Πλάτωνος
Εὐθύφρων
Αλέξανδρος Μωραϊτίδης
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Ο Ευθύφρων είναι από τους γνησίους διαλόγους του Πλάτωνος, συγγραφείς αμέσως μετά τον θάνατον του Σωκράτους· ομοιάζει δε προς πολλούς άλλους, ωραίους ωσαύτως διαλόγους τού μεγάλου συγγραφέως της αρχαιότητος, οι οποίοι, ως και ο παρών, κυρίαν ενασχόλησιν έχουν την όσον το δυνατόν ακριβεστέραν ανάπτυξιν του ορισμού διαφόρων εννοιών, θέματα θεμελιώδη της λογικής επιστήμης, ήτις δεν είχεν ακόμη έως τότε αναπτυχθή. Διότι προ του Σωκράτους κανείς ακόμη δεν είχεν ασχοληθή εις τους φιλοσοφικούς ορισμούς των πραγμάτων, πρώτος δ' εκείνος ήρχισε να εξετάζη τί πράγμα είναι κάθε τι από τα όντα με ιδιαιτέραν όλως αγάπην και ευχαρίστησιν, περιβάλλων τας ομιλίας του με τόσην θελκτικήν χάριν, ώστε να κάμνη τερπνά και τα ξηρότερα εκ των ζητημάτων, οποία είναι μάλιστα αι τοιαύται φιλοσοφικαί συζητήσεις. Αλλ' αν ακουόμεναι εκείναι αι ομιλίαι του λαλιστάτου Αθηναίου φιλοσόφου τόσην γοητείαν επροξένουν, φαντασθήτε τώρα πόσον ψυχαγωγική είναι η ανάγνωσις των διαλόγων αυτών, όπως ετεχνούργησεν αυτούς ο μάγος της Ελληνικής γλώσσης χειριστής, ο θείος Πλάτων, ο οποίος εις τα έξοχα χαρίσματα, με τα οποία η φύσις είχε πλουσιώτατα προικίσει τον Σωκράτην, προσέθηκεν ως ωραία κεντήματα τα ολόχρυσα στολίσματά του με την χαριτωμένην γραφίδα του αρχαίου αττικού λόγου, ώστε να μη ηξεύρη κανείς πλέον σήμερον ποίον να θαυμάση περισσότερον, τον εύστροφον φιλόσοφον ή τον ηδύμολπον συγγραφέα, του οποίου ο Λουκιανός τόσον εξαίρει «την δεινώς αττικήν καλλιφωνίαν και την θαυμαστήν μεγαλόνοιαν».
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
2a | τί νεώτερον, ὦ Σώκρατες, γέγονεν, ὅτι σὺ τὰς ἐν Λυκείῳ καταλιπὼν διατριβὰς ἐνθάδε νῦν διατρίβεις περὶ τὴν τοῦ βασιλέως στοάν; οὐ γάρ που καὶ σοί γε δίκη τις οὖσα τυγχάνει πρὸς τὸν βασιλέα ὥσπερ ἐμοί. | Ι. Τί συμβαίνει, ώ Σώκρατες, και δεν φαίνεσαι πλέον διόλου εις το Λύκειον (α), αλλά συχνάζεις εδώ τώρα, εις την Βασίλειον Στοάν;(β) Δεν πιστεύω να έχης βέβαια και συ καμμίαν δίκην ενώπιον του άρχοντος βασιλέως, καθώς κι εγώ. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὔτοι δὴ Ἀθηναῖοί γε, ὦ Εὐθύφρων, δίκην αὐτὴν καλοῦσιν ἀλλὰ γραφήν. | Δεν έχω δίκην, δια κοινόν έγκλημα, ώ Ευθύφρον, αλλά πολύ χειρότερον, έχω γραφήν (γ), καθώς δα αυτοί οι Αθηναίοι ονομάζουν αυτήν, έχω δηλαδή δίκην δια δημόσιον έγκλημα. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
2b | τί φῄς; γραφὴν σέ τις, ὡς ἔοικε, γέγραπται· οὐ γὰρ ἐκεῖνό γε καταγνώσομαι, ὡς σὺ ἕτερον. | Τι μου λέγεις. Διά δημόσιον έγκλημα λοιπόν, καθώς φαίνεται, κάποιος σε κατήγγειλε; Διότι δεν πιστεύω ποτέ ότι συ κατήγγειλες κανέναν άλλον. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐ γὰρ οὖν. | Βεβαίως όχι. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀλλὰ σὲ ἄλλος; | Αλλά σε κατήγγειλε λοιπόν κανείς άλλος; | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
πάνυ γε. | Μάλιστα. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
τίς οὗτος; | Και ποίος είναι αυτός; | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐδ᾽ αὐτὸς πάνυ τι γιγνώσκω, ὦ Εὐθύφρων, τὸν ἄνδρα, νέος γάρ τίς μοι φαίνεται καὶ ἀγνώς· ὀνομάζουσι μέντοι αὐτόν, ὡς ἐγᾦμαι, Μέλητον. ἔστι δὲ τῶν δήμων Πιτθεύς, εἴ τινα νῷ ἔχεις Πιτθέα Μέλητον οἷον τετανότριχα καὶ οὐ πάνυ εὐγένειον, ἐπίγρυπον δέ. | Και εγώ ο ίδιος δεν τον γνωρίζω καλά-καλά τον άνθρωπον αυτόν, ώ Ευθύφρον. Μου φαίνεται να είναι αυτός ένας νέος, τον οποίον προσωπικώς δεν εγνώρισα. Όμως τον λέγουν, καθώς νομίζω, Μίλητον (δ). Είναι δε από τον δήμον Πιτθόν (ε), αν έρχεται εις την ενθύμησίν σου κανένας Μίλητος Πιτθεύς, ένας νέος με μακράν και λείαν κόμην, με ολίγα γενάκια και με μύτην γερακωτήν. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
2c | οὐκ ἐννοῶ, ὦ Σώκρατες· ἀλλὰ δὴ τίνα γραφήν σε γέγραπται; | Δεν ενθυμούμαι τέτοιον νέον, ω Σώκρατες, αλλ’ είπέ μου ακριβώς ποία είναι η καταγγελία, οπού σου έκαμε; | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἥντινα; οὐκ ἀγεννῆ, ἔμοιγε δοκεῖ· τὸ γὰρ νέον ὄντα τοσοῦτον πρᾶγμα ἐγνωκέναι οὐ φαῦλόν ἐστιν. ἐκεῖνος γάρ, ὥς φησιν, οἶδε τίνα τρόπον οἱ νέοι διαφθείρονται καὶ τίνες οἱ διαφθείροντες αὐτούς. καὶ κινδυνεύει σοφός τις εἶναι, καὶ τὴν ἐμὴν ἀμαθίαν κατιδὼν ὡς διαφθείροντος τοὺς ἡλικιώτας αὐτοῦ, ἔρχεται κατηγορήσων μου ὥσπερ πρὸς μητέρα πρὸς τὴν πόλιν. | Ποία είναι; Είναι μία κατηγορία, ω Ευθύφρον, παρά πολύ γενναία, η οποία κατά την ιδικήν μου τουλάχιστον γνώμην τον φανερώνει αυτόν τον νέον άνθρωπον όχι κοινόν. Διότι τόσο νέος αυτός όπου είναι, δεν είναι μικρόν και ασήμαντον πράγμα να έχει γνώσεις διά τόσον σπουδαίας υποθέσεις. Διότι καθώς εκείνος λέγει, ηξεύρει με ποίον τρόπον καταστρέφονται οι νέοι την σήμερον και ποίοι είναι οι καταστροφείς αυτών. Φαίνεται λοιπόν ότι αυτός ο άνθρωπος είναι παρά πολύ σοφός. Και αφού εκατάλαβε την ιδικήν μου αμάθειαν, ήλθε εδώ και με κατήγγειλεν ενώπιον της πόλεως όλης, απαράλλακτα όπως μιας κοινής όλων μας μητρός, ότι δήθεν εγώ καταστρέφω τους συνηλικιώτας του. | ||
2d | καὶ φαίνεταί μοι τῶν πολιτικῶν μόνος ἄρχεσθαι ὀρθῶς· ὀρθῶς γάρ ἐστι τῶν νέων πρῶτον ἐπιμεληθῆναι ὅπως ἔσονται ὅτι ἄριστοι, ὥσπερ γεωργὸν ἀγαθὸν τῶν νέων φυτῶν εἰκὸς πρῶτον ἐπιμεληθῆναι, μετὰ δὲ τοῦτο καὶ τῶν ἄλλων. | Και ομολογώ ότι αυτός μου φαίνεται ότι είναι ο μόνος άνθρωπος, οπού αρχίζει να ανακατώνεται εις τα πολιτικά, καθώς πρέπει. Διότι ο καθαυτό πολιτικός άνθρωπος, είναι ορθόν και πρέπον να αρχίζη το πολιτικόν του στάδιον μανθάνων πρώτον διά την εκπαίδευσιν της νεολαίας, με ποίον τρόπον να γίνουν οι νέοι όσον το δυνατόν χρηστότατοι. Καθώς κάμνει και ο έμπειρος γεωργός, όστις είναι φυσικόν να φροντίζει πρώτον δια τα νέα φυτά, όπου είναι βλασταράκια ακόμη, έπειτα δε δια τα μεγαλείτερα και τα πλέον ανεπτυγμένα. | |
3a | καὶ δὴ καὶ Μέλητος ἴσως πρῶτον μὲν ἡμᾶς ἐκκαθαίρει τοὺς τῶν νέων τὰς βλάστας διαφθείροντας, ὥς φησιν· ἔπειτα μετὰ τοῦτο δῆλον ὅτι τῶν πρεσβυτέρων ἐπιμεληθεὶς πλείστων καὶ μεγίστων ἀγαθῶν αἴτιος τῇ πόλει γενήσεται, ὥς γε τὸ εἰκὸς συμβῆναι ἐκ τοιαύτης ἀρχῆς ἀρξαμένῳ. | Αναμφιβόλως λοιπόν και ο Μέλιτος πρώτα-πρώτα αποκόπτει ως βλαβερούς ημάς, οπού καταστρέφουμε τους νέους, καθώς λέγει. Έπειτα δε είναι φανερόν ότι με την φροντίδα, οπού θα λάβη διά τους μεγάλους, θα γείνη αίτιος μεγίστων καλών εις την πόλιν μας, καθώς βέβαια είναι φυσικόν να συμβή εις ένα άνθρωπον, όστις γνωρίζει τόσον καλά να αρχίζη το έργον του. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
βουλοίμην ἄν, ὦ Σώκρατες, ἀλλ᾽ ὀρρωδῶ μὴ τοὐναντίον γένηται· ἀτεχνῶς γάρ μοι δοκεῖ ἀφ᾽ ἑστίας ἄρχεσθαι κακουργεῖν τὴν πόλιν, ἐπιχειρῶν ἀδικεῖν σέ. καί μοι λέγε, τί καὶ ποιοῦντά σέ φησι διαφθείρειν τοὺς νέους; | ΙΙ. Θα επεθύμουν να γίνη αυτό, οπού λέγει, ω Σώκρατες, φοβούμαι όμως μήπως συμβεί το εναντίον. Διότι αυτός ο άνθρωπος με το να επιχειρή να βλάψη εσέ, θέλει όλως διόλου σύρριζα να καταστρέψη την πόλιν (1). Αλλ' ειπέ μου, σε παρακαλώ, σαν τί τάχα τέλος πάντων λέγει ότι συ κάμνεις και καταστρέφεις τους νέους; | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
3b | ἄτοπα, ὦ θαυμάσιε, ὡς οὕτω γ᾽ ἀκοῦσαι. φησὶ γάρ με ποιητὴν εἶναι θεῶν, καὶ ὡς καινοὺς ποιοῦντα θεοὺς τοὺς δ᾽ ἀρχαίους οὐ νομίζοντα ἐγράψατο τούτων αὐτῶν ἕνεκα, ὥς φησιν. | Παράλογα πράγματα, ω θαυμάσιε, καθώς εγώ τουλάχιστον ακούω. Διότι αυτός λέγει ότι εγώ είμαι κατασκευαστής θεών και με καταγγέλλει, χάριν αυτής της νεολαίας, καθώς λέγει, ότι κατασκευάζω καινούργιους θεούς, τους δε παλαιούς θεούς μας δεν πιστεύω. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
μανθάνω, ὦ Σώκρατες· ὅτι δὴ σὺ τὸ δαιμόνιον φῂς σαυτῷ ἑκάστοτε γίγνεσθαι. ὡς οὖν καινοτομοῦντός σου περὶ τὰ θεῖα γέγραπται ταύτην τὴν γραφήν, καὶ ὡς διαβαλῶν δὴ ἔρχεται εἰς τὸ δικαστήριον, εἰδὼς ὅτι εὐδιάβολα τὰ τοιαῦτα πρὸς τοὺς πολλούς. | Εκατάλαβα, ω Σώκρατες. Αυτός λέγει ότι κατασκευάζεις καινούργιους θεούς, διότι διακηρύττεις δημοσία ότι συνήθως εμφανίζεται εντός σου το γνωστόν δαιμόνιον (2). Δι' αυτό λοιπόν σε κατήγγειλεν ότι δήθεν νεωτερίζεις εις τα θρησκευτικά δόγματα της πόλεως και ακριβώς δι' αυτό έρχεται να σε συκοφαντήση εις το Δικαστήριον, επειδή γνωρίζει καλά ότι ο λαός πολύ εύκολα πιστεύει τας συκοφαντίας αυτού του είδους. | ||
3c | καὶ ἐμοῦ γάρ τοι, ὅταν τι λέγω ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ περὶ τῶν θείων, προλέγων αὐτοῖς τὰ μέλλοντα, καταγελῶσιν ὡς μαινομένου· καίτοι οὐδὲν ὅτι οὐκ ἀληθὲς εἴρηκα ὧν προεῖπον, ἀλλ᾽ ὅμως φθονοῦσιν ἡμῖν πᾶσι τοῖς τοιούτοις. ἀλλ᾽ οὐδὲν αὐτῶν χρὴ φροντίζειν, ἀλλ᾽ ὁμόσε ἰέναι. | Διότι και εμένα απαράλλακτα με περιγελούν ως τρελλόν, οσάκις εις την συνέλευσιν του λαού αυθορμήτως αναφέρω τίποτε θρησκευτικά ζητήματα και προφητεύω δι' όσα μέλλουν να γείνουν (3)· αν και ποτέ δεν έλειψε να μη επαληθεύση κανέν από όσα εγώ επροφήτευσα. Αλλ' όμως ημάς τους θεοπνεύστους όλους μας φθονούν. Δεν πρέπει όμως να φροντίζωμεν διόλου δι' αυτά, αλλά να εξακολουθώμεν ίσα τον δρόμον μας αδιαφορούντες εις τας συκοφαντίας. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ὦ φίλε Εὐθύφρων, ἀλλὰ τὸ μὲν καταγελασθῆναι ἴσως οὐδὲν πρᾶγμα. Ἀθηναίοις γάρ τοι, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, οὐ σφόδρα μέλει ἄν τινα δεινὸν οἴωνται εἶναι, μὴ μέντοι διδασκαλικὸν τῆς αὑτοῦ σοφίας· | Αγαπητέ μου Ευθύφρον, το να περιγελασθώμεν βέβαια καμμιά φορά δεν είναι και πολύ σπουδαίον πράγμα. Διότι, καθώς εγώ φρονώ, τους Αθηναίους δεν τους μέλει, αν πιστεύουν ότι είναι μεν κανείς πολύ επιτήδειος άνθρωπος, αλλ' όμως δεν έχει την ικανότητα και να διδάξη άλλους την σοφίαν του, θυμώνουν όμως υπερβολικά εναντίον εκείνου, | ||
3d | ὃν δ᾽ ἂν καὶ ἄλλους οἴωνται ποιεῖν τοιούτους, θυμοῦνται, εἴτ᾽ οὖν φθόνῳ ὡς σὺ λέγεις, εἴτε δι᾽ ἄλλο τι. | τον οποιον θεωρούν ικανόν να κάμη και άλλους τοιούτους, οποίος είναι αυτός, είτε από φθόνον, καθώς συ ομολογείς, είτε και από καμμίαν άλλην αιτίαν. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
τούτου οὖν πέρι ὅπως ποτὲ πρὸς ἐμὲ ἔχουσιν, οὐ πάνυ ἐπιθυμῶ πειραθῆναι. | Δι' αυτό βέβαια, ποία δηλαδή αισθήματα έχουν δι' εμέ, δεν επιθυμώ πολύ να δοκιμάσω, διότι αυτό το ηξεύρω καλά. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἴσως γὰρ σὺ μὲν δοκεῖς σπάνιον σεαυτὸν παρέχειν καὶ διδάσκειν οὐκ ἐθέλειν τὴν σεαυτοῦ σοφίαν· ἐγὼ δὲ φοβοῦμαι μὴ ὑπὸ φιλανθρωπίας δοκῶ αὐτοῖς ὅτιπερ ἔχω ἐκκεχυμένως παντὶ ἀνδρὶ λέγειν, οὐ μόνον ἄνευ μισθοῦ, ἀλλὰ καὶ προστιθεὶς ἂν ἡδέως εἴ τίς μου ἐθέλει ἀκούειν. | Διότι αναμφιβόλως συ μεν φρονείς ότι πρέπει να δεικνύης μεγάλην επιφύλαξιν και να μη δημοσιεύης εις τους άλλους θεληματικώς την σοφίαν σου. Εγώ όμως φοβούμαι μήπως από την φιλανθρωπίαν μου φαίνωμαι εις αυτούς ότι διδάσκω αδιακρίτως κάθε άνθρωπον ό,τι ηξεύρω, όχι μόνον χωρίς κανένα μισθόν, αλλ' αν είχον χρήματα, και θα επλήρωνα ακόμη με ευχαρίστησιν μου εκείνον, όστις ήθελε να ακούη τας ομιλίας μου. | ||
3e | εἰ μὲν οὖν, ὃ νυνδὴ ἔλεγον, μέλλοιέν μου καταγελᾶν ὥσπερ σὺ φῂς σαυτοῦ, οὐδὲν ἂν εἴη ἀηδὲς παίζοντας καὶ γελῶντας ἐν τῷ δικαστηρίῳ διαγαγεῖν· εἰ δὲ σπουδάσονται, τοῦτ᾽ ἤδη ὅπῃ ἀποβήσεται ἄδηλον πλὴν ὑμῖν τοῖς μάντεσιν. | Εάν μεν λοιπόν, καθώς προ ολίγου τώρα είπον, περιωρίζοντο εις το να με περιγελούν μόνον, καθώς λέγεις ότι περιγελούν εσένα, τούτο δεν θα μου ήτο διόλου δυσάρεστον, να περάσωμεν ολίγας ώρας εις το δικαστήριον με αστεϊσμούς και περιγελάσματα· αν όμως λάβουν το πράγμα υπό σπουδαίαν έποψιν, τούτο πλέον ποίον τέλος θα έχη είναι άδηλον εις τον κάθε ένα εκτός από σας τους μάντεις. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀλλ᾽ ἴσως οὐδὲν ἔσται, ὦ Σώκρατες, πρᾶγμα, ἀλλὰ σύ τε κατὰ νοῦν ἀγωνιῇ τὴν δίκην, οἶμαι δὲ καὶ ἐμὲ τὴν ἐμήν. | Ίσως, ω Σώκρατες, να μη σου συμβή κανέν κακόν πράγμα, αλλά και διά σε θα αποβή η δίκη όπως επιθυμείς, φρονώ δε ότι έτσι θα αποβή και δι' εμέ η ιδική μου δίκη. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἔστιν δὲ δὴ σοί, ὦ Εὐθύφρων, τίς ἡ δίκη; φεύγεις αὐτὴν ἢ διώκεις; | Αλλά, ω Ευθύφρον, τί είδους λοιπόν είναι η ιδική σου δίκη; Είσαι κατηγορούμενος, ή κατηγορείς κανένα άλλον; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
διώκω. | Κατηγορώ κάποιον άλλον. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
τίνα; | Ποίον; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
4a | ὃν διώκων αὖ δοκῶ μαίνεσθαι. | Αν σου είπω ποίον καταδιώκω, θα με θεωρήσης τρελλόν. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
τί δέ; πετόμενόν τινα διώκεις; | Μπα! Και πώς; Μήπως καταδιώκεις κανένα που πετά; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πολλοῦ γε δεῖ πέτεσθαι, ὅς γε τυγχάνει ὢν εὖ μάλα πρεσβύτης. | Διόλου δεν πετά αυτός, τον οποίον εγώ καταδιώκω, διότι αυτός αντί να έχη πτερά, είναι τόσον γέρων, ώστε μόλις μπορεί να περιπατή. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
τίς οὗτος; | Ποίος λοιπόν είναι αυτός; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ὁ ἐμὸς πατήρ. | Είναι ο πατέρας μου! | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ὁ σός, ὦ βέλτιστε; | Τί μου λέγεις; Ο πατέρας σου είναι; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ μὲν οὖν. | Μάλιστα, ο πατέρας μου! | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἔστιν δὲ τί τὸ ἔγκλημα καὶ τίνος ἡ δίκη; | Και ποίον είναι το έγκλημά του, και διά ποίαν πράξιν τον κατηγορείς; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
φόνου, ὦ Σώκρατες. | Διά φόνον, ω Σώκρατες! | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
Ἡράκλεις. ἦ που, ὦ Εὐθύφρων, ἀγνοεῖται ὑπὸ τῶν πολλῶν ὅπῃ ποτὲ ὀρθῶς ἔχει· | Διά φόνον! Ώ Ηράκλεις! Βεβαίως, ω Ευθύφρον, ο πολύς κόσμος κατ' εμέ δεν γνωρίζει ότι αυτά τα πράγματα είναι σωστά και δίκαια | ||
4b | οὐ γὰρ οἶμαί γε τοῦ ἐπιτυχόντος [ὀρθῶς] αὐτὸ πρᾶξαι ἀλλὰ πόρρω που ἤδη σοφίας ἐλαύνοντος. | και πρέπει, νομίζω, να είναι κανείς παρά πολύ προχωρημένος εις την σοφίαν και όχι ο τυχών άνθρωπος, διά να ενεργήση ένα τέτοιο πράγμα, το οποίον να θεωρηθή από όλους σωστόν και δίκαιον. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πόρρω μέντοι νὴ Δία, ὦ Σώκρατες. | Βέβαια, μα τον Δία, ω Σώκρατες, αυτός ο άνθρωπος πρέπει να είναι πολύ προχωρημένος εις την σοφίαν. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἔστιν δὲ δὴ τῶν οἰκείων τις ὁ τεθνεὼς ὑπὸ τοῦ σοῦ πατρός; ἢ δῆλα δή; οὐ γὰρ ἄν που ὑπέρ γε ἀλλοτρίου ἐπεξῇσθα φόνου αὐτῷ. | Και είναι λοιπόν κανένας από τους συγγενείς σας αυτός που εφονεύθη από τον πατέρα σου; Ή εννοείται βέβαια αυτό; Διότι δι' ένα ξένον άνθρωπον, καθώς φρονώ, ποτέ δεν θα κατεμήνυες τον πατέρα σου ως φονέα. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
γελοῖον, ὦ Σώκρατες, ὅτι οἴει τι διαφέρειν εἴτε ἀλλότριος εἴτε οἰκεῖος ὁ τεθνεώς, ἀλλ᾽ οὐ τοῦτο μόνον δεῖν φυλάττειν, εἴτε ἐν δίκῃ ἔκτεινεν ὁ κτείνας εἴτε μή, καὶ εἰ μὲν ἐν δίκῃ, ἐᾶν, εἰ δὲ μή, ἐπεξιέναι, ἐάνπερ ὁ κτείνας συνέστιός | Ποιός παραλογισμός, ω Σώκρατες, να φρονής ότι υπάρχει καμμία διαφορά, είτε ξένος είτε συγγενής είναι ο φονευθείς. Εις την πράξιν μόνον πρέπει κανείς να προσέχη καλά και αυτήν μόνον να εξετάζη, αν δικαίως ο φονεύς διέπραξε τον φόνον ή αδίκως. Και, αν μεν δικαίως, πρέπει να τον αφίνωμεν ήσυχον και να μη τον ενοχλώμεν, αν όμως όχι, τότε έχομεν χρέος να τον καταγγέλλωμεν εις την δικαιοσύνην, έστω και αν ακόμη ο φονεύς έχη καμμίαν φιλίαν ή συγγένειαν μαζί μας. | ||
4c | σοι καὶ ὁμοτράπεζος ᾖ· ἴσον γὰρ τὸ μίασμα γίγνεται ἐὰν συνῇς τῷ τοιούτῳ συνειδὼς καὶ μὴ ἀφοσιοῖς σεαυτόν τε καὶ ἐκεῖνον τῇ δίκῃ ἐπεξιών. | Διότι το μίασμα είναι το ίδιον, εάν εν γνώσει συναλλάττεσαι με τον τοιούτον άνθρωπον και δεν τον καταγγέλλης εις την δικαιοσύνην, διά να επιδιώξης την τιμωρίαν του, η οποία μόνη, ω Σώκρατες, ημπορεί να απαλλάξη από τον μολυσμόν και σε και εκείνον (4). Ιδού πώς είναι η υπόθεσις αυτή, διά να εννοήσης. | |
ἐπεὶ ὅ γε ἀποθανὼν πελάτης τις ἦν ἐμός, καὶ ὡς ἐγεωργοῦμεν ἐν τῇ Νάξῳ, ἐθήτευεν ἐκεῖ παρ᾽ ἡμῖν. παροινήσας οὖν καὶ ὀργισθεὶς τῶν οἰκετῶν τινι τῶν ἡμετέρων ἀποσφάττει αὐτόν. ὁ οὖν πατὴρ συνδήσας τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ, καταβαλὼν εἰς τάφρον τινά, πέμπει δεῦρο ἄνδρα πευσόμενον τοῦ ἐξηγητοῦ ὅτι χρείη ποιεῖν. | Αυτός όπου εφονεύθη ήτο ένας από τους μισθωτούς μας ανθρώπους, και όταν εκαλλιεργούσαμεν τα κτήματά μας εις την Νάξον, τον είχαμεν εκεί μεταξύ των άλλων δούλων μας και ειργάζετο με το ημερομίσθιον. Μίαν ημέραν λοιπόν, αφού έπιε πολύ και εμέθυσεν, επιάσθη με έναν από τους δούλους μας και επάνω εις την μανιώδη οργήν του τον έσφαξεν. Ο πατέρας μου λοιπόν αμέσως τον έβαλεν εις τα σιδηρά χειροπόδαρα και τον έρριψε μέσα εις ένα βαθύτατον λάκκον, έστειλε δε ευθύς εδώ εις τας Αθήνας ένα άνθρωπον του, διά να πληροφορηθή από τον εξηγητήν(5) των θρησκευτικών νόμων τί έπρεπε να κάμη. | ||
4d | ἐν δὲ τούτῳ τῷ χρόνῳ τοῦ δεδεμένου ὠλιγώρει τε καὶ ἠμέλει ὡς ἀνδροφόνου καὶ οὐδὲν ὂν πρᾶγμα εἰ καὶ ἀποθάνοι, ὅπερ οὖν καὶ ἔπαθεν· ὑπὸ γὰρ λιμοῦ καὶ ῥίγους καὶ τῶν δεσμῶν ἀποθνῄσκει πρὶν τὸν ἄγγελον παρὰ τοῦ ἐξηγητοῦ ἀφικέσθαι. ταῦτα δὴ οὖν καὶ ἀγανακτεῖ ὅ τε πατὴρ καὶ οἱ ἄλλοι οἰκεῖοι, ὅτι ἐγὼ ὑπὲρ τοῦ ἀνδροφόνου τῷ πατρὶ φόνου ἐπεξέρχομαι οὔτε ἀποκτείναντι, ὥς φασιν ἐκεῖνοι, οὔτ᾽ εἰ ὅτι μάλιστα ἀπέκτεινεν, ἀνδροφόνου γε ὄντος τοῦ ἀποθανόντος, οὐ δεῖν φροντίζειν ὑπὲρ τοῦ τοιούτου | Εις το μεσολαβήσαν αυτό χρονικόν διάστημα, έως ου επανέλθη από τας Αθήνας ο απεσταλμένος μας, ο πατέρας μου δεν έλαβε καμμίαν φροντίδα διά τον σιδηροδέσμιον εκείνον δούλον και τον παρημέλησεν όλως διόλου, διά τον λόγον ότι ήτο φονεύς και δεν τον έμελε διόλου, και αν ήθελεν αποθάνει εκεί μέσα. Αυτό δε ίσα-ίσα και συνέβη, ω Σώκρατες. Διότι από την πείναν και από το ψύχος και το βάρος των δεσμών απέθανεν ο δυστυχισμένος, πριν προφθάση να γυρίση πίσω ο απεσταλμένος από τον πατέρα μου και να φέρη την απάντησιν του εξηγητού. Δι' αυτό δα λοιπόν που έκαμα εξηγέρθη με αγανάκτησιν μεγάλην εναντίον μου όλη η οικογένεια, ο πατέρας και οι επίλοιποι συγγενείς μας, διατί τάχα εγώ χάριν του ανθρωποκτόνου εκείνου δούλου μας να καταγγείλω τον πατέρα μου εις την δικαιοσύνην διά φόνον, και να επιζητώ την καταδίκην του, αφού ούτε τον εφόνευσε, καθώς λέγουν εκείνοι, ούτε και αν ακόμη τον εφόνευσεν, αφού μάλιστα ο αποθανών είναι ένας κακούργος, ένας φονεύς, δεν πρέπει να φροντίζη κανείς δι' ένα τέτοιον εγκληματίαν. | |
4e | --ἀνόσιον γὰρ εἶναι τὸ ὑὸν πατρὶ φόνου ἐπεξιέναι-- κακῶς εἰδότες, ὦ Σώκρατες, τὸ θεῖον ὡς ἔχει τοῦ ὁσίου τε πέρι καὶ τοῦ ἀνοσίου. | Διότι είναι ασεβές πράγμα, λέγουν, ο υιός να καταγγέλλη τον πατέρα του επί φόνω. Αυτάς τας ιδέας έχουν ούτοι, ω Σώκρατες, διότι κακώς εννοούν το θείον δίκαιον και είναι ανίκανοι να διακρίνουν ποία πράξις είναι ευσεβής και ποία ασεβής. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
σὺ δὲ δὴ πρὸς Διός, ὦ Εὐθύφρων, οὑτωσὶ ἀκριβῶς οἴει ἐπίστασθαι περὶ τῶν θείων ὅπῃ ἔχει, καὶ τῶν ὁσίων τε καὶ ἀνοσίων, ὥστε τούτων οὕτω πραχθέντων ὡς σὺ λέγεις, οὐ φοβῇ δικαζόμενος τῷ πατρὶ ὅπως μὴ αὖ σὺ ἀνόσιον πρᾶγμα τυγχάνῃς πράττων; | Αλλά δι' όνομα του Διός, συ λοιπόν, ω Ευθύφρον, φαντάζεσαι ότι με τόσην ακρίβειαν γνωρίζεις περί της θείας δικαιοσύνης και διακρίνεις σαφώς ποία πράγματα είναι ευσεβή και ποία ασεβή, ώστε, αφού αυτά συνέβησαν, καθώς συ μου τα διηγήθης, δεν φοβείσαι μήπως, κρισολογούμενος με τον πατέρα σου, τυχαίνει ίσα-ίσα να κάμνης κανέν ασεβές πράγμα; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
5a | οὐδὲν γὰρ ἄν μου ὄφελος εἴη, ὦ Σώκρατες, οὐδέ τῳ ἂν διαφέροι Εὐθύφρων τῶν πολλῶν ἀνθρώπων, εἰ μὴ τὰ τοιαῦτα πάντα ἀκριβῶς εἰδείην. | Σε βεβαιώ, ω Σώκρατες, ότι διά τίποτε δεν θα ήμουν χρήσιμος, ούτε θα διέφερε διόλου από τους άλλους ανθρώπους ο Ευθύφρων, αν δεν εγνώριζα όλα αυτά τα πράγματα εις την εντέλειαν. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἆρ᾽ οὖν μοι, ὦ θαυμάσιε Εὐθύφρων, κράτιστόν ἐστι μαθητῇ σῷ γενέσθαι, καὶ πρὸ τῆς γραφῆς τῆς πρὸς Μέλητον αὐτὰ ταῦτα προκαλεῖσθαι αὐτόν, λέγοντα ὅτι ἔγωγε καὶ ἐν τῷ ἔμπροσθεν χρόνῳ τὰ θεῖα περὶ πολλοῦ ἐποιούμην εἰδέναι, καὶ νῦν ἐπειδή με ἐκεῖνος αὐτοσχεδιάζοντά φησι καὶ καινοτομοῦντα περὶ τῶν θείων ἐξαμαρτάνειν, μαθητὴς δὴ γέγονα σός -- “καὶ εἰ μέν, ὦ Μέλητε”, φαίην ἄν, “Εὐθύφρονα ὁμολογεῖς | Λοιπόν, ω λαμπρέ μου Ευθύφρον, σπουδαιότατον πράγμα θα ήτο δι' εμέ να γείνω μαθητής σου, και προ της δίκης μου, η οποία εκινήθη εναντίον μου εκ μέρους του Μελήτου, να προκαλέσω αυτόν ενώπιον του αρμοδίου άρχοντος εις εξέτασιν της διαφοράς μας και να του είπω αυτά τα ίδια, τα οποία ήθελον μάθει από σε, ότι εγώ βεβαίως και πρωτύτερα εθεώρουν ως πάρα πολύ σπουδαίον πράγμα να γνωρίζω καλώς τα θρησκευτικά και τώρα, αφού εκείνος με κατηγόρει ότι κατήντησα εις πλάνην, διότι αστόχαστα παρουσιάζω εις τον κόσμον νέας δοξασίας περί θεών, τότε δα βεβαίως έγεινα μαθητής ιδικός σου. Και αν μεν, ω Μέλητε, θα του έλεγα, ομολογής ότι ο Ευθύφρων | ||
5b | σοφὸν εἶναι τὰ τοιαῦτα, [καὶ] ὀρθῶς νομίζειν καὶ ἐμὲ ἡγοῦ καὶ μὴ δικάζου· εἰ δὲ μή, ἐκείνῳ τῷ διδασκάλῳ λάχε δίκην πρότερον ἢ ἐμοί, ὡς τοὺς πρεσβυτέρους διαφθείροντι ἐμέ τε καὶ τὸν αὑτοῦ πατέρα, ἐμὲ μὲν διδάσκοντι, ἐκεῖνον δὲ νουθετοῦντί τε καὶ κολάζοντι” --καὶ ἂν μή μοι πείθηται μηδὲ ἀφίῃ τῆς δίκης ἢ ἀντ᾽ ἐμοῦ γράφηται σέ, αὐτὰ ταῦτα λέγειν ἐν τῷ δικαστηρίῳ ἃ προυκαλούμην αὐτόν; | είναι σοφός εις τα τοιαύτα ζητήματα, να πιστεύης ότι και εγώ σωστά φρονώ, καθώς και εκείνος, και να μη κρισολογήσαι μαζί μου· εν εναντία δε περιπτώσει να καταγγείλης εις το δικαστήριον πρωτύτερα εκείνον, τον διδάσκαλον μου, παρά εμέ, διότι καταστρέφει τους γέροντας, και εμέ και τον πατέρα του, εμένα μεν με την θρησκευτικήν διδασκαλίαν του την πεπλανημένην, εκείνον δε με την καταδίωξιν την δικαστικήν που του κάμνει κατά τας νέας αυτάς θρησκευτικάς αρχάς του. Και αν μεν δεν πεισθή εις εμέ και δεν παραιτήται από την δίκην, ή αν καταγγείλη εσένα αντ' εμού, λαμπρότατον πράγμα θα ήτο, αυτά τα ίδια λόγια να είπης ενώπιον του δικαστηρίου, όσα θα του έλεγα εγώ προ της δίκης προς συμβιβασμόν. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ναὶ μὰ Δία, ὦ Σώκρατες, εἰ ἄρα ἐμὲ ἐπιχειρήσειε | Ναι, μα τον Δία, ω Σώκρατες, αν ίσως ήθελεν έχει τόσην απερισκεψίαν, | ||
5c | γράφεσθαι, εὕροιμ᾽ ἄν, ὡς οἶμαι, ὅπῃ σαθρός ἐστιν, καὶ πολὺ ἂν ἡμῖν πρότερον περὶ ἐκείνου λόγος ἐγένετο ἐν τῷ δικαστηρίῳ ἢ περὶ ἐμοῦ. | ώστε να με καταγγείλη, ήθελα προσπαθήσει ν' ανακαλύψω ευθύς, καθώς φρονώ, το τρωτόν του μέρος, και έτσι πολύ περισσότερον θα διέτρεχε κίνδυνον εκείνος εις το δικαστήριον παρά εγώ. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
καὶ ἐγώ τοι, ὦ φίλε ἑταῖρε, ταῦτα γιγνώσκων μαθητὴς ἐπιθυμῶ γενέσθαι σός, εἰδὼς ὅτι καὶ ἄλλος πού τις καὶ ὁ Μέλητος οὗτος σὲ μὲν οὐδὲ δοκεῖ ὁρᾶν, ἐμὲ δὲ οὕτως ὀξέως [ἀτεχνῶς] καὶ ῥᾳδίως κατεῖδεν ὥστε ἀσεβείας ἐγράψατο. νῦν οὖν πρὸς Διὸς λέγε μοι ὃ νυνδὴ σαφῶς εἰδέναι διισχυρίζου, ποῖόν τι τὸ εὐσεβὲς φῂς εἶναι καὶ τὸ ἀσεβὲς | Επειδή και εγώ βεβαίως, καλέ μου φίλε, τα γνωρίζω αυτά, διά τούτο ίσα-ίσα επιθυμώ να γείνω μαθητής σου, διότι είμαι βέβαιος ότι σε μεν, επειδή είσαι τόσον βαθιά σοφός άνθρωπος, και κάθε άλλος, καθώς φρονώ, και ο Μέλητος αυτός, ούτε ότι σε βλέπουν φαίνονται, εμένα όμως με τόσην οξυδέρκειαν και τόσην ευκολίαν διέκρινεν, ώστε με κατεμήνυσεν εις το δικαστήριον επί ασεβεία. Τώρα λοιπόν, εν ονόματι του Διός, ειπέ μου εκείνο, που τώρα δα εβεβαίωνες, ότι πολύ καλά γνωρίζεις. Ποίον περίπου πράγμα ομολογείς ότι είναι το ευσεβές και ποίον το ασεβές, | ||
5d | καὶ περὶ φόνου καὶ περὶ τῶν ἄλλων; ἢ οὐ ταὐτόν ἐστιν ἐν πάσῃ πράξει τὸ ὅσιον αὐτὸ αὑτῷ, καὶ τὸ ἀνόσιον αὖ τοῦ μὲν ὁσίου παντὸς ἐναντίον, αὐτὸ δὲ αὑτῷ ὅμοιον καὶ ἔχον μίαν τινὰ ἰδέαν κατὰ τὴν ἀνοσιότητα πᾶν ὅτιπερ ἂν μέλλῃ ἀνόσιον εἶναι; | όσον αφορά παραδείγματος χάριν τον φόνον και τα λοιπά συνήθη εγκλήματα, που δύνανται να συμβούν; Ή δεν είναι όμοιον πάντοτε αυτό με τον εαυτόν του εις κάθε πράξιν το ευσεβές, και το ασεβές πάλιν διαφορετικόν μεν από κάθε ευσεβές, αυτό όμως όμοιον πάντοτε με τον εαυτόν του και έχον ως προς την ευσέβειαν τον ίδιον απαραλλάκτως χαρακτήρα της ασεβείας κάθε τι, όπου μέλλει να είναι ασεβές; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάντως δήπου, ὦ Σώκρατες. | Βεβαίως, καθώς φρονώ, ω Σώκρατες, έτσι είναι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης.. | ||
λέγε δή, τί φῂς εἶναι τὸ ὅσιον καὶ τί τὸ ἀνόσιον; | Λέγε μου λοιπόν ποίον πράγμα ονομάζεις ευσεβές και ποίον ασεβές; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
λέγω τοίνυν ὅτι τὸ μὲν ὅσιόν ἐστιν ὅπερ ἐγὼ νῦν ποιῶ, τῷ ἀδικοῦντι ἢ περὶ φόνους ἢ περὶ ἱερῶν κλοπὰς ἤ τι ἄλλο τῶν τοιούτων ἐξαμαρτάνοντι ἐπεξιέναι, ἐάντε πατὴρ | Ονομάζω ευσεβές μεν παραδείγματος χάριν αυτό, που κάμνω τώρα εγώ και καταγγέλλω εις την δικαιοσύνην κάθε άνθρωπον, ο οποίος είναι εγκληματίας, διότι διαπράττει φόνους ή κλοπάς ιερών πραγμάτων ή κανέν άλλο όμοιον έγκλημα, είτε πατέρας μου | ||
5e | ὢν τυγχάνῃ ἐάντε μήτηρ ἐάντε ἄλλος ὁστισοῦν, τὸ δὲ μὴ ἐπεξιέναι ἀνόσιον· ἐπεί, ὦ Σώκρατες, θέασαι ὡς μέγα σοι ἐρῶ τεκμήριον τοῦ νόμου ὅτι οὕτως ἔχει--ὃ καὶ ἄλλοις ἤδη εἶπον, ὅτι ταῦτα ὀρθῶς ἂν εἴη οὕτω γιγνόμενα--μὴ ἐπιτρέπειν τῷ ἀσεβοῦντι μηδ᾽ ἂν ὁστισοῦν τυγχάνῃ ὤν. αὐτοὶ γὰρ οἱ ἄνθρωποι τυγχάνουσι νομίζοντες τὸν Δία τῶν θεῶν ἄριστον καὶ δικαιότατον, | τυχαίνει να είναι αυτός ο άνθρωπος είτε μητέρα μου είτε κανένας άλλος οποιοσδήποτε συγγενής μου, ασεβές δε είναι το να μη καταγγείλω αυτόν τον κακούργον και να μη επιδιώξω την τιμωρίαν του. Διά να εννοήσης δε, ω Σώκρατες, κύτταξε, σε παρακαλώ, θα σου φέρω μίαν πολύ μεγάλην απόδειξιν ότι η επικρατούσα κοινή συνήθεια έτσι είναι, διά το οποίον και εις άλλους πολλούς ανθρώπους έως τώρα ωμίλησα, ότι δηλαδή αυτά, εάν γίνωνται έτσι, καθώς εγώ τώρα κάμνω, ήθελον είναι ευσεβείς πράξεις, δηλαδή να μη δεικνύωμεν καμμίαν επιείκειαν εις κάθε άνθρωπον που είναι ασεβής, οποιοσδήποτε και αν τύχη αυτός να είναι. Όλοι βέβαια οι ανθρώποι πιστεύουν ότι ο Ζευς είναι ο πλέον καλώτατος και πλέον δικαιότατος από όλους τους θεούς | |
6a | καὶ τοῦτον ὁμολογοῦσι τὸν αὑτοῦ πατέρα δῆσαι ὅτι τοὺς ὑεῖς κατέπινεν οὐκ ἐν δίκῃ, κἀκεῖνόν γε αὖ τὸν αὑτοῦ πατέρα ἐκτεμεῖν δι᾽ ἕτερα τοιαῦτα· ἐμοὶ δὲ χαλεπαίνουσιν ὅτι τῷ πατρὶ ἐπεξέρχομαι ἀδικοῦντι, καὶ οὕτως αὐτοὶ αὑτοῖς τὰ ἐναντία λέγουσι περί τε τῶν θεῶν καὶ περὶ ἐμοῦ. | και όλοι ομολογούν ότι έβαλεν εις τα σίδηρα τον πατέρα του τον Κρόνον(6), διότι κατέπινε τα παιδιά του, χωρίς να έχη κανέν δίκαιον, και ότι εκείνος πάλιν ο Κρόνος ευνούχισε τον πατέρα του, τον Ουρανόν, εξ αιτίας άλλων τοιούτων εγκλημάτων, τα οποία είχε διαπράξει. Εναντίον μου όμως οργίζονται οι άνθρωποι, διότι κατήγγειλα τον πατέρα μου, που διέπραξεν ένα πολύ σκληρόν έγκλημα, και επιζητώ την τιμωρίαν του, και έτσι αυτοί καταντούν εις αντίφασιν με τον εαυτόν τους, επειδή τόσον διαφορετικά κρίνουν τας πράξεις αυτάς των θεών και την ιδικήν μου. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἆρά γε, ὦ Εὐθύφρων, τοῦτ᾽ ἔστιν [οὗ] οὕνεκα τὴν γραφὴν φεύγω, ὅτι τὰ τοιαῦτα ἐπειδάν τις περὶ τῶν θεῶν λέγῃ, δυσχερῶς πως ἀποδέχομαι; διὸ δή, ὡς ἔοικε, φήσει τίς με ἐξαμαρτάνειν. νῦν οὖν εἰ καὶ σοὶ ταῦτα συνδοκεῖ τῷ | Άρα γε, ω Ευθύφρον, αυτό είναι το έγκλημα μου, εξ αιτίας του οποίου κατηγγέλθην εις το δικαστήριον, διότι, οσάκις μου αναφέρει κανείς τοιαύτα διά τους θεούς διηγήματα, εγώ με κάποιαν δυσκολίαν τα παραδέχομαι; Αυτό χωρίς άλλο είναι το έγκλημα, εις το οποίον, καθώς φαίνεται, ημπορεί να διισχυρισθή κανείς ότι είμαι ένοχος. Τώρα λοιπόν, εάν εις αυτά τα ζητήματα είσαι σύμφωνος | ||
6b | εὖ εἰδότι περὶ τῶν τοιούτων, ἀνάγκη δή, ὡς ἔοικε, καὶ ἡμῖν συγχωρεῖν. τί γὰρ καὶ φήσομεν, οἵ γε καὶ αὐτοὶ ὁμολογοῦμεν περὶ αὐτῶν μηδὲν εἰδέναι; ἀλλά μοι εἰπὲ πρὸς Φιλίου, σὺ ὡς ἀληθῶς ἡγῇ ταῦτα οὕτως γεγονέναι; | με τον κοινόν λαόν και πιστεύης εις τα διηγήματα αυτά και συ, που έχεις τόσον καλάς γνώσεις διά τα θρησκευτικά, είναι ανάγκη βέβαια, καθώς φαίνεται, και εις εμέ να δείξουν επιείκειαν και να με συγχωρήσουν. Διότι τί επί τέλους θα είπω, διά τον εαυτόν μου, όστις βέβαια ομολογώ τόσον απλοϊκά, ότι δι' αυτά τα πράγματα δεν έχω καμμίαν γνώσιν; Αλλά, σε παρακαλώ, δι' όνομα του Διός, που είναι προστάτης της φιλίας (7), ειπέ μου, ως φίλος, συ πιστεύεις αληθώς ότι αυτά τα πράγματα συνέβησαν αληθώς έτσι μεταξύ των θεών; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
καὶ ἔτι γε τούτων θαυμασιώτερα, ὦ Σώκρατες, ἃ οἱ πολλοὶ οὐκ ἴσασιν. | Όχι αυτά μόνον συνέβησαν, αλλά και ακόμη πλέον παράξενα βεβαίως από αυτά, ω Σώκρατες, τα οποία ο λαός δεν γνωρίζει. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
καὶ πόλεμον ἆρα ἡγῇ σὺ εἶναι τῷ ὄντι ἐν τοῖς θεοῖς πρὸς ἀλλήλους, καὶ ἔχθρας γε δεινὰς καὶ μάχας καὶ ἄλλα τοιαῦτα πολλά, οἷα λέγεταί τε ὑπὸ τῶν ποιητῶν, καὶ ὑπὸ τῶν | Όθεν πιστεύεις συ ότι μεταξύ των θεών τωόντι συμβαίνουν και πόλεμοι και εχθροπάθειαι μάλιστα πολύ φοβεραί και συμπλοκαί και άλλαι πολλαί όμοιαι κακίαι, και πάθη τόσον παράδοξα, όπως μάλιστα περιγράφονται από τους ποιητάς εις τα ποιήματά των και από τους | ||
6c | ἀγαθῶν γραφέων τά τε ἄλλα ἱερὰ ἡμῖν καταπεποίκιλται, καὶ δὴ καὶ τοῖς μεγάλοις Παναθηναίοις ὁ πέπλος μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων ἀνάγεται εἰς τὴν ἀκρόπολιν; ταῦτα ἀληθῆ φῶμεν εἶναι, ὦ Εὐθύφρων; | περιφήμους ζωγράφους (8), παριστάνονται εις τας εικόνας των, με τας οποίας είναι στολισμένοι λαμπρώς οι ναοί μας και πολλά άλλα ιερά της πόλεως μέρη (9), και εξόχως μάλιστα ο πέπλος ο μυστηριώδης της Αθηνάς, ο οποίος γεμάτος από τοιαύτας ζωγραφίας και παραστάσεις φέρεται με μεγάλην πομπήν επάνω εις την Ακρόπολιν κατά την εορτήν των μεγάλων Παναθηναίων (10). Αυτά, ω Ευθύφρον, θα τα παραδεχθώμεν ότι είναι αληθινά; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
μὴ μόνον γε, ὦ Σώκρατες, ἀλλ᾽ ὅπερ ἄρτι εἶπον, καὶ ἄλλα σοι ἐγὼ πολλά, ἐάνπερ βούλῃ, περὶ τῶν θείων διηγήσομαι, ἃ σὺ ἀκούων εὖ οἶδ᾽ ὅτι ἐκπλαγήσῃ. | Όχι μόνον αυτά βεβαίως, ω Σώκρατες, αλλά, καθώς προ ολίγου σου είπα, θα σου διηγηθώ εγώ τώρα, αν θέλης, και άλλα πολλά ακόμη διά τα θρησκευτικά μας πράγματα, τα οποία συ, όταν ακούσης, χωρίς άλλο θα εκπλαγής. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκ ἂν θαυμάζοιμι. ἀλλὰ ταῦτα μέν μοι εἰς αὖθις ἐπὶ σχολῆς διηγήσῃ· νυνὶ δὲ ὅπερ ἄρτι σε ἠρόμην πειρῶ | Δεν ήθελα διόλου εκπλαγή. Αλλά αυτά μεν τα διηγήματα να μου ειπής άλλοτε, όταν τύχη ευκαιρία, τώρα δε ακριβώς προσπάθησον να μου είπης πλέον σαφέστερον δι' εκείνο, διά το οποίον προ ολίγου σε ηρώτησα. | ||
6d | σαφέστερον εἰπεῖν. οὐ γάρ με, ὦ ἑταῖρε, τὸ πρότερον ἱκανῶς ἐδίδαξας ἐρωτήσαντα τὸ ὅσιον ὅτι ποτ᾽ εἴη, ἀλλά μοι εἶπες ὅτι τοῦτο τυγχάνει ὅσιον ὂν ὃ σὺ νῦν ποιεῖς, φόνου ἐπεξιὼν τῷ πατρί. | Διότι, φίλε μου, πρωτύτερα όταν σε ηρώτησα τί πράγμα επί τέλους είναι το ευσεβές, δεν μου έκαμες τελείαν εξήγησιν να εννοήσω καλά, αλλά μου είπες σύντομα-σύντομα ότι αυτό το πράγμα είναι ευσεβές, το οποίον συ τώρα κάμνεις, που καταγγέλλεις εις το δικαστήριον τον πατέρα σου επί φόνω. |
β) Η Στοά αύτη έκειτο εις την αγοράν κατά τον Κεραμεικόν. Εντός αυτής είχε τα γραφεία του ο άρχων βασιλεύς, είς των 9 αρχόντων, όστις είχε την διεύθυνσιν των θρησκευτικών εν γένει δικών.
γ) Δίκην ωνόμαζον οι αρχαίοι την διά τα ιδιωτικά αδικήματα κρίσιν, γραφήν δε την διά τα δημόσια.
δ) Ο Μέλητος ήτο ποιητής και άσημος ρήτωρ, όστις πριν κατηγορήση τον Σωκράτην είχε κατηγορήσει τον Περικλέα· τούτον βραδύτερον οι Αθηναίοι κατήγγειλαν ως συκοφάντην. Κυρίως οι κατήγοροι του Σωκράτους ήσαν τρεις, ο Μέλητος, ο Άνυτος και ο Λύκων. Αλλ’ ενταύθα ο Σωκράτης αναφέρει μόνον τον Μέλητον ως πρωτουργόν της κατηγορίας.
ε) Ο δήμος Πιθός ή Πιτθός ανήκεν εις την Κεκροπίδα φυλήν. Έκειτο δε περίπου όπου σήμερον το χωρίον Κερατέα.
1) Τούτο είναι αρχαία ελληνική παροιμία: «αφ' εστίας άρχεσθαι» λεγομένη επ' εκείνων, οι οποίοι επιχειρούν την καταστροφήν πράγματός τινος αφ' εστίας, ήτοι από του πλέον ιερού και αγίου μέρους, καθώς ήτο η εστία των αρχαίων οίκων, το ενδότερον τούτων, όπου εφυλάσσοντο οι εφέστιοι θεοί, οι της οικίας προστάται. Ιδού λαμπρός έπαινος του Σωκράτους, ο οποίος εθεωρείτο διά την πόλιν ό,τι οι εφέστιοι θεοί διά τον οίκον.
2) Περί του δαιμονίου του Σωκράτους ίδε εν τη Απολογία, εις τα προλεγόμενα μου και εις το κείμενον. «Βιβλιοθήκη Αρχ. Ελλ. Συγγραφέων Γ. Φέξη».
3) Ο Ευθύφρων ήτο μάντις γνωστός εις όλους ως θεόπνευστος, ίσως δε είχε το έργον τούτο κληρονομικώς καθώς συνηθίζετο τότε.
4) Δεν απηλλάσσετο ο μεμολυσμένος ανδροκτόνος και οι περί αυτόν από το μίασμα, ειμή διά δίκης και εξορίας ή φόνου. Τούτο δε ελέγετο αφοσίωσις. Από δεισιδαιμονίαν λοιπόν προέβη ο Ευθύφρων εις την καταγγελίαν του πατρός του.
5) Εξηγητάς ωνόμαζαν οι παλαιοί Αθηναίοι εκείνους, οι οποίοι είχον ως έργον να εξηγούν και ερμηνεύουν τους νόμους, και μάλιστα τους αφορώντας τα πατροπαράδοτα θρησκευτικά έθιμα. Τους εξηγητάς αυτούς πάντοτε συνεβουλεύοντο και οι δικασταί εις τας θρησκευτικάς δίκας. Οι εξηγηταί ούτοι εις τας Αθήνας ήσαν πιθανώς τρεις εκλεγόμενοι από το μαντείον των Δελφών εκ των ευπατριδών.
6) Ο Κρόνος εξεθρόνισε τον πατέρα του Ουρανόν και εβασίλευσεν αυτός αντ' εκείνου εις τον ουρανόν. Αλλά κατόπιν εξεθρονίσθη και αυτός από τον υιόν του τον Δία, όστις διεμοίρασεν έπειτα τον κόσμον με τους δυό αδελφούς του, τον Ποσειδώνα και τον Πλούτωνα και έλαβεν ο μεν Ζευς την εξουσίαν επί του αιθέρος και της γης, ο δε Ποσειδών επί της θαλάσσης και ο Πλούτον επί του Άδου.
7) Ο Ζευς εθεωρείτο υπό τον αρχαίων ο κατ' εξοχήν προστάτης της φιλίας, διό και ωνομάζετο «Ζευς φίλιος».
8) Μέχρι των χρόνων τούτων του Πλάτωνος είχον ακμάσει εν Αθήναις οι διάσημοι ζωγράφοι Πολύγνωτος ο Θάσιος, Μήκων και Ονάτας οι Αιγινήται, Αγάθαρχος ο Σάμιος, ο Απολλόδωρος και άλλοι.
9) Προ πάντων μία των εν Αθήναις Στοών ήτο γεμάτη από τοιαύτας λαμπράς εικόνας, η οποία δι' αυτό ωνομάζετο Ποικίλη Στοά.
10) Μεγάλα Παναθήναια εκαλούντο η μεγίστη και αρχαιοτάτη αθηναϊκή εορτή, η οποία από τους χρόνους του Θησέως ωνομάσθη ούτως. Ετελούντο δε τα μεγάλα Παναθήναια κατά πενταετίαν, το τρίτον έτος εκάστης Ολυμπιάδος, μεγαλοπρεπέστατα και διήρκουν επί 5 ημέρας, από της 25 μέχρι της 29 του Εκατομβαιώνος μηνός (του καθ' ημάς Αυγούστου). Κατ' αυτά ετελούντο αγώνες γυμνικοί δρόμου και λοιπών και ιππικοί και μουσικοί και ναυτικοί ακόμη.
Την δε τελευταίαν ημέραν της εορτής εγίνετο την νύκτα λαμπαδηφορία μετά την πομπήν του πέπλου. Ο δε πέπλος ούτος ήτο μάλλινος, εν λευκόν τετράγωνον ύφασμα, είδος επανωφορίου άνευ χειρίδων, γεμάτο από κεντήματα, τα οποία παρίστανον κατορθώματα της Αθηνάς και αλλων θεών, με τον οποίον αναβαίνοντες εις την Ακρόπολιν εσκέπαζαν το ξόανον της Πολιάδος Αθήνας, ήτοι το πανάρχαιον ξύλινον άγαλμα της θεάς αυτής, της προστάτιδος των Αθηνών. Προηγείτο δε της αναβάσεως εις την Ακρόπολιν μεγάλη πομπή του πέπλου από τας Αθήνας εις την Ελευσίνα και από εκεί πάλιν εις το Κεραμεικόν (την σημερινήν Αγίαν Τριάδα). Από εκεί η πομπή διήρχετο όλας τας συνοικίας της πόλεως και τέλος ανέβαινεν εις την Ακρόπολιν. Καθ' όλον το διάστημα της μακράς πομπής αυτής ο πέπλος ήτο ηπλωμένος ως ιστίον επί μικρού πλοιαρίου, το οποίον είχε τροχούς, διά να κινήται διά μέσου των οδών της πόλεως.
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
καὶ ἀληθῆ γε ἔλεγον, ὦ Σώκρατες. | Σου είπα μάλιστα την αλήθειαν, ω Σώκρατες. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἴσως. ἀλλὰ γάρ, ὦ Εὐθύφρων, καὶ ἄλλα πολλὰ φῂς εἶναι ὅσια. | Ίσως. Ως τόσον, ω Ευθύφρον, θα παραδέχεσαι ότι υπάρχουν και άλλα πολλά πράγματα ευσεβή. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
καὶ γὰρ ἔστιν. | Βεβαιότατα υπάρχουν. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
μέμνησαι οὖν ὅτι οὐ τοῦτό σοι διεκελευόμην, ἕν τι ἢ δύο με διδάξαι τῶν πολλῶν ὁσίων, ἀλλ᾽ ἐκεῖνο αὐτὸ τὸ εἶδος ᾧ πάντα τὰ ὅσια ὅσιά ἐστιν; ἔφησθα γάρ που μιᾷ ἰδέᾳ | Ενθυμείσαι λοιπόν, σε παρακαλώ, ότι δεν σου εζήτησα αυτό, να μου εξηγήσης ένα ή δύο από τα πολλά ευσεβή, αλλ' ακριβώς σε παρεκάλεσα να μου παραστήσης καθαρά και ωρισμένως ποία είναι η φύσις αυτή του ευσεβούς πράγματος, την οποίαν, όταν έχουν όλα τα ευσεβή, είναι ευσεβή. Διότι διισχυρίσθης, φρονώ, ότι κατά ένα μόνον χαρακτήρα | ||
6e | τά τε ἀνόσια ἀνόσια εἶναι καὶ τὰ ὅσια ὅσια· ἢ οὐ μνημονεύεις; | και τα ασεβή είναι ασεβή και τα ευσεβή είναι ευσεβή· ή δεν ενθυμείσαι; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔγωγε. | Μάλιστα, ενθυμούμαι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ταύτην τοίνυν με αὐτὴν δίδαξον τὴν ἰδέαν τίς ποτέ ἐστιν, ἵνα εἰς ἐκείνην ἀποβλέπων καὶ χρώμενος αὐτῇ παραδείγματι, ὃ μὲν ἂν τοιοῦτον ᾖ ὧν ἂν ἢ σὺ ἢ ἄλλος τις πράττῃ φῶ ὅσιον εἶναι, ὃ δ᾽ ἂν μὴ τοιοῦτον, μὴ φῶ. | Αυτόν λοιπόν τον χαρακτήρα, εξήγησε μου ποίος επί τέλους είναι, διά να τον έχω πάντοτε ενώπιον των οφθαλμών μου, να τον μεταχειρίζωμαι ως υπόδειγμα, και ό,τι μεν από εκείνα, που συ ή κανείς άλλος κάμνει, είναι όμοια με το υπόδειγμα, να παραδέχωμαι ότι είναι ευσεβές, ό,τι δε δεν ομοιάζει, να μη το παραδέχωμαι. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀλλ᾽ εἰ οὕτω βούλει, ὦ Σώκρατες, καὶ οὕτω σοι φράσω. | Πολύ καλά· αν θέλης έτσι, ω Σώκρατες, και έτσι θα σου το αναπτύξω το ζήτημα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἀλλὰ μὴν βούλομαί γε. | Μάλιστα θέλω βέβαια. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
7a | ἔστι τοίνυν τὸ μὲν τοῖς θεοῖς προσφιλὲς ὅσιον, τὸ δὲ μὴ προσφιλὲς ἀνόσιον. | Λοιπόν παραδέχομαι ότι, ό,τι πράγμα είναι ευάρεστον εις τους θεούς, είναι ευσεβές, ό,τι δε δεν είναι ευάρεστον εις αυτούς, είναι ασεβές. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
παγκάλως, ὦ Εὐθύφρων, καὶ ὡς ἐγὼ ἐζήτουν ἀποκρίνασθαί σε, οὕτω νῦν ἀπεκρίνω. εἰ μέντοι ἀληθῶς, τοῦτο οὔπω οἶδα, ἀλλὰ σὺ δῆλον ὅτι ἐπεκδιδάξεις ὡς ἔστιν ἀληθῆ ἃ λέγεις. | Πολύ ωραία τώρα έτσι απαντάς, ω Ευθύφρον, και απαράλλακτα, καθώς εγώ ακριβώς σου εζήτησα, αν όμως αυτό που λέγεις τώρα είναι προσέτι και αληθές, δεν το γνωρίζω ακόμη· είναι όμως φανερόν ότι συ θα μου αναπτύξης καλλίτερα ακόμη την γνώμην σου και θα μου διασαφήσης ότι είναι αληθινά όσα είπες. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ μὲν οὖν. | Βεβαιότατα, θα σου αναπτύξω όσα είπα τώρα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
φέρε δή, ἐπισκεψώμεθα τί λέγομεν. τὸ μὲν θεοφιλές τε καὶ θεοφιλὴς ἄνθρωπος ὅσιος, τὸ δὲ θεομισὲς καὶ ὁ θεομισὴς ἀνόσιος· οὐ ταὐτὸν δ᾽ ἐστίν, ἀλλὰ τὸ ἐναντιώτατον, τὸ ὅσιον τῷ ἀνοσίῳ· οὐχ οὕτως; | Έλα λοιπόν ας εξετάσωμεν τί είπαμεν έως τώρα. Ένα μεν πράγμα ευάρεστον εις τους θεούς και ένας άνθρωπος ευάρεστος εις τους θεούς είναι ευσεβής, ένα δε πράγμα μισητόν εις τους θεούς και ένας άνθρωπος μισητός εις τους θεούς είναι ασεβής. Το ευσεβές δε δεν είναι το ίδιον με το ασεβές, αλλ' όλως διόλου είναι εναντιώτατον το εν προς το άλλο. Δεν είναι έτσι; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
οὕτω μὲν οὖν. | Αναντιρρήτως έτσι είναι. Διότι έτσι έχομεν είπει. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
καὶ εὖ γε φαίνεται εἰρῆσθαι; | Σου φαίνεται ότι πολύ καλά το είπαμεν αυτό; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
7b | δοκῶ, ὦ Σώκρατες. [εἴρηται γάρ.] | Μου φαίνεται, ω Σώκρατες. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκοῦν καὶ ὅτι στασιάζουσιν οἱ θεοί, ὦ Εὐθύφρων, καὶ διαφέρονται ἀλλήλοις καὶ ἔχθρα ἐστὶν ἐν αὐτοῖς πρὸς ἀλλήλους, καὶ τοῦτο εἴρηται; | Λοιπόν, και ότι οι θεοί στασιάζουν αναμεταξύ των, ω Ευθύφρον, και φιλονικούν ο ένας με τον άλλον, και ότι εχθροπάθειαι συμβαίνουν μεταξύ των, και αυτό το είπαμεν; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
εἴρηται γάρ. | Βεβαίως το είπαμεν. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἔχθραν δὲ καὶ ὀργάς, ὦ ἄριστε, ἡ περὶ τίνων διαφορὰ ποιεῖ; ὧδε δὲ σκοπῶμεν. ἆρ᾽ ἂν εἰ διαφεροίμεθα ἐγώ τε καὶ σὺ περὶ ἀριθμοῦ ὁπότερα πλείω, ἡ περὶ τούτων διαφορὰ ἐχθροὺς ἂν ἡμᾶς ποιοῖ καὶ ὀργίζεσθαι ἀλλήλοις, ἢ ἐπὶ λογισμὸν ἐλθόντες περί γε τῶν τοιούτων ταχὺ ἂν | Αλλά τας εχθροπαθείας, αγαπητέ μου, και τα μίση διά ποία πράγματα αι φιλονικίαι προξενούν; Ας εξετάσωμεν δε με αυτόν τον τρόπον το πράγμα. Άρα γε, εάν εγώ και συ φιλονικώμεν διά δύο αριθμούς και θέλωμεν να μάθωμεν ποίος από τους δύο είναι μεγαλείτερος, η φιλονικία μας δι' αυτούς τους αριθμούς ημπορεί να μας κάμη εχθρούς και να μισήσωμεν ο ένας τον άλλον, ή, αφού έλθωμεν εις τον λογαριασμόν δι' αυτούς τους αριθμούς, βεβαίως, τότε αμέσως ημπορεί να συμφιλιωθώμεν; | ||
7c | ἀπαλλαγεῖμεν; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε. | Αυτό είναι βεβαιότατον. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκοῦν καὶ περὶ τοῦ μείζονος καὶ ἐλάττονος εἰ διαφεροίμεθα, ἐπὶ τὸ μετρεῖν ἐλθόντες ταχὺ παυσαίμεθ᾽ ἂν τῆς διαφορᾶς; | Λοιπόν, και εάν φιλονικώμεν διά το μέγεθος δύο σωμάτων, ποίον είναι μεγαλείτερον ή μικρότερον από τα δύο, όταν φθάσωμεν εις την καταμέτρησιν αυτών, αμέσως ηθέλομεν παύσει από την φιλονικίαν; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔστι ταῦτα. | Βεβαίως. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
καὶ ἐπί γε τὸ ἱστάναι ἐλθόντες, ὡς ἐγᾦμαι, περὶ τοῦ βαρυτέρου τε καὶ κουφοτέρου διακριθεῖμεν ἄν; | Και αν έλθωμεν εις συζήτησιν και φιλονικίαν διά το βάρος δύο πραγμάτων, ποίον είναι βαρύτερον ή ελαφρότερον από τα δύο, δεν ήθελε παύσει αμέσως η διαφορά μας, εάν, καθώς εγώ νομίζω, καταλήξωμεν εις το ζύγισμα αυτών των πραγμάτων; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πῶς γὰρ οὔ; | Πώς όχι; | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
περὶ τίνος δὲ δὴ διενεχθέντες καὶ ἐπὶ τίνα κρίσιν οὐ δυνάμενοι ἀφικέσθαι ἐχθροί γε ἂν ἀλλήλοις εἶμεν καὶ ὀργιζοίμεθα; ἴσως οὐ πρόχειρόν σοί ἐστιν, ἀλλ᾽ ἐμοῦ λέγοντος | Λοιπόν διά ποίον πράγμα εάν φιλονικήσωμεν και εις ποίον συμβιβασμόν εάν δεν ημπορέσωμεν να καταλήξωμεν, ηθέλομεν βεβαίως γείνει εχθροί αναμεταξύ μας και ηθέλομεν έχει μίσος ο ένας κατά του άλλου; Ίσως δεν έχεις εις τον νουν σου πρόχειρον κανέν από αυτά τα πράγματα, αλλά, ενώ εγώ θα σου απαριθμήσω | ||
7d | σκόπει εἰ τάδε ἐστὶ τό τε δίκαιον καὶ τὸ ἄδικον καὶ καλὸν καὶ αἰσχρὸν καὶ ἀγαθὸν καὶ κακόν. ἆρα οὐ ταῦτά ἐστιν περὶ ὧν διενεχθέντες καὶ οὐ δυνάμενοι ἐπὶ ἱκανὴν κρίσιν αὐτῶν ἐλθεῖν ἐχθροὶ ἀλλήλοις γιγνόμεθα, ὅταν γιγνώμεθα, καὶ ἐγὼ καὶ σὺ καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι πάντες; | τώρα μερικά από αυτά, συ έχε τον νουν σου, αν τα λέγω σωστά. Αυτά τα πράγματα είναι το δίκαιον και το άδικον, το έντιμον και το άτιμον, το καλόν και το κακόν. Άρα γε αυτά δεν είναι εκείνα τα ίδια, διά τα οποία, αφού εφιλονικήσαμεν, και αφού δεν κατωρθώσαμεν να έλθωμεν εις ικανοποιητικόν συμβιβασμόν, γινόμεθα πάντοτε εχθροί αναμεταξύ μας, όταν γινώμεθα, και εγώ και συ και όλοι οι άλλοι άνθρωποι; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀλλ᾽ ἔστιν αὕτη ἡ διαφορά, ὦ Σώκρατες, καὶ περὶ τούτων. | Μάλιστα, ω Σώκρατες, αυτή είναι η πραγματική αιτία της φιλονικίας μας και δι' αυτά τα πράγματα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
τί δὲ οἱ θεοί, ὦ Εὐθύφρων; οὐκ εἴπερ τι διαφέρονται, δι᾽ αὐτὰ ταῦτα διαφέροιντ᾽ ἄν; | Αλλ' εάν λοιπόν είναι αληθές, ω Ευθύφρον, ότι και οι θεοί φιλονικούν διά μερικά πράγματα, αναγκαίως δεν θα φιλονικούν δι' αυτά, τα οποία τώρα είπαμεν; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πολλὴ ἀνάγκη. | Είναι μάλιστα αναγκαιότατον. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
7e | καὶ τῶν θεῶν ἄρα, ὦ γενναῖε Εὐθύφρων, ἄλλοι ἄλλα δίκαια ἡγοῦνται κατὰ τὸν σὸν λόγον, καὶ καλὰ καὶ αἰσχρὰ καὶ ἀγαθὰ καὶ κακά· οὐ γὰρ ἄν που ἐστασίαζον ἀλλήλοις εἰ μὴ περὶ τούτων διεφέροντο· ἦ γάρ; | Λοιπόν κατά τους λόγους σου, ω εξοχώτατε Ευθύφρον, και από τους θεούς άλλοι άλλα πράγματα θεωρούν δίκαια και άδικα και έντιμα και άτιμα και καλά και κακά. Διότι δεν θα έφθαναν, φρονώ, εις στάσεις και μάχας αναμεταξύ των, εάν δεν εφιλονικούσαν δι' αυτά. Δεν είναι έτσι βέβαια; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ὀρθῶς λέγεις. | Πολύ σωστά ομιλείς. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκοῦν ἅπερ καλὰ ἡγοῦνται ἕκαστοι καὶ ἀγαθὰ καὶ δίκαια, ταῦτα καὶ φιλοῦσιν, τὰ δὲ ἐναντία τούτων μισοῦσιν; | Λοιπόν κάθε άνθρωπος ό,τι θεωρεί έντιμον και καλόν και δίκαιον, αυτό ακριβώς και αγαπά, τα δε εναντία αυτών μισεί; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε. | Αναμφιβόλως. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ταὐτὰ δέ γε, ὡς σὺ φῄς, οἱ μὲν δίκαια ἡγοῦνται, | Τα ίδια δε πράγματα βεβαίως, καθώς συ ομολογείς, μερικοί μεν από τους θεούς θεωρούν δίκαια, | ||
8a | οἱ δὲ ἄδικα, περὶ ἃ καὶ ἀμφισβητοῦντες στασιάζουσί τε καὶ πολεμοῦσιν ἀλλήλοις· ἆρα οὐχ οὕτω; | μερικοί δε άδικα. Δι' αυτά δε ίσα-ίσα φιλονικούντες καταντούν εις στάσεις εναντίων αλλήλων και πολέμους. Άρα γε δεν είναι έτσι; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
οὕτω. | Βεβαιότατα. Έτσι είναι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ταὔτ᾽ ἄρα, ὡς ἔοικεν, μισεῖταί τε ὑπὸ τῶν θεῶν καὶ φιλεῖται, καὶ θεομισῆ τε καὶ θεοφιλῆ ταὔτ᾽ ἂν εἴη. | Τα ίδια λοιπόν πράγματα, καθώς φαίνεται, μισούνται από τους θεούς και αγαπώνται, και τα ίδια πράγματα ήθελον είναι μισητά συνάμα και αγαπητά εις τους θεούς. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔοικεν. | Φαίνεται ότι έτσι είναι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
καὶ ὅσια ἄρα καὶ ἀνόσια τὰ αὐτὰ ἂν εἴη, ὦ Εὐθύφρων, τούτῳ τῷ λόγῳ. | Τότε λοιπόν, ω Ευθύφρον, σύμφωνα με αυτό όπου λέγεις τώρα τα ίδια πράγματα ήθελον είναι και ευσεβή και ασεβή. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
κινδυνεύει. | Μου φαίνεται. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκ ἄρα ὃ ἠρόμην ἀπεκρίνω, ὦ θαυμάσιε. οὐ γὰρ τοῦτό γε ἠρώτων, ὃ τυγχάνει ταὐτὸν ὂν ὅσιόν τε καὶ ἀνόσιον· ὃ δ᾽ ἂν θεοφιλὲς ᾖ καὶ θεομισές ἐστιν, ὡς ἔοικεν. | Λοιπόν, ω αξιοθαύμαστε, δεν απήντησες ακόμη, εις εκείνο που σε ηρώτησα. Διότι βεβαίως εγώ δεν σε ηρώτησα ποίον είναι αυτό το οποίον τυχαίνει να είναι συγχρόνως ευσεβές και ασεβές, ουδέ ποίον είναι συγχρόνως αγαπητόν και μισητόν εις τους θεούς, καθώς παρεδέχθημεν. | ||
8b | ὥστε, ὦ Εὐθύφρων, ὃ σὺ νῦν ποιεῖς τὸν πατέρα κολάζων, οὐδὲν θαυμαστὸν εἰ τοῦτο δρῶν τῷ μὲν Διὶ προσφιλὲς ποιεῖς, τῷ δὲ Κρόνῳ καὶ τῷ Οὐρανῷ ἐχθρόν, καὶ τῷ μὲν Ἡφαίστῳ φίλον, τῇ δὲ Ἥρᾳ ἐχθρόν, καὶ εἴ τις ἄλλος τῶν θεῶν ἕτερος ἑτέρῳ διαφέρεται περὶ αὐτοῦ, καὶ ἐκείνοις κατὰ τὰ αὐτά. | Ώστε, ω Ευθύφρον, αυτό που κάμνεις σήμερον συ και ζητείς να τιμώρησης τον πατέρα σου ως φονέα διόλου δεν είναι παράξενον, εάν, ενώ προσπαθείς να το κατορθώσης, διά μεν τον Δία κάμνης πράξιν ευάρεστον, διά τον Κρόνον όμως και τον Ουρανόν κάμνης πράξιν εχθρικήν, και διά μεν τον Ήφαιστον(11), αγαπητήν πράξιν κάμνης, διά δε την Ήραν μισητήν απαράλλακτα δε και δι' οποιονδήποτε άλλον από τους θεούς, οι οποίοι, με το να έχουν διαφορετικά αισθήματα δι' εν πράγμα ο ένας με τον άλλον, φιλονικούν δι' αυτό μεταξύ των, και δι' εκείνους, δι' άλλον μεν φαίνεσαι ότι κάμνεις πράξιν αγαπητήν, δι' άλλον δε μισητήν. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀλλ᾽ οἶμαι, ὦ Σώκρατες, περί γε τούτου τῶν θεῶν οὐδένα ἕτερον ἑτέρῳ διαφέρεσθαι, ὡς οὐ δεῖ δίκην διδόναι ἐκεῖνον ὃς ἂν ἀδίκως τινὰ ἀποκτείνῃ. | Αλλά φρονώ, ω Σώκρατες, ότι δι' αυτήν την πράξιν μου κανείς από τους θεούς δεν φιλονικεί ο ένας με τον άλλον, ότι δεν πρέπει δηλαδή να τιμωρήται εκείνος ο άνθρωπος, που ήθελε φονεύσει κανένα άλλον αδίκως. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
τί δέ; ἀνθρώπων, ὦ Εὐθύφρων, ἤδη τινὸς ἤκουσας | Τί δε φρονείς; Από τους ανθρώπους, ω Ευθύφρον, ήκουσες ποτέ κανένα, | ||
8c | ἀμφισβητοῦντος ὡς τὸν ἀδίκως ἀποκτείναντα ἢ ἄλλο ἀδίκως ποιοῦντα ὁτιοῦν οὐ δεῖ δίκην διδόναι; | που τολμά να ισχυρίζεται ότι δεν πρέπει να τιμωρήται εκείνος, που αδίκως φονεύση άλλον, ή εν γένει πράξη κανέν άλλο οποιονδήποτε έγκλημα; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
οὐδὲν μὲν οὖν παύονται ταῦτα ἀμφισβητοῦντες καὶ ἄλλοθι καὶ ἐν τοῖς δικαστηρίοις· ἀδικοῦντες γὰρ πάμπολλα, πάντα ποιοῦσι καὶ λέγουσι φεύγοντες τὴν δίκην. | Είναι βεβαιότατον αυτό, ω Σώκρατες. Οι άνθρωποι δεν παύουν ποτέ να φιλονικούν διά τα πράγματα αυτά παντού, ακόμη και εις τα δικαστήρια. Διότι, αφού διαπράξουν πάρα πολλά εγκλήματα και αδικήματα, μεταχειρίζονται κατόπιν κάθε μέσον με έργον και με λόγον, διά να ημπορέσουν να αποφύγουν την καταδίκην. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης, | ||
ἦ καὶ ὁμολογοῦσιν, ὦ Εὐθύφρων, ἀδικεῖν, καὶ ὁμολογοῦντες ὅμως οὐ δεῖν φασὶ σφᾶς διδόναι δίκην; | Ε, και ομολογούν λοιπόν αυτοί, ω Ευθύφρον, ότι αληθώς διέπραξαν έγκλημα και έπειτα και με όλην την ομολογίαν των ισχυρίζονται ότι δεν πρέπει να τιμωρηθούν; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
οὐδαμῶς τοῦτό γε. | Αυτό βεβαίως δεν το ομολογούν διόλου. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκ ἄρα πᾶν γε ποιοῦσι καὶ λέγουσι· τοῦτο γὰρ οἶμαι οὐ τολμῶσι λέγειν οὐδ᾽ ἀμφισβητεῖν, ὡς οὐχὶ εἴπερ | Τότε λοιπόν δεν κάμνουν βέβαια και δεν λέγουν πάν ό,τι ημπορούν, διά να αποφύγουν την καταδίκην. Διότι αυτό, καθώς φρονώ, δεν τολμούν να το είπουν ούτε να το αμφισβητήσουν, | ||
8d | ἀδικοῦσί γε δοτέον δίκην, ἀλλ᾽ οἶμαι οὔ φασιν ἀδικεῖν· ἦ γάρ; | εάν τωόντι διέπραξαν κανέν έγκλημα, ότι δεν πρέπει να τιμωρηθούν. Αλλά φρονώ ότι αυτοί αρνούνται όλως διόλου ότι διέπραξαν έγκλημα. Δεν είναι έτσι, ω Ευθύφρον; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀληθῆ λέγεις. | Μάλιστα· πολύ σωστά ομιλείς. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκ ἄρα ἐκεῖνό γε ἀμφισβητοῦσιν, ὡς οὐ τὸν ἀδικοῦντα δεῖ διδόναι δίκην, ἀλλ᾽ ἐκεῖνο ἴσως ἀμφισβητοῦσιν, τὸ τίς ἐστιν ὁ ἀδικῶν καὶ τί δρῶν καὶ πότε. | Αυτοί λοιπόν δεν διαφιλονικούν το ότι δεν πρέπει να τιμωρήται εκείνος, που διέπραξεν έγκλημα, αλλά διαφιλονικούν τούτο βεβαίως, το ποίος είναι αυτός που έκαμε το έγκλημα και τί είδους έγκλημα έκαμε και πότε. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀληθῆ λέγεις. | Αληθινά είναι αυτά που λέγεις. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκοῦν αὐτά γε ταῦτα καὶ οἱ θεοὶ πεπόνθασιν, εἴπερ στασιάζουσι περὶ τῶν δικαίων καὶ ἀδίκων ὡς ὁ σὸς λόγος, καὶ οἱ μέν φασιν ἀλλήλους ἀδικεῖν, οἱ δὲ οὔ φασιν; ἐπεὶ ἐκεῖνό γε δήπου, ὦ θαυμάσιε, οὐδεὶς οὔτε θεῶν οὔτε | Λοιπόν αυτά τα ίδια περιστατικά βεβαίως συμβαίνουν και εις τους θεούς, εάν απαράλλακτα διχογνωμούν και αυτοί διά τα δίκαια και τα άδικα, καθώς συ ωμολόγησες προ μικρού, και άλλοι μεν από αυτούς διατείνωνται ότι διαπράττουν εγκλήματα ο ένας κατά του άλλου, άλλοι δε αρνούνται αυτό; Διότι, φίλτατε μου, κανένας βέβαια ούτε από τους θεούς ούτε από τους ανθρώπους | ||
8e | ἀνθρώπων τολμᾷ λέγειν, ὡς οὐ τῷ γε ἀδικοῦντι δοτέον δίκην. | δεν τολμά να ισχυρισθή, κατά την γνώμην μου, ότι δεν πρέπει να τιμωρήται εκείνος, που βέβαια ήθελε διαπράξει κανέν έγκλημα. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ναί, τοῦτο μὲν ἀληθὲς λέγεις, ὦ Σώκρατες, τό γε κεφάλαιον. | Ναι, αυτό βεβαίως που λέγεις, ω Σώκρατες, είναι αληθές, γενικώς όμως. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἀλλ᾽ ἕκαστόν γε οἶμαι, ὦ Εὐθύφρων, τῶν πραχθέντων ἀμφισβητοῦσιν οἱ ἀμφισβητοῦντες, καὶ ἄνθρωποι καὶ θεοί, εἴπερ ἀμφισβητοῦσιν θεοί· πράξεώς τινος πέρι διαφερόμενοι οἱ μὲν δικαίως φασὶν αὐτὴν πεπρᾶχθαι, οἱ δὲ ἀδίκως· ἆρ᾽ οὐχ οὕτω; | Αλλά, ω Ευθύφρον, φρονώ ότι όσοι φιλονικούν, φιλονικούν χωριστά διά κάθε εν από εκείνα που επράχθησαν, είτε άνθρωποι είναι αυτοί, είτε θεοί —αν βέβαια φιλονικούν και οι θεοί— επειδή φιλονικούν δηλαδή διά καμμίαν πράξιν, άλλοι μεν από αυτούς λέγουν ότι δικαίως αυτή έγεινεν, άλλοι δε ότι αδίκως. Ε, δεν είναι έτσι; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε. | Μάλιστα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
9a | ἴθι νυν, ὦ φίλε Εὐθύφρων, δίδαξον καὶ ἐμέ, ἵνα σοφώτερος γένωμαι, τί σοι τεκμήριόν ἐστιν ὡς πάντες θεοὶ ἡγοῦνται ἐκεῖνον ἀδίκως τεθνάναι, ὃς ἂν θητεύων ἀνδροφόνος γενόμενος, συνδεθεὶς ὑπὸ τοῦ δεσπότου τοῦ ἀποθανόντος, φθάσῃ τελευτήσας διὰ τὰ δεσμὰ πρὶν τὸν συνδήσαντα παρὰ τῶν ἐξηγητῶν περὶ αὐτοῦ πυθέσθαι τί χρὴ ποιεῖν, καὶ ὑπὲρ τοῦ τοιούτου δὴ ὀρθῶς ἔχει ἐπεξιέναι καὶ ἐπισκήπτεσθαι φόνου τὸν ὑὸν τῷ πατρί; ἴθι, περὶ τούτων πειρῶ τί μοι | Έλα λοιπόν, φίλε μου Ευθύφρον, εξήγησον αυτό και εις εμένα και δίδαξόν με, διά να γείνω πλέον σοφός από ό,τι είμαι, ποία είναι η απόδειξις σου ότι όλοι οι θεοί πιστεύουν ότι αδίκως εφονεύθη εκείνος ο δούλός σας, ο οποίος, ενώ εδούλευε με το ημερομίσθιον εις τα κτήματά σας, διέπραξε φόνον και έπειτα ερρίφθη σιδηροδέσμιος εις τον λάκκον από τον αυθέντην τού φονευθέντος, τον πατέρα σου, και απέθανε, πριν προφθάση εκείνος που τον έβαλεν εις τα σίδερα, ο πατέρας σου, να λάβη από τας Αθήνας την περιμενομένην απάντησιν από τους εξηγητάς τί έπρεπε να πράξη διά τον φονέα. Απόδειξε μου ότι είναι ορθόν και δίκαιον εις την περίστασιν αυτήν να επιρρίψης την αιτίαν του φόνου εις τον πατέρα σου συ ο υιός του και να επιδίωξης την τιμωρίαν του δι' ένα τοιούτον εγκληματίαν. Έλα λοιπόν προσπάθησε | |
9b | σαφὲς ἐνδείξασθαι ὡς παντὸς μᾶλλον πάντες θεοὶ ἡγοῦνται ὀρθῶς ἔχειν ταύτην τὴν πρᾶξιν· κἄν μοι ἱκανῶς ἐνδείξῃ, ἐγκωμιάζων σε ἐπὶ σοφίᾳ οὐδέποτε παύσομαι. | δι' αυτάς τας περιπτώσεις να μου αποδείξης καθαρά και ξάστερα ότι όλοι οι θεοί επιδοκιμάζουν αυτήν την πράξιν του υιού αυτού περισσότερον από κάθε άλλο. Και, αν κατορθώσης αρκετά να μου αποδείξης τούτο, ποτέ δεν θα παύσω να σε εγκωμιάζω διά την σοφίαν σου. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀλλ᾽ ἴσως οὐκ ὀλίγον ἔργον ἐστίν, ὦ Σώκρατες, ἐπεὶ πάνυ γε σαφῶς ἔχοιμι ἂν ἐπιδεῖξαί σοι. | Αλλά βεβαίως αυτό είναι αρκετά δύσκολον, ω Σώκρατες, μολονότι εγώ είμαι ικανός να σου το αποδείξω λαμπρότατα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
μανθάνω· ὅτι σοι δοκῶ τῶν δικαστῶν δυσμαθέστερος εἶναι, ἐπεὶ ἐκείνοις γε ἐνδείξῃ δῆλον ὅτι ὡς ἄδικά τέ ἐστιν καὶ οἱ θεοὶ ἅπαντες τὰ τοιαῦτα μισοῦσιν. | Καταλαμβάνω ότι εγώ σου φαίνομαι ότι είμαι πολύ περισσότερον χονδροκέφαλος από τους δικαστάς. Διότι και εις εκείνους, είναι βέβαιον, θα αποδείξης χωρίς δυσκολίαν, ότι ο δούλος σας αδίκως εφονεύθη και ότι όλοι οι θεοί μισούν και αποδοκιμάζουν την πράξιν αυτήν του πατρός σου. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε σαφῶς, ὦ Σώκρατες, ἐάνπερ ἀκούωσί γέ μου λέγοντος. | Βεβαίως με μεγάλην σαφήνειαν θα τους το αποδείξω αυτό, αρκεί μόνον να θέλουν να ακούσουν τους λόγους μου. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
9c | ἀλλ᾽ ἀκούσονται. ἐάνπερ εὖ δοκῇς λέγειν. τόδε δέ σου ἐνενόησα ἅμα λέγοντος καὶ πρὸς ἐμαυτὸν σκοπῶ· “εἰ ὅτι μάλιστά με Εὐθύφρων διδάξειεν ὡς οἱ θεοὶ ἅπαντες τὸν τοιοῦτον θάνατον ἡγοῦνται ἄδικον εἶναι, τί μᾶλλον ἐγὼ μεμάθηκα παρ᾽ Εὐθύφρονος τί ποτ᾽ ἐστὶν τὸ ὅσιόν τε καὶ τὸ ἀνόσιον; θεομισὲς μὲν γὰρ τοῦτο τὸ ἔργον, ὡς ἔοικεν, εἴη ἄν. ἀλλὰ γὰρ οὐ τούτῳ ἐφάνη ἄρτι ὡρισμένα τὸ ὅσιον καὶ μή· τὸ γὰρ θεομισὲς ὂν καὶ θεοφιλὲς ἐφάνη”. ὥστε τούτου μὲν ἀφίημί σε, ὦ Εὐθύφρων· εἰ βούλει, πάντες αὐτὸ | Ά, δεν υπάρχει αμφιβολία, ω Ευθύφρον θα σε ακούσουν βεβαιότατα, αρκεί μόνον να τους φανής ότι ομιλείς ωραία. Αλλά, τώρα που σε ακούω, μου ήλθεν αυτή η ιδέα και σκέπτομαι μέσα μου. Όταν ο Ευθύφρων παρά πολύ καλά μου εξηγήση ότι όλοι οι θεοί θεωρούν άδικον τον τοιούτον θάνατον του δούλου, τότε κατά τί περισσότερον έχω μάθει εγώ από τον Ευθύφρονα παρά το τί πράγμα επί τέλους είναι το ευσεβές και το ασεβές; Διότι αυτή η πράξις, ο θάνατος του δούλου σας, ήθελεν είναι μισητή εις τους θεούς, καθώς ομολογείς. Αλλ' όμως έως τώρα δεν εφάνη επαρκής ο ορισμός του ευσεβούς και ασεβούς. Επειδή εκείνο όπου είναι μισητόν εις τους θεούς, απεδείχθη ότι είναι συνάμα και αγαπητόν. Ώστε από αυτό μεν το ζήτημα σε απαλλάττω, ω Ευθύφρον, και το αφίνομεν κατά μέρος. Αν θέλης, | |
9d | ἡγείσθων θεοὶ ἄδικον καὶ πάντες μισούντων. ἀλλ᾽ ἆρα τοῦτο ὃ νῦν ἐπανορθούμεθα ἐν τῷ λόγῳ--ὡς ὃ μὲν ἂν πάντες οἱ θεοὶ μισῶσιν ἀνόσιόν ἐστιν, ὃ δ᾽ ἂν φιλῶσιν, ὅσιον· ὃ δ᾽ ἂν οἱ μὲν φιλῶσιν οἱ δὲ μισῶσιν, οὐδέτερα ἢ ἀμφότερα--ἆρ᾽ οὕτω βούλει ἡμῖν ὡρίσθαι νῦν περὶ τοῦ ὁσίου καὶ τοῦ ἀνοσίου; | όλοι οι θεοί ας νομίζουν την πράξιν του πατρός σου άδικον και όλοι ας μισούν αυτήν. Αλλ' άραγε θέλεις να διορθώσωμεν τώρα ολίγον τον ορισμόν, οπού εκάμαμεν και να είπωμεν ότι ασεβές μεν είναι ό,τι όλοι οι θεοί μισούν, ευσεβές δε ό,τι όλοι αγαπούν; Και ό,τι άλλοι μεν αγαπούν, άλλοι δε μισούν, δεν είναι ούτε ευσεβές ούτε ασεβές ή είναι και ευσεβές συνάμα και ασεβές; Άραγε έτσι θέλεις να διατυπώσωμεν τον ορισμόν του ευσεβούς και του ασεβούς; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
τί γὰρ κωλύει, ὦ Σώκρατες; | Βεβαίως· τί μας εμποδίζει, ω Σώκρατες; | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐδὲν ἐμέ γε, ὦ Εὐθύφρων, ἀλλὰ σὺ δὴ τὸ σὸν σκόπει, εἰ τοῦτο ὑποθέμενος οὕτω ῥᾷστά με διδάξεις ὃ ὑπέσχου. | Εμένα τουλάχιστον, ω Ευθύφρον, τίποτε δεν με εμποδίζει· αλλά συ ακριβώς όσον από μέρους σου κύτταξε αν είναι σύμφωνον αυτό με όσα είπες, και αν με αυτήν την βάσιν θα ημπορέσης να μου εξηγήσης ευκολώτατα όσα μου υπεσχέθης. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
9e | ἀλλ᾽ ἔγωγε φαίην ἂν τοῦτο εἶναι τὸ ὅσιον ὃ ἂν πάντες οἱ θεοὶ φιλῶσιν, καὶ τὸ ἐναντίον, ὃ ἂν πάντες θεοὶ μισῶσιν, ἀνόσιον. | Αλλ' εγώ παραδέχομαι ότι τούτο είναι ευσεβές, ό,τι όλοι οι θεοί αγαπούν, και το εναντίον αυτού, ό,τι οι θεοί μισούν, είναι ασεβές. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκοῦν ἐπισκοπῶμεν αὖ τοῦτο, ὦ Εὐθύφρων, εἰ καλῶς λέγεται, ἢ ἐῶμεν καὶ οὕτω ἡμῶν τε αὐτῶν ἀποδεχώμεθα καὶ τῶν ἄλλων, ἐὰν μόνον φῇ τίς τι ἔχειν οὕτω συγχωροῦντες ἔχειν; ἢ σκεπτέον τί λέγει ὁ λέγων; | Λοιπόν να εξετάσωμεν πάλιν, ω Ευθύφρον, αυτόν τον ορισμόν, αν είναι τέλειος, ή να τον αφήσωμεν χωρίς άλλην λεπτολογίαν και έτσι αβασανίστως να παραδεχώμεθα αυτόν, και να ομολογούμεν ότι έτσι είναι ό,τι απλώς μόνον ήθελε διατυπώσει κανείς από ημάς τους ιδίους ή από τους άλλους; ή πρέπει να εξετάζωμεν με ακρίβειαν εκείνα τα οποία λέγει κανείς; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
σκεπτέον· οἶμαι μέντοι ἔγωγε τοῦτο νυνὶ καλῶς λέγεσθαι. | Πρέπει να τα εξετάζωμεν βεβαίως με ακρίβειαν. Όμως πιστεύω εγώ τουλάχιστον ότι αυτό, που τώρα δα είπαμεν, είναι σωστόν. |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
10a | τάχ᾽, ὠγαθέ, βέλτιον εἰσόμεθα. ἐννόησον γὰρ τὸ τοιόνδε· ἆρα τὸ ὅσιον ὅτι ὅσιόν ἐστιν φιλεῖται ὑπὸ τῶν θεῶν, ἢ ὅτι φιλεῖται ὅσιόν ἐστιν; | Ογλήγορα, καλέ μου φίλε, θα το μάθωμεν αυτό καλύτερα. Διότι σκέψου αυτό, που θα σου ειπώ τώρα. Άραγε το ευσεβές αγαπάται από τους θεούς, διότι είναι ευσεβές, ή διότι αγαπάται από τους θεούς, δι' αυτό είναι ευσεβές; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
οὐκ οἶδ᾽ ὅτι λέγεις, ὦ Σώκρατες. | Δεν εννοώ τί θέλεις να ειπής, ω Σώκρατες. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἀλλ᾽ ἐγὼ πειράσομαι σαφέστερον φράσαι. λέγομέν τι φερόμενον καὶ φέρον καὶ ἀγόμενον καὶ ἄγον καὶ ὁρώμενον καὶ ὁρῶν καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα μανθάνεις ὅτι ἕτερα ἀλλήλων ἐστὶ καὶ ᾗ ἕτερα; | Έννοια σου. Εγώ θα προσπαθήσω πολύ καθαρώτερα ακόμη να σου το εξηγήσω αυτό. Δεν λέγομεν εις την ομιλίαν μας ότι ένα πράγμα βαστάζεται από κάποιο άλλο, και ένα πράγμα ότι βαστάζει κάποιο άλλο, και ένα πράγμα ότι κομίζεται από άλλο και ένα πράγμα ότι κομίζει άλλο, και ένα πράγμα ότι βλέπεται από άλλο και ένα πράγμα ότι βλέπει άλλο, και όλα τα τοιαύτα απαράλλακτα; Εννοείς ότι όλα αυτά τα πράγματα είναι διαφορετικά το ένα από το άλλο και κατά τί είναι διαφορετικά; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔγωγέ μοι δοκῶ μανθάνειν. | Αυτό βέβαια μου φαίνεται ότι το εννοώ. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκοῦν καὶ φιλούμενόν τί ἐστιν καὶ τούτου ἕτερον τὸ φιλοῦν; | Τότε λοιπόν υπάρχει ομοίως και ένα πράγμα, το οποίον αγαπάται από κάποιο άλλο, και από αυτό είναι διαφορετικόν εκείνο, που το αγαπά; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πῶς γὰρ οὔ; | Βεβαιότατα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
10b | λέγε δή μοι, πότερον τὸ φερόμενον διότι φέρεται φερόμενόν ἐστιν, ἢ δι᾽ ἄλλο τι; | Πες μου λοιπόν τώρα, σε παρακαλώ, τί από τα δύο, εκείνο το πράγμα που βαστάζεται από ένα άλλο, επειδή βαστάζεται, λέγεται βασταζόμενον, ή διά καμμίαν άλλην αφορμήν; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
οὔκ, ἀλλὰ διὰ τοῦτο. | Επειδή βαστάζεται αναμφιβόλως, όχι δι' άλλην αφορμήν. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
καὶ τὸ ἀγόμενον δὴ διότι ἄγεται, καὶ τὸ ὁρώμενον διότι ὁρᾶται; | Και εκείνο λοιπόν το πράγμα, που κομίζεται από ένα άλλο, λέγεται κομιζόμενον, επειδή κομίζεται, και εκείνο που βλέπεται λέγεται βλεπόμενον, επειδή βλέπεται; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε. | Βεβαιότατα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκ ἄρα διότι ὁρώμενόν γέ ἐστιν, διὰ τοῦτο ὁρᾶται, ἀλλὰ τὸ ἐναντίον διότι ὁρᾶται, διὰ τοῦτο ὁρώμενον· οὐδὲ διότι ἀγόμενόν ἐστιν, διὰ τοῦτο ἄγεται, ἀλλὰ διότι ἄγεται, διὰ τοῦτο ἀγόμενον· οὐδὲ διότι φερόμενον φέρεται, ἀλλὰ διότι φέρεται φερόμενον. ἆρα κατάδηλον, ὦ Εὐθύφρων, ὃ | Όθεν δεν βλέπεται βεβαίως αυτό το πράγμα, επειδή είναι βλεπόμενον, αλλά το εναντίον επειδή βλέπεται, διά τούτο είναι βλεπόμενον. Ούτε διότι είναι κομιζόμενον το άλλο πράγμα, διά τούτο κομίζεται, αλλά διότι κομίζεται, διά τούτο είναι κομιζόμενον, ούτε διότι είναι βασταζόμενον το άλλο, διά τούτο βαστάζεται, αλλά διότι βαστάζεται, διά τούτο είναι βασταζόμενον. Άραγε εννοείς καλά, ω Ευθύφρον, | ||
10c | βούλομαι λέγειν; βούλομαι δὲ τόδε, ὅτι εἴ τι γίγνεται ἤ τι πάσχει, οὐχ ὅτι γιγνόμενόν ἐστι γίγνεται, ἀλλ᾽ ὅτι γίγνεται γιγνόμενόν ἐστιν· οὐδ᾽ ὅτι πάσχον ἐστὶ πάσχει, ἀλλ᾽ ὅτι πάσχει πάσχον ἐστίν· ἢ οὐ συγχωρεῖς οὕτω; | αυτό που θέλω να είπω; Θέλω δε να είπω το εξής: ότι είτε γίνεται κανέν πράγμα, είτε πάσχει, δεν γίνεται διά τούτο, διότι είναι γινόμενον, αλλά διότι γίνεται, διά τούτο είναι γινόμενον. Ούτε διότι είναι πάσχον ένα πράγμα, διά τούτο πάσχει, αλλά διότι πάσχει, διά τούτο είναι πάσχον. Ή δεν τα παραδέχεσαι έτσι αυτά; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔγωγε. | Μάλιστα, έτσι είναι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκοῦν καὶ τὸ φιλούμενον ἢ γιγνόμενόν τί ἐστιν ἢ πάσχον τι ὑπό του; | Λοιπόν και το αγαπώμενον πράγμα ή είναι ένα πράγμα που γίνεται, ή ένα πράγμα που πάσχει υπό τινος άλλου; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε. | Βεβαίως. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
καὶ το¿¦το ἄρα οὕτως ἔχει ὥσπερ τὰ πρότερα· οὐχ ὅτι φιλούμενόν ἐστιν φιλεῖται ὑπὸ ὧν φιλεῖται, ἀλλ᾽ ὅτι φιλεῖται φιλούμενον; | Τότε λοιπόν και αυτό είναι έτσι καθώς και όλα τα προηγούμενα. Δηλαδή δεν αγαπάται από εκείνους, από τους οποίους αγαπάται, διότι είναι αγαπώμενον, αλλά διότι αγαπάται, διά τούτο είναι αγαπώμενον; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀνάγκη. | Αναγκαίως έτσι είναι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
10d | τί δὴ οὖν λέγομεν περὶ τοῦ ὁσίου, ὦ Εὐθύφρων; ἄλλο τι φιλεῖται ὑπὸ θεῶν πάντων, ὡς ὁ σὸς λόγος; | Λοιπόν, αγαπητέ μου, τί θα είπωμεν τώρα διά το ευσεβές; Δεν είναι αλήθεια ότι αυτό αγαπάται από όλους τους θεούς, καθώς είπες τώρα; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ναί. | Ναι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἆρα διὰ τοῦτο, ὅτι ὅσιόν ἐστιν, ἢ δι᾽ ἄλλο τι; | Άραγε διά τούτο αγαπάται, διότι είναι ευσεβές, ή διά καμμίαν άλλην αιτίαν; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
οὔκ, ἀλλὰ διὰ τοῦτο. | Όχι, αλλ' ακριβώς, διότι είναι ευσεβές, αγαπάται. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
διότι ἄρα ὅσιόν ἐστιν φιλεῖται, ἀλλ᾽ οὐχ ὅτι φιλεῖται, διὰ τοῦτο ὅσιόν ἐστιν; | Όθεν, ω Ευθύφρον, αγαπάται το ευσεβές, διότι είναι ευσεβές, και όχι διότι αγαπάται, διά τούτο είναι ευσεβές; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔοικεν. | Έτσι μου φαίνεται. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἀλλὰ μὲν δὴ διότι γε φιλεῖται ὑπὸ θεῶν φιλούμενόν ἐστι καὶ θεοφιλές. | Αλλ' εν τοσούτω, διότι βέβαια αγαπάται από τους θεούς, είναι δι' αυτό αγαπώμενον και θεοφιλές. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πῶς γὰρ οὔ; | Πώς όχι; | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκ ἄρα τὸ θεοφιλὲς ὅσιόν ἐστιν, ὦ Εὐθύφρων, οὐδὲ τὸ ὅσιον θεοφιλές, ὡς σὺ λέγεις, ἀλλ᾽ ἕτερον τοῦτο τούτου. | Ώστε το αγαπητόν εις τους θεούς δεν είναι το ίδιον πράγμα με το ευσεβές, ω Ευθύφρον, ούτε το ευσεβές είναι το ίδιον με το αγαπητόν εις τους θεούς, καθώς συ είπες, αλλά το ένα είναι διαφορετικόν από το άλλο. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
10e | πῶς δή, ὦ Σώκρατες; | Πώς δα γίνεται αυτό, ω Σώκρατες; | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ὅτι ὁμολογοῦμεν τὸ μὲν ὅσιον διὰ τοῦτο φιλεῖσθαι, ὅτι ὅσιόν ἐστιν, ἀλλ᾽ οὐ διότι φιλεῖται ὅσιον εἶναι· ἦ γάρ; | Διότι ωμολογήσαμεν, ότι το μεν ευσεβές διά τούτο αγαπάται, διότι είναι ευσεβές, και όχι ότι είναι ευσεβές, διότι αγαπάται. Αλήθεια βέβαια, το είπαμεν αυτό; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ναί. | Ναι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
τὸ δέ γε θεοφιλὲς ὅτι φιλεῖται ὑπὸ θεῶν, αὐτῷ τούτῳ τῷ φιλεῖσθαι θεοφιλὲς εἶναι, ἀλλ᾽ οὐχ ὅτι θεοφιλές, διὰ τοῦτο φιλεῖσθαι. | Το δε αγαπητόν εις τους θεούς βέβαια, διότι αγαπάται από τους θεούς, ακριβώς δι' αυτό τούτο, διότι αγαπάται, ωμολογήσαμεν ότι είναι αγαπητόν εις τους θεούς· όχι όμως ότι δι' αυτό αγαπάται, διότι είναι αγαπητόν εις τους θεούς. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀληθῆ λέγεις. | Αυτό είναι αληθές. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἀλλ᾽ εἴ γε ταὐτὸν ἦν, ὦ φίλε Εὐθύφρων, τὸ θεοφιλὲς καὶ τὸ ὅσιον, εἰ μὲν διὰ τὸ ὅσιον εἶναι ἐφιλεῖτο τὸ | Αλλά, Ευθύφρον αγαπητέ μου, εάν ήτο το ίδιον πράγμα το θεοφιλές και το ευσεβές, εάν μεν το ευσεβές ηγαπάτο από τους θεούς, διότι είναι ευσεβές, | ||
11a | ὅσιον, καὶ διὰ τὸ θεοφιλὲς εἶναι ἐφιλεῖτο ἂν τὸ θεοφιλές, εἰ δὲ διὰ τὸ φιλεῖσθαι ὑπὸ θεῶν τὸ θεοφιλὲς θεοφιλὲς ἦν, καὶ τὸ ὅσιον ἂν διὰ τὸ φιλεῖσθαι ὅσιον ἦν· νῦν δὲ ὁρᾷς ὅτι ἐναντίως ἔχετον, ὡς παντάπασιν ἑτέρω ὄντε ἀλλήλων. τὸ μὲν γάρ, ὅτι φιλεῖται, ἐστὶν οἷον φιλεῖσθαι· τὸ δ᾽ ὅτι ἐστὶν οἷον φιλεῖσθαι, διὰ τοῦτο φιλεῖται. καὶ κινδυνεύεις, ὦ Εὐθύφρων, ἐρωτώμενος τὸ ὅσιον ὅτι ποτ᾽ ἐστίν, τὴν μὲν οὐσίαν μοι αὐτοῦ οὐ βούλεσθαι δηλῶσαι, πάθος δέ τι περὶ αὐτοῦ λέγειν, ὅτι πέπονθε τοῦτο τὸ ὅσιον, φιλεῖσθαι ὑπὸ πάντων | τότε και το θεοφιλές θα ηγαπάτο, διότι είναι θεοφιλές. Εάν όμως το θεοφιλές είναι θεοφιλές, διότι αγαπάται από τους θεούς, τότε και το ευσεβές θα ήτο ευσεβές, διότι αγαπάται από τους θεούς. Τώρα όμως βλέπεις ότι αυτά τα δύο ευρίσκονται εις αντίθεσιν, διότι το ένα είναι όλως διόλου διαφορετικόν από το άλλο. Διότι το μεν ένα, διότι αγαπάται από τους θεούς, είναι πρέπον να αγαπάται, το δε άλλο, διότι είναι πρέπον να αγαπάται, δι' αυτό αγαπάται. Έτσι λοιπόν μου φαίνεται, ω Ευθύφρον, ότι εις την ερώτησίν μου, τί πράγμα επί τέλους είναι το ευσεβές, απαντάς, χωρίς να θέλης να μου εξηγήσης αυτήν την φύσιν του, αναφέρεις δε μόνον μίαν ιδιότητα αυτού, την οποίαν έχει αυτό το ευσεβές, ότι δηλαδή αγαπάται από όλους τους θεούς. | |
11b | θεῶν· ὅτι δὲ ὄν, οὔπω εἶπες. εἰ οὖν σοι φίλον, μή με ἀποκρύψῃ ἀλλὰ πάλιν εἰπὲ ἐξ ἀρχῆς τί ποτε ὂν τὸ ὅσιον εἴτε φιλεῖται ὑπὸ θεῶν εἴτε ὁτιδὴ πάσχει--οὐ γὰρ περὶ τούτου διοισόμεθα--ἀλλ᾽ εἰπὲ προθύμως τί ἐστιν τό τε ὅσιον καὶ τὸ ἀνόσιον; | Τί δε ακριβώς πράγμα είναι αυτό κατά την ουσίαν του δεν είπες ακόμη. Εάν λοιπόν ευαρεστήσαι, μη μου αποκρύψης την ιδέαν σου, αλλά πάλιν επανάλαβέ μου καθαρά εξ αρχής, τί επί τέλους πράγμα είναι το ευσεβές, είτε αγαπάται από τους θεούς, είτε άλλην οποιανδήποτε ιδιότητα έχει. Διότι περί αυτού, να είσαι βέβαιος, δεν θα διαφωνήσωμεν. Εμπρός λοιπόν, ειπέ μου με προθυμίαν, τί πράγμα κατ' ουσίαν είναι το ευσεβές και το ασεβές. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀλλ᾽, ὦ Σώκρατες, οὐκ ἔχω ἔγωγε ὅπως σοι εἴπω ὃ νοῶ· περιέρχεται γάρ πως ἡμῖν ἀεὶ ὃ ἂν προθώμεθα καὶ οὐκ ἐθέλει μένειν ὅπου ἂν ἱδρυσώμεθα αὐτό. | Αλλά, ω Σώκρατες, εγώ τουλάχιστον δεν ηξεύρω πώς να σου εξηγήσω αυτό που έχω εις τον νουν μου. Διότι, ό,τι και αν θέσωμεν ως βάσιν της συζητήσεως μας, πάντοτε με κάποιον τρόπον μετακινείται και μας διαφεύγει και δεν θέλει να παραμείνη σταθερόν εκεί, όπου και αν το θέσωμεν. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
τοῦ ἡμετέρου προγόνου, ὦ Εὐθύφρων, ἔοικεν εἶναι | Να σου ειπώ, ω Ευθύφρον· καθώς φαίνεται, οι ορισμοί τους οποίους κατασκευάζεις, ομοιάζουν πολύ με τα έργα του προγόνου μας Δαιδάλου (12). | ||
11c | Δαιδάλου τὰ ὑπὸ σοῦ λεγόμενα. καὶ εἰ μὲν αὐτὰ ἐγὼ ἔλεγον καὶ ἐτιθέμην, ἴσως ἄν με ἐπέσκωπτες ὡς ἄρα καὶ ἐμοὶ κατὰ τὴν ἐκείνου συγγένειαν τὰ ἐν τοῖς λόγοις ἔργα ἀποδιδράσκει καὶ οὐκ ἐθέλει μένειν ὅπου ἄν τις αὐτὰ θῇ· νῦν δὲ σαὶ γὰρ αἱ ὑποθέσεις εἰσίν. ἄλλου δή τινος δεῖ σκώμματος· οὐ γὰρ ἐθέλουσι σοὶ μένειν, ὡς καὶ αὐτῷ σοι δοκεῖ. | Και εάν μεν εγώ έκαμνα αυτούς, βεβαίως θα με περιέπαιζες και θα έλεγες ότι, επειδή είμαι συγγενής με εκείνον, φυσικά διαφεύγουν και εξαφανίζονται όσα έργα με τον λόγον κατασκευάζω, και δεν θέλουν να παραμείνουν σταθερώς όπου κανείς αυτά θέση. Τώρα όμως —διότι ιδικοί σου είναι οι ορισμοί αυτοί— είναι ανάγκη βεβαίως κανενός άλλου πλέον καταλλήλου αστεϊσμού. Διότι ίσα-ίσα οι ιδικοί σου ορισμοί σού διαφεύγουν και χάνονται, καθώς και συ καλά το παρετήρησες. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἐμοὶ δὲ δοκεῖ σχεδόν τι τοῦ αὐτοῦ σκώμματος, ὦ Σώκρατες, δεῖσθαι τὰ λεγόμενα· τὸ γὰρ περιιέναι αὐτοῖς τοῦτο καὶ μὴ μένειν ἐν τῷ αὐτῷ οὐκ ἐγώ εἰμι ὁ ἐντιθείς, | Εγώ όμως νομίζω, ω Σώκρατες, ότι εις τους ορισμούς μας αυτούς απαράλλακτα σχεδόν ο ίδιος αστεϊσμός αρμόζει, διότι δεν είμαι εγώ που εμπνέω εις αυτούς αυτήν την ακαταστασίαν και τους εμποδίζω να παραμένουν εις την ιδίαν θέσιν, | ||
11d | ἀλλὰ σύ μοι δοκεῖς ὁ Δαίδαλος, ἐπεὶ ἐμοῦ γε ἕνεκα ἔμενεν ἂν ταῦτα οὕτως. | αλλά συ, που μου φαίνεσαι ως ένας πραγματικός Δαίδαλος. Διότι, καθόσον εξαρτάται από εμέ, οι ορισμοί μου θα έμεναν εις την θέσιν των ασάλευτοι. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
κινδυνεύω ἄρα, ὦ ἑταῖρε, ἐκείνου τοῦ ἀνδρὸς δεινότερος γεγονέναι τὴν τέχνην τοσούτῳ, ὅσῳ ὁ μὲν τὰ αὑτοῦ μόνα ἐποίει οὐ μένοντα, ἐγὼ δὲ πρὸς τοῖς ἐμαυτοῦ, ὡς ἔοικε, καὶ τὰ ἀλλότρια. καὶ δῆτα τοῦτό μοι τῆς τέχνης ἐστὶ κομψότατον, ὅτι ἄκων εἰμὶ σοφός· ἐβουλόμην γὰρ ἄν μοι τοὺς λόγους μένειν καὶ ἀκινήτως ἱδρῦσθαι μᾶλλον ἢ πρὸς τῇ | Ως φαίνεται λοιπόν, φίλε μου, εγώ είμαι πολύ επιτηδειότερος από τον Δαίδαλον κατά την τέχνην αυτήν, τόσον περισσότερον, καθ' όσον εκείνος μεν μόνον τα ιδικά του έργα κατεσκεύαζε να κινούνται, εγώ δε, καθώς φαίνεται, εκτός των ιδικών μου κάμνω να κινούνται και τα ξένα έργα. Και ακριβώς αυτό το μέρος ίσα-ίσα της τέχνης μου είναι το μεγαλοφυέστατον, ότι, χωρίς να θέλω, είμαι σοφός. Διότι θα επροτιμούσα ασυγκρίτως να παραμένουν οι συλλογισμοί μου και να είναι θεμελιωμένοι αμετακίνητοι, | ||
11e | Δαιδάλου σοφίᾳ τὰ Ταντάλου χρήματα γενέσθαι. καὶ τούτων μὲν ἅδην· ἐπειδὴ δέ μοι δοκεῖς σὺ τρυφᾶν, αὐτός σοι συμπροθυμήσομαι [δεῖξαι] ὅπως ἄν με διδάξῃς περὶ τοῦ ὁσίου. καὶ μὴ προαποκάμῃς· ἰδὲ γὰρ εἰ οὐκ ἀναγκαῖόν σοι δοκεῖ δίκαιον εἶναι πᾶν τὸ ὅσιον. | παρά κοντά εις την σοφίαν του Δαιδάλου να αποκτήσω και τους θησαυρούς του Ταντάλου (13). Αλλά είναι αρκετοί πλέον αυτοί οι αστεϊσμοί. Επειδή όμως, καθώς μου φαίνεται, συ βαρύνεσαι φοβούμενος τον κόπον, εγώ ο ίδιος θα γίνω οδηγός σου και θα σε βοηθήσω με προθυμίαν να δέσης τους ορισμούς σου, ώστε να μη φεύγουν, διά να μου εξηγήσης εις την εντέλειαν τί πράγμα είναι το ευσεβές, χωρίς να σταματήσης εις το μέσον του δρόμου, πριν φθάσης εις το συμπέρασμα(14). Παρατήρησε λοιπόν αν δεν σου φαίνεται ότι είναι απόλυτος ανάγκη κάθε πράγμα ευσεβές εν γένει να είναι συνάμα και δίκαιον. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔμοιγε. | Μάλιστα. Παν ευσεβές πρέπει συνάμα να είναι και δίκαιον. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἆρ᾽ οὖν καὶ πᾶν τὸ δίκαιον ὅσιον; ἢ τὸ μὲν ὅσιον | Άραγε και κάθε δίκαιον γενικώς είναι ευσεβές, ή κάθε μεν ευσεβές είναι γενικώς δίκαιον, | ||
12a | πᾶν δίκαιον, τὸ δὲ δίκαιον οὐ πᾶν ὅσιον, ἀλλὰ τὸ μὲν αὐτοῦ ὅσιον, τὸ δέ τι καὶ ἄλλο; | κάθε δε δίκαιον δεν είναι γενικώς ευσεβές, αλλά μερικά μεν πράγματα δίκαια είναι ευσεβή, μερικά δε άλλα δεν είναι; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
οὐχ ἕπομαι, ὦ Σώκρατες, τοῖς λεγομένοις. | Δεν ημπορώ, ω Σώκρατες, να παρακολουθήσω τους λόγους σου. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
καὶ μὴν νεώτερός γέ μου εἶ οὐκ ἔλαττον ἢ ὅσῳ σοφώτερος· ἀλλ᾽, ὃ λέγω, τρυφᾷς ὑπὸ πλούτου τῆς σοφίας. ἀλλ᾽, ὦ μακάριε, σύντεινε σαυτόν· καὶ γὰρ οὐδὲ χαλεπὸν κατανοῆσαι ὃ λέγω. λέγω γὰρ δὴ τὸ ἐναντίον ἢ ὁ ποιητὴς ἐποίησεν ὁ ποιήσας-- | Και όμως εγώ βλέπω ότι συ είσαι νεώτερος μου βέβαια όχι ολιγώτερον από όσον είσαι και σοφώτερός μου. Αλλά, καθώς σου είπα, βαρύνεσαι, διότι έγεινες τρυφηλός πλέον από τους τόσους θησαυρούς της σοφίας σου. Αλλ', ω καλότυχε, άφες, σε παρακαλώ, την μαλθακότητα και τόνωσον τας δυνάμεις σου· διότι σε βεβαιώ, δεν είναι διόλου μάλιστα δύσκολον να εννοήσης τον λόγον μου. Διότι ό,τι θα είπω είναι ακριβώς το εναντίον από ό,τι είπεν ο ποιητής εκείνος οπού λέγει: (15) | ||
12b | Ζῆνα δὲ τὸν [θ᾽] ἔρξαντα καὶ ὃς τάδε πάντ᾽ ἐφύτευσεν οὐκ ἐθέλει νεικεῖν· ἵνα γὰρ δέος ἔνθα καὶ αἰδώς. | «Τον Δία, όπου εδημιούργησε και παρήγαγεν όλα αυτά, δεν θέλεις να εξυμνήσης, διότι όπου υπάρχει φόβος, εκεί υπάρχει και εντροπή». (15α) | |
ἐγὼ οὖν τούτῳ διαφέρομαι τῷ ποιητῇ. εἴπω σοι ὅπῃ; | Εγώ λοιπόν, ως προς αυτό, διαφωνώ με τον ποιητήν αυτόν. —Να σου είπω πού διαφωνώ; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε. | Πολύ θα με υποχρεώσης να μου το είπης, ω Σώκρατες. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐ δοκεῖ μοι εἶναι “ἵνα δέος ἔνθα καὶ αἰδώς” πολλοὶ γάρ μοι δοκοῦσι καὶ νόσους καὶ πενίας καὶ ἄλλα πολλὰ τοιαῦτα δεδιότες δεδιέναι μέν, αἰδεῖσθαι δὲ μηδὲν ταῦτα ἃ δεδίασιν· οὐ καὶ σοὶ δοκεῖ; | Αυτό που λέγει ο ποιητής εδώ, ότι εκεί υπάρχει και εντροπή όπου υπάρχει φόβος, δεν μου φαίνεται ότι είναι αληθινόν. Διότι πολλοί ανθρώποι που φοβούνται την ασθένειαν και την πτωχείαν και άλλας πολλάς τοιαύτας θλιβεράς περιπετείας, μου φαίνεται ότι φοβούνται μεν αληθινά, όμως διόλου δεν εντρέπονται αυτά οπού φοβούνται. Δεν το πιστεύεις και συ αυτό; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε. | Είμαι συμφωνότατος μαζί σου. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἀλλ᾽ ἵνα γε αἰδὼς ἔνθα καὶ δέος εἶναι· ἐπεὶ ἔστιν ὅστις αἰδούμενός τι πρᾶγμα καὶ αἰσχυνόμενος οὐ πεφόβηταί | Αλλά το εναντίον μου φαίνεται, ο φόβος υπάρχει εκεί ίσα-ίσα, όπου υπάρχει και η εντροπή. Διότι είναι κανένας άνθρωπος ο οποίος, ενώ εντρέπεται μίαν κακήν πράξιν και αισχύνεται αυτήν, | ||
12c | τε καὶ δέδοικεν ἅμα δόξαν πονηρίας; | να μη φοβήται όμως συνάμα και να μη τρομάζη την κακήν φήμην, η οποία επακολουθεί κατόπιν; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
δέδοικε μὲν οὖν. | Βεβαιότατα την φοβείται. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκ ἄρ᾽ ὀρθῶς ἔχει λέγειν· “ἵνα γὰρ δέος ἔνθα καὶ αἰδώς”, ἀλλ᾽ ἵνα μὲν αἰδὼς ἔνθα καὶ δέος, οὐ μέντοι ἵνα γε δέος πανταχοῦ αἰδώς· ἐπὶ πλέον γὰρ οἶμαι δέος αἰδοῦς. μόριον γὰρ αἰδὼς δέους ὥσπερ ἀριθμοῦ περιττόν, ὥστε οὐχ ἵναπερ ἀριθμὸς ἔνθα καὶ περιττόν, ἵνα δὲ περιττὸν ἔνθα καὶ ἀριθμός. ἕπῃ γάρ που νῦν γε; | Ώστε δεν είναι σωστόν να λέγωμεν, όπου βέβαια υπάρχει φόβος, εκεί υπάρχει και εντροπή συνάμα. Αλλά πρέπει να λέγωμεν έτσι: όπου υπάρχει εντροπή, εκεί βεβαίως υπάρχει συνάμα και φόβος, όχι όμως όπου υπάρχει βεβαίως φόβος, εκεί παντού εν γένει υπάρχει και εντροπή. Διότι φρονώ, ότι ο φόβος έχει πολύ μεγαλυτέραν έκτασιν από την εντροπήν. Επειδή η εντροπή είναι ένα μέρος μόνον του φόβου, καθώς και ο μονός αριθμός είναι ένα μέρος μόνον ενός αριθμού, ώστε όπου υπάρχει ένας αριθμός, βέβαια εκεί δεν υπάρχει αναγκαίως και μονός αριθμός, αλλά παντού όπου υπάρχει ο μονός αριθμός, εκεί αναγκαίως υπάρχει και ένας αριθμός. Τώρα, θαρρώ, με καταλαμβάνεις βέβαια; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε. | Πολύ ωραία μάλιστα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
τὸ τοιοῦτον τοίνυν καὶ ἐκεῖ λέγων ἠρώτων· ἆρα ἵνα | Αυτό το ίδιον λοιπόν ακριβώς και προηγουμένως σε ηρώτησα· | ||
12d | δίκαιον ἔνθα καὶ ὅσιον; ἢ ἵνα μὲν ὅσιον ἔνθα καὶ δίκαιον, ἵνα δὲ δίκαιον οὐ πανταχοῦ ὅσιον· μόριον γὰρ τοῦ δικαίου τὸ ὅσιον; οὕτω φῶμεν ἢ ἄλλως σοι δοκεῖ; | άρα γε παντού όπου υπάρχει το δίκαιον, εκεί ομοίως υπάρχει και το ευσεβές, ή όπου μεν ακριβώς υπάρχει το ευσεβές, εκεί παντού υπάρχει ομοίως και το δίκαιον, όπου δε υπάρχει το δίκαιον, δεν υπάρχει παντού γενικώς και το ευσεβές. Διότι το ευσεβές είναι ένα μέρος μόνον του δικαίου. Αυτό θα παραδεχθώμεν ως βάσιν του ορισμού μας, ή έχεις καμμίαν άλλην γνώμην; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
οὔκ, ἀλλ᾽ οὕτω. φαίνῃ γάρ μοι ὀρθῶς λέγειν. | Αυτή η βάσις, την οποίαν θέτεις, μου φαίνεται ότι είναι ορθή. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ὅρα δὴ τὸ μετὰ τοῦτο. εἰ γὰρ μέρος τὸ ὅσιον τοῦ δικαίου, δεῖ δὴ ἡμᾶς, ὡς ἔοικεν, ἐξευρεῖν τὸ ποῖον μέρος ἂν εἴη τοῦ δικαίου τὸ ὅσιον. εἰ μὲν οὖν σύ με ἠρώτας τι τῶν νυνδή, οἷον ποῖον μέρος ἐστὶν ἀριθμοῦ τὸ ἄρτιον καὶ τίς ὢν τυγχάνει οὗτος ὁ ἀριθμός, εἶπον ἂν ὅτι ὃς ἂν μὴ σκαληνὸς ᾖ ἀλλ᾽ ἰσοσκελής· ἢ οὐ δοκεῖ σοι; | Πρόσεξε τώρα εις το εξής. Εάν βέβαια το ευσεβές είναι ένα μέρος μόνον του δικαίου, πρέπει τώρα ημείς, καθώς νομίζω, να εξετάσωμεν ποίον ακριβώς μέρος του δικαίου ημπορεί να είναι το ευσεβές. Εάν βεβαίως συ με ερωτούσες διά κανέν από όσα τώρα δα είπαμεν, παραδείγματος χάριν, ποίον μέρος ενός αριθμού είναι ο άρτιος αριθμός, και ποίος ακριβώς είναι ο αριθμός αυτός, θα σου απαντούσα ότι άρτιος είναι ο αριθμός εκείνος όπου διαιρείται εις δύο ίσα μέρη και όχι εκείνος που διαιρείται εις δύο άνισα. Δεν έχεις την γνώμην αυτήν όπου έχω και εγώ; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔμοιγε. | Μάλιστα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης, | ||
12e | πειρῶ δὴ καὶ σὺ ἐμὲ οὕτω διδάξαι τὸ ποῖον μέρος τοῦ δικαίου ὅσιόν ἐστιν, ἵνα καὶ Μελήτῳ λέγωμεν μηκέθ᾽ ἡμᾶς ἀδικεῖν μηδὲ ἀσεβείας γράφεσθαι, ὡς ἱκανῶς ἤδη παρὰ σοῦ μεμαθηκότας τά τε εὐσεβῆ καὶ ὅσια καὶ τὰ μή. | Προσπάθησε λοιπόν τώρα και συ έτσι να μου αναπτύξης το ζήτημά μας, ποίον ακριβώς μέρος του δικαίου είναι το ευσεβές, διά να είπω και εις τον Μέλητον να μη θέλη πλέον να με θεωρή ένοχον εγκλήματος δημοσίου, μήτε να με καταγγέλλη εις το δικαστήριον επί ασεβεία, διότι αρκετά καλώς πλέον έχω μάθει από σε ποία είναι ευσεβή και άγια και ποία όχι. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
τοῦτο τοίνυν ἔμοιγε δοκεῖ, ὦ Σώκρατες, τὸ μέρος τοῦ δικαίου εἶναι εὐσεβές τε καὶ ὅσιον, τὸ περὶ τὴν τῶν θεῶν θεραπείαν, τὸ δὲ περὶ τὴν τῶν ἀνθρώπων τὸ λοιπὸν εἶναι τοῦ δικαίου μέρος. | Λοιπόν εις εμέ τουλάχιστον, ω Σώκρατες, φαίνεται ότι το ευσεβές και το άγιον αποτελεί αυτό το μέρος του δικαίου, το οποίον αφορά εις την θεραπείαν και λατρείαν των θεών, το δε επίλοιπον μέρος αυτού αφορά εις την περιποίησιν και φροντίδα, η οποία είναι πρέπον να υπάρχη μεταξύ των ανθρώπων. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
καὶ καλῶς γέ μοι, ὦ Εὐθύφρων, φαίνῃ λέγειν, ἀλλὰ | Πολύ ωραία εις εμέ τουλάχιστον φαίνεσαι ότι εκφράζεσαι, ω Ευθύφρον. | ||
13a | σμικροῦ τινος ἔτι ἐνδεής εἰμι· τὴν γὰρ θεραπείαν οὔπω συνίημι ἥντινα ὀνομάζεις. οὐ γάρ που λέγεις γε, οἷαίπερ καὶ αἱ περὶ τὰ ἄλλα θεραπεῖαί εἰσιν, τοιαύτην καὶ περὶ θεούς-- λέγομεν γάρ που--οἷόν φαμεν ἵππους οὐ πᾶς ἐπίσταται θεραπεύειν ἀλλὰ ὁ ἱππικός· ἦ γάρ; | Αλλ' όμως μου λείπει κάτι τι παρά μικρόν ακόμη από τον ορισμόν. Διότι δεν καταλαμβάνω καλά-καλά τί εννοείς με την λέξιν θεραπεία ή λατρεία. Βεβαίως, καθώς φρονώ, δεν εννοείς ότι η λατρεία, την οποίαν έχουν οι άνθρωποι διά τους θεούς, είναι τοιούτου είδους, οποίαι ακριβώς είναι αι φροντίδες και αι περιποιήσεις τας οποίας έχουν δι' όλα τα λοιπά πράγματα. Διότι λέγομεν βέβαια, παραδείγματος χάριν, ότι τους ίππους δεν γνωρίζει ο καθένας να τους περιποιέται παρά μόνον ο ιπποκόμος. Έτσι είναι. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε. | Μάλιστα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἡ γάρ που ἱππικὴ ἵππων θεραπεία. | Η ιππική λοιπόν τέχνη αποβλέπει κυρίως εις την περιποίησιν των ίππων. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ναί. | Μάλιστα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐδέ γε κύνας πᾶς ἐπίσταται θεραπεύειν ἀλλὰ ὁ κυνηγετικός. | Και τους κυνηγετικούς κύνας βέβαια δεν γνωρίζει ο καθένας να περιποιήται και ανατρέφη, αλλά μόνον ο κυνηγός. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
οὕτω. | Έτσι είναι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἡ γάρ που κυνηγετικὴ κυνῶν θεραπεία. | Ώστε η κυνηγετική τέχνη βέβαια, νομίζω, αποβλέπει εις την περιποίησιν και ανατροφήν των κυνών. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
13b | ναί. | Ναι. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἡ δέ γε βοηλατικὴ βοῶν. | Και η βοηλατική τέχνη τότε αποβλέπει εις την περιποίησιν των βοών; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε. | Μάλιστα. |
13) Ο Τάνταλος ήτο βασιλεύς της Φρυγίας τόσον πλούσιος, ώστε ως παροιμίαν έλεγον οι αρχαίοι «Ταντάλου χρήματα», διά να φανερώσουν ανυπολογίστους θησαυρούς.
14) Όλα ταύτα λέγει ο Σωκράτης με ειρωνείαν.
15) Είναι ταύτα στίχοι από τα «Κύπρια έπη» του Στασίνου, ενός εκ των Κυκλικών λεγομένων ποιητών, των μετά τον Όμηρον. Άλλοι όμως τους στίχους αυτούς αποδίδουν εις τον ποιητήν Επίχαρμον. Του γνωμικού όμως τούτου εγίνετο συχνή χρήσις από τους αρχαίους.
15α) Stasinus Cypria Fr. 20
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἡ δὲ δὴ ὁσιότης τε καὶ εὐσέβεια θεῶν, ὦ Εὐθύφρων; οὕτω λέγεις; | Η αγιότης λοιπόν και η ευσέβεια αποβλέπει εις την περιποίησιν των θεών, ω Ευθύφρον; Αυτό εννοείς; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔγωγε. | Μάλιστα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκοῦν θεραπεία γε πᾶσα ταὐτὸν διαπράττεται; οἷον τοιόνδε· ἐπ᾽ ἀγαθῷ τινί ἐστι καὶ ὠφελίᾳ τοῦ θεραπευομένου, ὥσπερ ὁρᾷς δὴ ὅτι οἱ ἵπποι ὑπὸ τῆς ἱππικῆς θεραπευόμενοι ὠφελοῦνται καὶ βελτίους γίγνονται· ἢ οὐ δοκοῦσί σοι; | Λοιπόν κάθε φροντίς και περιποίησις βεβαίως τον ίδιον σκοπόν έχει; ένα τέτοιον, δηλαδή αποβλέπει εις το καλόν και την ωφέλειαν του πράγματος, διά το οποίον φροντίζει κανείς, καθώς βλέπεις δα ότι οι ίπποι, όταν υπό της ιππικής τέχνης περιποιούνται, τότε ωφελούνται και γίνονται καλύτεροι. Ή δεν είναι έτσι; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔμοιγε. | Μάλιστα, έτσι είναι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
καὶ οἱ κύνες γέ που ὑπὸ τῆς κυνηγετικῆς, καὶ οἱ | Και οι κύνες βέβαια, φρονώ, όταν υπό της κυνηγετικής τέχνης περιποιούνται, | ||
13c | βόες ὑπὸ τῆς βοηλατικῆς, καὶ τἆλλα πάντα ὡσαύτως· ἢ ἐπὶ βλάβῃ οἴει τοῦ θεραπευομένου τὴν θεραπείαν εἶναι; | και τα βώδια υπό της βοηλατικής, και τα λοιπά όλα πράγματα ομοίως, ωφελούνται και γίνονται καλύτερα. Ή νομίζεις ότι η περιποίησις και η φροντίς, οπού λαμβάνεται δι' αυτά συντελεί εις βλάβην των; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
μὰ Δί᾽ οὐκ ἔγωγε. | Μα τον Δία, όχι αναμφιβόλως. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἀλλ᾽ ἐπ᾽ ὠφελίᾳ; | Αλλά συντελεί εις την ωφέλειάν των; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πῶς δ᾽ οὔ; | Βεβαίως. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἦ οὖν καὶ ἡ ὁσιότης θεραπεία οὖσα θεῶν ὠφελία τέ ἐστι θεῶν καὶ βελτίους τοὺς θεοὺς ποιεῖ; καὶ σὺ τοῦτο συγχωρήσαις ἄν, ὡς ἐπειδάν τι ὅσιον ποιῇς, βελτίω τινὰ τῶν θεῶν ἀπεργάζῃ; | Ε λοιπόν, και η ευσέβεια, αφού είναι φροντίς και περιποίησις, την οποίαν έχουν οι άνθρωποι διά τους θεούς, συντελεί εις ωφέλειαν των θεών και τους κάμνει καλυτέρους; Και συ ήθελες τολμήσει ποτέ να βεβαιώσης, ότι οσάκις εκτελής καμμίαν ευσεβή πράξιν, κάμνεις καλύτερον κανένα από τους θεούς; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
μὰ Δί᾽ οὐκ ἔγωγε. | Ποτέ, ποτέ, μα τον Δία. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐδὲ γὰρ ἐγώ, ὦ Εὐθύφρων, οἶμαί σε τοῦτο λέγειν --πολλοῦ καὶ δέω--ἀλλὰ τούτου δὴ ἕνεκα καὶ ἀνηρόμην | Ούτε εγώ βέβαια, ω Ευθύφρον, δεν πιστεύω ποτέ ότι συ εννοείς αυτό. Ουδαμώς. Αλλά δι' αυτό μάλιστα σε ηρώτησα πολλές φορές | ||
13d | τίνα ποτὲ λέγοις τὴν θεραπείαν τῶν θεῶν, οὐχ ἡγούμενός σε τοιαύτην λέγειν. | τί επί τέλους εννοείς με την λέξιν λατρεία διά τους θεούς, διότι ήμουν πεπεισμένος ότι δεν δίδεις εις την λέξιν αυτήν την τοιαύτην σημασίαν. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
καὶ ὀρθῶς γε, ὦ Σώκρατες· οὐ γὰρ τοιαύτην λέγω. | Και πολύ σωστά, ω Σώκρατες, εγώ βέβαια δεν δίδω τοιαύτην έννοιαν εις την λέξιν. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
εἶεν· ἀλλὰ τίς δὴ θεῶν θεραπεία εἴη ἂν ἡ ὁσιότης; | Ας είναι. Αλλά ειπέ μου τώρα, τί είδους ακριβώς περιποίησις και φροντίς διά τους θεούς ημπορεί να είναι η ευσέβεια; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἥνπερ, ὦ Σώκρατες, οἱ δοῦλοι τοὺς δεσπότας θεραπεύουσιν. | Είναι, ω Σώκρατες, εκείνη η φροντίς και η περιποίησις, με την οποίαν περιποιούνται οι δούλοι τους αυθέντας των. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
μανθάνω· ὑπηρετική τις ἄν, ὡς ἔοικεν, εἴη θεοῖς. | Καταλαμβάνω. Εννοείς ότι η φροντίς αυτή είναι ωσάν κάποια υπηρετική τέχνη, χρησιμεύουσα εις την υπηρεσίαν των θεών. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ μὲν οὖν. | Βεβαιότατα. Αυτό εννοώ. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἔχοις ἂν οὖν εἰπεῖν ἡ ἰατροῖς ὑπηρετικὴ εἰς τίνος ἔργου ἀπεργασίαν τυγχάνει οὖσα ὑπηρετική; οὐκ εἰς ὑγιείας οἴει; | Ημπορείς λοιπόν να μου είπης, η τέχνη οπού εξυπηρετεί τους ιατρούς, εις ποίου έργου την εκτέλεσιν τους εξυπηρετεί; Δεν φρονείς ότι τους εξυπηρετεί εις την αποκατάστασιν της υγείας δι' ένα άρρωστον; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔγωγε. | Μάλιστα. Αυτό εννοώ. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
13e | τί δὲ ἡ ναυπηγοῖς ὑπηρετική; εἰς τίνος ἔργου ἀπεργασίαν ὑπηρετική ἐστιν; | Αλλά η τέχνη, ω Ευθύφρον, η οποία εξυπηρετεί τους ναυπηγούς, εις ποίου έργου την εκτέλεσιν τους εξυπηρετεί; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
δῆλον ὅτι, ὦ Σώκρατες, εἰς πλοίου. | Είναι φανερόν, ω Σώκρατες, ότι τους εξυπηρετεί εις το να κατασκευάζουν πλοία. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
καὶ ἡ οἰκοδόμοις γέ που εἰς οἰκίας; | Και η τέχνη, φρονώ, των οικοδόμων εξυπηρετεί αυτούς εις το να κατασκευάζουν οικίας; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ναί. | Ναι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
εἰπὲ δή, ὦ ἄριστε· ἡ δὲ θεοῖς ὑπηρετικὴ εἰς τίνος ἔργου ἀπεργασίαν ὑπηρετικὴ ἂν εἴη; δῆλον γὰρ ὅτι σὺ οἶσθα, ἐπειδήπερ τά γε θεῖα κάλλιστα φῂς εἰδέναι ἀνθρώπων. | Ειπέ μου τώρα, φίλτατε· η ευσέβεια, η οποία εξυπηρετεί τους θεούς, εις ποίου έργου την εκτέλεσιν ημπορεί να τους εξυπηρετή; Είναι φανερόν ότι συ το γνωρίζεις αυτό, επειδή ίσα-ίσα ωμολόγησες ότι γνωρίζεις τα θρησκευτικά ζητήματα εξόχως άριστα, όσον κανείς από τους ανθρώπους όλους. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
καὶ ἀληθῆ γε λέγω, ὦ Σώκρατες. | Και είπα βέβαια την αλήθειαν, ω Σώκρατες. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
εἰπὲ δὴ πρὸς Διὸς τί ποτέ ἐστιν ἐκεῖνο τὸ πάγκαλον ἔργον ὃ οἱ θεοὶ ἀπεργάζονται ἡμῖν ὑπηρέταις χρώμενοι; | Ειπέ μου τώρα, εν ονόματι του Διός, τί επί τέλους είναι εκείνο το κατ' εξοχήν ευμορφότατον έργον, το οποίον οι θεοί κάμνουν με την υπηρεσίαν και βοήθειαν της ιδικής μας ευσεβείας και αγιότητος; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πολλὰ καὶ καλά, ὦ Σώκρατες. | Πολλά ωραία πράγματα, ω Σώκρατες, κάμνουν. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
14a | καὶ γὰρ οἱ στρατηγοί, ὦ φίλε· ἀλλ᾽ ὅμως τὸ κεφάλαιον αὐτῶν ῥᾳδίως ἂν εἴποις, ὅτι νίκην ἐν τῷ πολέμῳ ἀπεργάζονται· ἢ οὔ; | Βεβαίως και οι στρατηγοί, φίλε μου, πολλά ωραία πράγματα κατορθώνουν. Αλλ' όμως το κυριώτατον από αυτά εύκολα ημπορείς να μου είπης, ότι δηλαδή κατορθώνουν την νίκην εις τους πολέμους. Είναι έτσι; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πῶς δ᾽ οὔ; | Βεβαιότατα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
πολλὰ δέ γ᾽, οἶμαι, καὶ καλὰ καὶ οἱ γεωργοί· ἀλλ᾽ ὅμως τὸ κεφάλαιον αὐτῶν ἐστιν τῆς ἀπεργασίας ἡ ἐκ τῆς γῆς τροφή. | Πιστεύω δε ότι και οι γεωργοί κατορθώνουν βεβαίως πολλά ωραία πράγματα. Αλλ' όμως το κυριώτατον από τα έργα των, είναι το να χορηγούν τροφήν εις τους ανθρώπους από τα προϊόντα της γης. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε. | Είμαι πολύ σύμφωνος. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
τί δὲ δὴ τῶν πολλῶν καὶ καλῶν ἃ οἱ θεοὶ ἀπεργάζονται; τί τὸ κεφάλαιόν ἐστι τῆς ἐργασίας; | Ειπέ μου λοιπόν τώρα. Από τα πολλά ωραία πράγματα, τα οποία οι θεοί κάμνουν με την υπηρεσίαν της ευσεβείας μας, ποίον είνε το κυριώτατον; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
καὶ ὀλίγον σοι πρότερον εἶπον, ὦ Σώκρατες, ὅτι | Και ολίγον πρωτύτερα σου είπα, ω Σώκρατες, ότι όλα αυτά τα ζητήματα | ||
14b | πλείονος ἔργου ἐστὶν ἀκριβῶς πάντα ταῦτα ὡς ἔχει μαθεῖν· τόδε μέντοι σοι ἁπλῶς λέγω, ὅτι ἐὰν μὲν κεχαρισμένα τις ἐπίστηται τοῖς θεοῖς λέγειν τε καὶ πράττειν εὐχόμενός τε καὶ θύων, ταῦτ᾽ ἔστι τὰ ὅσια, καὶ σῴζει τὰ τοιαῦτα τούς τε ἰδίους οἴκους καὶ τὰ κοινὰ τῶν πόλεων· τὰ δ᾽ ἐναντία τῶν κεχαρισμένων ἀσεβῆ, ἃ δὴ καὶ ἀνατρέπει ἅπαντα καὶ ἀπόλλυσιν. | είνε παρά πολύ δύσκολον να τα αναπτύξη κανείς με ακρίβειαν. Απλώς όμως σου λέγω το εξής: ότι εάν κανείς άνθρωπος ηξεύρη και να λέγη και να πράττη ευάρεστα εις τους θεούς και όταν προσεύχεται και όταν θυσιάζη, αυτά είνε οπού λέγω εγώ ευσεβή έργα· όλα δε αυτού του είδους τα έργα σώζουν και τους ιδιαιτέρους οίκους των ανθρώπων και τας κοινάς υποθέσεις των πόλεων. Όσα δε έργα είνε εναντία από τα ευάρεστα, είνε ασεβή, τα οποία ίσα-ίσα καταστρέφουν εκ θεμελίων και εξαφανίζουν τα πάντα. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἦ πολύ μοι διὰ βραχυτέρων, ὦ Εὐθύφρων, εἰ ἐβούλου, εἶπες ἂν τὸ κεφάλαιον ὧν ἠρώτων· ἀλλὰ γὰρ οὐ | Α, πολύ συντομωτέρα, ω Ευθύφρον, εάν ήθελες, ημπορούσες να μου είπης το κυριώτατον από εκείνα, που σε ηρώτησα. | ||
14c | πρόθυμός με εἶ διδάξαι--δῆλος εἶ. καὶ γὰρ νῦν ἐπειδὴ ἐπ᾽ αὐτῷ ἦσθα ἀπετράπου, ὃ εἰ ἀπεκρίνω, ἱκανῶς ἂν ἤδη παρὰ σοῦ τὴν ὁσιότητα ἐμεμαθήκη. νῦν δὲ ἀνάγκη γὰρ τὸν ἐρῶντα τῷ ἐρωμένῳ ἀκολουθεῖν ὅπῃ ἂν ἐκεῖνος ὑπάγῃ, τί δὴ αὖ λέγεις τὸ ὅσιον εἶναι καὶ τὴν ὁσιότητα; οὐχὶ ἐπιστήμην τινὰ τοῦ θύειν τε καὶ εὔχεσθαι; | Αλλά βεβαίως βλέπω ότι δεν έχεις την προθυμίαν να με διδάξης. Είνε πολύ φανερόν αυτό. Διότι τώρα δα, οπού έφθασες ακριβώς επάνω εις την ουσίαν του ζητήματος, παρεξέκλινες εξαφνα και απεμακρύνθης από αυτό. Μίαν λέξιν εάν μου έλεγες ακόμη, αρκετά ήθελα καταλάβη πλέον από σε τί πράγμα είνε η ευσέβεια κατ' ουσίαν. Αλλ' όμως θα σε παρακολουθήσω —επειδή είνε ανάγκη να σε ακολουθώ, ως ο εραστής την ερωμένην του, όπου και αν υπάγης—. Τί πράγμα εννοείς τώρα ότι είνε το ευσεβές και η ευσέβεια; Δεν εννοείς ότι είνε κάποια τέχνη να θυσιάζη κανείς εις τους θεούς και να προσεύχεται εις αυτούς; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔγωγε. | Μάλιστα. | ||
Σωκράτης | |||
Λοιπόν το να θυσιάζη κανείς σημαίνει ότι χαρίζει κάτι εις τους θεούς, το δε να προσεύχεται σημαίνει ότι ζητεί κάτι τι από τους θεούς; | |||
Ευθύφρων | |||
Βεβαιότατα, ω Σώκρατες. | |||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκοῦν τὸ θύειν δωρεῖσθαί ἐστι τοῖς θεοῖς, τὸ δ᾽ εὔχεσθαι αἰτεῖν τοὺς θεούς; | Λοιπόν το μεν να θυσιάζη κανείς εις τους θεούς σημαίνει ότι χαρίζει εις αυτούς, το δε να προσεύχεται σημαίνει ότι ζητεί κανείς από τους θεούς; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
καὶ μάλα, ὦ Σώκρατες. | Μάλιστα, ω Σώκρατες. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
14d | ἐπιστήμη ἄρα αἰτήσεως καὶ δόσεως θεοῖς ὁσιότης ἂν εἴη ἐκ τούτου τοῦ λόγου. | Ώστε η ευσέβεια σύμφωνα με τον ορισμόν σου αυτόν είνε επιστήμη ζητήσεως και δόσεως, ήγουν να ζητή κανείς να λάβη από τους θεούς και να χαρίζη εις αυτούς. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ καλῶς, ὦ Σώκρατες, συνῆκας ὃ εἶπον. | Πολύ ωραία εννόησες, ω Σώκρατες, ό,τι είπα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἐπιθυμητὴς γάρ εἰμι, ὦ φίλε, τῆς σῆς σοφίας καὶ προσέχω τὸν νοῦν αὐτῇ, ὥστε οὐ χαμαὶ πεσεῖται ὅτι ἂν εἴπῃς. ἀλλά μοι λέξον τίς αὕτη ἡ ὑπηρεσία ἐστὶ τοῖς θεοῖς; αἰτεῖν τε φῂς αὐτοὺς καὶ διδόναι ἐκείνοις; | Βεβαιότατα, ω φίλε μου, διότι είμαι εραστής της σοφίας σου και έχω αφιερώση όλην την προσοχήν μου εις αυτήν, ώστε ό,τι και αν είπης, δεν θα είνε χαμένον. (16) Αλλά σε παρακαλώ, ειπέ μου, ποία είνε αυτή η υπηρεσία, την οποίαν οι άνθρωποι προσφέρουν εις τους θεούς; Παραδέχεσαι ότι αυτή είνε η τέχνη να ζητή κανείς να λάβη από αυτούς και να δίδη εις εκείνους; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔγωγε. | Βεβαίως. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἆρ᾽ οὖν οὐ τό γε ὀρθῶς αἰτεῖν ἂν εἴη ὧν δεόμεθα παρ᾽ ἐκείνων, ταῦτα αὐτοὺς αἰτεῖν; | Άρα γε λοιπόν το να ζητώμεν από τους θεούς ορθώς, δεν σημαίνει ότι πρέπει να ζητώμεν από αυτούς εκείνα, των οποίων έχομεν ανάγκην; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀλλὰ τί; | Βεβαίως τί άλλο ημπορεί να σημαίνη παρά τούτο; | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
14e | καὶ αὖ τὸ διδόναι ὀρθῶς, ὧν ἐκεῖνοι τυγχάνουσιν δεόμενοι παρ᾽ ἡμῶν, ταῦτα ἐκείνοις αὖ ἀντιδωρεῖσθαι; οὐ γάρ που τεχνικόν γ᾽ ἂν εἴη δωροφορεῖν διδόντα τῳ ταῦτα ὧν οὐδὲν δεῖται. | Και πάλιν το να δίδωμεν δώρα εις τους θεούς ορθώς δεν σημαίνει ότι πρέπει και ημείς να δίδωμεν εις αυτούς εκείνα, των οποίων έχουσιν ανάγκην από ημάς; Διότι δεν είναι, θαρρώ, τακτικόν βέβαια, να προσφέρη κανείς δώρα εις ένα άνθρωπον πράγματα, τα όποια δεν χρειάζεται. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀληθῆ λέγεις, ὦ Σώκρατες. | Πολύ αληθινά λέγεις, ω Σώκρατες. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἐμπορικὴ ἄρα τις ἂν εἴη, ὦ Εὐθύφρων, τέχνη ἡ ὁσιότης θεοῖς καὶ ἀνθρώποις παρ᾽ ἀλλήλων. | Ώστε η ευσέβεια, ω Ευθύφρον, είνε κάποια τέχνη εμπορική και κερδοσκοπική εκμετάλλευσις αναμεταξύ θεών και ανθρώπων. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἐμπορική, εἰ οὕτως ἥδιόν σοι ὀνομάζειν. | Μάλιστα· ένα είδος εμπορικής τέχνης είνε η ευσέβεια, αν σου αρέση καλύτερα έτσι να την ονομάζωμεν. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἀλλ᾽ οὐδὲν ἥδιον ἔμοιγε, εἰ μὴ τυγχάνει ἀληθὲς ὄν. φράσον δέ μοι, τίς ἡ ὠφελία τοῖς θεοῖς τυγχάνει οὖσα ἀπὸ τῶν δώρων ὧν παρ᾽ ἡμῶν λαμβάνουσιν; ἃ μὲν γὰρ διδόασι | Αλλ' όχι, ω Ευθύφρον. Εις εμέ τουλάχιστον τίποτε δεν αρέσει καλύτερα, αν δεν τύχη να είνε πράγματι αληθές. Αλλ' ειπέ μου, σε παρακαλώ, ποίαν ωφέλειαν έχουν οι θεοί από τα δώρα μας; | ||
15a | παντὶ δῆλον· οὐδὲν γὰρ ἡμῖν ἐστιν ἀγαθὸν ὅτι ἂν μὴ ἐκεῖνοι δῶσιν. ἃ δὲ παρ᾽ ἡμῶν λαμβάνουσιν, τί ὠφελοῦνται; ἢ τοσοῦτον αὐτῶν πλεονεκτοῦμεν κατὰ τὴν ἐμπορίαν, ὥστε πάντα τὰ ἀγαθὰ παρ᾽ αὐτῶν λαμβάνομεν, ἐκεῖνοι δὲ παρ᾽ ἡμῶν οὐδέν; | Διότι όσα μεν καλά μας δίδουν οι θεοί, εις κάθε άνθρωπον αυτά είνε φανερά. Διότι ημείς πραγματικώς κανέν καλόν δεν έχομεν, το οποίον να μη μας έδωκαν οι θεοί, από όσα δε από ημάς εκείνοι λαμβάνουν, τί ωφέλειαν έχουν από αυτά; Ή τόσον πολύ περισσότερον πλεονέκται και δόλιοι είμεθα από τους θεούς εις το εμπόριον, ώστε όλα τα καλά και ωφέλιμα λαμβάνομεν από αυτούς, εκείνοι δε τίποτε καλόν από ημάς δεν λαμβάνουν; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀλλ᾽ οἴει, ὦ Σώκρατες, τοὺς θεοὺς ὠφελεῖσθαι ἀπὸ τούτων ἃ παρ᾽ ἡμῶν λαμβάνουσιν; | Αλλά πιστεύεις, ω Σώκρατες, ότι οι θεοί ωφελούνται από αυτά, τα όποια λαμβάνουν από ημάς; | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἀλλὰ τί δήποτ᾽ ἂν εἴη ταῦτα, ὦ Εὐθύφρων, τὰ παρ᾽ ἡμῶν δῶρα τοῖς θεοῖς; | Αλλά τότε τί, τέλος πάντων, ημπορεί να είναι, ω Ευθύφρον, τα δώρα, τα οποία εκ μέρους μας προσφέρονται εις τους θεούς; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
τί δ᾽ οἴει ἄλλο ἢ τιμή τε καὶ γέρα καί, ὅπερ ἐγὼ ἄρτι ἔλεγον, χάρις; | Τί άλλο, θαρρείς, να είνε, παρά τιμή και σέβας και δοξολογία και ό,τι εγώ ακριβώς ανωτέρω είπα, πράγμα θεάρεστον, με το οποίον επιζητούμεν να αποκτήσωμεν την εύνοιαν αυτών; | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
15b | κεχαρισμένον ἄρα ἐστίν, ὦ Εὐθύφρων, τὸ ὅσιον, ἀλλ᾽ οὐχὶ ὠφέλιμον οὐδὲ φίλον τοῖς θεοῖς; | Ώστε, ω Ευθύφρον, το ευσεβές είνε εν πράγμα θεάρεστον, με το οποίον αποκτά κανείς την εύνοιαν των θεών, δεν είνε δε ωφέλιμον εις τους θεούς ούτε προσφιλές εις αυτούς; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
οἶμαι ἔγωγε πάντων γε μάλιστα φίλον. | Εγώ όμως πιστεύω ότι το ευσεβές, ω Σώκρατες, είνε εν πράγμα εξόχως προσφιλέστατον εις τους θεούς από όλα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
τοῦτο ἄρ᾽ ἐστὶν αὖ, ὡς ἔοικε, τὸ ὅσιον, τὸ τοῖς θεοῖς φίλον. | Ώστε, καθώς ομολογείς, το ευσεβές πράγμα είνε προσέτι και αγαπητόν εις τους θεούς. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
μάλιστά γε. | Βεβαιότατα, μάλιστα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
θαυμάσῃ οὖν ταῦτα λέγων ἐάν σοι οἱ λόγοι φαίνωνται μὴ μένοντες ἀλλὰ βαδίζοντες, καὶ ἐμὲ αἰτιάσῃ τὸν Δαίδαλον βαδίζοντας αὐτοὺς ποιεῖν, αὐτὸς ὢν πολύ γε τεχνικώτερος τοῦ Δαιδάλου καὶ κύκλῳ περιιόντα ποιῶν; ἢ οὐκ αἰσθάνῃ ὅτι ὁ λόγος ἡμῖν περιελθὼν πάλιν εἰς ταὐτὸν | Θα εκπλαγής λοιπόν, ενώ μου λέγης αυτά, διότι οι ορισμοί σου δεν φαίνονται σταθεροί, αλλά μετακινούνται και περιπατούν, και θα κατηγορήσης πάλιν εμέ, τον Δαίδαλον, οπού κάμνω αυτούς να περιπατούν, ενώ συ είσαι, βλέπω, παρά πολύ επιτηδειότερος από τον Δαίδαλον και κάμνεις αυτούς να φέρουν γύρω; Ή δεν εννοείς ότι ο ορισμός μας, αφού έκαμεν ένα κύκλον, κατήντησε πάλιν εις το ίδιον σημείον; | ||
15c | ἥκει; μέμνησαι γάρ που ὅτι ἐν τῷ πρόσθεν τό τε ὅσιον καὶ τὸ θεοφιλὲς οὐ ταὐτὸν ἡμῖν ἐφάνη ἀλλ᾽ ἕτερα ἀλλήλων· ἢ οὐ μέμνησαι; | Ενθυμείσαι βεβαίως, θαρρώ, ότι προηγουμένως το ευσεβές και το αγαπητόν εις τους θεούς δεν μας εφάνη ότι είνε το ίδιον, αλλ' ότι είνε διαφορετικών το εν από το άλλο, ή δεν το ενθυμείσαι; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔγωγε. | Μάλιστα· το ενθυμούμαι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
νῦν οὖν οὐκ ἐννοεῖς ὅτι τὸ τοῖς θεοῖς φίλον φῂς ὅσιον εἶναι; τοῦτο δ᾽ ἄλλο τι ἢ θεοφιλὲς γίγνεται; ἢ οὔ; | Δεν καταλαμβάνεις λοιπόν ότι τώρα ομολογείς ότι εκείνο οπού αρέσει εις τους θεούς είνε ευσεβές; Τούτο δε οπού αρέσει εις αυτούς δεν είναι αλήθεια ότι είνε θεάρεστον; ή όχι; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε. | Βεβαίως είνε θεάρεστον και αγαπητόν. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκοῦν ἢ ἄρτι οὐ καλῶς ὡμολογοῦμεν, ἢ εἰ τότε καλῶς, νῦν οὐκ ὀρθῶς τιθέμεθα. | Λοιπόν ή προ ολίγου δεν ωρίσαμεν αυτό καλά, ή αν τότε καλά το ωρίσαμεν, τώρα δεν συζητούμεν ορθώς και φθάνομεν εις εσφαλμένον ορισμόν. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔοικεν. | Φαίνεται ότι έτσι είναι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἐξ ἀρχῆς ἄρα ἡμῖν πάλιν σκεπτέον τί ἐστι τὸ ὅσιον, ὡς ἐγὼ πρὶν ἂν μάθω ἑκὼν εἶναι οὐκ ἀποδειλιάσω. | Ώστε από την αρχήν πρέπει να σκεφθώμεν πάλιν και να εξετάσωμεν ποίον πράγμα είνε ακριβώς το ευσεβές. Διότι εγώ, όσον εξαρτάται από την θέλησιν μου, δεν θα αποδειλιάσω, έως ότου να το μάθω. | ||
15d | ἀλλὰ μή με ἀτιμάσῃς ἀλλὰ παντὶ τρόπῳ προσσχὼν τὸν νοῦν ὅτι μάλιστα νῦν εἰπὲ τὴν ἀλήθειαν· οἶσθα γὰρ εἴπερ τις ἄλλος ἀνθρώπων, καὶ οὐκ ἀφετέος εἶ ὥσπερ ὁ Πρωτεὺς πρὶν ἂν εἴπῃς. εἰ γὰρ μὴ ᾔδησθα σαφῶς τό τε ὅσιον καὶ τὸ ἀνόσιον, οὐκ ἔστιν ὅπως ἄν ποτε ἐπεχείρησας ὑπὲρ ἀνδρὸς θητὸς ἄνδρα πρεσβύτην πατέρα διωκάθειν φόνου, ἀλλὰ καὶ τοὺς θεοὺς ἂν ἔδεισας παρακινδυνεύειν μὴ οὐκ ὀρθῶς αὐτὸ ποιήσοις, καὶ τοὺς ἀνθρώπους ᾐσχύνθης· νῦν δὲ εὖ οἶδα ὅτι | Όμως μη με περιφρονήσης, αλλά με κάθε τρόπον, έχων όσον το δυνατόν προσεκτικόν τον νουν σου, τώρα πες μου την αλήθειαν. Διότι ηξεύρεις όσον κανείς άλλος άνθρωπος, ότι δεν πρέπει να σε αφήσω, καθώς ο Πρωτεύς (17), έως ότου με διδάξης αυτό. Διότι αν δεν ήξευρες καθαρά ποίον πράγμα είνε όσιον και ποίον ανόσιον, ποτέ δεν θα επεχείρεις να καταγγείλης εις το δικαστήριον επί φόνω τον πατέρα σου, ένα γηραλέον άνθρωπον, διά να υπερασπίσης ένα μισθωτόν δούλον, ένα ημεροκαματιάρην. Αλλά προσέτι και τους θεούς θα εφοβείσο, να ριψοκινδυνεύσης με τόσην τόλμην μήπως ήθελες διαπράξη καμμίαν ασέβειαν δι' αυτής της πράξεως και τους ανθρώπους θα εντρέπεσο. Τώρα όμως, πολύ καλά το ηξεύρω, | |
15e | σαφῶς οἴει εἰδέναι τό τε ὅσιον καὶ μή. εἰπὲ οὖν, ὦ βέλτιστε Εὐθύφρων, καὶ μὴ ἀποκρύψῃ ὅτι αὐτὸ ἡγῇ. | πιστεύεις ότι με σαφήνειαν γνωρίζεις ποίον πράγμα είνε ευσεβές και ποίον όχι. Ειπέ μου λοιπόν, ω αγαθώτατε Ευθύφρον, και μη μου αποκρύψης τί πράγμα θεωρείς ότι είνε αυτό το ευσεβές. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
εἰς αὖθις τοίνυν, ὦ Σώκρατες· νῦν γὰρ σπεύδω ποι, καί μοι ὥρα ἀπιέναι. | Πολύ ευχαρίστως, αλλά, σε παρακαλώ, άλλην φοράν, ω Σώκρατες, διότι τώρα βιάζομαι να υπάγω κάπου, και είνε καιρός να πηγαίνω. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οἷα ποιεῖς, ὦ ἑταῖρε. ἀπ᾽ ἐλπίδος με καταβαλὼν μεγάλης ἀπέρχῃ ἣν εἶχον, ὡς παρὰ σοῦ μαθὼν τά τε ὅσια καὶ μὴ καὶ τῆς πρὸς Μέλητον γραφῆς ἀπαλλάξομαι, ἐνδειξάμενος | Τί παράξενα κάμνεις, φίλε μου. Μου φεύγεις τώρα και μου αφαιρείς τόσον μεγάλας ελπίδας οπού είχα, κ' εφανταζόμην ότι, αφού εμάνθανον από σε ποία πράγματα είνε ευσεβή και ποία όχι, ήθελον απαλλαχθή από την εκ μέρους του Μελήτου εναντίον μου δίκην, | ||
16a | ἐκείνῳ ὅτι σοφὸς ἤδη παρ᾽ Εὐθύφρονος τὰ θεῖα γέγονα καὶ ὅτι οὐκέτι ὑπ᾽ ἀγνοίας αὐτοσχεδιάζω οὐδὲ καινοτομῶ περὶ αὐτά, καὶ δὴ καὶ τὸν ἄλλον βίον ὅτι ἄμεινον βιωσοίμην. | διότι θα του απεδείκνυον ότι εγώ πλέον έγεινα σοφός, όσον αφορά εις τα θρησκευτικά ζητήματα, διδαχθείς από τον Ευθύφρονα, και ότι δεν νεωτερίζω πλέον εισάγων νέας δοξασίας και καινοτομίας εις αυτά από άγνοιαν, και ιδίως μάλιστα ήθελα ζήση πλέον όσον το δυνατόν ευσεβέστατα και ως προς τας μετά των νεωτέρων σχέσεις μου. |