Ο Καποδίστριας είναι μία πολυσύνθετη τραγική μορφή της νέας ιστορίας μας, που άναψε πολλά πάθη, ξεσήκωσε πολλούς φίλους κι οχτρούς κι ακόμα δεν μπόρεσε να κατασταλάξει σε μιαν αρμονικήν ενότητα. Είταν μια ασκητική υψηλή φυσιογνωμία που κατέβηκε στην αναρχούμενη Ελλάδα για να βάλει τάξη. Ήξερε πως είναι δύσκολο να μερώσει τόσα και τέτοια θεριά, να χορτάσει τόσων χρόνων βουλημίες και να μετουσιώσει την ασύδοτη ελευτερία σε πειθαρχούμενο Κράτος. Ήξερε καλά πως σαν τους άγιους μάρτυρες κατεβαίνει στο λάκκο των λεόντων· μα δε δίστασε, γιατί αγαπούσε την πατρίδα και πίστευε στη θαυματουργική δύναμη του φωτισμένου νου.
Κατέβηκε στο λάκκο των λεόντων, στην Ελλάδα, κρατώντας, από την τσαρική παράδοση, από την ατομική του ιδιοσυγκρασία κι από ιστορικήν ανάγκη, στα χέρια του κνούτο. Οι Έλληνες τού έστρωσαν δάφνες να πατήσει, τον κοίταζαν με μάτια εκστατικά κ’ έβλεπαν πίσω από τους ώμους του το γένος το ξανθό, έβλεπαν στρατούς και στόλους που συντάζουνταν να κινήσουν και να τους παν στην Πόλη. Και μόνο ο Καποδίστριας ανάμεσα σε τόση μέθη παρέμεινε νηφάλιος — γιατί ήξερε το φοβερό μυστικό: πίσω του δεν υπήρχε καμμιά μυστηριώδης ξένη δύναμη, καμμιά Αόρατη Αρχή· η Ελλάδα μονάχα θα σώσει την Ελλάδα.
Σιγά-σιγά οι Έλληνες άρχισαν να μαντεύουν την πικρήν αλήθεια· τα φανταχτερά φτερά που είχαν στολίσει τον Κυβερνήτη άρχισαν να μαδούν. Σκόρπισε η μαγεία. Ξέσπασε η αναρχία. Μονάχα ένας προφήτης θα μπορούσε τότε να κυβερνήσει την Ελλάδα· ένας ένοπλος προφήτης που θα επέβαλλε το σεβασμό και το δέος. Ο Καποδίστριας είταν άοπλος· φώναξε, φοβέρισε και τέλος, όταν τα ζόρισε πολύ, τα θεριά άνοιξαν το στόμα τους και τον κατάπιαν.
Πέρασαν 115 χρόνια κι ακόμα δεν μπορούμε να σταθούμε μπρος στην υψηλή αυτή μορφή με δικαιοσύνη. Οι αριστεροί τον κατηγορούν ως τύραννο, οι δεξιοί τον υμνούν ως μεγαλομάρτυρα. Είταν και τα δυο. Μα απάνω απ’ όλα είχε την ανώτατη τούτη αρετή που τον εξαγιάζει: αγνότητα. Αγνότητα ασκητική, πύρινη.
Τούτη την υψηλή αγέλαστη αρετή θέλησα να τονίσω στην τραγωδία μου, αναμερίζοντας όλες τις εφήμερες πολιτικές και κοινωνικές ιδεολογίες της εποχής μας. Είδα τον άνθρωπο που στέκεται ορθός, άοπλος μπροστά στο χάος και το κοιτάζει. Και δε γυρίζει πίσω. Το εναντίον, αντρειέβει, ζητάει το αδύνατο. Ποιο αδύνατο; Να βάλει τάξη στο χάος.
Κι όταν κατάλαβε πια πως όσο θα ζούσε, θάταν μονάχα το σύνθημα του εμφύλιου σπαραγμού, τότε τράβηξε σεμνά, αποφασιστικά, χωρίς μεγάλα λόγια, με κάποια μάλιστα ανυπομονησία, προς το θάνατο. Όχι γιατί αγαπούσε το θάνατο, παρά γιατί αγαπούσε την Ελλάδα.
Μηνύματα ήρθαν απανωτά να τον αντισκόψουν απ’ το μοιραίο δρόμο· μα αυτός, ήσυχος, ξέροντας καλά το για πού και το για τι, τράβηξε το αιματωμένο εκείνο πρωί της 27 Σεπτεμβρίου 1831, κατά την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, στο Ανάπλι, και σήκωσε τα χέρια: «Είμαι έτοιμος!»
Το ανωτέρω κείμενο για τον Ιωάννη Καποδίστρια είχε συγγραφεί από τον Νίκο Καζαντζάκη το 1946, επί τη ευκαιρία της παρουσίασης του δράματός του «Καποδίστριας» από το Εθνικό Θέατρο.
Στις 26 Ιανουαρίου 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας (1776-1831) είχε ορκιστεί πρώτος κυβερνήτης του νεότερου ελληνικού κράτους στη μητρόπολη της Αίγινας.
Ο Νίκος Παρασκευάς (Καποδίστριας) και ο Ιωάννης Αυλωνίτης (Κολοκοτρώνης) στον «Καποδίστρια» του Νίκου Καζαντζάκη, σε παράσταση του Εθνικού Θεάτρου στις 25 Μαρτίου 1946 (πηγή: Ψηφιοποιημένο αρχείο Εθνικού Θεάτρου/www.nt-archive.gr).