Μία κόπια από τη χαμένη ταινία «Οι απάχηδες των Αθηνών» του 1930 εντοπίστηκε πριν από λίγα χρόνια στη Γαλλία, αποκαταστάθηκε και μέσω αυτής «βλέπουμε» την Αθήνα και τις γειτονιές της στον Μεσοπόλεμο.
Οι ταινίες του παλιού κινηματογράφου πέρα από την καλλιτεχνική τους παρακαταθήκη αποτελούν και ένα τεκμήριο για την καθημερινότητα, τη ζωή της περιόδου που γυρίστηκαν. Είναι σαν ένα παράθυρο σε έναν κόσμο που οι περισσότεροι από εμάς δεν ζήσαμε. Η άνθιση του ελληνικού σινεμά, μεταπολεμικά και με αποκορύφωμα την περίοδο της παντοκρατορίας της Finos Film μας χαρίζουν ακόμη και σήμερα εικόνες από την Ελλάδα του '50, του '60 ή και του '70.
Όσο πιο πίσω πάμε όμως στα χρόνια, τόσο πιο δύσκολο είναι να βρούμε ταινίες που γυρίστηκαν στα μέρη μας και απεικονίζουν -πέραν των άλλων- μέρη τα οποία περπατάμε σήμερα αλλά δεν έχουμε καμία ιδέα για το πώς ήταν τόσες δεκαετίες πριν.
Η χαμένη ταινία του 1930
Το 1950 βγήκε στους κινηματογράφους, με μεγάλη επιτυχία μάλιστα, μία ταινία που συγκέντρωνε ένα καστ έμπειρων (όπως ο Αιμίλιος Βεάκης) και νεαρών (όπως ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Μίμης Φωτόπουλος και ο Ντίνος Ηλιόπουλος) ηθοποιών που πραγματευόταν τις σχέσεις μεταξύ πλουσίων και φτωχών με φόντο την παλιά Αθήνα. Όλοι γνώριζαν πως η συγκεκριμένη ταινία είχε γυριστεί ξανά στο παρελθόν, για την ακρίβεια το 1930, αλλά κανείς δεν την είχε δει. Για πολλές δεκαετίες, οι πρώτοι «Απάχηδες των Αθηνών» θεωρούταν μια χαμένη ταινία.
Και όμως πριν από κάποια χρόνια βρέθηκε μία κόπια της στα αρχεία της Ταινιοθήκης της Γαλλίας. «Οι Απάχηδες των Αθηνών» που είχε σκηνοθετήσει ο Δημήτρης Γαζιάδης και που απεικόνιζε την Αθήνα του Μεσοπολέμου, αποκτούσε και πάλι ζωή.
Χάρη στην αποκλειστική δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, η Ταινιοθήκη της Ελλάδας ανέλαβε το σημαντικό έργο της αποκατάστασης και ψηφιοποίησης σε 4Κ και σε κόπια 35mm και της ανασύνθεσης της μουσικής που συνόδευε το έργο. Και αυτό με τη μουσική δεν είναι τυχαίο που το αναφέρουμε.
Η πρώτη «ηχητική και άδουσα» ελληνική ταινία
Η ταινία γυρίστηκε στα χρόνια του βωβού κινηματογράφου. Είχε όμως μια καινοτομία για την εποχή, που την έκανε να ξεχωρίζει. Οι δημιουργοί της την χαρακτήριζαν ως την πρώτη «ηχητική και άδουσα» ελληνική ταινία και για να το καταφέρουν αυτό επιστράτευσαν ένα τέχνασμα. Η μουσική της ταινίας είχε ηχογραφηθεί σε πλάκες γραμμοφώνου και έπαιζε «πάνω» από την ταινία. Αυτό βέβαια δεν είχε πάντα επιτυχία καθώς όπως αναφέρουν δημοσιεύματα της εποχής σε πολλές περιπτώσεις εικόνα και ήχος δεν συγχρονίζονταν και δεν αλληλεπικαλύπτονταν, με αποτέλεσμα τα χείλη του ηθοποιού να κινούνται χωρίς ήχο.
Η Dag Films που είχε αναλάβει την παραγωγή της δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά το vitaphone ώστε η ταινία να είναι ομιλούσα. Η πρώτη ομιλούσα θα ερχόταν δύο χρόνια αργότερα και θα ήταν «Ο Αγαπητικός της βοσκοπούλας».
Γυρισμένη σε γειτονιές της Αθήνας
Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν το Φεβρουάριο του 1930 και καταγράφουν καταγράφει έξοχα ορισμένα από τα σημαντικότερα τοπόσημα της Αθήνας και των περιχώρων, και συλλαμβάνει την καθημερινότητα του 1930 στην Πλάκα, στου Ψυρρή, στην Αγορά, στο Θησείο, στο Γκάζι, στην Πλατεία Συντάγματος, στην Ομόνοια, στην οδό Σταδίου, στην Πανεπιστημίου, αλλά και στα Ανάκτορα του Τατοΐου.
Μετά από την αποκατάσταση της ταινίας μπορούμε πλέον να δούμε καθαρά πως ακριβώς ήταν οι περιοχές σχεδόν έναν αιώνα πριν. Αλλά και συνήθειες όπως για παράδειγμα τον περιβόητο πετροπόλεμο ανάμεσα σε ομάδα παιδιών (στην... καλύτερη περίπτωση).
Η υπόθεση της ταινίας
Το έργο βασίζεται στην ομώνυμη οπερέτα των Νίκου Χατζηαποστόλου και Γιάννη Πρινέα (1921), σε ελεύθερη απόδοση. Πρωταγωνιστούν θρυλικές μορφές της ελληνικής οπερέτας όπως ο Πέτρος Κυριακός, η Μαίρη Σαγιάνου και ο Πέτρος Επιτροπάκης.
Σύμφωνα με το σκηνοθέτη, Δημήτρη Γαζιάδη, η οπερέτα μεταφέρθηκε ως ένα «εξευγενισμένο λαϊκό ρομάντσο, χωρίς τίποτε το μόρτικο, αλλά μ' απεικόνιση της ελληνικής λαϊκής ψυχής, της καλής ψυχής του Ρωμιού, που ενώ του προσφέρεται η αγάπη μιας πλούσιας, την αποκρούει για την αγάπη του φτωχού κοριτσιού που του έχει αφοσιωθεί».
Εκανε πρεμιέρα στην Αθήνα στις 28 Απριλίου 1930 στο θέατρο Αττικόν. Είχε μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα και προβλήθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες όπως η Αγγλία, η Γαλλία, η Σουηδία και η Νορβηγία. Η ταινία προβλήθηκε επίσης σε μέρη της Αιγύπτου και της Τουρκίας.
Η αποκατάστασή της
Οπως μας ενημερώνει το tainiothiki.gr, μια κόπια από την ταινία βρέθηκε στην Ταινιοθήκη της Βρετάνης, η οποία ενημέρωσε την Ταινιοθήκη της Γαλλίας στο Παρίσι, αν ενδιαφέρεται να την προσθέσει στη συλλογή της. Η Ταινιοθήκη της Γαλλίας αντέδρασε άμεσα και τη μετέφερε στο Παρίσι. Η επόμενη ενέργεια, όπως ήταν φυσικό, ήταν η επικοινωνία με την Ταινιοθήκη της Ελλάδας για το αν θέλει και αν μπορεί να την αποκαταστήσει. Το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος ανταποκρίθηκε θερμά στο αίτημα της Ταινιοθήκης της Ελλάδος να γίνει ο αποκλειστικός δωρητής αυτής της σπουδαίας αποκατάστασης.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, τα μόνα διαθέσιμα στοιχεία για την ταινία βασιζόντουσαν στο έντυπα υλικό που έχει διασωθεί σε αρχεία, δηλαδή στις κριτικές, στις συνεντεύξεις και στα προγράμματα των κινηματογράφων της εποχής. Το υλικό που βρέθηκε ήταν μια κόπια προβολής, αρκετά ταλαιπωρημένη, με αρκετές κολλήσεις, σκουπίδια, γραμμές και με γαλλικούς μεσότιτλους.
Την ανασύσταση της μουσικής στην αποκατεστημένη κόπια ανέλαβε το Κέντρο Ελληνικής Μουσικής, ενώ τη σύνθεση της ηχητικής μπάντας ανέλαβε η Ηλέκτρα Βενάκη.
H παγκόσμια πρώτη παρουσίαση του φιλμ πραγματοποιήθηκε στις 15/2/2020 όμως έπεσε θύμα του κορονοϊού καθώς λόγω της πανδημίας οι προβολές δεν πραγματοποιήθηκαν όπως αρχικά είχαν προγραμματιστεί. Πριν από περίπου έναν χρόνο, η αποκατεστημένη κόπια της ταινίας μεταδόθηκε από την ΕΡΤ2.
Δείτε εδώ τα πλάνα της ταινίας με μία διαφορετική ματιά, επιχρωματισμένα...
Με πληροφορίες από: tainiothiki.gr, filmy.gr, snf.org, mubi.com, Οι πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, wikipedia.org,