηκώς- βεβηκυα- βεβηκός 
βεβηκώς- βεβηκυα- βεβηκός ς
βεβηκώς- βεβηκυα- βεβηκός 
βεβηκότες- βεβηκυαι- βεβηκότα μεν
βεβηκότες- βεβηκυαι- βεβηκότα τε
βεβηκότες- βεβηκυαι- βεβηκότα σι
 
Ευκτική
βεβηκώς- βεβηκυα- βεβηκός εην
βεβηκώς- βεβηκυα- βεβηκός εης
βεβηκώς- βεβηκυα- βεβηκός εη
βεβηκότες- βεβηκυαι- βεβηκότα εημεν (εμεν)
βεβηκότες- βεβηκυαι- βεβηκότα εητε (ετε)
βεβηκότες- βεβηκυαι- βεβηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
βεβηκώς- βεβηκυα- βεβηκός σθι
βεβηκώς- βεβηκυα- βεβηκός στω
---
βεβηκότες- βεβηκυαι- βεβηκότα στε
βεβηκότες- βεβηκυαι- βεβηκότα στων
 
Απαρέμφατο
βεβηκέναι
Μετοχή
βεβηκώς- βεβηκυα- βεβηκός
 
Υπερσυντέλικος
βεβήκεινβεβήκεις, βεβήκει, βεβήκεμεν, βεβήκετε, βεβήκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
βαίνομαι, βαίν/βαίνει, βαίνεται, βαινόμεθα, βαίνεσθε, βαίνονται
Υποτακτική
βαίνωμαι, βαίν, βαίνηται, βαινώμεθα, βαίνησθε, βαίνωνται
Ευκτική
βαινοίμην, βαίνοιο, βαίνοιτο, βαινοίμεθα, βαίνοισθε, βαίνοιντο
Προστακτική
---, βαίνου, βαινέσθω, ---, βαίνεσθε, βαινέσθων ή βαινέσθωσαν
Απαρέμφατο
βαίνεσθαι
Μετοχή
βαινόμενος
βαινομένη
βαινόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
βαινόμηνβαίνου, βαίνετο, βαινόμεθα, βαίνεσθε, βαίνοντο
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
βαθήσομαι, βαθήσ/βαθήσει, βαθήσεται, βαθησόμεθα, βαθήσεσθε, βαθήσονται
Ευκτική
βαθησοίμην, βαθήσοιο, βαθήσοιτο, βαθησοίμεθα, βαθήσοισθε, βαθήσοιντο
Απαρέμφατο
βαθήσεσθαι
Μετοχή
βαθησόμενος
βαθησομένη
βαθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
βάθηνβάθης, βάθη, βάθημεν, βάθητε, βάθησαν
Υποτακτική
βαθ, βαθς, βαθ, βαθμεν, βαθτε, βαθσι(ν)
Ευκτική
βαθείην, βαθείης, βαθείη, βαθείημεν ή βαθεμεν, βαθείητε ή βαθετε, βαθείησαν ή βαθεεν
Προστακτική
---, βάθητι, βαθήτω, ---, βάθητε, βαθέντων ή βαθήτωσαν
Απαρέμφατο
βαθναι
Μετοχή
βαθείς
βαθεσα
βαθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
βέβαμαι, βέβασαι, βέβαται, βεβάμεθα, βέβασθε, βέβανται
 
Υποτακτική
βεβαμένος- βεβαμένη- βεβαμένον 
βεβαμένος- βεβαμένη- βεβαμένον ς
βεβαμένος- βεβαμένη- βεβαμένον 
βεβαμένοι- βεβαμέναι- βεβαμένα μεν
βεβαμένοι- βεβαμέναι- βεβαμένα τε
βεβαμένοι- βεβαμέναι- βεβαμένα σι
 
Ευκτική
βεβαμένος- βεβαμένη- βεβαμένον εην
βεβαμένος- βεβαμένη- βεβαμένον εης
βεβαμένος- βεβαμένη- βεβαμένον εη
βεβαμένοι- βεβαμέναι- βεβαμένα εημεν (εμεν)
βεβαμένοι- βεβαμέναι- βεβαμένα εητε (ετε)
βεβαμένοι- βεβαμέναι- βεβαμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, βέβασο, βεβάσθω, --- βέβασθε, βεβάσθων ή βεβάσθωσαν
 
Απαρέμφατο
βεβάσθαι
Μετοχή
βεβαμένος,
βεβαμένη,
βεβαμένον
 
Υπερσυντέλικος
βεβάμηνβέβασο, βέβατο, βεβάμεθα, βέβασθε, βέβαντο


Αναζήτησε εύκολα το υλικό που ψάχνεις, πατώντας κλικ εδώ.




Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)