Στις επιρρηματικές προτάσεις ανήκουν οι αιτιολογικές, οι τελικές, οι αποτελεσματικές, οι υποθετικές, οι εναντιωματικές-παραχωρητικές, οι χρονικές και οι αναφορικές επιρρηματικές προτάσεις.
Αιτιολογικές προτάσεις
Αιτιολογικές ονομάζονται οι προτάσεις που εισάγονται με αιτιολογικούς συνδέσμους (γιατί, επειδή, αφού, τι [ποιητικό]) και με εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ως αιτιολογικοί σύνδεσμοι (καθώς, που, μια και κτλ.) και δηλώνουν την αιτία.
Οι αιτιολογικές προτάσεις έχουν άρνηση δε(ν) και εκφέρονται με απλή οριστική, με οριστική που δηλώνει δυνατότητα και οριστική που δηλώνει πιθανότητα, π.χ. Χάρηκα πολύ, επειδή έμαθα πως είσαι καλά. Bιάστηκα, γιατί θα ερχόσουν γρήγορα. Μη στενοχωριέσαι, γιατί θα είναι όλα εύκολα.
Τελικές προτάσεις (ή προτάσεις του σκοπού)
Τελικές προτάσεις (ή του σκοπού) ονομάζονται οι προτάσεις που εισάγονται με τους τελικούς συνδέσμους (για να, να) και δηλώνουν σκοπό.
Οι τελικές προτάσεις έχουν άρνηση μη(ν) και εκφέρονται κανονικά με υποτακτική, π.χ. Έφυγε γρήγορα, για να φέρει το τετράδιό του.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν ο ομιλητής δηλώνει σκοπό ανεκπλήρωτο, οι τελικές προτάσεις εκφέρονται με παρατατικό, π.χ. Ήθελε να ήταν συντονιστής της συζήτησης, για να του έδινε τον λόγο.
Αποτελεσματικές (ή συμπερασματικές) προτάσεις
Αποτελεσματικές (ή συμπερασματικές) ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους αποτελεσματικούς συνδέσμους (ώστε, που) και με εκφράσεις αντίστοιχες με τους αποτελεσματικούς συνδέσμους (ώστε να, που να, για να κτλ.) και δηλώνουν το αποτέλεσμα που προκύπτει από το νόημα της κύριας πρότασης.
Από τις αποτελεσματικές προτάσεις, όσες εισάγονται με τους συνδέσμους ώστε και που έχουν άρνηση δε(ν), ενώ όσες εισάγονται με εκφράσεις που περιέχουν το να έχουν άρνηση μη(ν).
Όταν εισάγονται με το ώστε και το που, εκφέρονται με οριστική απλή ή με οριστική που εκφράζει τη δυνατότητα ή την πιθανότητα, π.χ. Tα αυτοκίνητα πήγαιναν τόσο αργά, που έμοιαζαν σταματημένα. Ήταν τόσο στενοχωρημένοι, ώστε τίποτα δε θα τους έκανε να γελάσουν. Όταν εισάγονται με εκφράσεις που έχουν το να, εκφέρονται με υποτακτική, π.χ. Του δόθηκαν τόσες λίγες ευκαιρίες, ώστε να μην μπορεί να κάνει τίποτα.
Υποθετικές προτάσεις
Υποθετικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους υποθετικούς συνδέσμους(αν, εάν, άμα) και ανάλογες εκφράσεις (εφόσον, έτσι και, στην περίπτωση που) και εκφράζουν την προϋπόθεση που ισχύει, για να γίνει αυτό που δηλώνει η κύρια πρόταση. Μια υποθετική πρόταση μαζί με την κύρια που την προσδιορίζει αποτελεί έναν υποθετικό λόγο. Η υποθετική πρόταση λέγεται υπόθεση, ενώ η κύρια απόδοση.
Οι υποθετικές προτάσεις διακρίνονται σε διάφορα είδη, τα οποία προκύπτουν από κριτήρια σημασιολογικά και γραμματικά. Σύμφωνα με ορισμένες κατηγοριοποιήσεις, τα είδη των υποθετικών λόγων είναι τα εξής δύο:
α) Υποθετικές προτάσεις του πραγματικού: είναι αυτές στις οποίες, αν αληθεύει αυτό που εκφράζεται στην υπόθεση, τότε αληθεύει και αυτό που εκφράζεται στην απόδοση, π.χ. Αν του μιλήσεις, θα σ' ακούσει. Το ρήμα στην υποθετική πρόταση βρίσκεται σε οριστική οποιουδήποτε χρόνου, εκτός παρατατικού και υπερσυντέλικου, ενώ στην απόδοση βρίσκεται σε οποιαδήποτε έγκλιση, π.χ. Αν θέλεις να είσαι υγιής, μην κάνεις καταχρήσεις.
β) Υποθετικές προτάσεις του μη πραγματικού: είναι αυτές στις οποίες εκείνο που εκφράζεται στην υπόθεση ούτε πραγματοποιήθηκε ούτε πρόκειται να πραγματοποιηθεί, και το ίδιο συμβαίνει και με αυτό που εκφράζεται στην απόδοση, π.χ. Αν την ήξερε, θα την αναγνώριζε. Το ρήμα στην υποθετική πρόταση βρίσκεται σε παρατατικό ή υπερσυντέλικο, ενώ στην απόδοση έχουμε το θα με παρατατικό ή υπερσυντέλικο, π.χ. Αν είχαμε φτάσει νωρίς, θα είχαμε προλάβει τα αδέλφια σου.
Σύμφωνα με άλλες κατηγοριοποιήσεις, προστίθενται στα παραπάνω είδη και τα εξής:
α) Υποθετικές προτάσεις της απλής σκέψης του ομιλητή: σε αυτές ό,τι εκφράζεται στην υπόθεση παρουσιάζεται ως μια άποψη, υποκειμενική γνώμη του ομιλητή, χωρίς να εξετάζεται αν είναι πραγματοποιήσιμο ή όχι, π.χ. Αν επέμενε περισσότερο ο Σωτήρης, θα λυνόταν η παρεξήγηση. Το ρήμα στην υποθετική πρόταση βρίσκεται σε οριστική παρατατικού, ενώ στην απόδοση έχουμε το θα με οριστική παρατατικού ή οριστική μέλλοντα, π.χ. Αν μένατε μόνοι, θα τελειώνατε τις εργασίες του σχολείου.
β) Υποθετικές προτάσεις του προσδοκώμενου ή του επαναλαμβανόμενου: σε αυτές ό,τι εκφράζεται στην υπόθεση παρουσιάζεται ως κάτι που περιμένουμε να γίνει με βεβαιότητα ή κάτι που επαναλαμβάνεται συνεχώς, π.χ. Αν κλείσεις την τηλεόραση, θα σου μιλήσω. Αν διαβάσει πολύ, δε φοβάται τις εξετάσεις.
Στην περίπτωση που η υποθετική πρόταση εκφράζει κάτι που περιμένουμε να γίνει με βεβαιότητα (προσδοκώμενο), το ρήμα της βρίσκεται σε υποτακτική αορίστου ή σπανιότερα παρακειμένου και το ρήμα της απόδοσης σε οριστική μέλλοντα ή προστακτική, π.χ. Αν θυμηθείς όσα σου είπα την προηγούμενη φορά, έλα.
Στην περίπτωση που η υποθετική πρόταση εκφράζει κάτι ως επαναλαμβανόμενο, τότε το ρήμα της βρίσκεται σε υποτακτική αορίστου και σπανιότερα παρακειμένου και το ρήμα της απόδοσης σε οριστική ενεστώτα, π.χ. Αν ξενυχτήσει, ξυπνάει άρρωστος το πρωί.
Υπόθεση μπορεί να εκφραστεί και με ευθεία ερώτηση, π.χ. Θέλεις χρήματα; Δούλεψε (= αν θέλεις χρήματα, δούλεψε).
Σε έναν υποθετικό λόγο η υποθετική πρόταση μπορεί να προηγείται της κύριας (απόδοση), μπορεί όμως και να ακολουθεί, π.χ. Αν ζητήσει πολλά, θα χάσει και τα λίγα. Θα χάσει και τα λίγα, αν ζητήσει πολλά.
Σε έναν υποθετικό λόγο μπορεί να έχουμε δύο ή και περισσότερες υποθετικές προτάσεις με αντίθετο περιεχόμενο και μία απόδοση. Η σύνδεση των υποθετικών προτάσεων σε αυτές τις περιπτώσεις γίνεται μετά είτε … είτε χωρίς υποθετικό σύνδεσμο ή με το και … και με υποθετικό σύνδεσμο, π.χ. Είτε έρθεις είτε δεν έρθεις, εγώ θα φύγω.
Υπάρχουν στη νέα ελληνική προτάσεις που εισάγονται με τον υποθετικό σύνδεσμο αν / εάν, αλλά εκτός από υπόθεση εκφράζουν και διάφορες άλλες σχέσεις, όπως:
Αιτία, π.χ. Αν δεν έρθει πρώτος στους αγώνες ο ανιψιός μου, δε λυπάμαι.
Αντίθεση, π.χ. Αν είναι καλοί αυτοί στο κολύμπι, εμείς είμαστε στο περπάτημα.
Αποτέλεσμα, π.χ. Αν έχει καλή υγεία, το οφείλει στην περιποίηση που έχει.
Εναντιωματικές και παραχωρητικές προτάσεις
Εναντιωματικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους εναντιωματικούς /παραχωρητικούς συνδέσμους (αν και, ενώ, μολονότι) και με λέξεις ή εκφράσεις αντίστοιχες με τους παραπάνω συνδέσμους (αντί να, παρ' όλο που, ακόμη κι αν, και ας, έστω κι αν κτλ.) και δηλώνουν αντίθεση προς αυτό που δηλώνει η κύρια πρόταση, π.χ. Ενώ δεν ήταν ιδιαίτερα έξυπνος, είχε πάντοτε στη ζωή του επιτυχίες.
Παραχωρητικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τις εκφράσεις και αν, που να, ας κτλ. και δηλώνουν παραχώρηση ή και αντίθεση προς αυτό που δηλώνει η κύρια πρόταση, το οποίο θεωρείται ενδεχόμενο ή μη πραγματικό, π.χ. Θα περάσεις να τον δεις, που να χαλάσει ο κόσμος.
Οι εναντιωματικές προτάσεις έχουν άρνηση δε(ν), αλλά και μη(ν) –όταν εισάγονται με το και ας–, και εκφέρονται με οριστική, π.χ. Αν και δεν ήταν μορφωμένος, μιλούσε θαυμάσια. Οι παραχωρητικές προτάσεις έχουν άρνηση μη(ν) (ή δε[ν], αν εισάγονται με το ακόμα κι αν) και εκφέρονται με οριστική παρελθοντικού χρόνου και με υποτακτική, π.χ. Θα δεχτούν να εργαστούν τις αργίες, ακόμη κι αν δεν πάρουν χρήματα.
Χρονικές προτάσεις
Χρονικές προτάσεις ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους χρονικούς συνδέσμους (όταν, σαν, ενώ, καθώς, αφού, αφότου, πριν (πριν να), μόλις, προτού, όποτε, ώσπου, ωσότου) και με λέξεις ή εκφράσεις αντίστοιχες με χρονικούς συνδέσμους (όσο, ό,τι, εκεί που, έως ότου, κάθε που κτλ.) και δηλώνουν πότε γίνεται αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση.
Πιο ειδικά, οι χρονικές προτάσεις εκφράζουν κάτι που έγινε πριν από (προτερόχρονο), μετά από (υστερόχρονο) ή συγχρόνως με (σύγχρονο) αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση, π.χ. Αφού ετοίμασε όλα του τα πράγματα, ξεκίνησε για το ταξίδι [προτερόχρονο]. Θα επιμένει καθημερινά στις απόψεις του, έως ότου πεισθούν όλοι [υστερόχρονο]. Όποτε μπαίνει στην τάξη ο Γιώργος, η Ανθή γελάει [σύγχρονο].
Οι χρονικές προτάσεις έχουν άρνηση δε(ν), εκτός αν εισάγονται με έκφραση που περιέχει να, οπότε έχουν άρνηση μη(ν). Εκφέρονται συνήθως ως εξής:
Με οριστική, όταν δηλώνουν πραγματικό γεγονός, π.χ. Καθώς προχωρούσε αμέριμνος στον δρόμο, ήρθε ξαφνικά επάνω του ένα σπουργίτι.
Με οριστική που δηλώνει δυνατότητα, όταν εκφράζουν κάποιο γεγονός που ενδέχεται να γίνει, π.χ. Όταν θα απολυόταν από τον στρατό, θα έβαζε τις βάσεις για μια νέα δουλειά.
Με υποτακτική αορίστου, όταν δηλώνουν μια προσδοκώμενη πράξη, π.χ. Η Έφη θα πάρει το πτυχίο της, πριν να πάρει ο Γιάννης απολυτήριο.
Με υποτακτική ενεστώτα και αορίστου, όταν δηλώνουν μια πράξη που επαναλαμβάνεται συνεχώς, π.χ. Όποτε διαβάσει Φυσική, νιώθει συνεπαρμένος.
Αναφορικές επιρρηματικές προτάσεις
Οι ελεύθερες αναφορικές επιρρηματικές εισάγονται με τα αναφορικά επιρρήματα:
όπου, οπουδήποτε, όποτε, οποτεδήποτε, όσο, οσοδήποτε, όπως (όχι όμως και με το οπωσδήποτε).
Εξαρτώνται από ένα ρήμα και εκφράζουν επιρρηματικές σημασίες, π.χ.
χρόνο: Θα πάμε όποτε θέλουμε.
τρόπο: Κοιμήσου όπως θέλεις.
τόπο: Πάμε όπου θέλεις.
ποσό: Φάε όσο θέλεις.
Το οπωσδήποτε που σημαίνει «με κάθε τρόπο», «σε κάθε περίπτωση» δεν εισάγει αναφορικές προτάσεις, π.χ.
Θα σας περιμένω οπωσδήποτε.
Θα περάσουμε οπωσδήποτε.
Τα σύνθετα με το -δήποτε δεν είναι απαραίτητο να εισάγουν πάντα αναφορικές προτάσεις. Μπορεί να χρησιμοποιούνται και ως αντωνυμίες ή ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί, π.χ.
Δεν μπορείς να απευθυνθείς σε οποιονδήποτε.
Ας είναι οποιαδήποτε άλλη δουλειά εκτός από αυτήν.
Μπορούμε να συναντηθούμε οπουδήποτε.
Αναζήτησε εύκολα το υλικό που ψάχνεις, πατώντας κλικ εδώ.