Κριτική του Αποστόλη Ζυμβραγάκη
«Θα πάρω τα δάκρυά σου
και θα ντύσω τον κόσμο διαφανή.»
(από το ποίημα «Μην κλαις, παιδί μου...»)
Η νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Τσιβελέκου δεν διαβάζεται – βιώνεται. Πρόκειται για μια λυρική κραυγή υπεράσπισης της αθωότητας, ένα μακροβούτι στον εσωτερικό παιδικό μας εαυτό, που αρνείται να υποταχθεί στο σκοτάδι της «ενηλικίωσης». Το παιδί μέσα του –και μέσα μας– επιμένει να ρωτά, να ονειρεύεται, να αγαπά χωρίς όρους, να χοροπηδά πάνω σε σύννεφα. Και εκεί, σε αυτή τη φαντασιακή του ελευθερία, συντελείται μια αληθινή ποιητική αναγέννηση.
«Όχι, εγώ τα λόγια της στιγμής τα αγαπώ,
κι ας κρατούν λίγο.»
(από το ποίημα «Λόγια της στιγμής»)
Η γραφή του Τσιβελέκου είναι συναισθηματικά πλούσια, αλλά καθόλου συναισθηματικά αφελής. Με ευρηματική παιδικότητα και φιλοσοφική ωριμότητα, ο ποιητής χτίζει μια γλώσσα όπου το αυτονόητο γίνεται και πάλι απορία, και το οικείο αποκτά την αύρα του θαυμαστού. Η ποιητική του σωματοποιεί την ευαισθησία και την κάνει στρατηγική αντίστασης: ένα «πλαστικό σπαθί» απέναντι στη βαρβαρότητα.
«Σε έναν κόσμο που βουλιάζει
στον βάλτο της απληστίας,
τολμώ να φορώ κατάσαρκα
την πανοπλία της αθωότητας.»
(από το ποίημα «Πόλεμος»)
Η συλλογή απαρτίζεται από τέσσερις θεματικές ενότητες, που ακολουθούν μια φυσική διαδρομή: από την εμβρυακή μνήμη του πρώτου «Σταθμού γέννησης» έως τη στοχαστική «Αναγέννηση». Μεταξύ αυτών, ξεχωρίζει η ενότητα Ενήλικο παιδί, στην οποία ο ποιητής παίζει με τα όρια της αθωότητας και της επίγνωσης, ενώ η Νοσταλγία είναι μια σελίδα που μυρίζει γιασεμί και σπιτικό γλυκό – ο πόνος με τη μορφή μιας γιαγιάς που φεύγει ή ενός χιονιού που λιώνει χωρίς να το αγγίξουμε.
Η χρήση του παιδιού ως ποιητικού υποκειμένου δεν είναι αθώα: είναι ένα φιλοσοφικό εργαλείο. Ο Τσιβελέκος φέρνει στο προσκήνιο το παιδί όχι ως σύμβολο, αλλά ως κριτικό ον – ικανό να αποδομήσει τον παραλογισμό των ενηλίκων με μια μόνο ερώτηση:
«Τα ταξιδιάρικα σύννεφα...
πού πάνε μετά, μαμά;
Εκεί που πάνε και οι αγάπες;»
(από το ποίημα «Αθώες ερωτήσεις»)
Συχνά η ποίησή του αγγίζει το μυστικιστικό χωρίς να χάνει τον προσανατολισμό της στην πραγματικότητα. Στην «Παιδική προσευχή», η επιθυμία για ένταξη όλων των «διαφορετικών» παιδιών σε μια αγκαλιά γίνεται μια αυθεντική πρόταση κοινωνικής αλλαγής – όχι ρητορική, αλλά σχεδόν λειτουργική.
Ο Τσιβελέκος φαίνεται να γνωρίζει ότι η ποίηση δεν πρέπει να είναι φτιαγμένη μόνο από αισθήματα – μα και από ιδέες. Και αυτό το πετυχαίνει θαυμαστά. Με στίχους σαν αυτούς:
«Δεν είναι αρκετοί οι άνθρωποι για να τα εκτιμήσουν.
Δεν είναι αρκετό το λιγότερο κι από μισό που τους έχει απομείνει.»
(από το ποίημα «Αρκετά»)
...μας καλεί να επαναπροσδιορίσουμε την ανθρωπιά μας.
Η συλλογή Το παιδί μέσα μου δεν είναι ένα βιβλίο για παιδιά – είναι ένα βιβλίο για ενήλικες που έχουν ξεχάσει ότι κάποτε υπήρξαν παιδιά. Ένας μικρός ύμνος στην τρυφερότητα που μας διαφεύγει. Κι ίσως, διαβάζοντάς το, να σταματήσουμε να ψάχνουμε απαντήσεις, και να αρχίσουμε να ρωτάμε ξανά.
_______________________________________________________