τιτρώσκω = πληγώνω, τραυματίζω
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τιτρώσκω, τιτρώσκεις, τιτρώσκει, τιτρώσκομεν, τιτρώσκετε, τιτρώσκουσι(ν)
τιτρώσκω, τιτρώσκῃς, τιτρώσκῃ, τιτρώσκωμεν,τιτρώσκητε, τιτρώσκωσι(ν)
τιτρώσκοιμι, τιτρώσκοις, τιτρώσκοι, τιτρώσκοιμεν, τιτρώσκοιτε, τιτρώσκοιεν
Προστακτική
---, τίτρωσκε, τιτρωσκέτω, ---, τιτρώσκετε, τιτρωσκόντων (ή τιτρωσκέτωσαν)
Απαρέμφατο
τιτρώσκειν
Μετοχή
τιτρώσκων, τιτρώσκουσα, τιτρῶσκον
Παρατατικός
Οριστική
ἐτίτρωσκον, ἐτίτρωσκες, ἐτίτρωσκε, ἐτιτρώσκομεν, ἐτιτρώσκετε, ἐτίτρωσκον
Μέλλοντας
Οριστική
τρώσω, τρώσεις, τρώσει, τρώσομεν, τρώσετε, τρώσουσι(ν)
τρώσοιμι, τρώσοις, τρώσοι, τρώσοιμεν, τρώσοιτε, τρώσοιεν
Απαρέμφατο
τρώσειν
Μετοχή
τρώσων, τρώσουσα, τρῶσον
Αόριστος
Οριστική
ἔτρωσα, ἔτρωσας, ἔτρωσε(ν), ἐτρώσαμεν, ἐτρώσατε, ἔτρωσαν
τρώσω, τρώσῃς, τρώσῃ, τρώσωμεν, τρώσητε, τρώσωσι(ν)
τρώσαιμι, τρώσαις - τρώσειας, τρώσαι - τρώσειε(ν), τρώσαιμεν, τρώσαιτε, τρώσαιεν - τρώσειαν
Προστακτική
---, τρῶσον, τρωσάτω, ---, τρώσατε, τρωσάντων (ή τρωσάτωσαν)
τρῶσαι
τρώσας, τρώσασα, τρῶσαν
Παρακείμενος
Οριστική
τέτρωκα, τέτρωκας, τέτρωκε, τετρώκαμεν, τετρώκατε, τετρώκασι(ν)
Υποτακτική
τετρωκώς- τετρωκυῖα- τετρωκός ὦ
τετρωκώς- τετρωκυῖα- τετρωκός ᾖς
τετρωκότες- τετρωκυῖαι- τετρωκότα ὦμεν
Ευκτική
τετρωκώς- τετρωκυῖα- τετρωκός εἴην
Προστακτική
---
τετρωκώς- τετρωκυῖα- τετρωκός ἴσθι
τετρωκότες- τετρωκυῖαι- τετρωκότα ἔστε
Απαρέμφατο
τετρωκέναι
Μετοχή
τετρωκώς- τετρωκυῖα- τετρωκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐτετρώκειν, ἐτετρώκεις, ἐτετρώκει, ἐτετρώκεμεν, ἐτετρώκετε, ἐτετρώκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τιτρώσκομαι, τιτρώσκῃ/τιτρώσκει, τιτρώσκεται, τιτρωσκόμεθα, τιτρώσκεσθε, τιτρώσκονται
τιτρώσκωμαι, τιτρώσκῃ, τιτρώσκηται, τιτρωσκώμεθα, τιτρώσκησθε, τιτρώσκωνται
τιτρωσκοίμην, τιτρώσκοιο, τιτρώσκοιτο, τιτρωσκοίμεθα, τιτρώσκοισθε, τιτρώσκοιντο
Προστακτική
---, τιτρώσκου, τιτρωσκέσθω, ---, τιτρώσκεσθε, τιτρωσκέσθων ή τιτρωσκέσθωσαν
Απαρέμφατο
τιτρώσκεσθαι
Μετοχή
τιτρωσκόμενος
τιτρωσκομένη
τιτρωσκόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐτιτρωσκόμην, ἐτιτρώσκου, ἐτιτρώσκετο, ἐτιτρωσκόμεθα, ἐτιτρώσκεσθε, ἐτιτρώσκοντο
Μέλλοντας
Οριστική
τρώσομαι, τρώσῃ/τρώσει, τρώσεται, τρωσόμεθα, τρώσεσθε, τρώσονται
τρωσοίμην, τρώσοιο, τρώσοιτο, τρωσοίμεθα, τρώσοισθε, τρώσοιντο
Απαρέμφατο
τρώσεσθαι
Μετοχή
τρωσόμενος
τρωσομένη
τρωσόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
τρωθήσομαι, τρωθήσῃ/τρωθήσει, τρωθήσεται, τρωθησόμεθα, τρωθήσεσθε, τρωθήσονται
τρωθησοίμην, τρωθήσοιο, τρωθήσοιτο, τρωθησοίμεθα, τρωθήσοισθε, τρωθήσοιντο
Απαρέμφατο
τρωθήσεσθαι
Μετοχή
τρωθησόμενος
τρωθησομένη
τρωθησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐτρώθην, ἐτρώθης, ἐτρώθη, ἐτρώθημεν, ἐτρώθητε, ἐτρώθησαν
τρωθῶ, τρωθῇς, τρωθῇ, τρωθῶμεν, τρωθῆτε, τρωθῶσι(ν)
τρωθείην, τρωθείης, τρωθείη, τρωθείημεν ή τρωθεῖμεν, τρωθείητε ή τρωθεῖτε, τρωθείησαν ή τρωθεῖεν
---, τρώθητι, τρωθήτω, ---, τρώθητε, τρωθέντων ή τρωθήτωσαν
Απαρέμφατο
τρωθῆναι
τρωθείς
τρωθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
τέτρωμαι, τέτρωσαι, τέτρωται, τετρώμεθα, τέτρωσθε, τέτρωνται
Υποτακτική
τετρωμένος- τετρωμένη-τετρωμένον ὦ
τετρωμένος- τετρωμένη-τετρωμένον ᾖς
τετρωμένοι- τετρωμέναι-τετρωμένα ὦμεν
Ευκτική
τετρωμένος- τετρωμένη-τετρωμένον εἴην
Προστακτική
---, τέτρωσο, τετρώσθω, --- τέτρωσθε, τετρώσθων ή τετρώσθωσαν
Απαρέμφατο
τετρῶσθαι
τετρωμένος,
τετρωμένη,
τετρωμένον
Υπερσυντέλικος
ἐτετρώμην, ἐτέτρωσο, ἐτέτρωτο, ἐτετρώμεθα, ἐτέτρωσθε, ἐτέτρωντο