Στα τέλη του 19ου αιώνα, η Ελλάδα είχε ένα όραμα: να επαναφέρει την Ακρόπολη στην αρχαία της δόξα. Με επικεφαλής τον αρχαιολόγο Παναγή Καββαδία, ξεκίνησε ένα φιλόδοξο έργο αποκαθήλωσης και αναστήλωσης. Η πρόθεση ήταν ευγενής, όμως το αποτέλεσμα έμελλε να αποδειχθεί καταστροφικό για τη μακρά ιστορία του ιερού βράχου.
Το «σβήσιμο» της ιστορίας
Ο Καββαδίας, επηρεασμένος από το ευρωπαϊκό ρεύμα της «ιδεατής αποκατάστασης», θεωρούσε την Ακρόπολη ένα καθαρά κλασικό μνημείο. Οποιαδήποτε μεταγενέστερη προσθήκη —βυζαντινοί ναΐσκοι, μεσαιωνικοί πύργοι, οθωμανικές οικίες— θεωρήθηκε «παραφωνία» που έπρεπε να αφαιρεθεί. Έτσι, μεταξύ 1885 και 1890, ολόκληρες κατασκευές κατεδαφίστηκαν, σβήνοντας κυριολεκτικά αιώνες ιστορίας.
Λάθη που κόστισαν
Το έργο αναστήλωσης, υπό τον αρχιτέκτονα Νικόλαο Μπαλάνο, έγινε χωρίς τις σημερινές επιστημονικές μεθόδους. Τα λάθη ήταν σοβαρά και μετέτρεψαν το όραμα σε εφιάλτη:
Αντιεπιστημονικές παρεμβάσεις: Τα μάρμαρα τοποθετήθηκαν σε λάθος θέσεις, ενώ οι αρμοί ενώθηκαν με σίδερο που σκούριαζε και προκαλούσε ανεπανόρθωτες φθορές.
Αυθαίρετες μετακινήσεις: Κομμάτια του Ερεχθείου και των Προπυλαίων μετακινήθηκαν χωρίς τεκμηρίωση, με αποτέλεσμα να χαθεί η αυθεντική τους θέση.
Για δεκαετίες, το έργο αυτό θεωρήθηκε επιτυχία, προβάλλοντας μια «καθαρή» εικόνα της αρχαίας Ακρόπολης. Ωστόσο, η ζημιά είχε γίνει. Η φθορά και η απώλεια αυθεντικού υλικού ήταν τεράστιες.
Η αναστροφή των λαθών
Η συνειδητοποίηση των λαθών ήρθε τον 20ό αιώνα. Από το 1975, ξεκίνησε ένα νέο, επιστημονικό πρόγραμμα αναστήλωσης με στόχο την αποκατάσταση των λαθών των προηγούμενων επεμβάσεων. Πολλά από τα λάθος τοποθετημένα κομμάτια ξηλώθηκαν, ενώ κάποια δεν μπόρεσαν ποτέ να επιστρέψουν στη σωστή τους θέση.
Η Ακρόπολη, όπως τη βλέπουμε σήμερα, δεν είναι μόνο ένα μνημείο της αρχαιότητας, αλλά και ένα μάθημα για το πώς η υπερβολική φιλοδοξία και η έλλειψη επιστημονικότητας μπορούν να βλάψουν την ιστορική κληρονομιά. Ο σεβασμός στην ιστορική συνέχεια είναι εξίσου σημαντικός με τη διαφύλαξη των αρχαίων μνημείων.
