ἕλκω: σύρω, τραβώ
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἕλκω, ἕλκεις, ἕλκει, ἕλκομεν, ἕλκετε, ἕλκουσι(ν)
ἕλκω, ἕλκῃς, ἕλκῃ, ἕλκωμεν, ἕλκητε, ἕλκωσι(ν)
ἕλκοιμι, ἕλκοις, ἕλκοι, ἕλκοιμεν, ἕλκοιτε, ἕλκοιεν
---, ἕλκε, ἑλκέτω, ---, ἕλκετε, ἑλκόντων (ή ἑλκέτωσαν)
ἕλκειν
ἕλκων, ἕλκουσα, ἕλκον
Παρατατικός
Οριστική
εἷλκον, εἷλκες, εἷλκε, εἵλκομεν, εἵλκετε, εἷλκον
Οριστική
ἕλξω, ἕλξεις, ἕλξει, ἕλξομεν, ἕλξετε, ἕλξουσι(ν)
ἕλξοιμι, ἕλξοις, ἕλξοι, ἕλξοιμεν, ἕλξοιτε, ἕλξοιεν
ἕλξειν
ἕλξων, ἕλξουσα, ἕλξον
Οριστική
εἵλκυσα, εἵλκυσας, εἵλκυσε(ν), εἱλκύσαμεν, εἱλκύσατε, εἵλκυσαν
ἑλκύσω, ἑλκύσῃς, ἑλκύσῃ, ἑλκύσωμεν, ἑλκύσητε, ἑλκύσωσι(ν)
ἑλκύσαιμι, ἑλκύσαις ή ἑλκύσειας, ἑλκύσαι ή ἑλκύσειε(ν), ἑλκύσαιμεν, ἑλκύσαιτε, ἑλκύσαιεν ή ἑλκύσειαν
---, ἕλκυσον, ἑλκυσάτω, ---, ἑλκύσατε, ἑλκυσάντων (ή ἑλκυσάτωσαν)
ἑλκύσαι
ἑλκύσας, ἑλκύσασα, ἑλκύσαν
Οριστική
εἵλκυκα, εἵλκυκας, εἵλκυκε, εἱλκύκαμεν, εἱλκύκατε, εἱλκύκασι(ν)
Υποτακτική
εἱλκυκώς- εἱλκυκυῖα- εἱλκυκός ὦ
εἱλκυκώς- εἱλκυκυῖα- εἱλκυκός ᾖς
εἱλκυκότες- εἱλκυκυῖαι- εἱλκυκότα ὦμεν
Ευκτική
εἱλκυκώς- εἱλκυκυῖα- εἱλκυκός εἴην
Προστακτική
---
εἱλκυκώς- εἱλκυκυῖα- εἱλκυκός ἴσθι
εἱλκυκότες- εἱλκυκυῖαι- εἱλκυκότα ἔστε
Απαρέμφατο
εἱλκυκέναι
εἱλκυκώς- εἱλκυκυῖα- εἱλκυκός
Ενεστώτας
Οριστική
ἕλκομαι, ἕλκῃ ή ἕλκει, ἕλκεται, ἑλκόμεθα, ἕλκεσθε, ἕλκονται
ἕλκωμαι, ἕλκῃ, ἕλκηται, ἑλκώμεθα, ἕλκησθε, ἕλκωνται
ἑλκοίμην, ἕλκοιο, ἕλκοιτο, ἑλκοίμεθα, ἕλκοισθε, ἕλκοιντο
---, ἕλκου, ἑλκέσθω, ---, ἕλκεσθε, ἑλκέσθων ή ἑλκέσθωσαν
ἕλκεσθαι
ἑλκόμενος
Παρατατικός
Οριστική
εἱλκόμην, εἵλκου, εἵλκετο, εἱλκόμεθα, εἵλκεσθε, εἵλκοντο
Οριστική
εἱλκυσάμην, εἱλκύσω, εἱλκύσατο, εἱλκυσάμεθα, εἱλκύσασθε, εἱλκύσαντο
ἑλκύσωμαι, ἑλκύσῃ, ἑλκύσηται, ἑλκυσώμεθα, ἑλκύσησθε, ἑλκύσωνται
ἑλκυσαίμην, ἑλκύσαιο, ἑλκύσαιτο, ἑλκυσαίμεθα, ἑλκύσαισθε, ἑλκύσαιντο
---, ἕλκυσαι, ἑλκυσάσθω, ---, ἑλκύσασθε, ἑλκυσάσθων ή ἑλκυσάσθωσαν
ἑλκύσασθαι
ἑλκυσάμενος
Οριστική
εἱλκύσθην, εἱλκύσθης, εἱλκύσθη, εἱλκύσθημεν, εἱλκύσθητε, εἱλκύσθησαν
ἑλκυσθῶ, ἑλκυσθῇς, ἑλκυσθῇ, ἑλκυσθῶμεν, ἑλκυσθῆτε, ἑλκυσθῶσι(ν)
ἑλκυσθείην, ἑλκυσθείης, ἑλκυσθείη, ἑλκυσθείημεν ή ἑλκυσθεῖμεν, ἑλκυσθείητε ή ἑλκυσθεῖτε, ἑλκυσθείησαν ή ἑλκυσθεῖεν
---, ἑλκύσθητι, ἑλκυσθήτω, ---, ἑλκύσθητε, ἑλκυσθέντων ή ἑλκυσθήτωσαν
ἑλκυσθῆναι
ἑλκυσθείς
Παρακείμενος
Οριστική
εἵλκυσμαι, εἵλκυσαι, εἵλκυσται, εἱλκύσμεθα, εἵλκυσθε, εἱλκυσμέμοι εἰσί
Υποτακτική
εἱλκυσμένος- εἱλκυσμένη- εἱλκυσμένον ὦ
εἱλκυσμένος- εἱλκυσμένη- εἱλκυσμένον ᾖς
εἱλκυσμένοι- εἱλκυσμέναι- εἱλκυσμένα ὦμεν
Ευκτική
εἱλκυσμένος- εἱλκυσμένη- εἱλκυσμένον εἴην
Προστακτική
---, εἵλκυσο, εἱλκύσθω, --- εἵλκυσθε, εἱλκύσθων ή εἱλκύσθωσαν
Απαρέμφατο
εἱλκύσθαι
εἱλκυσμένος,