Η απίστευτη αλλά αληθινή ιστορία από το 1933. Πώς ένα τηλεγράφημα για μια γάτα ονόματι Μίτση οδήγησε τον ανακριτή Τζωρτζάκη στη μεγαλύτερη γκάφα της έρευνας για την απόπειρα κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου.
6 Ιουνίου 1933. Η νύχτα πέφτει στην Αθήνα. Το αυτοκίνητο που μεταφέρει τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τη σύζυγό του, Έλενα, δέχεται καταιγισμό πυρών στη Λεωφόρο Κηφισίας. Ο σωματοφύλακάς του πέφτει νεκρός. Η είδηση συγκλονίζει την Ελλάδα. Η έρευνα για τον εντοπισμό των αδίστακτων δολοφόνων ξεκινά αμέσως.
Επικεφαλής της ανάκρισης τίθεται ο φιλόδοξος ανακριτής Τζωρτζάκης, αποφασισμένος να μην αφήσει καμία πέτρα ασήκωτη. Όμως, μέσα στην προσπάθειά του να βρει τους ενόχους, η έρευνα θα έπαιρνε μια σουρεαλιστική τροπή, βάζοντας στο στόχαστρο μια από τις πιο ασυνήθιστες υπόπτους στην ιστορία του ελληνικού εγκλήματος: μια γάτα.
Ο ζηλωτής ανακριτής και το ύποπτο τηλεγράφημα
Ο ανακριτής Τζωρτζάκης, θέλοντας να ελέγξει κάθε πιθανή επικοινωνία μεταξύ συνωμοτών, ζήτησε να του παραδοθούν όλα τα τηλεγραφήματα που διακινήθηκαν τις ημέρες πριν και μετά την απόπειρα. Μέσα σε χιλιάδες αδιάφορα μηνύματα, ένα του κίνησε αμέσως την περιέργεια. Το κείμενο, που είχε σταλεί λίγες μέρες πριν το συμβάν, έγραφε:
«Δυναστεία Βασιλικής υγιαίνει. Μίτση εντάξει»
Για τον Τζωρτζάκη, το μήνυμα ήταν προφανώς κωδικοποιημένο. «Δυναστεία Βασιλικής»; Σαφής αναφορά στα βασιλικά ανάκτορα. Και «Μίτση»; Προφανώς, το ψευδώνυμο μιας μυστηριώδους γυναίκας, ενός κρίσιμου κρίκου στην αλυσίδα της συνωμοσίας. Ο ανακριτής ήταν σίγουρος ότι κρατούσε στα χέρια του το κλειδί της υπόθεσης.
Η σύλληψη και η παράλογη ανάκριση
Το τηλεγράφημα είχε σταλεί από τον Ηλία Δημητριάδη. Χωρίς καθυστέρηση, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης και αστυνομικοί τον οδήγησαν στο γραφείο του ανακριτή. Ακολούθησε και η αδελφή του, Αριστέα. Η ανάκριση που ακολούθησε θα μπορούσε να είναι σκηνή από κωμωδία.
«Ποια είναι η Μίτση;» φώναζε ο Τζωρτζάκης, χτυπώντας το χέρι στο γραφείο. «Πείτε μας το επώνυμό της και την ακριβή της διεύθυνση!»
«Δεν γνωρίζω καμία γυναίκα με το όνομα Μίτση», απαντούσε απεγνωσμένα η Αριστέα, χωρίς να καταλαβαίνει τι συνέβαινε.
«Εσείς ισχυρίζεστε πως δεν την γνωρίζετε, όμως εγώ έχω στα χέρια μου το τηλεγράφημα που αποδεικνύει τη συμμετοχή σας!» επέμενε ο ανακριτής.
Η αποκάλυψη: «Μα κύριε ανακριτά… είναι γάτα!»
Και τότε, η Αριστέα Δημητριάδου κατάλαβε. Μια απλή, καθημερινή ιστορία είχε μετατραπεί σε υπόθεση εθνικής ασφάλειας.
«Μα κύριε Ανακριτά», είπε, προσπαθώντας να κρατήσει τα γέλια της. «Η Μίτση δεν είναι γυναίκα. Είναι γάτα!»
Η Αριστέα εξήγησε την αλήθεια που κρυβόταν πίσω από το «κωδικοποιημένο» μήνυμα. Η φίλη της, Κάκια Δροσίνη, είχε φύγει για το εξοχικό της στον Ωρωπό, αλλά από λάθος είχε ξεχάσει την αγαπημένη της γάτα, τη Μίτση, μόνη στο διαμέρισμά της στην Αθήνα. Η Αριστέα πήγε, βρήκε τη γάτα καλά στην υγεία της και έστειλε το τηλεγράφημα για να καθησυχάσει τη φίλη της. Και η «Δυναστεία Βασιλικής»; Ήταν απλώς ένα πείραγμα, αφού το βαφτιστικό όνομα της φίλης της, Κάκιας, ήταν Βασιλική!
Από το έγκλημα στη φάρσα
Ο ανακριτής Τζωρτζάκης, συνειδητοποιώντας την τεράστια γκάφα του και το ρεζίλεμα που θα ακολουθούσε, έμεινε άναυδος. Αμέσως, ανακάλεσε το ένταλμα σύλληψης για τον Ηλία Δημητριάδη, αλλά και το ένταλμα που είχε ήδη ετοιμάσει για την Κάκια Δροσίνη και –προφανώς– για την ύποπτη… Μίτση.
Η ιστορία, όπως ήταν φυσικό, διέρρευσε και έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες της εποχής, με την «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» να δημοσιεύει τη φωτογραφία της διάσημης πλέον γάτας. Έτσι, μια από τις πιο σκοτεινές στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, γέννησε ταυτόχρονα και ένα από τα πιο αστεία και σουρεαλιστικά της ανέκδοτα.
