Ο πρώτος μεγάλος Έλληνας μουσικός
Στις 26 Οκτωβρίου 1795, στην Κέρκυρα, γεννήθηκε ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος – Μάντζαρος. Αντίθετα με τα όσα διαβάζετε συνήθως σε τέτοια αφιερώματα – προσωπογραφίες, ο Μάντζαρος δεν ήταν φτωχός, δεν έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια, δεν τον... χτύπησε η μοίρα βαριά.
Ίσα – ίσα ήταν ακριβώς το αντίθετο. Ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας. Ο πατέρας του, Ιάκωβος Μάντζαρος ήταν νομικός και είχε σπουδάσει στην Ιταλία. Η μητέρα του, Ρεγγίνα, ποιήτρια και μουσικός, καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Δαλματίας. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, ο Μάντζαρος είχε λάβει και τον τίτλο του ιππότη.
Όταν οι γονείς του Μάντζαρου είδαν πως ο μικρός γιος τους είχε μια έμφυτη τάση προς τη μουσική, απευθύνθηκαν σε γνωστούς μουσικούς της εποχής προκειμένου να λάβει την εκπαίδευση που έπρεπε.
Λέγεται πως η μητέρα του ήταν εκείνη που τον στήριξε από την πρώτη στιγμή, ενώ ο πατέρας του ήθελε ο γιος του να έχει διαφορετική επαγγελματική πορεία και συγκεκριμένα ήθελα να τον σπουδάσει γιατρό. Παρά την αρχική του επιμονή, πάντως, όταν και εκείνος αντιλήφθηκε το ταλέντο που είχε ο μικρός, έδωσε την συγκατάθεσή του.
Τα πρώτα μαθήματα μουσικής ο Νικόλαος Μάντζαρος τα έλαβε από τη μητέρα του ενώ στη συνέχεια τον ανέλαβαν οι πιο γνωστοί και καλοί μουσικοί που διέθετε εκείνη την εποχή (αρχές 19ου αιώνα) η Κέρκυρα.
Στη συνέχεια πήγε στην Ιταλία προκειμένου να τελειοποιήσει τις σπουδές του. Εκεί θήτευσε δίπλα σε σπουδαίους μουσικούς. Είναι ενδεικτικό πως σε ηλικία μόλις 20 ετών, ο Νικόλαος Μάντζαρος υπέγραψε την πρώτη του κωμική όπερα! Το «Don Crepuscolo» είναι ένας μικρής διάρκειας (περίπου μισή ώρα) μονόλογο (ένας λόγιος αρχαιολάτρης, ψάχνει για την ιδανική νύφη) για βαρύτονο όπου οι υπόλοιποι ρόλοι παραμένουν σιωπηλοί.
Το συγκριμένο έργο, σήμερα πια, θεωρείται πως είναι η παλαιότερη σωζόμενη ελληνική όπερα. Ο Μάντζαρος, ωστόσο, σύμφωνα με τον συνθέτη και μουσικολόγο Χάρη Ξανθουδάκη, είναι ο συνθέτης του πρώτου γνωστού έργου σε ελληνική γλώσσα για φωνή και ορχήστρα (Aria Greca, 1827), των πρώτων γνωστών ελληνικών έργων για κουαρτέτο εγχόρδων (Partimenti, περίπου 1850), του πρώτου ελληνικού πιανιστικού ρεπερτορίου, του πρώτου ελληνικού έργου σε μορφή φούγκας, της πρώτης μνημονευόμενης ελληνικής συμφωνίας (χαμένη σήμερα), ο συγγραφέας του πρώτου δοκιμίου μουσικής ανάλυσης (Rapporto, 1851) και των πρώτων μουσικοπαιδαγωγικών συγγραμμάτων στην Ελλάδα!
Για πολλούς μάλιστα, η αρχή του της πρώτης μελοποίησης του Εθνικού Ύμνου έχει πάρα πολλές, σημαντικές μελωδικές ομοιότητες με την Aria Greca, το κείμενο της οποίας είναι γραμμένο, πιθανότατα, από τον Ιταλό λόγιο Vincenzo Nannucci.
Γρήγορα ο Μάντζαρος απέκτησε φήμη σπουδαίου καλλιτέχνη. Ειδικά στην Ιταλία η φήμη του ήταν τόσο μεγάλη που τον κάλεσαν να αναλάβει τη διεύθυνση της Μουσικής Σχολής του Μιλάνου και του Ωδείου της Νάπολη. Και στις δυο αυτές τιμητικές προτάσεις, ο Νικόλαος Μάντζαρος απάντησε αρνητικά.
Ο λόγος ήταν απλός. Ήθελε να δουλέψει στην Ελλάδα και να «ρίξει» όλες του τις δυνάμεις στη μουσική μόρφωση της ελληνικής νεολαίας. Επέστρεψε, λοιπόν, στην Κέρκυρα και άρχισε να παραδίδει μαθήματα μουσικής.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο Μάντζαρος πάντα παρέδιδε δωρεάν μαθήματα καθώς ο ίδιος θεωρούσε σημαντικότερη τη διάδοση της μουσικής τέχνης από την πληρωμή.
Ο Μάντζαρος υπήρξε ο εμπνευστής και ιδρυτής της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κέρκυρας, που είναι μια από τις αρχαιότερες μπάντες που υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα. Υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής της και ισόβιος πρόεδρός της.
Ο σπουδαίος συνθέτης πέθανε μετά από ισχυρό εγκεφαλικό, στις 30 Μαρτίου του 1872, στο σπίτι του στην Κέρκυρα, την ώρα που παρέδιδε ένα ακόμα μάθημα μουσικής σε νέα παιδιά.
Ο συνθέτης που μελοποίησε τον Εθνικό Ύμνο
Ο Νικόλαος Μάντζαρος ήταν πολύ στενός φίλος του Διονυσίου Σολωμού και εκτιμούσε πολύ το έργο του Εθνικού ποιητή.
Ο Διονύσιος Σολωμός, τον Μάη του 1823, εν μέσω της Επανάστασης και ενώ ήταν μόλις 25 ετών εκείνη την εποχή, έγραψε το εκτεταμένο ποίημα «Ύμνος εις την Ελευθερίαν». «Δε θέλω να περάσει κανενός από το μυαλό πως την ώρα που νικούν οι δικοί μας στο Μαραθώνα, εγώ κάθομαι και τραγουδώ για ένα βοσκόπουλο», είχε γράψει ο Σολωμός στον φίλο του Γεώργιο Δε Ρώσση, κάνοντας μια αναφορά στο δραματικό έργο του «Ο θάνατος του βοσκού».
Ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» γράφτηκε πρώτα στα ιταλικά και στη συνέχεια γράφτηκε και στα ελληνικά. Αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές. Το μέτρο είναι τροχαϊκό με εναλλαγές επτασύλλαβων και οκτασύλλαβων στίχων και μπορεί να χωρισθεί σε έξι μέρη με το τελευταίο από αυτά να είναι μια έκκληση προς τους Έλληνες πολεμιστές να αφήσουν πίσω τους τη διχόνοια και προς τους ηγέτες της Δύσης να βοηθήσουν στην απελευθέρωση της Ελλάδας.
Το επικό αυτό ποίημα του Σολωμού απέκτησε τεράστια φήμη τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1824, στο Μεσολόγγι και συγκεκριμένα στην εφημερίδα «Ελληνικά Χρονικά» του Ιάκωβου Μάγερ.
Όταν ο Σολωμός έφυγε από τη Ζάκυνθο και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κέρκυρα ήρθε κοντά με τον Νικόλαο Μάντζαρο και εκεί οι δυο τους άρχισαν να δουλεύουν πάνω σε αυτό που αργότερα θα γινόταν ο Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας. Αντίθετα με αυτό που πιστεύουν οι περισσότεροι, πάντως, ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» δεν ήταν η πρώτη συνεργασία των δυο τους. Μερικά χρόνια νωρίτερα ο Μάντζαρος είχε μελοποιήσει την «Φαρμακωμένη» του Σολωμού.
Η πρώτη μελοποίηση (για τετράφωνη ανδρική χορωδία) του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» έγινε το 1828 και διαδόθηκε τόσο πολύ που πρακτικά μετατράπηκε γρήγορα σε άτυπο ύμνο των Επτανήσων.
Την ώρα που ο Μάντζαρος έκανε τη μια μελοποίηση μετά την άλλη (υπολογίζεται πως έκανε τουλάχιστον πέντε, εκ των οποίων διασώζονται σήμερα οι τρεις), ο Διονύσιος Σολωμός πάλευε με όλες τις δυνάμεις που είχε προκειμένου να καθιερώσει το ποίημα του ως Εθνικό Ύμνο.
Το ίδιο όραμα είχε και ο Μάντζαρος ο οποίος το 1844 υπέβαλε στον βασιλιά Όθωνα μια μελοποίηση του ποιήματος. Μέχρι τότε Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας ήταν ο Βαυαρικός, ο ύμνος που έχουν σήμερα η Γερμανία και η Αυστρία.
Ο Όθωνας, ωστόσο, δε θέλησε να αλλάξει τον Εθνικό Ύμνο. Τίμησε με τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος τους δημιουργούς αλλά... μέχρι εκεί.
Το όνειρο που είχαν οι Σολωμός και Μάντζαρος, ωστόσο, άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά όταν σε μια επίσκεψή του στην Κέρκυρα το 1865 το άκουσε από τη Φιλαρμονική Εταιρεία Κέρκυρας, ο βασιλιάς Γεώργιος Α' ο οποίος συγκινήθηκε και ενθουσιάστηκε.
Με βασιλικό διάταγμα που είχε ημερομηνία 4 Αυγούστου χαρακτήρισε τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» ως «επίσημον εθνικόν άσμα» και εντελλόταν η εκτέλεσή του «κατά πάσας τας ναυτικάς παρατάξεις του Βασιλικού Ναυτικού».
Η σημερινή μορφή του Εθνικού Ύμνου, όπου ακούγονται οι 24 πρώτες τετράστιχες στροφές (από τις συνολικά 158, όπως ήδη αναφέρθηκε), προέκυψε από τη διασκευή για μπάντες που έκανε ο συνθέτης και αντισυνταγματάρχης ε.α. Μαργαρίτης Καστέλλης, πρώην διευθυντής του Μουσικού Σώματος.
Από τις 18 Νοεμβρίου 1966 καθιερώθηκε και ως εθνικός ύμνος της Κυπριακής Δημοκρατίας.