μέλλω = έχω σκοπό, αναβάλλω
Ενεστώτας
Οριστική
μέλλω, μέλλεις, μέλλει, μέλλομεν, μέλλετε, μέλλουσι(ν)
μέλλω, μέλλῃς, μέλλῃ, μέλλωμεν, μέλλητε, μέλλωσι(ν)
μέλλοιμι, μέλλοις, μέλλοι, μέλλοιμεν, μέλλοιτε, μέλλοιεν
Προστακτική
---, μέλλε, μελλέτω, ---, μέλλετε, μελλόντων (ή μελλέτωσαν)
Απαρέμφατο
μέλλειν
Μετοχή
μέλλων, μέλλουσα, μέλλον
Παρατατικός
Οριστική
ἔμελλον, ἔμελλες, ἔμελλε, ἐμέλλομεν, ἐμέλλετε, ἔμελλον
Μέλλοντας
Οριστική
μελλήσω, μελλήσεις, μελλήσει, μελλήσομεν, μελλήσετε, μελλήσουσι(ν)
μελλήσοιμι, μελλήσοις, μελλήσοι, μελλήσοιμεν, μελλήσοιτε, μελλήσοιεν
Απαρέμφατο
μελλήσειν
Μετοχή
μελλήσων, μελλήσουσα, μελλῆσον
Αόριστος
Οριστική
ἐμέλλησα, ἐμέλλησας, ἐμέλλησε(ν), ἐμελλήσαμεν, ἐμελλήσατε, ἐμέλλησαν
μελλήσω, μελλήσῃς, μελλήσῃ, μελλήσωμεν, μελλήσητε, μελλήσωσι(ν)
μελλήσαιμι, μελλήσαις ή μελλήσειας, μελλήσαι ή μελλήσειε(ν), μελλήσαιμεν, μελλήσαιτε, μελλήσαιεν ή μελλήσειαν
Προστακτική
---, μέλλησον, μελλησάτω, ---, μελλήσατε, μελλησάντων (ή μελλησάτωσαν)
Απαρέμφατο
μελλῆσαι
Μετοχή
μελλήσας, μελλήσασα, μελλῆσαν
Αναλυτική κλίση του ρήματος μέλλω στα αρχαία ελληνικά
10:38 μ.μ.
0