Δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις
Στις ονοματικές προτάσεις ανήκουν οι ειδικές, οι βουλητικές, οι ενδοιαστικές, οι πλάγιες ερωτηματικές και οι αναφορικές ονοματικές προτάσεις.
Ειδικές προτάσεις
Ειδικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους ειδικούς συνδέσμους (πως, που, ότι) και με τις οποίες εξειδικεύεται κατά κάποιο τρόπο το νόημα του ρήματος ή του ονόματος ή μιας περίφρασης.
Οι ειδικές προτάσεις λειτουργούν ως:
Αντικείμενο σε ρήματα και περιφράσεις που έχουν τη σημασία του λέω, δηλώνω, νομίζω, νιώθω, καταλαβαίνω, γνωρίζω κτλ., π.χ. Ξέρω πολύ καλά ότι ο Γιώργος θα έρθει στην ώρα του.
Υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων της προηγούμενης παραγράφου, π.χ. Λέγεται ότι ο καιρός θα χαλάσει.
Επεξήγηση (σπανιότερα προσδιορισμός) σε ουσιαστικά που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων των προηγούμενων παραγράφων, και σε δεικτικές ή αόριστες αντωνυμίες, π.χ. Προχθές στο σχολείο μας βγήκε μια φήμη, ότι θα μας επισκεφθεί ο υπουργός. Έχει την ελπίδα ότι θα πετύχει.
Οι ειδικές προτάσεις έχουν άρνηση δε(ν) και εκφέρονται με οριστική απλή και με οριστική που δηλώνει την τροπικότητα της δυνατότητας ή του πιθανού, π.χ. Oι καθηγητές ήταν σίγουροι ότι ο Χατζής θα είναι ο πρώτος μαθητής. Οι γονείς του Χατζή πίστευαν ότι ο γιος τους θα αρίστευε.
ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ:
Το τελικό ν των αρνητικών επιρρημάτων δε(ν) και μη(ν) διατηρείται στον γραπτό και τον προφορικό λόγο μόνο στις περιπτώσεις που ακολουθούν φωνήεντα ή τα κ, π, τ, γκ, μπ, ντ, τσ, τζ, ξ, ψ.
Βουλητικές προτάσεις
Βουλητικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με το να και συμπληρώνουν την έννοια ρημάτων και εκφράσεων που δηλώνουν συνήθως βούληση, όπως θέλω, ζητώ, προτρέπω, επιθυμώ, εμποδίζω κτλ.
Οι βουλητικές προτάσεις λειτουργούν ως:
Αντικείμενο σε ρήματα και εκφράσεις που έχουν βουλητική σημασία (θέλω, επιθυμώ, μπορώ, εμποδίζω κτλ.), π.χ. Οι μαθητές της Α΄ τάξης δεν μπορούν να λύσουν τις ασκήσεις των μαθηματικών.
Υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα και απρόσωπες εκφράσεις που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων της προηγούμενης παραγράφου (πρέπει, απαγορεύεται, είναι δυνατό κτλ.), π.χ. Δεν είναι δυνατό να δουλεύει κάθε μέρα από το πρωί ως το βράδυ.
Επεξήγηση σε ουσιαστικά που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων των προηγούμενων παραγράφων, καθώς και σε αντωνυμίες δεικτικές ή αόριστες, π.χ. Ο Φάνης ζούσε με μια ελπίδα, να γυρίσει στην πατρίδα του.
Προσδιορισμός σε ουσιαστικά και επίθετα που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία που έχουν τα ρήματα και οι εκφράσεις των προηγούμενων παραγράφων (πόθος, θέληση, πρόθυμος, έτοιμος κτλ.), π.χ. Η Ιφιγένεια ήταν πάντα πρόθυμη να απαντήσει σε ό,τι τη ρωτούσε ο καθηγητής.
Οι βουλητικές προτάσεις έχουν άρνηση μη(ν) και εκφέρονται συνήθως με υποτακτική, π.χ. Θέλει πάντα να μην είναι μόνος του.
Σε ορισμένες περιπτώσεις οι βουλητικές προτάσεις εκφέρονται με τύπους παρελθοντικού χρόνου, γιατί εκφράζεται είτε απραγματοποίητη ευχή είτε η επιθυμία ή απλώς η σκέψη αυτού που μιλά, π.χ. Ήθελε να ήταν μικρός να έπαιζε στη γειτονιά του. Είναι αδύνατο να έφτασε τόσο νωρίς στο σπίτι του.
Ενδοιαστικές προτάσεις
Ενδοιαστικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους ενδοιαστικούς (ή διστακτικούς) συνδέσμους (μη[ν], μήπως) και εκφράζουν κάποιο ενδοιασμό για το μήπως γίνει ή δε γίνει κάτι.
Οι ενδοιαστικές προτάσεις λειτουργούν ως:
Αντικείμενο σε ρήματα και εκφράσεις που δηλώνουν φόβο ή ανησυχία (φοβάμαι, ανησυχώ, έχω την υποψία κτλ.), π.χ. Ανησυχούσε η μητέρα του Γιώργου μήπως και δε γράψει ο γιος της στις εξετάσεις.
Επεξήγηση σε ουσιαστικά που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και σε δεικτικές και αόριστες αντωνυμίες, π.χ. Είχε πάντα την ίδια αγωνία, μήπως δεν προλάβει το αεροπλάνο.
Προσδιορισμός σε ουσιαστικά που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων και των ουσιαστικών των προηγούμενων παραγράφων, π.χ. Έβρεχε πολύ και γι' αυτό τους κυρίεψε ο φόβος μήπως δεν μπορέσουν να περάσουν το ποτάμι.
Οι ενδοιαστικές προτάσεις έχουν άρνηση δε(ν) και εκφέρονται με υποτακτική, π.χ. Φοβάται μήπως δεν μπορέσει να φέρει τη δουλειά σε πέρας.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν ο ομιλητής θέλει να παρουσιάσει κάτι ως πραγματικό, εκφέρονται και με οριστική, π.χ. Είχε τον φόβο μήπως τον είδαν έξω από το σχολείο.
Πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις
Πλάγιες ερωτηματικές (πλάγιες ερωτήσεις) ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με ερωτηματικές αντωνυμίες (ποιος, πόσος, τι κτλ.), με ερωτηματικά επιρρήματα (πού, πώς, πότε κτλ.) και με ορισμένους συνδέσμους, όπως τους αν, γιατί, μήπως, και εκφράζουν ερώτηση ή απορία. Διακρίνονται, όπως και οι ερωτηματικές προτάσεις (ευθείες ερωτήσεις), σε προτάσεις ολικής και μερικής άγνοιας. Στις ερωτήσεις ολικής άγνοιας η απάντηση μπορεί να είναι ένα ναι ή ένα όχι, ενώ αυτό δεν μπορεί να συμβεί στις ερωτήσεις μερικής άγνοιας.
Οι πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις λειτουργούν ως:
Αντικείμενο σε ρήματα και εκφράσεις που δηλώνουν ερώτηση, απορία, αίσθηση, αμφιβολία κτλ.(ρωτώ, απορώ, νιώθω, βλέπω, αμφιβάλλω, δεν έχω ιδέα, δεν είμαι βέβαιος κτλ.), π.χ. Νιώθω πόσο πολύ θέλεις να πετύχεις στη σχολή της προτίμησής σου.
Υποκείμενο σε απρόσωπες εκφράσεις που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων της προηγούμενης παραγράφου, π.χ. Δεν είναι ακόμη γνωστό πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος.
Επεξήγηση σε ουσιαστικά που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων και εκφράσεων των προηγούμενων παραγράφων (π.χ. ερώτηση, απορία, αμφιβολία κτλ.) και σε δεικτικές και αόριστες αντωνυμίες, π.χ. Ο Ανδρέας έχει πάντα την ίδια απορία, αν η παιδαγωγική είναι επιστήμη ή όχι.
Προσδιορισμός σε ουσιαστικά που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων και εκφράσεων των προηγούμενων παραγράφων, π.χ. Ο καθηγητής μας κ. Ιωάννου ξεκινούσε πάντα το μάθημά του με την ερώτηση αν έχουμε διαβάσει το μάθημά μας.
Οι πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις έχουν άρνηση δε(ν) (όταν υπάρχει να, έχουν άρνηση μη[ν]) και εκφέρονται με οριστική που εκφράζει κάτι πραγματικό ή μια δυνατότητα και υποτακτική που εκφράζει απορία, π.χ. Απορούμε όλοι οι φίλοι του γιατί δεν έρχεται στις εκδηλώσεις τελευταία. Φαντάζεσαι τι θα μπορούσε να πετύχει με λίγη προσπάθεια παραπάνω; Αναρωτιέμαι γιατί να μην έρχεται ακόμα.
Αναφορικές ονοματικές προτάσεις
Αναφορικές επιθετικές προτάσεις
Αναφορικές επιθετικές λέγονται οι προτάσεις που εισάγονται με τις αναφορικές αντωνυμίες:
α) ο οποίος, η οποία, το οποίο
β) που
και χρησιμοποιούνται ως επιθετικός προσδιορισμός ενός ουσιαστικού, π.χ.
Είναι μολυσμένος ο αέρας που αναπνέουμε.
Είναι μολυσμένος ο αέρας τον οποίο αναπνέουμε.
Στον καθημερινό λόγο χρησιμοποιούμε κυρίως τον που ενώ την αντωνυμία οποίος σε πιο επίσημο λόγο.
Μπορούμε να αντικαταστήσουμε τον που με την αντωνυμία οποίος, -α, -ο, π.χ.
Αρκετά συχνά κάνουμε λάθος χρησιμοποιώντας τον που, κινδυνεύοντας να δημιουργηθούν παρανοήσεις, όπως στο επόμενο παράδειγμα:
Ο άνθρωπος που φάγαμε χτες είναι γιατρός.
Αν πούμε έτσι την πρόταση, τότε μπορεί κάποιος να καταλάβει ότι φάγαμε τον άνθρωπο!
Είναι προτιμότερο να πούμε την πρόταση χρησιμοποιώντας:
α) το που προσθέτοντας και το επίρρημα μαζί
β) την αντωνυμία οποίος, δηλ.
Ο άνθρωπος που μαζί του φάγαμε χτες είναι γιατρός.
Ο άνθρωπος με τον οποίο φάγαμε χτες είναι γιατρός.
Μερικές φορές η αναφορική αντωνυμία ο οποίος, -α, -ο είναι συμπλήρωμα μιας προθετικής φράσης, π.χ.
Η Ελένη από την οποία υπέφεραν οι Αχαιοί.
Η Ελένη με την οποία έφυγε ο Πάρις.
Η Ελένη για την οποία πολέμησε ο Μενέλαος.
Η Ελένη στην οποία έδωσε το μήλο ο Πάρις.
Η αναφορική φράση μπορεί να βρίσκεται και μέσα σε μια επιρρηματική φράση, π.χ.
Η Ελένη κοντά στην οποία καθόσουνα.
Η Ελένη δίπλα στην οποία καθόσουνα.
Αναφορικές επιθετικές περιοριστικές
και αναφορικές επιθετικές μη περιοριστικές.
Οι αναφορικές επιθετικές προτάσεις άλλοτε δίνουν μια πληροφορία που είναι απαραίτητη ή που βοηθάει τον ακροατή / αναγνώστη να καταλάβει καλύτερα το νόημα, οπότε λέγονται περιοριστικές, κι άλλοτε δίνουν μια επιπλέον πληροφορία η οποία δεν είναι απαραίτητη, οπότε λέγονται μη περιοριστικές. Ας το δούμε με παραδείγματα.
1ο παράδειγμα:
Έστω ότι βγαίνει ο διευθυντής του σχολείου στην πρωινή συγκέντρωση και λέει:
Ο μαθητής να έρθει στο γραφείο μου.
Είναι σαφές ότι δεν καταλαβαίνει κανείς ποιος μαθητής πρέπει να πάει στο γραφείο του διευθυντή, γιατί οι πληροφορίες που έδωσε ο διευθυντής είναι λιγοστές. Αν όμως πει την πρόταση:
Ο μαθητής που έσπασε το παράθυρο να έρθει στο γραφείο μου, τότε καταλαβαίνουμε αμέσως ποιος μαθητής πρέπει να πάει στο γραφείο του διευθυντή. Συνεπώς, η αναφορική επιθετική πρόταση είναι περιοριστική, γιατί έδωσε μια πληροφορία απαραίτητη.
2ο παράδειγμα:
Έστω ότι μπαίνει ο διευθυντής του σχολείου στην τάξη και λέει:
Το θρανίο είναι πολύ βρόμικο.
Έτσι όπως τα είπε ο διευθυντής δεν καταλαβαίνουμε ποιο θρανίο απ' όλα είναι βρόμικο. Αν όμως έλεγε:
Το θρανίο στο οποίο κάθονται η Ελένη και ο Πάρης είναι πολύ βρόμικο, τότε σίγουρα θα καταλαβαίναμε για ποιο θρανίο μιλούσε. Συνεπώς, η αναφορική επιθετική πρόταση είναι περιοριστική, γιατί έδωσε μια πληροφορία απαραίτητη.
3ο παράδειγμα:
Έστω ότι βγαίνει ο διευθυντής του σχολείου στην πρωινή συγκέντρωση, για να ανακοινώσει τα αποτελέσματα του ενδοσχολικού διαγωνισμού ποίησης και λέει:
Η μαθήτρια Ελένη Παπαθανασίου της Γ' τάξης κέρδισε το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό ποίησης.
Όλοι καταλαβαίνουμε ποιος κέρδισε το α' βραβείο και δε χρειαζόμαστε καμιά επιπλέον πληροφορία. Αν όμως έλεγε:
Η μαθήτρια Ελένη Παπαθανασίου της Γ' τάξης, που κατάγεται από την Κέρκυρα, κέρδισε το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό ποίησης. Στη δεύτερη περίπτωση ο διευθυντής έδωσε με την αναφορική πρόταση μια πληροφορία που δεν ήταν απαραίτητη. Συνεπώς, η αναφορική επιθετική πρόταση είναι μη περιοριστική.
4ο παράδειγμα:
Έστω ότι η μαθήτρια Ελένη λέει στους γονείς της την πρόταση:
Ο καθηγητής Παπαθανασίου είναι απαίσιος.
Προφανώς οι γονείς της Ελένης κατάλαβαν αμέσως την πρόταση και δε χρειάζονταν καμιά επιπλέον πληροφορία. Αν όμως έλεγε η Ελένη:
Ο καθηγητής Παπαθανασίου, που σπούδασε στο Α.Π.Θ., είναι απαίσιος. Με την πρόταση που είπε η Ελένη διαπιστώνουμε ότι η πληροφορία που έδωσε με την αναφορική πρόταση δεν ήταν απαραίτητη. Συνεπώς, η αναφορική επιθετική πρόταση είναι μη περιοριστική.
Η διαφορά ανάμεσα στην περιοριστική και την μη περιοριστική φαίνεται και από τον τρόπο που τη λέμε. Όταν λέμε μια πληροφορία που δεν είναι απαραίτητη, δηλ. όταν λέμε μια μη περιοριστική, χαμηλώνουμε λίγο τον τόνο της φωνής μας ή κάνουμε μια μικρή παύση. Γι' αυτό και στο γραπτό λόγο χωρίζουμε την μη περιοριστική με κόμμα.
Πολύ συχνά χρησιμοποιούμε μια επιθετική περιοριστική μαζί με μια επιθετική μη περιοριστική, π.χ.
Το βιβλίο που μου χάρισε ο Γιώργος, και που το αγόρασε από το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς του, είναι πολύ καλό!
Η πρώτη αναφορική επιθετική είναι περιοριστική, γιατί μας δίνει μια απαραίτητη πληροφορία, ενώ η δεύτερη είναι μη περιοριστική, γιατί η πληροφορία που μας δίνει δε χρειάζεται.
Οι ελεύθερες αναφορικές ονοματικές προτάσεις
Οι ελεύθερες αναφορικές ονοματικές εισάγονται με τις αναφορικές αντωνυμίες:
όποιος, όποια, όποιο
όσος, όση, όσο
ό,τι
οποιοσδήποτε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε
οσοσδήποτε, οσηδήποτε, οσοδήποτε
οτιδήποτε, οτιδήποτε, οτιδήποτε
Εξαρτώνται από ένα ρήμα και χρησιμοποιούνται ως:
α. υποκείμενο, π.χ.
Όποιος θέλει ας φύγει.
Οτιδήποτε πεις είναι σε βάρος σου.
β. αντικείμενο, π.χ.
Πήραμε ό,τι βρήκαμε μπροστά μας.
Φώναζε με τα ονόματά τους όσους είχαν δηλώσει συμμετοχή.
γ. κατηγορούμενο, π.χ.
Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις.
δ. προσδιορισμός, π.χ.
Διάλεξε τα ροδάκινα, όσα είναι σάπια, και πέταξέ τα. (τα σάπια ροδάκινα)
Κάθε κομμάτι γνώσης, οσοδήποτε μικρό είναι, αποτελεί μέρος μιας ολότητας.
Αναζήτησε εύκολα το υλικό που ψάχνεις, πατώντας κλικ εδώ.