Το Φεβρουάριο του 1847, κι ενώ η Ελλάδα βρισκόταν στη δίνη των Μουσουρικών, ένα σκάνδαλο αποκαλύφθηκε και συντάραξε την κοινή γνώμη. Επρόκειτο για ποινικό αδίκημα που δεν αφορούσε έναν απλό υπήκοο του κράτους, αλλά ένα μέλος της εκτελεστικής εξουσίας: τον Υπουργό Οικονομικών και άλλοτε αγωνιστή του 1821, Νικόλαο Πονηρόπουλο.
Ο Πονηρόπουλος κατηγορήθηκε ότι πλαστογράφησε πρωτόκολλα “περί της τιμής των σιτηρών”. Βρέθηκε αναμεμιγμένος σε υπόθεση κατάχρηση δημόσιας περιουσίας και συγκεκριμένα στην εισαγωγή σιταριού με αυξημένη τιμή από εταιρεία που ο ίδιος είχε συμφέροντα.
Το ελληνικό κράτος αριθμούσε λιγότερα από 20 χρόνια ύπαρξης και ήταν η πρώτη φορά, που η Βουλή κατηγορούσε υπουργό για διάπραξη ποινικού αδικήματος κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
Μπορούσε, άλλωστε, να το κάνει με βάση τα άρθρα 83 και 84 του Συντάγματος του 1844. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Πονηρόπουλος δεν παραπέμφθηκε ποτέ σε δίκη, επειδή εκτιμήθηκε η προσφορά του στον αγώνα για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού.
Τα πορίσματα και η απαλλαγή από τις κατηγορίες
Ο Πονηρόπουλος ανέλαβε την “Επί των Οικονομικών Γραμματεία της Επικράτειας” στη δεύτερη κυβέρνηση Κωλέττη (1844-1847), διαδεχόμενος τον διπλωμάτη και αρχηγό του Ρωσικού Κόμματος, Ανδρέα Μεταξά.
Η κερδοσκοπία με τα σιτηρά, σε μια περίοδο σιτοδείας και με το προϊόν να βρίσκεται στη διατίμηση, συνιστούσε μείζον πολιτικό και ηθικό ζήτημα.
Το σκάνδαλο των “Πονηροπουλικών”, όπως ονομάστηκε από μερίδα του Τύπου, πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις, όταν ένας υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών, που ήταν μάρτυρας κατηγορίας, πέθανε ξαφνικά από δηλητηρίαση.
Στη Βουλή συγκροτήθηκε επιτροπή, όπως προβλεπόταν, για να διερευνήσει την υπόθεση και να εκδώσει πόρισμα. Τα μέλη εκείνης της πρώτης εξεταστικής ορίστηκαν από τη Βουλή, χωρίς να απαιτείται αναλογική εκπροσώπηση των κομμάτων.
“Η Βουλή των Αντιπροσώπων θεωρούσα ότι ο Υπουργός των Οικονομικών Πονηρόπουλος […] παρεβίασεν εκ τούτου το άρθρον 53 του Συντάγματος και κατεχράσθη την δημόσιαν περιουσίαν […] τον κατηγορεί ενώπιον της Γερουσίας“, διαβάζουμε σε δημοσίευμα της εφημερίδας “Αιών“.
Ο ίδιος ο Πονηρόπουλος ισχυριζόταν ότι επρόκειτο για σκευωρία που έστησαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι.
Η επιτροπή κατέληξε σε δύο πορίσματα: ένα καταδικαστικό της πλειοψηφίας κι ένα απαλλακτικό της μειοψηφίας. Στις 18 Μαρτίου 1847, μετά από τέσσερις θυελλώδεις συνεδριάσεις, η Βουλή υιοθέτησε την αθωωτική πρόταση και απάλλαξε τον Πονηρόπουλο από τις κατηγορίες με ψήφους 60 υπέρ της αναστολής της παραπομπής έναντι 49 κατά.
Οι συσχετισμοί στο κοινοβούλιο ήταν ούτως ή άλλως υπέρ του Κωλέττη. Ο αντιπολιτευόμενος Τύπος στηλίτευσε το γεγονός, όπως επίσης και την παραίτηση του Πονηρόπουλου λίγες ημέρες μετά την ψηφοφορία. Το δημοσίευμα του “Αιώνος” είναι χαρακτηριστικό:
“Τι σημαίνουσι και Σύνταγμα και Νόμοι άνευ ευθύνης υπουργών; Ποία δε πολιτεία δεν υπάρχει τυραννική, όπου οι υπουργοί δύνανται να πράττωσι τα αίσχιστα, ως μη υποκείμενοι εις καμμίαν ευθύνην, ή μάλλον αποφεύγοντες δια της διαφθοράς των Βουλευτικών ψήφων πάσαν ευθύνην;
Αν ήτο αθώος ο υπουργός, έπρεπε να μένη εις την θέσιν του. Αλλ’ η παραίτησίς του μετά την ψηφοφορίαν ων 18 Μαρτίου βεβαιόνει όσα ελέγοντο περί του γενομένου συμβιβασμού τού να μη πέση δια της Βουλής“.
Αν και ο Πονηρόπουλος δεν τιμωρήθηκε ποτέ, το σκάνδαλο προκάλεσε φθορά στην κυβέρνηση Κωλέττη, ο οποίος όλη την προηγούμενη τριετία κατάφερε, με τη συναίνεση του Παλατιού, να εγκαθιδρύσει “κοινοβουλευτική δικτατορία” και να εδραιώσει τη θέση του στην εξουσία με εκδουλεύσεις, δωροδοκία και εκλογικές μηχανορραφίες.
Τον Απρίλιο του 1847, ο Κωλέττης πίεσε τον Όθωνα να διαλύσει τη Βουλή, προκηρύσσοντας νέες εκλογές. Οι εκλογές αυτές, που έγιναν τον Ιούνιο μέσα σε κλίμα βίας και καλπονοθείας, ανέδειξαν ξανά νικητή τον Κωλέττη. Η επικράτησή του στην πολιτική σκηνή ήταν αναμφισβήτητη, αλλά δεν μακροημέρευσε, διότι, στις 31 Αυγούστου 1847, πέθανε από νεφρίτιδα.
Ο Πονηρόπουλος στα χρόνια του Αγώνα
Ο Νικόλαος Πονηρόπουλος γεννήθηκε το 1783 στην Κυπαρισσία, σήμερα κωμόπολη του Νομού Μεσσηνίας. Ήταν προύχοντας. Προεπαναστατικά ήταν έμπορος και το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση, στρατολόγησε αρκετούς συμπατριώτες του και ξόδεψε χρήματα για να συντηρήσει το στρατιωτικό του σώμα. Το καλοκαίρι του 1821, έλαβε μέρος στις πολιορκίες του Νεόκαστρου και της Μεθώνης.
Άνθρωποι που συναναστράφηκαν με τον Πονηρόπουλο δεν έγραψαν τα καλύτερα λόγια για το ποιόν του. Ο Σκωτσέζος ιστορικός και φιλέλληνας, Τζορτζ Φίνλεϊ τον χαρακτηρίζει “αχρείο δολοπλόκο” και “δείγμα του χειρίστου είδους των αξιωματικών του Μοριά” για τον εξής λόγο:
Μετά τη νίκη των Ελλήνων πολιορκητών στο Νεόκαστρο, ο Δημήτριος Υψηλάντης απαίτησε να γίνει σεβαστή οποιαδήποτε συμφωνία συνθηκολόγησης και να μην διαπραχθεί καμία φρικαλεότητα εναντίον των πολιορκημένων Οθωμανών – για την ιστορία, αυτό δεν τηρήθηκε ποτέ.
Ο Υψηλάντης έστειλε ως πληρεξούσιό του τον γιατρό και διανοούμενο, Γεώργιο Τυπάλδο Κοζάκη, προκειμένου να διαπραγματευτεί με τους Οθωμανούς και να εποπτεύσει τους όρους της συμφωνίας.
Οι πολιορκητές και η Πελοποννησιακή Γερουσία αντέδρασαν με την επιλογή και η δεύτερη διόρισε τον Πονηρόπουλο ως “συμπράκτορα” του Τυπάλδου.
Ο Πονηρόπουλος παραμέρισε, μαζί με άλλους τοπικούς άρχοντες, τον Τυπάλδο και υπέγραψε ένα έγγραφο με τους όρους συνθηκολόγησης και παράδοσης του οχυρού.
Όταν ο Πονηρόπουλος συνάντησε τον Βρετανό αξιωματικό, Τόμας Γκόρντον λίγες ημέρες μετά, καυχήθηκε ότι είχε καταφέρει να κλέψει και να καταστρέψει το αντίγραφο της συνθηκολόγησης που είχε δοθεί στους Οθωμανούς, προκειμένου να μην υπάρχει απόδειξη ότι συνήφθη ποτέ συμφωνία. Δυστυχώς για την υστεροφημία του Πονηρόπουλου, η συμφωνία διασώθηκε, όπως και η μαρτυρία του Γκόρντον.
Στα απομνημονεύματά του, ο Φωτάκος υπαινίσσεται ότι ο Μεσσήνιος αγωνιστής και πολιτικός διακρινόταν για τον καιροσκοπισμό του:
“Ο δε Νικόλαος Πονηροπουλος, πολιτικός και στρατιωτικός ων, είχε μικράν τινά συμπάθειαν εις τον Κολοκοτρώνην και κατά τας περιστάσεις εφαίνετο φίλος του, διότι είχε στερεάν την ιδέαν, ότι ο Κολοκοτρώνης θα φέρη αίσιον αποτέλεσμα.
Όταν έβλεπε τον κίνδυνον μέγαν εσυντάσσετο φανερά μετ’ αυτού και τον εβοήθη· έλεγε δε ότι η Ελληνική Επανάστασις είναι ο Κολοκοτρώνης, και ο Κολοκοτρώνης είναι η Επανάστασις“.
Το 1822, ο Πονηρόπουλος συμμετείχε στην αντιμετώπιση της στρατιάς του Δράμαλη που επιχειρούσε να καταπνίξει την επανάσταση στην Πελοπόννησο. Γενικότερα, πάντως, η δράση του Μεσσήνιου αγωνιστή στα χρόνια της Επανάστασης ήταν κυρίως πολιτική.
Υπήρξε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και, στη συνέχεια, διετέλεσε παραστάτης Πελοποννήσου στο Α’ Βουλευτικό, δηλαδή το ένα από τα δύο Σώματα που συναποτελούσαν τη Διοίκηση μετά την Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου το 1822. Επίσης, έλαβε μέρος στη Β’ Εθνοσυνέλευση του Άστρους Κυνουρίας το 1823 και διετέλεσε παραστάτης στο Β’ Βουλευτικό.
Το 1836, ο Πονηρόπουλος διορίστηκε διοικητής Θήρας και το 1837 διοικητής Αχαΐας. Τον Ιούνιο του 1844, διορίστηκε γερουσιαστής από τον βασιλιά Όθωνα και πέθανε την 1η Δεκεμβρίου 1852 στην Αθήνα, σε ηλικία 69 ετών.
Η υπόθεσή του ήταν η πρώτη αλλά όχι η τελευταία που απασχόλησε το δημόσιο βίο της χώρας. Το ζήτημα της ποινικής ευθύνης των υπουργών βρέθηκε στο επίκεντρο τόσο στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα όσο και τους επόμενους δύο.