Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
πίνω, πίνεις, πίνει, πίνομεν, πίνετε, πίνουσι(ν)
πίνω, πίνῃς, πίνῃ, πίνωμεν, πίνητε, πίνωσι(ν)
πίνοιμι, πίνοις, πίνοι, πίνοιμεν, πίνοιτε, πίνοιεν
Προστακτική
---, πῖνε, πινέτω, ---, πίνετε, πινόντων (ή πινέτωσαν)
πίνειν
Μετοχή
πίνων, πίνουσα, πῖνον
Παρατατικός
Οριστική
ἔπινον, ἔπινες, ἔπινε, ἐπίνομεν, ἐπίνετε, ἔπινον
Οριστική
πίομαι, πίῃ ή πίει, πίεται, πιόμεθα, πίεσθε, πίονται
πιοίμην, πίοιο, πίοιτο, πιοίμεθα, πίοισθε, πίοιντο
Απαρέμφατο
πίεσθαι
Μετοχή
πιόμενος
πιομένη
πιόμενον
Οριστική
ἔπιον, ἔπιες, ἔπιε(ν), ἐπίομεν, ἐπίετε, ἔπιον
πίω, πίῃς, πίῃ, πίωμεν, πίητε, πίωσι(ν)
πίοιμι, πίοις, πίοι, πίοιμεν, πίοιτε, πίοιεν
Προστακτική
---, πῖε, πιέτω, ---, πίετε, πιόντων (ή πιέτωσαν)
πιεῖν
πιών, πιοῦσα, πιόν
Οριστική
πέπωκα, πέπωκας, πέπωκε, πεπώκαμεν, πεπώκατε, πεπώκασι(ν)
Υποτακτική
πεπωκώς- πεπωκυῖα- πεπωκός ὦ
πεπωκώς- πεπωκυῖα- πεπωκός ᾖς
πεπωκότες- πεπωκυῖαι- πεπωκότα ὦμεν
Ευκτική
πεπωκώς- πεπωκυῖα- πεπωκός εἴην
Προστακτική
---
πεπωκώς- πεπωκυῖα- πεπωκός ἴσθι
πεπωκότες- πεπωκυῖαι- πεπωκότα ἔστε
Απαρέμφατο
πεπωκέναι
Μετοχή
πεπωκώς- πεπωκυῖα- πεπωκός
Ενεστώτας
Οριστική
πίνομαι, πίνῃ ή πίνει, πίνεται, πινόμεθα, πίνεσθε, πίνονται
πίνωμαι, πίνῃ, πίνηται, πινώμεθα, πίνησθε, πίνωνται
πινοίμην, πίνοιο, πίνοιτο, πινοίμεθα, πίνοισθε, πίνοιντο
Προστακτική
---, πίνου, πινέσθω, ---, πίνεσθε, πινέσθων ή πινέσθωσαν
Απαρέμφατο
πίνεσθαι
Μετοχή
πινόμενος
πινομένη
πινόμενον
Οριστική
ἐπινόμην, ἐπίνου, ἐπίνετο, ἐπινόμεθα, ἐπίνεσθε, ἐπίνοντο
Οριστική
ἐπόθην, ἐπόθης, ἐπόθη, ἐπόθημεν, ἐπόθητε, ἐπόθησαν
ποθῶ, ποθῇς, ποθῇ, ποθῶμεν, ποθῆτε, ποθῶσι(ν)
ποθείην, ποθείης, ποθείη, ποθείημεν ή ποθεῖμεν, ποθείητε ή ποθεῖτε, ποθείησαν ή ποθεῖεν
---, πόθητι, ποθήτω, ---, πόθητε, ποθέντων ή ποθήτωσαν
Απαρέμφατο
ποθῆναι
ποθείς
ποθεῖσα
Οριστική
πέπομαι, πέποσαι, πέποται, πεπόμεθα, πέποσθε, πέπονται
Υποτακτική
πεπομένος- πεπομένη- πεπομένον ὦ
πεπομένος- πεπομένη- πεπομένον ᾖς
πεπομένοι- πεπομέναι- ποπομένα ὦμεν
Ευκτική
πεπομένος- πεπομένη- πεπομένον εἴην
Προστακτική
---, πέποσο, πεπόσθω, --- πέποσθε, πεπόσθων ή πεπόσθωσαν
Απαρέμφατο
πεόσθαι
Μετοχή
πεπομένος,
πεπομένη,
πεπομένον